Σε ορολογίες και θεματικές που θα καταστήσουν τον παραγόμενο λόγο συμπεριληπτικό προς όλες τις κοινωνικές ομάδες – Η χαμηλή κατάταξη της Ελλάδας στον παγκόσμιο δείκτη της ελευθερίας του τύπου συζητήθηκε εκτενώς καθώς συνεχίζει να προβληματίζει και να κυριαρχεί στον δημόσιο διάλογο
Στις 13 Μαρτίου 2025 παρουσιάστηκε για πρώτη φορά στην Ελλάδα το Βαρόμετρο για τα Ελληνικά Μέσα Μαζικής ενημέρωσης.
Το Ελληνικό Βαρόμετρο Μέσων Μαζικής Ενημέρωσης αποτελεί μια νέα, πρωτοποριακή πρωτοβουλία που έχει ως στόχο να περιγράψει το τοπίο των μέσων ενημέρωσης στην Ελλάδα. Εμπνευσμένο από το Αφρικανικό Βαρόμετρο Μέσων Ενημέρωσης, στοχεύει στο να παρέχει ένα ολοκληρωμένο σύστημα αξιολόγησης και μέτρησης προσαρμοσμένο στις ιδιαιτερότητες του ελληνικού περιβάλλοντος των μέσων ενημέρωσης.
Παρότι υπάρχουν πολυάριθμες έρευνες τύπου και δείκτες μέσων ενημέρωσης σε παγκόσμιο επίπεδο, το βαρόμετρο αποτελεί μια πρωτοποριακή άσκηση αυτοαξιολόγησης, η οποία βασίζεται σε εγχώρια κριτήρια που προέρχονται από ελληνικά πρότυπα. Σε αντίθεση με τις συμβατικές αξιολογήσεις που ανταποκρίνονται στο μοντέλο “από τα πάνω προς τα κάτω”, το βαρόμετρο ενσωματώνει μια προσέγγιση από τη βάση, αντλώντας έμπνευση από αντίστοιχα διεθνή πρότυπα, ενώ παράλληλα αντανακλά τις προκλήσεις και προσδοκίες του οικοσυστήματος των μέσων ενημέρωσης στην Ελλάδα.
Στην πρώτη του εφαρμογή στην Ελλάδα, το βαρόμετρο συγκάλεσε μια ομάδα οκτώ καταξιωμένων εμπειρογνωμόνων, αποτελούμενη από ένα «μείγμα» επαγγελματιών των μέσων ενημέρωσης και εκπροσώπων της κοινωνίας των πολιτών. Η αξιολόγηση πραγματοποιήθηκε κατά τη διάρκεια μιας μονοήμερης δια ζώσης συζήτησης. Κατά τη διάρκεια της αξιολόγησης, τα οκτώ μέλη του πάνελ συζήτησαν επί προκαθορισμένων δεικτών, αξιολογώντας ανώνυμα 4 δείκτες και 37 υποδείκτες σε μια πενταβάθμια κλίμακα (“Η χώρα δεν πληροί τον δείκτη” – “Η χώρα πληροί όλες τις πτυχές του δείκτη”).
Συμπεράσματα
Η συζήτηση για το βαρόμετρο για τα ελληνικά Μέσα Ενημέρωσης υπήρξε πολύ ενδιαφέρουσα και κατατοπιστική, ακόμα και για τα άτομα που συμμετείχαν σε αυτή. Καταρχάς, εκκινώντας από τη μεθοδολογία και τη συζήτηση για την κατάσταση των ελληνικών ΜΜΕ, υπήρξε εκτενής προβληματισμός αναφορικά με το τι πραγματικά ορίζουμε ως «ελευθερία του τύπου» στην Ελλάδα καθώς επίσης και το αν η έννοια της ελευθερίας χωρίς κανονιστικό πλαίσιο μπορεί να διασφαλίσει την ποιοτική και ουσιαστική – προς το κοινό συμφέρον – δημοσιογραφία στη χώρα, την ίση και αντικειμενική εκπροσώπηση όλων των ευάλωτων ομάδων και την αντικειμενική ενημέρωση. Η απάντηση στο κρίσιμο αυτό ερώτημα υπέδειξε πως το κανονιστικό πλαίσιο, οι δημοκρατικές δικλείδες, η διασταύρωση των γεγονότων και η εις βάθος έρευνα των γεγονότων μπορούν να αποτελέσουν ουσιαστική απάντηση. Η χαμηλή κατάταξη της Ελλάδας στον παγκόσμιο δείκτη της ελευθερίας του τύπου συζητήθηκε εκτενώς καθώς συνεχίζει να προβληματίζει και να κυριαρχεί στον δημόσιο διάλογο. Τέθηκαν στο προσκήνιο όλοι οι παράγοντες που κατατάσσουν την Ελλάδα σε χαμηλές θέσεις και αναλύθηκε το πώς αυτοί οι δείκτες είναι ενδεικτικοί της κατάστασης στα ελληνικά ΜΜΕ. Διαπιστώθηκε ότι, παρότι η Ελλάδα διαθέτει πλείστα μέσα ενημέρωσης, συνεχίζει να μην διασφαλίζει τις συνθήκες πολυφωνίας και αντικειμενικότητας σε αυτά. Εξέχουσα θέση στη συζήτηση κατέλαβε και το ιδιοκτησιακό καθεστώς των ΜΜΕ, η σύγκρουση συμφερόντων, τόσο σε επιχειρηματικό όσο και σε πολιτικό επίπεδο στην Ελλάδα και το πώς αυτό το πλαίσιο επηρεάζει την ποιότητα της δημοσιογραφίας συνολικά. Η επιρροή είναι μεγάλη και σαφής, γίνεται ορατή καθημερινά στα ΜΜΕ, καθώς οι δημοσιογράφοι καλούνται να υπηρετήσουν, ακούσια ή εκούσια, μια «γραμμή» που δυνητικά αλλάζει ανά πάσα στιγμή ή αποτελεί αποτρεπτικό παράγοντα για την άσκηση της δημοσιογραφίας με όρους αντικειμενικότητας. Η ρευστότητα αυτή, σε συνδυασμό με τα πολλαπλά συμφέροντα που εκπροσωπούνται στην πλειονότητα των ελληνικών ΜΜΕ καθίσταται αποτρεπτική για τους δημοσιογράφους που εργάζονται σε αυτά, με αποτέλεσμα συχνά να «λογοκρίνουν» τα ίδια τα πρόσωπα τη δουλειά που καλούνται να κάνουν, γνωρίζοντας ότι ενδέχεται να μην έχει «τύχη» να προβληθεί. Αυτό, σε συνδυασμό με την επισφάλεια του δημοσιογραφικού επαγγέλματος και το γεγονός ότι αρκετά άτομα καλούνται να εργαστούν σε πολλαπλές θέσεις για να ανταπεξέλθουν οικονομικά, δημιουργεί ένα ασφυκτικό πλαίσιο εργασίας για τους δημοσιογράφους, με δυσανάλογα αποτελέσματα τόσο στην εργασία όσο και στην ψυχική υγεία των ίδιων των προσώπων. Η εργασιακή επισφάλεια αναδείχτηκε από το σύνολο των συμμετεχόντων στη συζήτηση και προκρίθηκαν προτάσεις για το πώς τα δημοσιογραφικά σωματεία θα μπορούσαν να διασφαλίσουν την ποιότητα της εργασίας αλλά και την εξασφάλιση αυτής. Την ίδια ώρα αναδείχτηκε και ο ρόλος του Εθνικού Συμβουλίου Ραδιοτηλεόρασης (ΕΣΡ) που συμφωνήθηκε ότι πρέπει να αναμορφωθεί με έναν τρόπο ουσιαστικό που θα εξασφαλίζει ότι ελέγχει όντως τα ΜΜΕ, ως οφείλει από την σύστασή του ως η αρμόδια ανεξάρτητη αρχή, και να μην ορίζεται από την εκάστοτε κυβέρνηση Αντίστοιχα κρίθηκε απαραίτητη η ανανέωση του κώδικα δημοσιογραφικής δεοντολογίας με τρόπο που θα ανταποκρίνεται τόσο στα δεδομένα που θέτει η εξέλιξη των ΜΜΕ από έντυπα και ραδιοτηλεοπτικά σε πολλαπλά και διαφορετικής μορφής μέσα (πλατφόρμες, social media κ.α.). Την ίδια ώρα, τα δημοσιογραφικά σωματεία καλούνται να πλαισιώσουν τους ανθρώπους που εργάζονται σε αυτά τα ΜΜΕ στις εκάστοτε ρευστές συνθήκες, όπως είναι η κάλυψη συνθηκών πολέμου και να διασφαλίσουν την ψυχική τους υποστήριξη και ότι θα εργάζονται σε ασφαλή και υγιή περιβάλλοντα, απαλλαγμένοι από τον φόβο των απειλών και της απώλειας της εργασίας. Οι υποθέσεις SLAPP αποτέλεσαν σημαντική θεματική που συζητήθηκε κατά τη διάρκεια της ημέρας εργασίας, θέτοντας στο προσκήνιο τη μεγάλη απειλή που αποτελούν τόσο για τη δημοσιογραφία όσο και για τη δημοκρατία συνολικά. Τέλος, αναδείχτηκε η ανάγκη για συνεχείς εκπαιδεύσεις των δημοσιογράφων σε ορολογίες και θεματικές που θα καταστήσουν τον παραγόμενο λόγο συμπεριληπτικό προς όλες τις κοινωνικές ομάδες, διαγράφοντας από το πεδίο την υποεκπροσώπηση ή μη εκπροσώπηση ορισμένων εξ αυτών και δημιουργώντας βήματα πολυφωνίας για όλα τα πρόσωπα, ανεξαρτήτως χαρακτηριστικών, πεποιθήσεων και άλλων στοιχείων που δημιουργούν ή αναπαράγουν τις διακρίσεις.
Με εκτίμηση,
Η ομάδα του FES Αθήνας
Friedrich-Ebert-Stiftung, Athens Office