Όπως αναφέρει ο Χάγκεν Φλάϊσερ, ελληνομαθής Γερμανός ιστορικός και καθηγητής πανεπιστημίου.

-“Επί 40 σχεδόν χρόνια, η Γερμανία επένδυε παρελκυστικά στην παρέλευση του χρόνου, την οποία, μετά την απρόσμενη επανένωση του 1990, προέβαλε περιχαρής ως απαλλακτικό στοιχείο με νομική ισχύ για να απαλλαγεί από την υποχρέωση της καταβολής αποζημιώσεων “.

Επιμέλεια: Ευθύμιος Χατζηϊωάννου.

Την εκτίμηση, ότι θα μπορούσαν να ξεκινήσουν διαπραγματεύσεις για τις γερμανικές αποζημιώσεις διατύπωσε ο ελληνομαθής καθηγητής του Πανεπιστημίου Αθηνών, Χάγκεν Φλάϊσερ (Hagen Fleischer), μιλώντας σε ημερίδα, που διοργάνωσε η Λέσχη Αστυνομικών Θεσσαλονίκης, με θέμα
«Η Nαζιστική Kατοχή και η κληρονομιά της».Distomo-250x160
Με βάση την ιστορική έρευνα, ο κ. Φλάϊσερ, που είναι Γερμανός ιστορικός και καθηγητής πανεπιστημίου και από το 1985 έχει αποκτήσει και την ελληνική υπηκοότητα, διευκρίνισε, ότι «στις αρχές του Ψυχρού Πολέμου οι ΗΠΑ αποφάσισαν να μετατρέψουν την Δυτική Γερμανία σε προπύργιο κατά της «κομμουνιστικής απειλής. Για να ανταποκριθεί σε αυτό τον ρόλο, έπρεπε να απαλλαγεί από την υποχρέωση της καταβολής αποζημιώσεων». Ειδικά για την «Συμφωνία για τις Γερμανικές Οφειλές» (Λονδίνο, 1953) ο κ. Φλάϊσερ τόνισε, ότι «αναβλήθηκε η εξέταση απαιτήσεων, που πηγάζουν από τον Πόλεμο έως τον οριστικό διακανονισμό του ζητήματος των αποζημιώσεων, διατύπωση, που παραπέμπει με ηθελημένη ασάφεια σε μελλοντικό διακανονισμό με μια ενιαία Γερμανία».

“Επί 40 σχεδόν χρόνια, η Γερμανία επένδυε παρελκυστικά στην παρέλευση του χρόνου, την οποία, μετά την απρόσμενη επανένωση του 1990, προέβαλε περιχαρής ως απαλλακτικό στοιχείο με νομική ισχύ”

«Με άλλα λόγια, επί 40 σχεδόν χρόνια, η Γερμανία επένδυε παρελκυστικά στην παρέλευση του χρόνου, την οποία, μετά την απρόσμενη επανένωση του 1990, προέβαλε περιχαρής ως απαλλακτικό στοιχείο με νομική ισχύ. Με αφετηρία αυτά τα στοιχεία θα μπορούσαν να ξεκινήσουν διαπραγματεύσεις, χωρίς να δημιουργείται νομικό προηγούμενο για αξιώσεις άλλων κρατών. Έτσι θα έμπαινε ένα τέλος στον παραλογισμό, ναζί αξιωματούχοι να έχουν αναγνωρίσει μια γερμανική οφειλή, την οποία οι δημοκρατικά εκλεγμένες Κυβερνήσεις του Βερολίνου επιδεικτικά αγνοούν» υπογράμμισε ο Καθηγητής.
Για την έναρξη των διαπραγματεύσεων επεσήμανε, ότι «την δεκαετία του ’90 θα ήταν πιο εύκολα τα πράγματα» καθώς σήμερα πια επικρατεί στην Γερμανία η άποψη, ότι τώρα, που χρεωκόπησαν οι Έλληνες, επικαλούνται, ότι δεν χρωστούν εκείνοι, αλλά οι Γερμανοί. «Οι Έλληνες πάντα το θυμόνταν αυτό και από το 1945 υπήρξε σχετική αναφορά. Αυτοί, που δεν ήθελαν να ακούσουν, ήταν οι Γερμανοί και τους συγκάλυπταν και οι ΗΠΑ» πρόσθεσε.

“Έγγραφο του 1944 υπολογίζει από την πλευρά των κατακτητών το χρέος της Γερμανίας απέναντι στην Ελλάδα, σύμφωνα με το Κατοχικό δάνειο. – Το υπολόγιζαν τότε στα 476 εκατομμύρια μάρκα ή σε 228 εκατομμύρια δολάρια”

Σε ό,τι αφορά δε το ύψος των αποζημιώσεων, επικαλέστηκε έγγραφα του 1944 και του 1945 καθώς και σχετική επιστημονική δημοσίευσή του στην γερμανική γλώσσα στο μεγαλύτερο, όπως είπε, περιοδικό για την ιστορία της νοτιοανατολικής Ευρώπης. Συγκεκριμένα, τόνισε: «Έγγραφο του 1944 υπολογίζει από την πλευρά των κατακτητών το χρέος της Γερμανίας απέναντι στην Ελλάδα, σύμφωνα με το Κατοχικό δάνειο. Το υπολόγιζαν τότε στα 476 εκατομμύρια μάρκα και το ενδιαφέρον είναι, ότι σχεδόν ταυτόχρονα, στις αρχές του ’45 η Τράπεζα της Ελλάδος το υπολόγιζε σε 228 εκατομμύρια δολάρια και η επίσημη αναλογία του δολαρίου είναι ένα δολάριο προς δύο μάρκα της εποχής εκείνης».
Ο κ. Φλάϊσερ, όμως, αναφέρθηκε και στην κατάσταση, που διαμορφώθηκε στην Ελλάδα μετά τον Πόλεμο, επισημαίνοντας: «Στην Ελλάδα έχουμε την μοναδική χώρα, όπου εορτάζεται η εμπλοκή της στον Πόλεμο, ενώ σπανίως μνημονεύεται η νικηφόρα λήξη του. Εδώ, το τέλος του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου συσσώρευσε νέα δεινά, την εμφύλια σύγκρουση. Οι διάδοχοι «πολέμιοι της μνήμης» για τον έλεγχο και την ερμηνεία της μνήμης, διαμορφώνουν ταυτότητες και αποτελούν αντικείμενο δημόσιων αντιπαραθέσεων σε εθνικό και υπερεθνικό επίπεδο».

“Μνημοκτονία – Μετά τον πόλεμο η Δυτική Γερμανία επωφελήθηκε και από την ιδεολογική συστράτευση με τους νικητές του ελληνικού εμφυλίου

Ειδικότερα ανέφερε τον όρο «μνημοκτονία», αποδίδοντάς του ως έννοια την προσπάθεια αποσιώπησης ιστορικών γεγονότων αλλά και της ιστορικής σημασίας τόπων μνήμης (όπως το στρατόπεδο του Παύλου Μελά και το κολαστήριο των Ες-Ες στην οδό Μέρλιν της Αθήνας).
«Μετά τον πόλεμο η Δυτική Γερμανία επωφελήθηκε και από την ιδεολογική συστράτευση με τους νικητές του ελληνικού εμφυλίου. Χαρακτηριστική είναι η αυξανόμενη υποχωρητικότητα της επίσημης Ελλάδας, η οποία, μετά την σύσταση της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας απέφευγε τις αναφορές, σχετικά με το αμαρτωλό πολεμικό παρελθόν και προτίμησε να επικαλεστεί την νέα συμμαχία ενάντια στον παγκόσμιο Κομμουνισμό» είπε και πρόσθεσε, ότι «από το 1947 ξένοι παρατηρητές σημείωναν, ότι, σε σύγκριση με τους άλλους συμμαχικούς λαούς, οι Έλληνες είχαν λιγότερες στερεότυπες αντιγερμανικές προκαταλήψεις και έδειχναν μεγαλύτερη προθυμία για συμφιλίωση».

“Με ενδιέφερε πάρα πολύ ο Β’ Παγκόσμιος Πόλεμος, επειδή στην Γερμανία δεν μάθαμε τίποτε σχετικό στο σχολείο και ακούγαμε μόνον, ότι οι Γερμανοί ήταν τα θύματα”

Λίγο μετά την εκδήλωση, και ερωτηθείς για τους λόγους, για τους οποίους ο ίδιος ασχολήθηκε με την γερμανική Κατοχή στην Ελλάδα, ο Χάγκεν Φλάϊσερ, ο οποίος συμπληρώνει εφέτος 30 χρόνια με την ιδιότητα του Έλληνα πολίτη, είπε: «Με ενδιέφερε πάρα πολύ ο Β’ Παγκόσμιος Πόλεμος, επειδή δεν μάθαμε τίποτε στο σχολείο. Είχα πάρει από νωρίς την απόφαση να σπουδάσω μία ημέρα αυτό το θέμα, γιατί ακούγαμε μόνον, ότι οι Γερμανοί ήταν τα θύματα. Πώς ξεκίνησε το θέμα, δεν το μάθαμε». Στους παράγοντες, που τον παρακίνησαν να ασχοληθεί με το συγκεκριμένο ζήτημα, συμπεριλαμβάνει, επίσης, το ότι έμαθε αρχαία ελληνικά στο Γυμνάσιο, την γνωριμία του με Έλληνες μετανάστες στην Γερμανία, τα συναισθήματα, που του δημιούργησε η χούντα στην Ελλάδα το ΄67, την παρουσία του στην Ελλάδα στην Δίκη του Αλέξανδρου Παναγούλη και την κηδεία του Γεωργίου Παπανδρέου και την γνωριμία του στο Βερολίνο με την γυναίκα του Ελένη, σε μια διαδήλωση κατά της Χούντας στην Ελλάδα.

“Όταν οι ‘Ελληνες θέλουν και είναι ενωμένοι, μπορούν να κάνουν θαύματα -Δεν περιμένω θαύματα αλλά από κοινού να σηκώσουν οι Έλληνες τα μανίκια”

Όταν τέλος κλήθηκε να κάνει ένα σχόλιο για την Ελλάδα του σήμερα, με αφορμή τις τρέχουσες πολιτικές εξελίξεις και την κατάσταση, που διαμορφώνεται στην χώρα μας, απάντησε: «Αυτό, που με στεναχωρεί, είναι η διχόνοια, που πάντα υπάρχει. Πραγματικά, όλες σχεδόν οι παρατάξεις βγάζουν το ρόπαλο του παρελθόντος και ταυτίζουν τον εσωτερικό αντίπαλο – όχι εχθρό – αντίπαλο, με τον άλλοτε εχθρό. Έχει λεχθεί πολλές φορές, πως, όταν οι ‘Ελληνες θέλουν και είναι ενωμένοι, μπορούν να κάνουν θαύματα. Δεν περιμένω θαύματα αλλά από κοινού να σηκώσουν οι Έλληνες τα μανίκια, να μην μειώσουν τον εσωτερικό αντίπαλο, γιατί έτσι πολλές φορές δίνουν και όπλα και πυρομαχικά και επιχειρήματα στον εξωτερικό παράγοντα – όχι εχθρό – να μιλά αρνητικά για τους Έλληνες…».

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ