Έκθεση Φωτογραφίας «Άγιον Όρος: Κατ’ εικόνα του φωτογραφικού βλέμματος»

Του τέλους του 19ου – Των αρχών του 20ου αιώνα. Στέφανος Παλιομπέης, Δρ Αρχαιολόγος – Μουσείο Ακρόπολης.

Το Άγιον Όρος, ως τόπος του ορθόδοξου μοναχισμού και σημαντικότατο προσκυνηματικό κέντρο της Βόρειας Ελλάδας με τεράστια ακτινοβολία, αποτέλεσε σημείο αναφοράς ήδη στα έργα των πρώιμων περιηγητών του 15ου αιώνα, αλλά και πολύ νωρίς, ήδη από τον 16ο αιώνα, έναν από τους βασικούς σταθμούς της περιοδείας των περιηγητών. Ωστόσο κατακόρυφη αύξηση του αριθμού των περιηγητών του Αγίου Όρους[1] σημειώνεται κατά τη διάρκεια του19ου αιώνα, του κατεξοχήν αιώνα του περιηγητισμού.

Σε αντίθεση με την ενασχόληση της έρευνας με συγκεκριμένες ομάδες περιηγητών του Αγίου Όρους διαφόρων εθνικοτήτων, όπως για παράδειγμα Γάλλων, Ρώσων, Σέρβων[2], αλλά και μεμονωμένων Άγγλων περιηγητών[3], τα γερμανόγλωσσα περιηγητικά κείμενα δεν έχουν αξιοποιηθεί από τη μέχρι τώρα έρευνα. Το παλαιότερο γνωστό σχετικό κείμενο στα γερμανικά χρονολογείται στο Β΄ μισό του 16ου αι. Πρόκειται για αποσπάσματα του Ημερολογίου του Λουθηρανού Θεολόγου Stephan Gerlach του Πρεσβύτερου (1546-1612). Ανάμεσα στους γνωστότερους Γερμανούς και Αυστριακούς περιηγητές του Αγίου Όρους του 18ου και 19ου αιώνα συγκαταλέγονται ο Zachariä von Lingenthal, ο Jacob Philipp Fallmerayer κ.ά.

Για τη χρονική περίοδο του τέλους του 19ου και των αρχών του 20ου αιώνα έχουν εντοπιστεί μέχρι τώρα περισσότεροι από 50 γερμανόγλωσσοι περιηγητές[4], ως συντάκτες ολόκληρων μονογραφιών, ολιγοσέλιδων ή εκτενέστερων άρθρων για το Άγιον Όρος. Τα περιηγητικά τους κείμενα αποτελούν μία πολύ σημαντική ομάδα, τόσο ως προς τον αριθμό τους, όσο και ως προς το περιεχόμενο τους. Πρόκειται κυρίως για κείμενα Θεολόγων και Κληρικών, διακεκριμένων επιστημόνων και ερευνητών, όπως Βοτανολόγων, Ιστορικών, Ιστορικών της Τέχνης και Αρχαιολόγων, Ευγενών, Πολιτικών, Διπλωματών και Στρατιωτικών, οι οποίοι καταγράφουν όχι μόνο τις προσωπικές τους εντυπώσεις αλλά συντάσσουν και επίσημες υπηρεσιακές εκθέσεις σχετικά με την κατάσταση του Αγίου Όρους κατά τον χρόνο της επίσκεψής τους και τέλος ασχολούνται αποκλειστικά με την ιστορία και την τέχνη του Αγίου Όρους.

Έκθεση Φωτογραφίας «Άγιον Όρος: Κατ’ εικόνα του φωτογραφικού βλέμματος»
Έκθεση Φωτογραφίας
«Άγιον Όρος: Κατ’ εικόνα του φωτογραφικού βλέμματος»

Από τα γνωστότερα και σημαντικότερα για το Άγιον Όρος έργα είναι αυτό του Προτεστάντη Θεολόγου Philipp Meyer με τίτλο «Τα κυριότερα έγγραφα για την ιστορία των αθωνικών Μονών»[5] του 1894. Ο ίδιος είχε δημοσιεύσει στο Περιοδικό για την Εκκλησιαστική Ιστορία του 1890 άρθρο με τίτλο «Συμβολές σχετικά με τη νεότερη ιστορία και τη σύγχρονη κατάσταση των αθωνικών Μονών[6]. Βασικό εγχειρίδιο για την αγιορειτική τέχνη αποτελεί το βιβλίο του Heinrich Brockhaus με τίτλο «Η τέχνη στις αθωνικές Μονές»[7] του 1891. Ο Karl Krumbacher δημοσίευσε το 1889 κείμενο για τις Βιβλιοθήκες του Αγίου Όρους που αναδημοσιεύθηκε στον τόμο «Εκλαϊκευμένα άρθρα»[8] το 1909. Στις αρχές του 20ου αιώνα ανήκουν τα έργα του Ευαγγελικού Θεολόγου Βαρώνου Eduard von der Goltz με τίτλο «Ταξιδιωτικές εικόνες από την ελληνο-τουρκική Ανατολή»[9], του 1902, το μεγαλύτερο μέρος του οποίου είναι αφιερωμένο στο Άγιον Όρος, του Ιστορικού, Παλαιογράφου και Ειδικού της Παλαιοχριστιανικής Λογοτεχνίας Alfred Schmidtke με τίτλο «Η μοναστική Πολιτεία του Άθω»[10] του 1903, του N. von Gutmansthal με τίτλο «Άγιον Όρος, η Μοναστική Πολιτεία. Ένα ταξιδιωτικό σκίτσο»[11], επίσης του 1903 και αυτό του γνωστού Βυζαντινολόγου Heinrich Gelzer με τίτλο «Από το Άγιον Όρος και τη Μακεδονία»[12] του 1904.

Παρατηρούμε ότι μεγάλος αριθμός σχετικών με το Άγιον Όρος κειμένων δημοσιεύεται σε περιοδικά, απευθυνόμενα σε ευρύτερο κοινό, κυρίως του Β΄ μισού του 19ου και του Α΄ μισού του 20ου αιώνα, γεγονός που αποδεικνύει το συνεχώς αυξανόμενο ενδιαφέρον των γερμανόγλωσσων αναγνωστών για σχετική πληροφόρηση[13]. Ενδεικτικά αναφέρουμε τη διήγηση των εντυπώσεων της περιοδείας του Γερμανού ζωγράφου τοπίων Carl Wuttke στο Άγιον Όρος το 1891, η οποία καταγράφηκε καθ’ υπαγόρευσή του από τον γνωστό Γερμανό συγγραφέα και Καθηγητή Αιγυπτιολογίας του Πανεπιστημίου της Λειψίας Georg Ebers και δημοσιεύτηκε συνοδευόμενη και από οκτώ ξυλογραφίες με παραστάσεις των Μονών Μεγίστης Λαύρας και Βατοπαιδίου στον πρώτο τόμο του περιοδικού «Από τον βράχο στη θάλασσα. Εικονογραφημένο περιοδικό του Spemann για το γερμανικό σπίτι»[14] του 1892/93.

Επίσης τα κείμενα του Ιστορικού και Ιστορικού Τέχνης Wilhelm Rossmann[15] του 1877, του περιηγητή και γεωγράφου Karl Dühmig[16] του 1891 για το Άγιον Όρος γενικότερα και του H. Feigl[17] του 1892 σχετικά με τη ζωγραφική και τη γλυπτική στο Άγιον όρος.

Εκτός από τις δεκάδες γνωστών Γερμανών περιηγητών και ερευνητών του Αγίου Όρους μαρτυρείται τουλάχιστον η επίσκεψη και παραμονή ορισμένων ευγενών, όπως του Βαρώνου Maximilian von Krant το 1875, του διαδόχου Πρίγκηπα Bernhard von Meiningen και των Πριγκήπων Georg von Sachsen το 1905 και Max Herzog zu Sachsen το 1910. Άρθρο του τελευταίου με τίτλο «Το όρος Άθως στη Μακεδονία» δημοσιεύθηκε στα «Εικονογραφημένα Γερμανικά Μηνιαία Τεύχη του Westermann»[18] στο Braunschweig. Γνωστή είναι τέλος και η επίσκεψη πολλών αξιωματούχων αλλά και μελών επιστημονικών αποστολών[19] στο Άγιον Όρος.

Από τα πολυάριθμα προαναφερθέντα κείμενα γερμανόγλωσσων περιηγητών έχουν επιλεγεί για αναλυτικότερη παρουσίαση δύο χαρακτηριστικά παραδείγματα, οι πληροφορίες των οποίων είναι ενδεικτικές της διαφορετικότητας της προσέγγισης του εκάστοτε συντάκτη.

Το πρώτο κείμενο αποτελεί η Έκθεση για το Άγιον Όρος του γνωστού Αυστριακού Ιστορικού της Τέχνης, Καθηγητή του Πανεπιστημίου της Βιέννης Josef Strzygowski. Ο Strzygowski γεννήθηκε το 1862 στην Biala (Schlesien) και πέθανε στη Βιέννη το 1942. Σπούδασε Κλασική Αρχαιολογία και Ιστορία της Τέχνης στα Πανεπιστήμια της Βιέννης και του Βερολίνου. Από το 1892 ήταν Καθηγητής του Πανεπιστημίου του Graz και από το 1909 μέχρι το 1933 Διευθυντής του Ινστιτούτου της Ιστορίας της Τέχνης του Πανεπιστημίου της Βιέννης, όπου ίδρυσε και την Εταιρεία της Συγκριτικής Έρευνας της Τέχνης[20].

Το κείμενο αποτελεί μία κατ’ εντολή της Αυστριακής Κυβέρνησης συνταχθείσα Έκθεση, η οποία φυλάσσεται στο Κρατικό Αρχείο της Βιέννης υπό τον τίτλο «Περί της καταστάσεως στο όρος Άθω – Φθινόπωρο 1888». Το εκτενές αδημοσίευτο χειρόγραφο παρουσιάστηκε μόλις 100 χρόνια αργότερα από τον Καθηγητή Π. Ενεπεκίδη[21]. Στόχος της Έκθεσης ήταν η συγκέντρωση στοιχείων για το Άγιον Όρος και την επικρατούσα κατάσταση στη συγκεκριμένη χρονική περίοδο, κατά την οποία η επεκτατική πολιτική και διείσδυση των Ρώσων στην περιοχή στα πλαίσια του Πανσλαβισμού[22] με στόχο τον πλήρη εκρωσισμό του Αγίου Όρους, αποτελούσε απειλή για τις υπόλοιπες Μεγάλες Δυνάμεις.

Η παραμονή του νεαρού, σε ηλικία 26 ετών, Strzygowski στο Άγιον Όρος διήρκεσε συνολικά επτά βδομάδες, από τον Αύγουστο μέχρι τις αρχές Οκτώβρη του 1888.

Στην Έκθεση γίνεται αρχικά λόγος για τη θέση της χερσονήσου του Άθω, για τη διώρυγα του Ξέρξη, για τη φυσική γεωγραφία της: την ορογραφία, τη χλωρίδα, τα μεταφορικά μέσα και τους δρόμους με παραπομπή στην αναλυτική περιγραφή στις «Σημειώσεις» του Ταγματάρχη Νικόλαου Σχινά[23]. Ακολουθεί η αναφορά στις 20 κυρίαρχες Μονές, τις οποίες παρομοιάζει με γιγάντια κάστρα και την ιεραρχία τους, και στις 14 Σκήτες, τη θέση των Μονών και των Σκητών, τον διαχωρισμό των Μονών σε κοινόβιες και ιδιόρρυθμες, και τέλος στα Κελλία και τα Καλύβια. Ακολουθούν οι Ναοί της εκάστοτε Μονής, το Καθολικό και τα Παρεκκλήσια της και ο διάκοσμός τους. Σχετικά με τους τότε άγνωστους στην επιστήμη ακόμη θησαυρούς των Καθολικών (ψηφιδωτά, εξαίρετα έργα μικροτεχνίας κ.ά.) υπόσχεται να τους συμπεριλάβει σε μία μονογραφία σχετική με την τέχνη στο Άγιον Όρος, η οποία ωστόσο δεν πραγματοποιήθηκε ποτέ.

Ενδιαφέρουσες είναι οι σχετικές με τις Βιβλιοθήκες πληροφορίες. Παρόλο που ο μεγαλύτερος αριθμός των χειρογράφων είχε πέσει θύμα κυρίως της λεηλασίας των κυνηγών χειρογράφων αλλά και της αμάθειας των μοναχών, βρίσκονταν στην εποχή του περίπου 8766 χειρόγραφα αποκλειστικά εκκλησιαστικού περιεχομένου, τα οποία απαριθμεί ανά Μονή. Από τα παραπάνω 145 έφεραν περισσότερες από 1000 μικρογραφίες. Η λεπτομερής καταγραφή των παραπάνω σε έναν Κατάλογο και η επεξεργασία του, αποτελούσε το δεύτερο κύριο μέρος της εργασίας του κατά τη διάρκεια της παραμονής του στο Άγιον Όρος.

Ο Strzygowski κάνει αναφορά στον πληθυσμό του Αγίου Όρους, μοναχών και λαϊκών, με προσωπική εκτίμηση αλλά και σε σύγκριση με τις αναφορές του Άγγλου περιηγητή Athelstan Riley[24] και του Ταγματάρχη Νικόλαου Σχινά[25], ενώ στη συνέχεια μνημονεύει τον αριθμό των μοναχών κατά εθνικότητες. Ενώ για τους Έλληνες αναφέρει ότι ο αριθμός τους έχει παραμείνει σταθερός ο Strzygowski διαπιστώνει τεράστια αύξηση των Ρώσων μοναχών στη Μονή Αγίου Παντελεήμονος. Την εποχή της επίσκεψης του Robert Curzon[26] το 1839 ο αριθμός των Ρώσων ανέρχονταν σε 32, την εποχή του Riley σε 800, ενώ στην δική του περίοδο έφτανε τους 1000. Το ίδιο παρατηρείται και στις Σκήτες Προφήτη Ηλία, Αγίου Ανδρέα και στην εκτός Αγίου Όρους Σκήτη Χουρμίτσα. Γενικά γίνεται λόγος για την ύπαρξη 3000 Ρώσων μοναχών στο Άγιον Όρος, ενώ οι εφημερίδες της εποχής ανεβάζουν τον αριθμό σε 4000. Ο Strzygowski δεν παραλείπει να αναφέρει και τον τεράστιο αριθμό προσκυνητών που φτάνουν στο Ρωσικό κατά την επιστροφή τους από το προσκύνημα στα Ιεροσόλυμα. Ας σημειωθεί ότι η μαζική μεταφορά Ρώσων προσκυνητών προς το Άγιον Όρος υποβοηθήθηκε από την ύπαρξη της Ρωσικής Ατμοπλοϊκής και Εμπορικής Εταιρείας, η οποία από το 1864 έδινε στους προσκυνητές την ευκαιρία μετακίνησης με απευθείας δρομολόγιο από την Οδησσό στη Δάφνη[27]. Ενδεικτικά αναφέρεται ότι ο αριθμός των αποβιβασθέντων στη Δάφνη προσκυνητών στις 23 Απριλίου 1914 ανερχόταν σε 1000.

Ο Strzygowski αναφέρεται στη συνέχεια στα σλαβικά Μοναστήρια και Σκήτες και στον πληθυσμό τους που ανέρχεται σε 1405 μοναχούς. Ο συνολικός πληθυσμός Ελλήνων, Ρώσων και Σλάβων ανέρχεται σε 7000 (3895 Έλληνες και 3105 Ρώσοι και Σλάβοι) χωρίς να έχουν συνυπολογιστεί και οι εκτός Μονής διαμένοντες Ρώσοι. Παρόλο που η εικόνα που αποκομίζει ο περιηγητής από το Άγιον Όρος είναι ότι το ελληνικό στοιχείο υπερισχύει – οι 17 Αντιπρόσωποι της Ιεράς Κοινότητας είναι Έλληνες – ο Strzygowski επισημαίνει ωστόσο ότι μία αλλαγή των ισορροπιών είναι πιθανή λόγω της συνεχούς αύξησης του αριθμού των Ρώσων. Εκτός από περαιτέρω επιμέρους πληροφορίες σχετικά με τη Διοίκηση και την αυτονομία του Αγίου Όρους, τη Διοίκηση των Κοινόβιων και Ιδιόρρυθμων Μονών και τις κατηγορίες των μοναχών, την οικονομική διαχείρισή τους και τα μετόχια, μία σύντομη αναφορά στις Καρυές και στο Πρωτάτο με τον διάκοσμό του γίνεται στο τέλος μνεία στη δράση των Ρώσων και των Σλάβων μοναχών απέναντι στην πλειοψηφία των Ελλήνων μοναχών. Την Έκθεση κλείνει ένας κατάλογος με τον αναλυτικό αριθμό των μοναχών ανά Μονή και εθνικότητα σε αντιπαραβολή με τους αντίστοιχους καταλόγους του Riley και του Σχινά. Ο συνολικός αριθμός των μοναχών ήταν σύμφωνα με τον Strzygowski 5030, ενώ ο αριθμός των λαϊκών 1970. Ο συνολικός πληθυσμός του Αγίου Όρους ανερχόταν δηλαδή στην εποχή του στις 7000.

Πηγή πληροφοριών είναι και η αλληλογραφία του Γενικού Προξένου της Αυστρίας στη Θεσσαλονίκη Franz Edler von Knapitsch με τον Υπουργό των Εξωτερικών Julius Graf Adrassy[28] σχετικά με την κατάσταση στο Άγιον Όρος κατά την περίοδο της διαμάχης των εθνικοτήτων τη δεκαετία του 1870 ενώ από την ίδια περίοδο σώζεται και Έκθεση του Έλληνα Προξένου στη Θεσσαλονίκη Γεώργιου Δοκού[29].

Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει και το κείμενο του Γερμανού Otto Kern για το Άγιον Όρος. Ο Otto Kern γεννήθηκε το 1863 και πέθανε το 1942. Σπούδασε Κλασική Φιλολογία και Αρχαιολογία στο Βερολίνο και στη Γοττίγγη. Η έρευνά του στην αρχαιολογία, επιγραφική, θρησκειολογεία και ιστορία της αρχαιογνωσίας υπήρξε πολύπλευρη και το συγγραφικό του έργο (ανασκαφικό – αρχαιολογικό και επιγραφολογικό) σημαντικότατο. Το επίκεντρο των ενδιαφερόντων του ήταν ωστόσο η θρησκεία των αρχαίων Ελλήνων[30]. Από το 1897 διετέλεσε Καθηγητής Κλασικής Φιλολογίας στα Πανεπιστήμια του Βερολίνου, του Rostock και της Halle-Wittenberg. Στο διάστημα 1889 μέχρι 1891 ταξίδεψε στην Ιταλία, Ελλάδα και Μικρά Ασία, ως υπότροφος του Γερμανικού Αρχαιολογικού Ινστιτούτου.

Ο Kern επισκέφτηκε το Άγιον Όρος τον Αύγουστο/Σεπτέμβριο του 1892 σε επιστημονική αποστολή της Ακαδημίας των Επιστημών του Βερολίνου. Ως γνώστης του αρχαίου ελληνικού παρελθόντος, της Αρχαιοελληνικής αλλά και της Νεοελληνικής γλώσσας έτυχε εγκάρδιας υποδοχής από τους μοναχούς. Οι εντυπώσεις του ταξιδιού του στο Άγιον Όρος πρωτοδημοσιεύτηκαν το 1898 με τον τίτλο «Κοντά στους μοναχούς του Άθω»[31]. Το 1912 ακολούθησε ανατύπωση του συγκεκριμένου κειμένου με τον ίδιο τίτλο, ως κεφάλαιο του βιβλίου με τον τίτλο «Βορειοελλαδικά σκίτσα»[32]. Το κείμενο του περιέχει πολλές και ενδιαφέρουσες πληροφορίες γενικά για το Άγιον Όρος και τις πτυχές της ζωής του, αλλά παρουσιάζει ιδιαίτερο ενδιαφέρον γιατί ο Kern, ως γνώστης της θρησκείας της αρχαιότητας, διερευνά τη σχέση της παλαιοχριστιανικής θρησκείας με την ελληνορωμαϊκή και πιο συγκεκριμένα τη σχέση της με τα Ελευσίνια Μυστήρια. Ο Kern ξεκίνησε την περιοδεία του στο Άγιον Όρος από τη Μονή Εσφιγμένου. Ο στόχος του ταξιδιού του στο Άγιον Όρος ήταν η αναζήτηση ενός χειρογράφου του Πατέρα της Εκκλησίας Ιππόλυτου κατ’ εντολή της Ακαδημίας του Βερολίνου στη Μονή Βατοπαιδίου. Το χειρόγραφο είχε ανακαλύψει εκεί ο θεολόγος Philipp Meyer. Σχετικά με την ιστορία της χερσονήσου του Άθω στην αρχαιότητα ο Kern αναφέρει ορθά, ότι οι γνωστές πόλεις, διάσπαρτες στη χερσόνησο, δεν έπαιξαν ποτέ σημαντικό ρόλο και δεν μπορούν να συγκριθούν με λοιπές πόλεις της Χαλκιδικής, όπως την Όλυνθο, την Ποτείδαια και την Τορώνη. Ο ισχυρισμός του Kern ωστόσο ότι στο Άγιον Όρος δεν σώζονται κατάλοιπα της κλασικής αρχαιότητας δεν ευσταθεί. Ο ίδιος εντόπισε στη Μονή Ιβήρων ένα υστερορρωμαϊκό επιτύμβιο ανάγλυφο με παράσταση ιππέα, και μία ασήμαντη επιγραφή, τα οποία πρώτος δημοσίευσε[33]. Η αναφορά ήδη του Martin William Leake σε δύο ενεπίγραφα μνημεία[34] (επιτύμβια πλάκα και σαρκοφάγος) στη Μονή Βατοπαιδίου διέφυγαν όπως φαίνεται της προσοχής του. Επισημαίνεται ότι η πραγματική εικόνα του προχριστιανικού Άθω είναι σήμερα τελείως διαφορετική, όπως συνάγεται από τα αρχαιολογικά κατάλοιπα αλλά και τις πλούσιες Αρχαιολογικές Συλλογές των αγιορειτικών Μονών[35]. Η θέση των αρχαίων πόλεων ταυτίζεται ωστόσο από τον Kern ορθά με τη θέση που κατέχουν σήμερα οι Μονές, όπως για παράδειγμα οι Μονές Βατοπαιδίου και Ιβήρων με τα εξαίρετα φυσικά λιμάνια τους.

Η μοναστική πολιτεία περιλαμβάνει 21 Μονές, από τις οποίες 17 είναι ελληνικές, καθώς επίσης και εξαρτώμενες από τις Μονές Σκήτες και Κελλία. Ο Kern αναφέρεται και στον αριθμό των μοναχών, ο οποίος στην εποχή του ανερχόταν σε 3000, ενώ ο αριθμός των κοσμικών έφθανε επίσης τις 3000. Επιμέρους πληροφορίες αφορούν τους κανόνες διαβίωσης και τον τρόπο ζωής των Κοινόβιων και Ιδιόρρυθμων Μονών, τη χλωρίδα του Αγίου Όρους και την ιδιαίτερη εικόνα των Καρυών. Ο Kern περιγράφει, όπως και ο Strzygowski, τον συνήθη τρόπο παραλαβής της άδειας εισόδου για αλλόθρησκους στο Άγιον Όρος αναφερόμενος και στην ομιλία του που κατά παράδοση πραγματοποίησε μπροστά στους Αντιπροσώπους ως γνώστης της ελληνικής. Στη συνέχεια διατυπώνει τη διαπίστωσή του ότι η συμμετοχή στις εκδηλώσεις λατρείας στα Καθολικά, όπου ισχύουν οι ίδιοι κανόνες και ηχούν οι ίδιοι ύμνοι και μελωδίες, όπως και πριν από χίλια χρόνια, και η προσεκτική ενατένιση των ιερών κανόνων, προσφέρουν στον κάθε ενδιαφερόμενο τη δυνατότητα να τις κατανοήσει πολύ περισσότερο από οποιαδήποτε έρευνά του στις βιβλιοθήκες. Εξαιρετικά ενδιαφέροντα είναι όσα αναφέρει σχετικά με τη συμμετοχή αλλόθρησκων στη Θεία Λειτουργία. Ο ίδιος βρέθηκε στο Βατοπαίδι τον Αύγουστο κατά τη διάρκεια της νηστείας προς τιμή της Παναγίας, όπου του δόθηκε η ευκαιρία να παρακολουθήσει από κοντά τις εκδηλώσεις λατρείας. Ιδιαίτερα ενδιαφέρουσα ήταν για τον ίδιο η συμμετοχή στην αγρυπνία. Στον Kern παραχωρήθηκε τιμητική θέση δίπλα στον Ηγούμενο, ο οποίος φορούσε πολύχρωμα άμφια και καθόταν σε έναν θρόνο στολισμένο με κόκκινα χαλιά, κρατώντας στο αριστερό του χέρι τη ράβδο. Η πραγματικά βασιλική ενδυμασία του Ηγουμένου θύμισε στον Kern την ενδυμασία των ιερέων της αρχαίας Ελλάδας. Ο Kern περιγράφει στη συνέχεια το τελετουργικό της χειροτονίας ενός μοναχού σε ιερέα, το οποίο παρέπεμψε τον γνώστη της ελληνικής θρησκείας στη μύηση των πιστών στο Τελεστήριο της Ελευσίνας από τον ιεροφάντη. Στη Θεία Λειτουργία το επόμενο πρωί εντυπωσιάστηκε από την έξοδο του Ηγούμενου από το Ιερό κρατώντας ψηλά το Ιερό Ευαγγέλιο. Την επίδειξη του ιερού συμβόλου παραλληλίζει ο περιηγητής με τη «δείξιν των ιερών», το σημαντικότερο δρώμενο στα Ελευσίνια Μυστήρια. Ο Kern αναφέρει τέλος ένα ακόμη τελετουργικό που βίωσε στη Μονή Ιβήρων, ανάλογο με παρόμοιο τελετουργικό της Αρχαιότητας. Πρόκειται για την εορταστική πομπή της εικόνας της Παναγίας της Πορταΐτισσας από το Καθολικό προς το παρεκκλήσι, την οποία παραλληλίζει με την πομπή του αγάλματος του Διονύσου από την Αθήνα στην Ελευσίνα. Συμπερασματικά καταλήγει ο Kern είναι ότι η ζωτική δύναμη της ελληνορθόδοξης θρησκείας βασίζεται στους από αιώνες γνωστούς τύπους λατρείας της αρχαιοελληνικής παράδοσης.

Μελετώντας κανείς τα δύο κείμενα, που βασίστηκαν σε αυτοψία των συντακτών τους, παρατηρεί ότι πρόκειται για δύο στη δομή και στο περιεχόμενο διαφορετικά κείμενα:

Το κείμενο του Strzygowski έχει μια ξεκάθαρη δομή που αποσκοπεί στην παρουσίαση σε ανεξάρτητα κεφάλαια όλων των σχετικών με το Άγιον Όρος πληροφοριών, οι οποίες θα αξιολογούνταν από την Αυστριακή κυβέρνηση, υπό το πρίσμα της επίκαιρης ρωσικής επεκτατικής πολιτικής στην Αθωνική Πολιτεία.

Ο κύριος στόχος της επίσημης εντολής για τη σύνταξη της Έκθεσης ήταν η καταγραφή των εθνικοτήτων και της πληθυσμιακής κατάστασης των μεμονωμένων Μονών, στις οποίες ο Strzygowski αφιερώνει τις περισσότερες σελίδες του κειμένου του. Η Έκθεση επομένως που συντάχθηκε κατ’ εντολή επίσημου εντολοδόχου δεν έχει και δεν θα έπρεπε προφανώς να έχει κανένα προσωπικό χαρακτήρα. Έτσι το κείμενο του Strzygowski στηρίζεται στη σύγχρονη βιβλιογραφία, σε προσωπική έρευνα και συγκρίσεις, χωρίς ωστόσο να περιέχει αναφορές σε προσωπικά βιώματα[36]. Απουσιάζουν δε θετικές ή αρνητικές κρίσεις για την παραμονή του στις διάφορες Μονές. Η Έκθεση, ως επίσημο κείμενο, όφειλε να μη δημοσιευτεί, όπως και έγινε.

Το δεύτερο κείμενο αντίθετα είναι μία προσωπική περιγραφή του ταξιδιού του Kern. Τα κίνητρα του περιηγητή είναι τελείως διαφορετικά, εστιασμένα κυρίως στην αναζήτηση χειρογράφων στις αγιορειτικές Βιβλιοθήκες. Η ενασχόλησή του με την ιστορία του Αγίου Όρους κατά την Αρχαιότητα είναι απόρροια της ιδιότητάς του ως αρχαιολόγου και επιγραφολόγου. Χαρακτηριστική είναι η θρησκειολογική προσέγγιση στο κείμενο του Kern, ο οποίος μέσα από τα θρησκευτικά δρώμενα στο Άγιον Όρος προσπαθεί να αναδείξει τη σχέση της χριστιανικής με την αρχαία θρησκεία και κυρίως με τα Ελευσίνια Μυστήρια.

Πολλαπλά προσωπικά βιώματα από τη συμμετοχή του στα τελετουργικά δρώμενα του προκαλούν ιδιαίτερη εντύπωση και τον οδηγούν σε παραλληλισμούς με την αρχαιοελληνική θρησκεία. Παράλληλα δεν λείπουν σχόλια ακόμα και για την αθωνική κουζίνα καθώς και αναφορές σε αρνητικές συμπεριφορές μοναχών.

Τα παραπάνω γερμανόγλωσσα κείμενα, όπως και κάθε περιηγητική μαρτυρία αποτελούν αστείρευτη πηγή πληροφοριών για το φυσικό και το δομημένο περιβάλλον, για τον θρησκευτικό βίο, την πληθυσμιακή κατάσταση των Μονών και για την οργανωτική δομή γενικότερα της Αθωνικής Πολιτείας. Οι ταξιδιώτες βιώνουν, σχολιάζουν και καταγράφουν τις εμπειρίες τους ανάλογα με τα προσωπικά τους ενδιαφέροντα και κίνητρα. Απομένει στους σύγχρονους μελετητές η επιμελής προσπάθεια ανίχνευσης και αξιολόγησης των περιηγητικών κειμένων.

 

Summary

Mount Athos, as a principal site of the Orthodox monasticism and a very important centre of pilgrimage in Northern Greece, with worldwide reputation, became a point of reference in the works of the early travelers of the 15th century but also very early, from the 16th century, it became one of the basic layovers during the travelers’ journeys. However, a sudden increase in the number of visitors of Mount Athos is reported during the 19th century, the century of travelers par excellence.

More than 50 german-speaking travelers of the period from the 19th to the beginning of the 20th century are known, as authors of texts, entire monographs or articles on Mount Athos.

These are principally texts by theologists and clericals, renowned scientists and scholars of various subjects, noblemen, politicians, diplomats and military officers who not only record their personal impressions but they also compile official administrative reports on the state of Mount Athos during that particular period and last, they deal exclusively with the history and art of Mount Athos.

A large number of texts related to Mount Athos are found in periodicals which were aimed at a larger audience, basically of the end of the 19th and the beginning of the 20th century, a fact that proves the constantly growing interest of german-speaking public for information on the subject.

Like any other travel accounts, the texts of German-speaking travelers that refer to Mount Athos are an endless source of information on the natural and built environment, on religious life, on the condition of the population and, generally, on the organizational structure of Mount Athos state. By two examples we present the different viewpoint of the visitors of other faiths who live, comment upon and record their experience depending on their personal interests and motives.

[1] Για τον περιηγητισμό στο Άγιον Όρος γενικά: Στ. Παλιομπέης, Ιερά Μεγίστη Μονή Βατοπαιδίου. Περιηγητών αναμνήσεις (15ος – 19ος αιώνας), Άγιον Όρος 2003, 15-47 και 294-306 (σημειώσεις). Την πληρέστερη ως σήμερα συλλογή περιηγητικών κειμένων για το Άγιον Όρος αποτελεί το πεντάτομο έργο του Rudolf Billetta, στο οποίο εμπεριέχονται αποσπάσματα 52 συνολικά περιηγητών, 16 γερμανόγλωσσων και 36 μεταφρασμένα στα γερμανικά αποσπάσματα λοιπών Δυτικοευρωπαίων, Ρώσων και Σλάβων περιηγητών καθώς και τα σχετικά βιογραφικά τους: R. Billetta, Der Heilige Berg Athos in Zeugnissen aus sieben Jahrhunderten, τόμ. 1-5, Βιέννη – Νέα Υόρκη – Δουβλίνο 1992-1994. Για ειδικότερα θέματα βασισμένα στις μαρτυρίες περιηγητών και μεμονωμένους περιηγητές βλ. τις ανακοινώσεις στα υπό έκδοση Πρακτικά του Β΄ Επιστημονικού Συνεδρίου «Πέντε αιώνες περιηγήσεων και προσκυνημάτων στο Άγιον Όρος 1405-1930», Αγιορειτική Εστία, Θεσσαλονίκη 15-16/12/2007 καθώς επίσης και τις ανακοινώσεις των Βιγγοπούλου, Γρηγορίου και Αλεξανδροπούλου αντίστοιχα στον παρόντα τόμο.

[2] Βλ. τα αντίστοιχα άρθρα στον υπό έκδοση τόμο Πέντε αιώνες περιηγήσεων, ό.π.: Α. Γρηγορίου, «Συμβολή στην περιηγητική βιβλιογραφία του Αγίου Όρους. Οδοιπορικά, μαρτυρίες, κείμενα και βιβλιοκρισίες μέσα από τα γαλλικά περιοδικά του 18ου -20ου αι.», Α.-Αιμ. Ταχιάος, «Ρώσοι περιηγητές» και M. Milunovic, «Σέρβοι περιηγητές στο Άγιον Όρος». Πολυάριθμα άρθρα και μονογραφίες της έρευνας του περιηγητισμού του Αγίου Όρους αφορούν μεμονωμένους περιηγητές, όπως για παράδειγμα τους Ρώσους Vasilij Grigorovic Barskij, Petr Ivanovic Sevastjanov, Porfirij Uspenkij κ.ά.

[3] Για παράδειγμα A. Anghelou, «J. D. Carlyle’s Journal of Mount Athos (1801)», Ερανιστής 3 (1965), 33-75. Ι. Ε. Αναστασίου, «Το ταξίδι του Robert Curzon στο Άγιον Όρος το 1837», Βυζαντινά 11 (1982), 311-372.

 

[4] Από τα 16 κείμενα γερμανόγλωσσων περιηγητών στο έργο του Billetta, ό.π. εννέα ανήκουν στην περίοδο που εξετάζεται.

[5] P. Meyer, Die Haupturkunden für die Geschichte der Athosklöster, Λειψία 1894.

[6] Ph. Meyer, «Beiträge zur Kenntnis der neueren Geschichte und des gegenwärtigen Zustandes der Athosköster», Zeitschrift für Kirchengeschichte 11 (1890), 395-435, 539-576.

[7] H. Brockhaus, Die Kunst in den Athos-Klöstern, Λειψία 1891 (2η έκδοση 1924).

[8] Κ. Κrumbacher, Die Bibliotheken des Heiligen Berges, 1889, ο ίδιος, Populäre Aufsätze, Λειψία 1909, 138-144.

[9] E. Freiherr von der Goltz, Reisebilder aus dem griechisch-türkischen Orient, Χάλλη 1902 (για το Άγιον Όρος 89-153).

[10] A. Scmidtke, Das Klosterland des Athos, Λειψία 1903.

[11] N. von Gutmansthal, Hagion Oros, die Mönchs-Republik. Eine Reiseskizze, Λάιμπαχ 1903.

[12] H. Gelzer, Vom Heiligen Berg Athos und aus Makedonien. Reisebilder aus den Athosklöstern und dem Insurrektionsgebiet, Λειψία 1904.

[13] Σημειώνεται ότι σε πολλές περιπτώσεις σχετικές δημοσιεύσεις συναντώνται σε περιοδικά ευρείας κυκλοφορίας πριν από τη δημοσίευση των αντίστοιχων μονογραφιών, όπως για παράδειγμα: Ε. von der Goltz, «Aus der griechischen Kirche. Reise-Erinnerungen», Deutsch-Evangelische Blätter 26 (1901), 831-844. 27 (1902), 202-211, 264-279, 346-359, 393-405. H. Gelzer, «Auf dem Heiligen Berge», Die Zukunft 41 (1902), 23-29, ο ίδιος, «Auf dem Athos. Ochrida. Im Lande der Toska. Kastoria», Die Zukunft 42 (1903), 107-112, 22-231. 43 (1904), 66-74, 336-342.

[14] G. Ebers, «Der heilige Berg Athos», Vom Fels zum Meer. Spemann’s Illustrierte Zeitschrift für das Deutsche Haus 1 (1892-93), 11-20.

[15] W. Rossmann, «Ein Besuch bei den Mönchen auf dem Berg Athos», Deutsche Rundschau 10 (1877), 84-109 και Gastfahrte (1880), 221-272.

[16] K. Dühmig, «Der Berg Athos», Das Ausland 56 (1883), 500-505. 58(1885), 184-188, 211 κ.ε., 228 κ.ε. και Jahresbericht der Geographischen Gesellschaft München für 1890/1 (1891), 75-103.

[17] H. Feigl, «Malerei und Skulptur auf dem Athos», Österreichische Monatsschrift für den Orient 18 (1892), 33-38.

[18] Prinz Max Herzog zu Sachsen, «Der Berg Athos in Mazedonien», Westermann’s Illustrierte Deutsche Monatshefte (1910), 207-211.

[19] Όπως για παράδειγμα η επίσκεψη του Γενικού Προξένου της Σμύρνης Stannius το 1892, καθώς και η αποστολή του Ινστιτούτου Τεχνοεπιστημονικής φωτογραφίας της Λειψίας και του Καθηγητή W. von Mülinen της Βέρνης. το καλοκαίρι του 1911.

[20] Για την εργογραφία του: A. Karasel-Langer, Verzeichnis der Schriften von Joseph Strzygowski, Κλάγκενφουρτ 1933.

[21] P. K. Enepekides, «Josef Strzygowski’s ungedrucktes Ms. Aus dem Jahre 1888 über den Heiligen Berg Athos», Balkan Studies 27 (1986), 105-127.

[22] Για το θέμα Ν. Γ. Μυλωνάκος, Άγιον Όρος και Σλαύοι, Αθήνα 1960. Κ. Χρυσοχοΐδης, «Εθνοτικές απηχήσεις σε περιηγητικά κείμενα του Άθω» στον υπό έκδοση τόμο Πέντε αιώνες περιηγήσεων, ό.π. (σημ. 1).

[23] Ν. Θ. Σχινάς, Οδοιπορικαί σημειώσεις Μακεδονίας, Ηπείρου, νέας οροθετικής γραμμής και Θεσσαλίας, τόμ. Γ΄, 1887, 583-711, 723-725.

[24] A. Riley, Athos, or the Mountain of the monks, Λονδίνο 1887 (ανατύπωση [Αθωνικά Ανάλεκτα 5, Αγιορειτική Εστία], Θεσσαλονίκη 2012)

[25] Σχινάς, ό.π.

[26] R. Curzon, Visits to Monasteries in the Levant, Λονδίνο – Νέα Υόρκη 1849

[27] Κ. Παπουλίδης, «Από την Οδησσό στο Άγιον Όρος και τη Θεσσαλονίκη (Σχετικά με τη Ρωσική Ατμοπλοϊκή και Εμπορική Εταιρεία το 19ο και 20ό αι.)», Βαλκανικά Σύμμεικτα 8 (1996), 151-164.

[28] Billetta, ό.π. (σημ. 1), τόμ. 5, 56-61.

[29] Ι. Παπάγγελος, «Έκθεση του Προξένου Γ. Δοκού περί του Αγίου Όρους 1887», Χρονικά της Χαλκιδικής 40-41 (1985-1986). Βλ. επίσης και το άρθρο: Ο ίδιος, «Περιηγήσεις προξένων της Ελλάδας στο Άγιον Όρος τον 19ο αι.» στον υπό έκδοση τόμο Πέντε αιώνες περιηγήσεων, ό.π. (σημ. 1).

[30] O. Kern, Die Religion der Griechen, τόμ. 1-3, Βερολίνο 1926-1938.

[31] O. Kern, Bei den Mönchen des Athos, (Sammlung gemeinverständlicher, wissenschaftlicher Vorträge, Neue Folge XIII, Heft 293, 155-181), Αμβούργο 1898

[32] O. Kern, Nordgriechische Skizzen, Berlin 1912, 101-128 («Bei den Mönchen des Athos»). Μετάφραση του κειμένου στα ελληνικά: Σ. Μαυρίδης – C. Primavera-Μαυρίδου, Ξένοι περιηγητές στη Θεσσαλονίκη και το Άγιον Όρος από το 1550 έως το 1892, Θεσσαλονίκη 2005, 41-56.

[33] Ο. Kern, «Inschriften vom Athos», Athenische Mitteilungen 18 (1893), 64-65.

[34] W. M. Leake, Travels in Northern Greece, τόμ. ΙΙΙ, Λονδίνο 1835 (ανατύπωση Άμστερνταμ 1967), 140 πίν. 25, αρ. 123 και 124.

[35] Ι. Α. Παπάγγελος – Στ. Π. Παλιομπέης, «Προχριστιανικές αρχαιότητες στον Άθω», Αρχαιολογικό Έργο Μακεδονίας Θράκης 16 (2002), 391-405. Γενικά βλ. τα άρθρα στον τόμο Άγιον Όρος και Προχριστιανική Αρχαιότητα (Κε.Δ.Α.Κ.), Θεσσαλονίκη 2006 και ιδιαίτερα Ι. Α. Παπάγγελος – Στ. Π. Παλιομπέης, «Προχριστιανικές αρχαιότητες στον Άθω», ό.π., 53-70 και Στ. Π. Παλιομπέης, «Η Αρχαιολογική Συλλογή της Μονής Βατοπαιδίου», ό.π., 101-126.

[36] Εξαίρεση αποτελεί η αναφορά στον αποκλεισμό της Δάφνης τον Οκτώβρη του 1888, λόγω σφοδρής κακοκαιρίας και της καταστροφής που προκάλεσε αυτή καθώς και στη συνάντησή του με Αυστριακούς μοναχούς στη Μονή Χελανδαρίου.

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ