Το εικονικό διαζύγιο είναι για πολλούς λύση για την προστασία, όχι μιας, αλλά δύο κατοικιών, από κατασχέσεις και πλειστηριασμούς, καθώς, μετά τον «χωρισμό», κάθε κατοικία (η κύρια και μια δευτερεύουσα ή εξοχική) εμφανίζεται ως η κύρια κατοικία του κάθε συζύγου.

Όπως είναι π.χ. οι διαφορές αποδοχών, οι υπερωρίες, η απασχόληση Κυριακών και εορτών, κ.λπ., μπορούν να ασκούνται από έναν εργαζόμενο, ακόμη και αν έχουν περάσει τρία χρόνια από την ημέρα της απόλυσής του και ανεξάρτητα από το αν κατά το διάστημα της απασχόλησής του ο εργαζόμενος αυτός δεν εκδήλωσε κάποια διαμαρτυρία για την μη καταβολή τους”!
– “Οι εργασιακές αξιώσεις δεν ασκούνται καταχρηστικά, όταν αυτό δικαιολογείται επαρκώς, και όταν η όλη συμπεριφορά του εργαζομένου, αλλά και η πραγματική κατάσταση, που διαμορφώθηκε, δικαιολογούν επαρκώς την μεταγενέστερη άσκησή τους”!

Οι αξιώσεις, που πηγάζουν από την σύμβαση εργασίας,
π.χ. διαφορές αποδοχών, υπερωρίες, απασχόληση Κυριακών, εορτών, κ.λπ., δεν ασκούνται καταχρηστικά, ακόμη και αν έχουν περάσει τρία χρόνια από την ημέρα της απόλυσης και ανεξάρτητα από το αν κατά το διάστημα της απασχόλησής του ο εργαζόμενος δεν εκδήλωσε κάποια διαμαρτυρία για την μη καταβολή τους.
Αυτό αποφάνθηκε ο Άρειος Πάγος, με μια φιλεργατική απόφασή του, δικαιώνοντας έτσι εργάτη, χειριστή μηχανήματος τσάπας, που εργαζόταν στα έργα κατασκευής της Εγνατίας Οδού, ο οποίος προσέφυγε στα δικαστήρια, διεκδικώντας διαφορές ύψους 250.479 ευρώ, τρία χρόνια μετά την απόλυσή του.
Το Β2 Τμήμα του Αρείου Πάγου αναίρεσε απόφαση του Εφετείου Αθηνών, που δέχθηκε, ότι δεν πρέπει να καταβληθεί στον εν λόγω εργάτη το ποσό των 250.479 ευρώ, το οποίο ανέκυψε κατά τον χρόνο απασχόλησής του από μη καταβληθείσες αποδοχές υπερωριακής εργασίας και κυριακάτικης εργασίας (προσαύξηση 75% για την παροχή εργασίας κατά τις Κυριακές), κ.λπ., καθώς, αφ’ ενός διεκδίκησε το επίμαχο πόσο τρία χρόνια μετά την νόμιμη απόλυσή του και αφ’ ετέρου, το διάστημα που εργαζόταν, δεν διαμαρτυρήθηκε για τις επίμαχες οικονομικές διαφορές.

“Οι εργασιακές αξιώσεις δεν ασκούνται καταχρηστικά, όταν αυτό δικαιολογείται επαρκώς, και όταν η όλη συμπεριφορά του εργαζομένου, αλλά και η πραγματική κατάσταση, που διαμορφώθηκε, δικαιολογούν επαρκώς την μεταγενέστερη άσκησή τους”!

Πάντως, πρέπει να σημειωθεί, ότι ο Άρειος Πάγος το τελευταίο διάσημα έχει κάνει μια σημαντική μεταστροφή στις θέσεις του και στο σκεπτικό των εργατικών αποφάσεων του, ξεφεύγοντας από το έως τώρα αρτηριοσκληρωτικό κατεστημένο, ενώ αρχίζει να λαμβάνει υπόψη του τα Ευρωπαϊκά νομικά δρώμενα, καθώς και τους θεωρητικούς και σχολιαστές του Εργατικού Δικαίου.
Ειδικότερα, ο Άρειος Πάγος (Πρόεδρος τμήματος η Αντιπρόεδρος, κ. Ασπασία Καρέλλου και Εισηγητής ο Αρεοπαγίτης, κ. Θεόδωρος Τζανάκης) έκρινε, κατ’ αρχάς, ότι «επί αξιώσεων απολυθέντος εργαζομένου για την καταβολή οφειλομένων αποδοχών, επιδομάτων κ.λπ., μόνη η έλλειψη διαμαρτυρίας αυτού για την μη καταβολή τους κατά τον χρόνο, που παρείχε την εργασία του στον εναγόμενο εργοδότη δεν δικαιολογεί την δημιουργία εύλογης πεποίθησης στον τελευταίο (σ.σ.: τον εργοδότη), ότι δεν προτίθεται ν’ασκήσει (σ.σ.: ο εργαζόμενος) τις αξιώσεις αυτές».

Παράλληλα, οι αρεοπαγίτες σημειώνουν, ότι, σύμφωνα με το άρθρο 281 του Αστικού Κώδικα (απαγόρευση καταχρηστικής άσκησης δικαιώματος) και στο πλαίσιο των περί δικαίου και ηθικής αντιλήψεων του μέσου χρηστού κοινωνικού ανθρώπου, οι εργασιακές αξιώσεις θεωρείται, ότι δεν ασκούνται καταχρηστικά, όταν αυτό δικαιολογείται επαρκώς, και όταν η όλη συμπεριφορά του εργαζομένου, αλλά και η πραγματική κατάσταση που διαμορφώθηκε, δικαιολογούν επαρκώς την μεταγενέστερη άσκησή τους (Επιθεώρησις Εργατικού Δικαίου 2017, σελ. 1124).

“Μόνη η αδράνεια του εργαζομένου, ακόμη και μεγάλο χρονικό διάσημα δεν αρκεί για να στοιχειοθετηθεί, ότι δεν μπορεί ο εργαζόμενος να ασκήσει εναντίον του
εργοδότη του τις αξιώσεις, που πηγάζουν από την εργασιακή του σύμβαση”!

Μάλιστα, προσθέτουν οι αρεοπαγίτες, ότι μόνη η αδράνεια του εργαζομένου για κάποιο (ακόμη και μεγάλο) χρονικό διάσημα δεν αρκεί για να στοιχειοθετηθεί, ότι δεν πρόκειται ο εργαζόμενος να ασκήσει εναντίον του εργοδότη του τις αξιώσεις, που πηγάζουν από την εργασιακή του σύμβαση.
Αναλυτικότερα, ο επίμαχος εργαζόμενος προσλήφθηκε την 9.4.2003, με έγγραφη σύμβαση εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου και με μηνιαίες αποδοχές 2.015,64 ευρώ, προκειμένου να προσφέρει τις υπηρεσίες του ως χειριστής τσάπας στα έργα κατασκευής της Εγνατίας Οδού, που η εργοδότρια εταιρεία του είχε αναλάβει, παρέχοντας την εργασία του στο εργοτάξιό της στο Μέτσοβο. Με την ίδια ειδικότητα εργάσθηκε μέχρι τις 27.9.2005, οπότε καταγγέλθηκε η σύμβαση εργασίας και του καταβλήθηκε η νόμιμη αποζημίωση απόλυσης.
Τρία χρόνια μετά την απόλυσή του και συγκεκριμένα την 27η Σεπτεμβρίου 2005 προσέφυγε στο Πρωτοδικείο Αθηνών σε βάρος της εργοδότριας εταιρείας, αξιώνοντας το ποσό των 250.479 ευρώ, το οποίο ανάγεται σε διαφορές αποδοχών, διαφορές επιδομάτων αδείας καθώς και επιδομάτων εορτών, μη καταβολή προσαύξηση 75% για την παροχή εργασίας κατά τις Κυριακές, την προσαύξηση για παροχή εργασίας κατά το Σάββατο, μη καταβολή νόμιμης υπερωριακής εργασίας και παροχή ιδιόρρυθμης υπερωριακής εργασίας, για όλο το διάστημα, που απασχολείτο στην εν λόγω εταιρεία.

Ο Άρειος Πάγος αναίρεσε τελικά την Εφετειακή απόφαση και ανέπεμψε την υπόθεση στο Εφετείο Αθηνών για νέα εκδίκαση, από άλλους δικαστές και όχι από αυτούς, που δίκασαν την πρώτη φορά, επιδικάζοντας στην εργοδότρια εταιρεία και τα δικαστικά έξοδα του χειριστή τσάπας!

Τόσο το Πρωτοδικείο, όσο και το Εφετείο Αθηνών, απέρριψαν την αγωγή του χειριστή τσάπας, επισημαίνοντας, ότι κατά την διάρκεια της σύμβασης εργασίας του, δεν διαμαρτυρήθηκε στην εργοδότρια εταιρεία για τη μη καταβολή των απαιτήσεών του, αλλά και κατά την καταγγελία (27.9.2005), της σύμβασης εργασίας του από την εργοδότρια εταιρεία, με την ταυτόχρονη καταβολή της νομίμου αποζημίωσης απολύσεώς του, αλλά, επίσης, δεν διατύπωσε καμιά αντίρρηση ή επιφύλαξη για τις καταβαλλόμενες σ’ αυτόν αποδοχές θεωρώντας τις, επομένως έτσι, ως ορθά καταβαλλόμενες.
Οι Πρωτοδίκες και οι Εφέτες απεφάνθησαν,  ότι καταθέτοντας την αγωγή του περίπου τρία χρόνια μετά την έγκυρη απόλυσή του, δημιουργήθηκε η πεποίθηση στην εργοδότρια εταιρεία, ότι δεν θα αξιώσει με αγωγή του εργασιακές απαιτήσεις και μάλιστα τέτοιου ύψους.
Έτσι, κατά την κρίση του Πρωτοδικείου και Εφετείου, η συμπεριφορά του χειριστή ήταν «καταχρηστική και απαγορευμένη, γιατί υπερβαίνει κατά τρόπο προφανή τα από την καλή πίστη, τα χρηστά ήθη και ιδίως τον οικονομικό σκοπό του δικαιώματος, επιβαλλόμενα ακραία όρια» και απέρριψαν την αγωγή του ως αβάσιμη.
Οι αρεοπαγίτες με την υπ΄ αριθμ. 909/2017 απόφασή τους αποφάνθηκαν, μεταξύ των άλλων, ότι το Εφετείο, εσφαλμένα έκρινε και εφάρμοσε το άρθρο 281 Α.Κ., καθ’ όσον αρκέστηκε σε λιγότερα στοιχεία από όσα απαιτεί.
Τελικά, ο Άρειος Πάγος αναίρεσε την Εφετειακή απόφαση και ανέπεμψε την υπόθεση στο Εφετείο Αθηνών για νέα εκδίκαση, από άλλους δικαστές και όχι από αυτούς, που δίκασαν την πρώτη φορά, ενώ επιδίκασε στην εργοδότρια εταιρεία τα δικαστικά έξοδα του χειριστή τσάπας.

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ