“Είναι καταστροφικό για την ελληνική οικονομία και την κοινωνική συνοχή, οι διάφορές συντεχνίες να κλείνουν τους εθνικούς δρόμους, τα λιμάνια, τα αεροδρόμια, τα μουσεία και να προκαλούν Blackout στους εργασιακούς ρυθμούς της ελληνικής κοινωνίας. Ας καταλάβουμε ότι αν δεν υπάρξει ένα κλίμα σταθερότητας και ασφάλειας, επενδύσεις την Ελλάδα δεν πρόκειται να έρθουν ποτέ”.

Αυτά δηλώνει σήμερα ο κ. Δημήτρης Τσαρδάκης, Διδάκτορας φιλοσοφίας του πανεπιστημίου της Φραγκφούρτης και Ομότιμος καθηγητής του πανεπιστημίου Πατρών. Μεταξύ άλλων σπούδασε στο πανεπιστήμιο της Φραγκφούρτης Επιστήμες της αγωγής, Κοινωνιολογία και Φιλοσοφία και ακολούθως έκανε τις μεταπτυχιακές του σπουδές. Αμέσως μετά, στο ίδιο πανεπιστήμιο, έκανε την   διδακτορική του διατριβή  στην Κοινωνιολογία της τηλεόρασης, υπό την επίβλεψη του καθηγητή Gerd Kadelbach  και τον Ιούνιο του 1981 πήρε τον τίτλο του διδάκτορα της Φιλοσοφίας.

 -Μήπως κ. Τσαρδάκη χρειαζόμαστε μια άλλη κουλτούρα;

«Χρειαζόμαστε, σίγουρα μία άλλη κουλτούρα και ένα άλλο ιστορικό υποκείμενο, που να ενστερνίζεται την κοινωνική ευθύνη και την αλληλεγγύη των λαών, σε μία βάση ελεύθερης διαπραγμάτευσης, χωρίς κομματικές παρωπίδες και συντεχνιακές προπαγάνδες. Χρειαζόμαστε, επίσης, ένα κράτος που να προωθεί τις μεταρρυθμίσεις, εκεί όπου χρειάζονται, να ενθαρρύνει τις επενδύσεις, να σέβεται τους πολίτες, να στηρίζει τους δημοκρατικούς θεσμούς και να αποδίδει το αίσθημα δικαίου, εκεί όπου διαπιστώνονται έκνομες δραστηριότητες και όχι να τις συγκαλύπτει, μετρώντας το πολιτικό κόστος. Αυτός που κυβερνά πρέπει να παίρνει και το ρίσκο των αποφάσεών του επάνω του. Χρειαζόμαστε, με άλλα λόγια, διαφάνεια σε όλα τα επίπεδα λειτουργίας των θεσμών, όχι όμως στα προεκλογικά λόγια και συνθήματα, αλλά στην καθημερινή πράξη».

-Μπορείτε να αναφερθείτε πιο αναλυτικά στις μεταρρυθμίσεις;

“Οποιαδήποτε κυβέρνηση οφείλει άμεσα να προωθήσει τις μεταρρυθμίσεις στη δημόσια διοίκηση, στο ασφαλιστικό, στην παιδεία, στην υγεία, στη δημόσια ασφάλεια των πολιτών.

Πρέπει άμεσα να αντιμετωπίσει το πρόβλημα της ανάπτυξης, να δημιουργήσει θέσεις εργασίας και να σταματήσει να κόβει μισθούς και συντάξεις. Η Ελλάδα έχει το πλεονέκτημα, από την ίδια τη γεωγραφική της θέση, αλλά και τον πολιτισμό της, και πρέπει να αναπτύξει περαιτέρω τις τουριστικές και ναυτιλιακές επιχειρήσεις (είναι αδιανόητο να μην υπάρχει υπουργείο Ναυτιλίας), τις νέες γεωργικές τεχνολογίες, τις τουριστικές επιχειρήσεις και τον πολιτισμό της (πανεπιστήμια – έρευνα). Όλα αυτά πρέπει να γίνουν με σεβασμό στο περιβάλλον και στη φύση, με κοινωνική συνοχή και προπαντός με ασφάλεια για τους Έλληνες πολίτες και τους ξένους, έτσι ώστε να δημιουργηθεί επιτέλους ένα κατάλληλο και σταθερό κλίμα για την προσέλκυση επενδύσεων στη χώρα μας.

Όλα αυτά προϋποθέτουν ότι κάτι πρέπει να αλλάξει και στις νοοτροπίες και συμπεριφορές των συνδικάτων και των διαφόρων συντεχνιών”.

-Δηλαδή;

“Είναι καταστροφικό για την ελληνική οικονομία, παραδείγματος χάριν, να γίνονται 200 απεργίες και κινητοποιήσεις κάθε χρόνο και να διαλύεται η χώρα κάθε φορά που μία συντεχνία θεωρεί ότι θίγονται τα συμφέροντά της. Είναι καταστροφικό για την ελληνική οικονομία και την κοινωνική συνοχή, οι διάφορές συντεχνίες να κλείνουν τους εθνικούς δρόμους, τα λιμάνια, τα αεροδρόμια, τα μουσεία και να προκαλούν Blackout στους εργασιακούς ρυθμούς της ελληνικής κοινωνίας. Ας καταλάβουμε ότι αν δεν υπάρξει ένα κλίμα σταθερότητας και ασφάλειας, επενδύσεις την Ελλάδα δεν πρόκειται να έρθουν ποτέ. Τέλος, μέσα από μια σειρά μεταρρυθμίσεων και παρεμβάσεων της Δημόσιας Διοίκησης θα μπορούσε να αποκατασταθεί η σχέση εμπιστοσύνης των πολιτών με το κράτος, έτσι ώστε και το κράτος να ανταποκρίνεται στα προβλήματα των πολιτών κα οι πολίτες να αντιλαμβάνονται ότι ζούνε μέσα σε μια ευνομούμενη πολιτεία”.

-Μπορείτε να αναφερθείτε πως φτάσαμε ως εδώ;

«Αμέσως μετά το τέλος του δευτέρου παγκοσμίου πολέμου, η Ελλάδα μπαίνει σε μία τροχιά ανασυγκρότησης της χώρας, η οποία συνοδεύεται με μία προσπάθεια οικονομικής ανάπτυξης. Ωστόσο, εξακολουθεί να παραμένει μία αμιγώς γεωργοκτηνοτροφική οικονομία με ένα ποσοστό αναλφάβητου πληθυσμού, που φτάνει το 18% περίπου του πληθυσμού της. Από την άποψη ότι η Ελλάδα της δεκαετίας του 1950 δεν είχε καμία βιομηχανική παραγωγική υποδομή, η οικονομία της στηριζόταν σε ένα μεταπρατικό μοντέλο εμποροβιοτεχνίας, το οποίο ήταν η προϋπόθεση για την εκμετάλλευση του εργατικού δυναμικού της χώρας.

Για τον λόγο αυτό στη δεκαετία του 1960 πολλοί Έλληνες άρχισαν να μεταναστεύουν σε χώρες της Ευρώπης αλλά και της Αμερικής και Αυστραλίας για να βρουν μία καλύτερη τύχη. Εγκαταλείποντας έτσι την ύπαιθρο και τις γεωργικές καλλιέργειες. Έτσι άρχισε να συρρικνώνεται και ο γεωργοκτηνοτροφικός τομέας, ο οποίος μέχρι τη δεκαετία του 1980 αποτελούσε τη βάση της παραγωγικής δύναμης στην Ελλάδα, μαζί με τις τουριστικές επιχειρηματικές δραστηριότητες. Η παρένθεση της επταετούς στρατιωτικής δικτατορίας (1967-1974) ανακούφισε εν μέρει τούς αγρότες (χαρίζοντας ορισμένα χρέη στις τράπεζες), αλλά η συντριπτική πλειοψηφία του ελληνικού λαού αντιστάθηκε στο καθεστώς της χούντας, γιατί είχε αναστείλει όλους τους δημοκρατικούς θεσμούς.

Μετά τη μεταπολίτευση (1974) και την επιστροφή του Κωνσταντίου Καραμανλή από το Παρίσι αρχίζει να υλοποιείται το όραμα για την είσοδο της Ελλάδας στην Ευρωπαϊκή κοινότητα. Τον Οκτώβριο του 1981 για πρώτη φορά το πανελλήνιο σοσιαλιστικό κίνημα (ΠΑΣΟΚ) κερδίζει τις εκλογές με μεγάλη πλειοψηφία. Το προεκλογικό σύνθημα ήταν η “Αλλαγή” και “το ΠΑΣΟΚ στην κυβέρνηση ο λαός στην εξουσία”. Πράγματι, εκείνη την εποχή άρχισε να πνέει ένας άνεμος δημοκρατικής διακυβέρνησης της χώρας. Ωστόσο, όλα αυτά τα συνθήματα εξαργυρώθηκαν μέσα από μία ανορθόλογη οικονομική πολιτική, η οποία στηρίχτηκε κυρίως στα δανεικά».

-Πιο αναλυτικά;

Όλα τα πακέτα οικονομικής βοήθειας που εισέρρευσαν από την Ευρωπαϊκή Ένωση υπό μορφή επιχορηγήσεων, κατασπαταλήθηκαν κυρίως στον τομέα της κατανάλωσης και όχι στην ανάπτυξη της χώρας. Την ίδια περίοδο, υπό την πίεση της ελληνικής κοινωνίας για εκδημοκρατισμό και καλύτερη παιδεία για τον λαό, ιδρύονται περί τα είκοσι νέα πανεπιστήμια, κατεσπαρμένα σε ολόκληρη την ελληνική επικράτεια. Το γεγονός αυτό όδήγησε σε μία έκρηξη της τριτοβάθμιας πανεπιστημιακής εκπαίδευσης (οι πτυχιούχοι άρχισαν να βγαίνουν κατά χιλιάδες), ενώ η μεταπρατική αγορά εργασίας δεν μπορούσε να απορροφήσει όλο αυτό το επιστημονικό δυναμικό. Αυτή η κατάσταση μακροπρόθεσμα οδήγησε σε νέα άνοδο της ανεργίας των πτυχιούχων και όχι μόνον. Εκτιμάται, ότι η ανεργία σήμερα στην Ελλάδα ξεπερνάει το 20% του εργατικού δυναμικού της χώρας. Μετά την είσοδο της χώρας στο Ευρώ (2001) και τους επιτυχείς ολυμπιακούς αγώνες (2004) μια ηλιαχτίδα άρχισε να φωτίζει στο εθνικό στερέωμα της χώρας, η οποία δυστυχώς έσβησε πολύ γρήγορα».

Ο ΣΥΛΛΕΚΤΗΣ

tsardakis1

 

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ