Θεόφιλος Χατζημιχαήλ, Ο θάνατος του Μάρκου Μπότσαρη στο Καρπενήσι το 1823, (1932)

Ο Θεόφιλος, ο ζωγράφος της λαϊκής ρωμιοσύνης, γεννημένος στη Βαρειά, μεταξύ του 1867 και 1870, πεθαίνει στη Μυτιλήνη στις 24 Μαρτίου του 1934, παραμονή της επετείου των 113 χρόνων από την Ελληνική Επανάσταση του 1821, από την οποία τόσο εμπνεύστηκε και έζησε σχεδόν υιοθετώντας την, αφού είχε διαγράψει ένα ξεχωριστό, ένα μοναδικό κύκλο ζωής, προσωπικής και εικαστικής.

Αυτοδίδακτος καλλιτέχνης κατέληξε να αναγνωριστεί ως ο σπουδαιότερος λαϊκός ζωγράφος της Ελλάδας.

Πριν λίγο καιρό, ολοκληρώθηκε το βιβλίο «Άγγελος Κατακουζηνός – Στρατής Ελευθεριάδης Tériade: Μια φιλία ζωής, Η δημιουργία του Μουσείου Θεόφιλου» που εκδόθηκε από το Ίδρυμα Άγγελου και Λητώς Κατακουζηνού υπό την αιγίδα και με επιχορήγηση του Υπουργείου Πολιτισμού και Αθλητισμού. Είναι το αποτέλεσμα χρόνων έρευνας της μουσειολόγου – επιμελήτριας της Οικίας Κατακουζηνού, Σοφίας Ε. Πελοποννησίου-Βασιλάκου, που ξεκίνησε όταν βρήκε μια επιστολή του Κατακουζηνού, στην οποία παραπονιόταν στον Tériade πως σε μια συνέντευξη που έδωσε είχε «ξεχάσει» να αναφέρει τον ρόλο του και πόσα έκανε για τον Θεόφιλο και τη δημιουργία του Μουσείου. Ο Tériade αναγνώρισε το λάθος του με μια συμπληρωματική συνέντευξη αλλά το «κακό» είχε γίνει: Η ιστορία γύρω από τον Θεόφιλο είχε αφήσει απέξω τον Κατακουζηνό. Η κα Πελοποννησίου θεώρησε χρέος της να τον δικαιώσει με αυτό το βιβλίο αποκαθιστώντας μια ιστορική αλήθεια.

Αφίσα των εγκαινίων (29 Αυγούστου 1965)

Το βιβλίο-λεύκωμα ήδη έχει δοθεί σε μουσεία, βιβλιοθήκες, ιδρύματα, χώρους πολιτισμού, σημαντικούς λειτουργούς της πολιτιστικής ζωής της χώρας και επόμενο βήμα του σε συνεργασία και με τη βοήθεια της Ομοσπονδίας Λεσβιακών Συλλόγων Αττικής (ΟΛΣΑ), είναι να φτάσει σε όλα τα σχολεία και τα μουσεία της Λέσβου, ελάχιστος φόρος τιμής στη γενέτειρα αυτών των τριών σπουδαίων Λέσβιων.

Νεκτάριος Βακάλης

 

Ας διαβάσουμε αυτήν τη ξεχωριστή ιστορία…

Κατακουζηνός-Tériade

Η φιλία που γέννησε το Μουσείο Θεόφιλου

Το Μουσείο Θεόφιλου δημιουργήθηκε χάρη στο πάθος δύο σπουδαίων ανθρώπων που είχαν γεννηθεί στη Λέσβο, έγιναν φίλοι στο Παρίσι του ’20 και συνεργάστηκαν για πολλά χρόνια μέχρι να δουν τη δικαίωση του ζωγράφου τόσο στην Ελλάδα όσο και στο εξωτερικό. Το πρώτο θα ήταν πολύ πιο δύσκολο από το δεύτερο.

Στα τέλη της δεκαετίας του 1920, το Παρίσι φιλοξενεί μια ξεχωριστή παρέα Ελλήνων φοιτητών που στο μέλλον θα γίνουν ηγετικές μορφές της πνευματικής και καλλιτεχνικής ζωής της χώρας. Ανάμεσά τους ο Άγγελος ΚατακουζηνόςΛητώ και Βαλής | Ίδρυμα Άγγελου & Λητώς Κατακουζηνού που κάνει σπουδές Ιατρικής και σε λίγο θα γίνει διεθνώς καταξιωμένος νευρολόγος-ψυχίατρος, ο τεχνοκριτικός Στρατής ΕλευθεριάδηςΣτρατής Ελευθεριάδης (γνωστός στο μέλλον ως Tériade), ο λογοτέχνης Kωστής Βάρναλης που παρακολουθεί με υποτροφία μαθήματα φιλοσοφίας, φιλολογίας και κοινωνιολογίας, ο γλύπτης Μιχάλης Τόμπρος, οι ζωγράφοι Νίκος Χατζηκυριάκος-Γκίκας και Γιώργος Γουναρόπουλος.

Η παρέα συχνάζει στο Café de la RotondeCafé de la Rotonde στη λεωφόρο Μονπαρνάς. Ένα βράδυ που ψιλοβρέχει, στέκονται έξω από το καφέ συνεχίζοντας μια συζήτηση δίχως τελειωμό γύρω στη σύγχρονη τέχνη, τις πηγές της και τον πριμιτιβισμό. «Τώρα που ήμουν κάτω στην Πατρίδα», άρχισε ξαφνικά ο Γουναρόπουλος, «είδα στο Βόλο τις ζωγραφιές ενός λαϊκού καλλιτέχνη που με μάγεψαν. Θεόφιλος λέγεται κι είναι Μυτιληνιός. Τα πολύχρωμα έργα του είναι λουσμένα από ξανθό φως, γαλάζια λάμψη, ασήμια της ελιάς…».

«Ο Γουναρόπουλος μιλούσε αργά και σιγανά σα να μας φανέρωνε κάποιο μεγάλο μυστικό» θα γράψει ο Κατακουζηνός. «Κι ως τον ακούγαμε ο Tériade και εγώ βαθιά συγκινημένοι να μας ζωντανεύει τα έργα και να ιστορεί τη ζωή του παράξενου αυτού καλλιτέχνη, σιγά-σιγά, σαν από μαγεία, η ομίχλη του Παρισιού διαλύθηκε, ένας καταγάλανος ουρανός μάς θάμπωσε τα μάτια, μια ηλιαχτίδα ζέστανε την ξυλιασμένη ραχοκοκαλιά μας, η αρμύρα του Αιγαίου νότισε την ανάσα μας. Κι απότομα άστραψε μπροστά μας ζωντανό, ζεστό κι ολόλαμπρο το νησί μας: Η Μυτιλήνη! Κι απάνωθέ της να γυροφέρνει πέρα-δώθε σαν τρελή, στα βουνά, στις λαγκαδιές, τους ελαιώνες, στ’ ακρογιάλια, μια λερή φουστανέλα. Μια οπτασία αλαφροΐσκιωτη κι απόκοσμη. Δυο μάτια φωτερά, γεμάτα θάμπος κι ομορφιά και μια καρδιά να κλείνει μέσα της μονάχα καλοσύνη και αγάπη: Ο Θεόφιλος ΧατζημιχαήλΘεόφιλος Κεφαλάς – Χατζημιχαήλ. Έτσι αναπάντεχα έκανε την πρώτη του θα έλεγα ανεπίσημη εμφάνιση στο Παρίσι ο Θεόφιλος. Εμφάνιση που έμελλε να είναι αποφασιστική για την κατοπινή λαμπρή προβολή της απέριττης τέχνης του».

Και ο Κατακουζηνός και ο Ελευθεριάδης είχαν γεννηθεί στη Λέσβο, ο πρώτος το 1904, ο δεύτερος το 1899. Ο «μόρτης της λογοτεχνίας», κατά τον Σπύρο Μελά, και ο «arbitre des élégances«Διαιτητής της κομψότητας»» του Καρτιέ ΛατένLatin Quarter, Paris γνωρίστηκαν στο Παρίσι το 1925 και συνδέθηκαν αμέσως με φιλία. Μετά από εκείνο το βράδυ, επισκέφθηκαν το ατελιέ του Γουναρόπουλου και είδαν φωτογραφίες που είχε τραβήξει στο Πήλιο με έργα του Θεόφιλου.

Ο Tériade, ίσως και επειδή είχε διαβάσει τα κείμενα του εκδότη και ιστορικού τέχνης Κριστιάν ΖερβούPablo Picasso par Christian Zervos | inside story για την αξία της ναΐφ ζωγραφικής, αμέσως αντιλήφθηκε την ποιότητα, και κυρίως την αυθεντικότητα του συμπατριώτη του ζωγράφου.

«Με τη διεισδυτική του ματιά, διέκρινε στη λαϊκή τέχνη του Θεόφιλου το θαυμαστό νήμα που μας συνδέει με τη βυζαντινή τέχνη, μέσα από τόσους αιώνες σκότους και σιωπής που είχαν μεσολαβήσει από την πτώση της Αυτοκρατορίας» θα εξηγήσει αργότερα η Λητώ Κατακουζηνού.

Ο Άγγελος Κατακουζηνός, όπως σημειώνει η Σοφία Πελοποννησίου, μπορεί να μην γνώρισε ποτέ τον Θεόφιλο, τον «καταφρονεμένο αλαφροΐσκιωτο της Βαρειάς», όμως συνδεόταν μαζί του με ένα κοινό στοιχείο, ίσως σε υπέρτατο βαθμό: τον δονκιχωτισμό τους.

Οι δύο φίλοι έμειναν γοητευμένοι από όσα είδαν στις φωτογραφίες του Γουναρόπουλου. Πίστεψαν στο «ονειροπαρμένο πλάσμα που δεν έβλεπε παρά μονάχα την ομορφιά κι ήταν πάνω απ’ τα κοινά μέτρα των ανθρώπων», όπως έγραψε για τον Θεόφιλο ο Κατακουζηνός.

Τώρα η έκδοση Άγγελος Κατακουζηνός – Στρατής Ελευθεριάδης-Tériade: Μια φιλία ζωής που μόλις κυκλοφόρησε από το Ίδρυμα Άγγελου και Λητώς Κατακουζηνού σε επιμέλεια της Σοφίας Πελοποννησίου-Βασιλάκου και του Ζήσιμου Συνοδινού εξερευνά τη φιλία των δύο ανδρών, η οποία χαρακτηρίστηκε από τον κοινό τους αγώνα επί εξήντα χρόνια να καταξιωθεί ο Θεόφιλος στην Ελλάδα και το εξωτερικό. Δυστυχώς το πρώτο θα ήταν πιο δύσκολο από το δεύτερο.

Τον επόμενο χρόνο, ο Tériade αναζήτησε τις τοιχογραφίες του Θεόφιλου στη Λέσβο. Βρήκε κάποιες στην Καρίνη και τελικά και τον ίδιο. Ο Θεόφιλος τότε ήταν κοντά στα εξήντα. Είχε περάσει μια πολύ δύσκολη ζωή, αφοσιωμένος στη ζωγραφική, για την οποία αμοιβόταν με ένα συνήθως με ένα πιάτο φαγητό και λίγο κρασί ψωμί, δεχόμενος συνεχώς χλευασμό που κυκλοφορούσε με παραδοσιακή φουστανέλα. Ο Tériade τον κάλεσε να μείνει με τον πατέρα του. Του πρόσφερε στέγη, καλό φαγητό, ζεστά ρούχα, του έδωσε υλικά για να ζωγραφίζει και του είπε: «Θεόφιλε, είσαι μεγάλος ζωγράφος. Κάποια μέρα θα σε κάνω διάσημο στο Παρίσι». Αυτές ήταν οι πρώτες ευγενικές λέξεις που είχε ακούσει ποτέ ο Θεόφιλος στη ζωή του.

Ο Tériade κατέβαλε μεγάλες προσπάθειες στο Παρίσι να προωθήσει τον Έλληνα πρωτόγονο καλλιτέχνη. Σύντομα οι Γάλλοι τεχνοκριτικοί άρχισαν να γράφουν για τον «Douanier RousseauHenri Rousseau της Ελλάδας». Ο Θεόφιλος έμαθε τα νέα, χαμογέλασε και συνέχισε να ζωγραφίζει. Όταν «η ανήσυχη ψυχή του τον τράβηξε και πάλι έξω στη φύση, στη γεμάτη δοκιμασίες ζωή που είχε γίνει ένα με την ίδια του τη σάρκα» αφήνοντας το σπίτι του Tériade, ήταν περίπου 63 ετών. Έναν χρόνο αργότερα, το 1934, βρέθηκε νεκρός.

Ως ευχαριστώ είχε αφήσει στον Tériade περίπου ενενήντα έργα. Mόνιμος κάτοικος Γαλλίας, o Eλευθεριάδης κατάλαβε ότι θα ήταν ασφαλέστερο να μείνουν στην Ελλάδα και για χρόνια εμπιστεύτηκε στον Κατακουζηνό πολλά έργα με στόχο όχι μόνο τη φύλαξή τους, αλλά και την παρουσίασή τους στο ευρύ κοινό μέσα από την κινητοποίηση των ανθρώπων των γραμμάτων και των τεχνών σ’ ένα από τα σημαντικότερα λογοτεχνικά και καλλιτεχνικά σαλόνια των ΑθηνώνΆγγελος και Λητώ Κατακουζηνού: το φιλολογικό σαλόνι που έγραψε ιστορία | inside story, αυτό που είχε στηθεί στην οικία Κατακουζηνού από τον Άγγελο και τη Λητώ, την όμορφη σύζυγο που απέκτησε με την επιστροφή του στην Αθήνα, και όπου Σεφέρης, Ελύτης, Θεοτοκάς, Εμπειρίκος, Τερζάκης, Βενέζης, Κατσίμπαλης, Βασιλείου ήταν κάποιοι από τους συχνούς θαμώνες.

Ο Κατακουζηνός ανέλαβε με ενθουσιασμό τον ρόλο που του εμπιστεύτηκε ο Τériade. Ο Θεόφιλος, γράφει ο Κατακουζηνός, «αρνήθηκε τη στεγνή, συμβατική, τη “λογική” ζωή, όχι από ανωμαλία ψυχική αλλά γιατί ο γύρω του κόσμος δεν τον συγκινούσε. Δεν έβρισκε μέσα σ’ αυτόν ούτε την ομορφιά ούτε την αλήθεια που αναζητούσε με λαχτάρα η πηγαία ευαισθησία του. Έτσι κατέφυγε σ’ έναν κόσμο δικό του, στη χώρα του παραμυθιού που ομορφαίνει τη ζωή χωρίς να την ψευτίζει. Και η φυγή αυτή δεν ήταν το καταφύγιο του αδύναμου, αλλά η θεληματική μετανάστευση ενός πονεμένου ισχυρού στη μεγάλη και ολόφωτη πολιτεία του ονείρου. Γι’ αυτό η φυγή αυτή στάθηκε τόσο δημιουργική […] Γι’ αυτό και «η σωστή λαϊκή ζωγραφική είναι ενδόστροφη, εσωτερικευμένη».

Για χρόνια προσπαθούσε να οργανώσει την πρώτη δημόσια παρουσίαση των έργων του Θεόφιλου, αλλά την πρώτη φορά η στιγμή συνέπεσε με τη δικτατορία του Μεταξά και τη δεύτερη με την έναρξη του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου. «Τα δύσκολα χρόνια του πολέμου και της Κατοχής, σε στιγμές αδυναμίας ξεδιπλώναμε τα κάμποτ με άπειρη προσοχή, στήναμε μπροστά μας τον Αθανάσιο Διάκο, τον Οδυσσέα Ανδρούτσο, το Γέρο του Μωρηά. Κοντολογίς όλη τη λεβεντιά και το θρύλο της Πατρίδας κι ατενίζοντάς τους αναθαρρεύαμε. Και δεν ήταν μόνο οι φιγούρες των παλικαριών του ‘21 που μας στέργιωναν. Ήταν ακόμα μια μυστική δύναμη που ξεπηδούσε από τούτες τις ζωγραφιές, μια πύρινη φλόγα που μας θέρμαινε την καρδιά. Η ίδια πίστη, η ίδια φλόγα που κίνησε το χέρι του ζωγράφου που τις ζωντάνεψε».

Τελικά, το 1946 οργανώνει την πρώτη έκθεση Θεόφιλου στο σπίτι του, πρωτοβουλία που προκάλεσε μεγάλες αντιδράσεις στην Αθήνα του Εμφυλίου. Η εφημερίδα Αθηναϊκή γράφει: «Πού οδηγούμεθα; Ένας Κατακουζηνός να εκθέτει σπίτι του έναν κομμουνιστή μπογιατζή· να τον επαινεί ο Σεφέρης και να κόπτεται υπέρ αυτού ένας Χατζηκυριάκος-Γκίκας! Πού οδηγούμεθα, ύψιστε Θεέ;». Η έκθεση κατέβηκε σε δεκαπέντε μέρες. Όμως Κατακουζηνός, Κατσίμπαλης και Σεφέρης πείθουν τον διευθυντή του Βρετανικού Συμβουλίου και τον Μάιο του 1947, οργανώνεται η δεύτερη έκθεση Θεόφιλου. Στην ομιλία του στα εγκαίνια ο Σεφέρης ανέφερε: «Τούτη η στιγμή είναι ιστορική για την ζωγραφική στην Ελλάδα. Ο Θεόφιλος με τη ζωγραφική του μας ξέπλυνε το μάτι, όπως η βροχή ξεπλένει ένα φύλλο δέντρου». Είναι η σειρά αριστερής εφημερίδας να διαμαρτυρηθεί: «Το Κολωνάκι εκμεταλλεύεται το παιδί του λαού». Ο Αλέξανδρος ΞύδηςΗ νεκρολογία του θα θυμηθεί αργότεραΗ Καθημερινή, Μάρτιος 1994: «Έφτασαν να αποκαλέσουν τους οργανωτές της έκθεσης και όσους ετόλμησαν να της δανείσουν έργα “απατεώνες”, “ελληνική μαφία”, “Ελληνοεβραίους των Παρισίων” και άλλα παρόμοια κοσμητικά. Τη σπείρα αυτήν είχανε την τιμή να την απαρτίζουν, μεταξύ άλλων, οι ποιητές Γιώργος Σεφέρης, Ανδρέας Εμπειρίκος και Οδυσσέας Ελύτης, ο ζωγράφος Ν. Χατζηκυριάκος Γκίκας, οι καθηγητές Δ. Ευαγγελίδης και Α. Κατακουζηνός, ο μουσικός Λώρης Μαργαρίτης και ο υπογραφόμενος».

Ο Κατακουζηνός προστάτευε από την κακόβουλη δημοσιότητα τον Tériade με την αποσιώπηση του ονόματός του σε τέτοιες εκδηλώσεις, ώστε να συνεχίζει αυτός απερίσπαστος τις δικές του προσπάθειες για την ανάδειξη του Θεόφιλου. Σκοπός που εν μέρει επιτεύχθηκε όταν ο Tériade οργάνωσε, τον Ιούνιο του 1961, την έκθεση Θεόφιλου στο Moυσείο των Διακοσμητικών Τεχνών στο Παρίσι. Όπως σχολίασε ο Κατακουζηνός, «ο Θεόφιλος μπήκε με τα τσαρούχια του και θρονιάστηκε για τα καλά στα παλάτια του Λούβρου. Μαζί του ακολούθησαν κι όλη η λεβεντιά της φυλής μας. Και τώρα δίπλα στους Λουδοβίκους με τις πουδραρισμένες περούκες τους, τις νταντέλλες, τα βελούδα και τα φανταχτερά ολόχρυσα στολίδια, στέκουν καμαρωτοί με τις κουμπούρες και τα μουστάκια τους ο Αθανάσιος Διάκος, ο Οδυσσέας Ανδρούτσος, ο Κολοκοτρώνης και ο Καραϊσκάκης μας».

Στον Άγγελο Κατακουζηνό, κατά πάσα πιθανότητα, οφείλεται η διοργάνωση έκθεσης με ενενήντα έργα του Θεόφιλου από ιδιωτικές συλλογές στην πινακοθήκη της Ελληνοαμερικανικής Ένωσης το 1964, με ομιλία του Γιάννη Τσαρούχη στα εγκαίνια (και άλλης μίας το 1970, που εν μέσω Δικτατορίας, δίχασε για άλλη μια φορά).

Η συνέχεια θα είναι πιο συναρπαστική. Σχεδόν 35 σχεδόν χρόνια μετά από εκείνο το βράδυ στο Μονπαρνάς, ανοίγει το Μουσείο Θεόφιλου, που ετοίμασε ο Tériade με τη συμβολή του Κατακουζηνού στη Βαρειά, τόπο καταγωγής του ίδιου και του Θεόφιλου. Ένα απλό λευκό μουσείο με 86 πίνακες, μέσα σε καταπράσινους ελαιώνες, ήταν η δωρεά του Τεριάντ προς τον κόσμο της Λέσβου. Έγραψε ο Βενέζης: «Το Ελληνικό Αρχιπέλαγος απέκτησε το Μουσείο του: Οι κυρά-Δέσποινες, και οι Κολοκοτρωναίοι και οι γοργόνες και οι Μεγαλέξαντροι και τα Κάστρα, και τα κύματα, και τα βουνά και οι βοσκοί, και οι ψαράδες που αγαπούσε ο Θεόφιλος, θα ξυπνούνε τη νύχτα και θα τα λένε στον ελαιώνα της Βαριάς. Και θα θυμίζουν πόσο δυνατή είναι η παράδοση».

Ο Tériade, που είχε επιλέξει να μην είναι παρών στα εγκαίνια, ζήτησε από τον Κατακουζηνό να αναλάβει να συστήσει και να προεδρεύσει της Τιμητικής Επιτροπής για τα εγκαίνια του Μουσείου Θεόφιλου. Η επιτροπή είχε ως μέλη ό,τι πιο διανοητικά υψηλό διέθετε η τότε Ελλάδα: Βασιλείου, Γουναρόπουλο, Γκίκα, Ελύτη, Κατσίμπαλη, Σεφέρη, Τσαρούχη, Τόμπρο, Σπητέρη, κ.ά. Την οργάνωση των εγκαινίων ανέλαβε το ζεύγος Κατακουζηνού. Ο Τériade είχε ζητήσει «να είναι ταιριαστά με τα όσα πρεσβεύει ο Θεόφιλος και η Λέσβος: Ομορφιά και Απλότητα πάνω από όλα».

Οι καλεσμένοι έφτασαν με το κρουαζιερόπλοιο Άδωνις, όπου στήθηκε ένα μεγάλο πάρτι από τη Λητώ Κατακουζηνού. Ανάμεσά τους έξι πρεσβευτές, μορφωτικοί σύμβουλοι, άνθρωποι των γραμμάτων, καλλιτέχνες, Σεφέρης, Γκίκας, Βενέζης, Τσαρούχης, Παπαϊωάννου, Αθανασιάδης, Άλκης Θρύλος.

Στις 29 Αυγούστου 1965, άνοιξε το μουσείο. «Συρρεύσαμε όλοι στη Βαρειά», θυμάται η Λητώ Κατακουζηνού, «ως προσκυνητές για να αποδώσουμε τις οφειλόμενες τιμές στον ταπεινό ζωγράφο. Πρέσβεις, ακαδημαϊκοί, ζωγράφοι, συγγραφείς, ποιητές, δημοσιογράφοι, όλη η αφρόκρεμα του πνευματικού κόσμου ήταν παρούσα. Μία λαμπρή συγκέντρωση μεταξύ των χωρικών και των προσωπικοτήτων της Λέσβου. Ο Επίσκοπος με τα μεγαλοπρεπή του άμφια ολοκλήρωσε τη λειτουργία στη μνήμη του Θεόφιλου έξω από το μικρό λευκό παρεκκλήσι εκεί κοντά, και οι βυζαντινοί ύμνοι που πλημμύρισαν το αγροτικό τοπίο σίγησαν. Ο πρόεδρος της τιμητικής επιτροπής, καθηγητής Α. Κατακουζηνός, έκλεισε τον λόγο του με τις ακόλουθες λέξεις: “Δεν ήρθαμε εδώ για να αποκαταστήσουμε τον Θεόφιλο αλλά για να αποκαταστήσουμε εμάς τους ίδιους”. Έπειτα, όσο οι επίσημοι επισκέπτονταν το Μουσείο, οι χωρικοί έξω έστησαν γιορτή με παραδοσιακούς χορούς και τραγούδια…»

«Όταν πια οι εορτασμοί κόπασαν, στάθηκα μόνη, μαγεμένη, στο κέντρο αυτού του ιερού ναού της τέχνης. Οι ίδιοι πίνακες που γνώριζα και αγαπούσα, εδώ, στο φυσικό τους περιβάλλον, είχαν μια ομορφιά απερίγραπτη. Τα χρώματα ανάβλυζαν από τους τοίχους, δραπέτευαν μέσα από τα ανοιχτά παράθυρα και γίνονταν ένα με το εκθαμβωτικό μεσημβρινό φως της φύσης, σε πλήρη αρμονία. Ένα όνειρο έγινε πραγματικότητα. Ένα παραμύθι είχε αίσιο τέλος. Κι εσύ, ευγενικέ ξένε, που έτυχε να έρθεις στα μέρη μας, θυμήσου να κάνεις μια στάση στη Βαρειά, για να αποτίσεις φόρο τιμής σε έναν ταπεινό αλλά προικισμένο ζωγράφο και ποιητή».

Tο άρθρο προέρχεται από το κείμενο της Σοφίας Ε. Πελοποννησίου-Βασιλάκου στο βιβλίο «Άγγελος Κατακουζηνός – Στρατής Ελευθεριάδης Tériade: Μια φιλία ζωής, Η δημιουργία του Μουσείου Θεόφιλου» που εκδόθηκε από το Ίδρυμα Άγγελου και Λητώς Κατακουζηνού υπό την αιγίδα και με επιχορήγηση του Υπουργείου Πολιτισμού και Αθλητισμού.

Επιμέλεια έκδοσης: Σοφία Ε. Πελοποννησίου-Βασιλάκου, Ζήσιμος Χ. Συνοδινός. Κείμενα: Άγγελος Κατακουζηνός, Λητώ Κατακουζηνού, Σταύρος Ι. Αρβανιτόπουλος, Jean Baelen, Νεκτάριος Βακάλης, Ίρις Κρητικού, Κώστας Μανιατόπουλος, Σοφία Ε. Πελοποννησίου-Βασιλάκου.

Το βιβλίο εμπεριέχει έργα τριών σημαντικών καλλιτεχνών του Γιάννη Ευθυμιάδη, του Γιώργου Κόρδη και της Βασιλικής Κολλιπέτσα. Οι μεταφράσεις κειμένων έγιναν από την Βιολέττα Ζεύκη και τον Δημήτρη Βασιλάκο. Επεξεργασία αρχειακού υλικού-Σχεδιασμός-Εξώφυλλο-Ηλεκτρονική Σελιδοποίηση: Δημήτρης Χατζημαρινάκης.

ΟΛΣΑ

 

 

 

 

 

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ