Γράφει ο Σπύρος Νεραϊδιώτης*.

Αβάσταχτος είναι ο πόνος της ξενιτιάς, της πιο μεγάλης πληγής για ’κείνη την εποχή. Για πολλούς ήταν κατάρα και την αναθεμάτιζαν, στάζοντας πικρό φαρμάκι γι’ αυτή. Κάθε σπίτι είχε και το δικό του ξενιτεμένο. Πολλοί έφευγαν σε μικρή ηλικία και γύριζαν γέροι με άσπρα μαλλιά για να πεθάνουν στην πατρίδα.

Από μικρός στην ξενιτιά, στα έρημα τα ξένα,
χωρίς να έχω συντροφιά, παρηγοριά κανένα.
Ανάθεμά σε, ξενιτιά, εσύ και τα καλά σου,
χωρίζεις μάνες με παιδιά και τα κρατάς κοντά σου.

Η λαϊκή μούσα αναθεματίζει την ξενιτιά και τα υποτιθέμενα καλά της. Γιατί χωρίζει αγαπημένα πρόσωπα και τα κρατάει κοντά της. Χωρίζει οικογένειες, ερωτευμένους νέους, φίλους, αφήνοντας πίσω την ποθεινή πατρίδα, αλλά και πόνο, στενοχώρια, δάκρυα, τη λαχτάρα της προσμονής, αλλά και την ελπίδα της επιστροφής.
Στη σημερινή εποχή, με τα σύγχρονα μέσα συγκοινωνίας και επικοινωνίας, οι αποστάσεις έχουν μικρύνει ή και έχουν μηδενιστεί. Εκείνα τα χρόνια όμως, ξενιτιά δεν ήταν μόνο η ξένη χώρα, αλλά και η εσωτερική μετανάστευση, γιατί οι αποστάσεις θεωρούνταν μακρινές, ακόμα και από το χωριό στην πόλη. Δυο μέρες έκαναν να πάνε από το χωριό στην Άρτα και πολύ περισσότερο σε άλλες πόλεις. Πολλοί από τους κατοίκους, κυρίως οι άντρες, έφευγαν τους χειμερινούς μήνες και πήγαιναν να δουλέψουν σε εποχιακές δουλειές. Έβγαζαν λίγα χρήματα για να ξεχρεώσουν τα προηγούμενα βερεσέδια, έβγαζαν και καμιά μπούγλα (μικρός τενεκές) λάδι για να περάσουν τη χρονιά και ήταν άρχοντες. Επέστρεφαν πριν το Πάσχα για να ασχοληθούν με τις αγροτικές δουλειές. Υπήρχαν όμως και περιπτώσεις που οι άντρες έφευγαν από τα χωριά και γυρνούσαν μετά από χρόνια. Σε αυτές τις περιπτώσεις οι γυναίκες κρατούσαν ολόκληρη οικογένεια στις πλάτες τους, δουλεύοντας συγχρόνως και στις αγροτικές δουλειές. Ήταν οι ηρωίδες της οικογένειας και της κοινωνίας γενικότερα.OLYMPUS DIGITAL CAMERA
Κουμάντο στο σπίτι έκανε η πεθερά, που «κράταγε τη σακούλα» (οικονομία), κράταγε και τα παιδιά κυρίως τα μικρά, όταν η μάνα ήταν στις αγροτικές δουλειές. Και καμιά φορά όταν είχε και κάνα μικρό στην αγκαλιά, το έπαιζε στα γόνατα και του έλεγε χαριτολογώντας:

Πω, πω, πω και μια μηλιά,
είν’ η μάνα του γριά
κι ο μπαμπάς του παλικάρι,
πάει γυρεύοντας για άλλη.

Όσοι έφευγαν το χινόπωρο από την ορεινή πατρίδα, αποχαιρετίζονταν και εύχονταν «καλή αντάμωση». Μερικοί συγκινούνταν και έκλαιγαν. Χαρακτηριστικό είναι το γεγονός όταν ένας που έφευγε συγκινήθηκε, και κάποιος άλλος, για να τον παρηγορήσει, του είπε: «Μη στενοχουριέσι ουρέ χαζέ, κιο ιγώ έφτασα ως πέρα στ’ν Κόπρινα (λιμάνι του Αμβρακικού) κι γεύκα ν’ αρμύρα τ’ς θάλασσα κι ισύ απ’ θα πας ιδώια στου Πλατανόριμα» (σήμερα φράγμα Πουρναρίου).
Άλλο ένα χαρακτηριστικό γεγονός ήταν όταν ο Νάσιο-Παφίλης (Καραπιπέρης), ένας καλός οικογενειάρχης, έφυγε το χινόπωρο για την Κεφαλονιά μαζί με κάποιους άλλους χωριανούς, αλλά δεν άντεξε πάνω από μια βδομάδα και γύρισε πίσω. Φθάνοντας στο χωριό πήγε στην πλατεία, όπου έπαιζαν τα παιδιά, και συγκινημένος αγκάλιασε τα τρία του παιδιά, λέγοντάς τους: «Πιδιά μ’ δεν άντιξα στ’ν ξινιτιά, δε μι σήκουναν τα ξένα κι γύρ’σα πίσου κουντά σας».
Προσμένει την ώρα ο ξενιτεμένος, να γυρίσει πίσω στο μέρος που μεγάλωσε.

Τώρα είν’ ο Μάης κι άνοιξη τώρα το καλοκαίρι,
τώρα κι ο ξένος που ‘λειπε στον τόπο του να πάει.
Νύχτα σελώνει τ’ άλογο νύχτα το καλιγώνει,
βάζει τα πέταλα χρυσά και τα καρφιά ασημένια.

Περιμένει την άνοιξη και το μήνα Μάη, που η φύση είναι στο αποκορύφωμα, για να είναι όμορφη, λαμπερή και μυρωδάτη η μέρα της επιστροφής στις ρίζες, σαν τον Οδυσσέα που γυρίζει στην Ιθάκη. Από την μεγάλη του επιθυμία και χαρά για τη μεγάλη επιστροφή στη γενέτειρα, ετοιμάζει το άλογο από νωρίς τη νύχτα πριν το ξημέρωμα. Νύχτα το καλιγώνει, με τα πέταλα να είναι χρυσά και τα καρφιά ασημένια, γιατί θεωρεί τον γυρισμό του σαν μια λαμπρή και γιορτινή μέρα, ένα χαρμόσυνο γεγονός.

«Ο καθένας που γυρνά στον τόπο του δεν είναι νικητής.
Αλλά κανένας δεν είναι νικητής σα δε γυρνά στον τόπο του.»
(Μπέρτολτ Μπρεχτ)

Το ομορφότερο χωριό στο κόσμο για κάθε άνθρωπο που μεταναστεύει, είναι εκείνο που είδε για πρώτη φορά τον ήλιο να ανατέλλει. Την ομορφιά της φύσης με τα υπέροχα χρώματα και αρώματα και τους γλυκούς της ήχους. Εκεί που μάτωσαν τα γόνατά του παίζοντας στα σοκάκια με τ’ άλλα παιδιά της ηλικίας του. Εκεί που σκίρτησε για πρώτη φορά η καρδιά του, γνωρίζοντας τον πρώτο αγνό παιδικό του έρωτα. Εκεί που πέρασε τα παιδικά του χρόνια, έχοντας μέσα στην καρδιά και την ψυχή του τις πιο γλυκές αναμνήσεις, γεμάτες νόστο. Για τον κάθε άνθρωπο το χωριό του είναι μια μικρή Ιθάκη.

*ο Σπύρος Νεραϊδιώτης είναι  χοροδιδάσκαλος, λαογράφος, τηλεοπτικός παραγωγός

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ