Του π. Ιωάννου Ψαράκη – Ντύσσελντορφ.

Οι γραμμές που ακολουθούν μπορεί να μοιάζουν με όνειρο και μάλιστα τρελό ή και με παραμύθι για παιδιά που τα ετοιμάζουμε για ήσυχο ύπνο. Γί΄ αυτόν που τις υπογράφει είναι μια πέτρα σε λιμνάζοντα νερά, μια κραυγή για ανάνηψη όλων, μικρών και μεγάλων…
Μια ματιά στην αρχαία μας ελληνική ιστορία θα μας θυμίσει , ότι μια χούφτα κάθε φορά προγόνων μας μετοίκησαν σε τόπους άγνωστους και μακρινούς, στέριωσαν, εκπολίτισαν και δημιούργησαν πολιτισμό με ρίζες που έθρεψαν δημιουργικά το δυτικοευρωπαϊκό πολιτισμό, αν μη και τον πανανθρώπινο, μέχρι σήμερα. ntisselntorf

Η μεγάλη όμως ελληνική μετανάστευση από το 1960 και μετά στην Ευρώπη και κυρίως στη Γερμανία δε φαίνεται να έγινε με αξιώσεις ούτε από τους τότε ταλαίπωρους μετανάστες ούτε από το εθνικό κέντρο. Οι πρώτοι είχαν κυρίως οικογενειακούς ιερούς και ηθικούς στόχους και πέτυχαν αρχικά παρά τις δυσκολίες και τα βάσανα που στο μεταξύ ξεχάστηκαν και οι ελληνικές κυβερνήσεις από την άλλη αρκέστηκαν σε κοινωνική αποφόρτιση και συναλλαγματικά οφέλη, που καλούνται σήμερα να τα πληρώσουν πάλι οι πρώτοι και μάλιστα πανάκριβα.
Δεν κάνουμε κριτική και δεν αποδίδουμε ευθύνες. Αυτό θα το κάνει υποχρεωτικά κάποτε η ιστορία. Σκοπός μας είναι να σκουντήσουμε, να συγκινήσουμε προκειμένου να αναζητήσουμε όλοι μαζί την αυτοσυνειδησία της μετανάστευσής μας, δηλ. το σχέδιο τοῦ Θεού. Ποιοί είμαστε δηλαδή σήμερα οι Έλληνες Ορθόδοξοι Χριστιανοί στη Γερμανία, τί κάναμε μέχρι σήμερα και τί μπορούμε ή πρέπει να σκεφθούμε για το μέλλον. Είναι αυτονόητο ότι οι παρακάτω σκέψεις δεν έχουν αξιώσεις αυθεντίας ή ορθότητας.

Διαπίστωση πρώτη: τα καταφέραμε κάπως καλά στα ιδιωτικά μας πράγματα. Σπουδάσαμε εμείς και τα παιδιά μας, αξιοποιήσαμε κοινωνικοοικονομικά σπουδές, γνωριμίες και ταλέντα και καμαρώνουμε σήμερα πλήθος καταξιωμένων συνελλήνων, πανεπιστημιακών, επιστημόνων, επιχειρηματιών, πολιτικών, τεχνιτών κλπ. Μεγαλώνει μάλιστα σταθερά ο αριθμός των Ελλήνων Επιστημόνων που αναζητούν το μέλλον τους για τους γνωστούς λόγους στη Γερμανία.

Διαπίστωση δεύτερη: στα κοινά και καλά έργα έχουμε μείνει σχεδόν άκαρποι. Πολιτικά μένουμε ακόμη οπαδοί ή νοσταλγοί της ελληνικής Κομματοκρατίας. Η Κοινοτική οργάνωση παραμένει μέχρι σήμερα υποτυπώδης και προβληματική παρά την εμφανή κρατική υποστήριξη. Οι πολιτιστικοί Σύλλογοι, παρά τις όποιες εξαιρέσεις, περιορίζονται στη διδασκαλία των ελληνικών χορών σε μέρος μόνο των παιδιών της γεωγραφικής-πολιτιστικής περιοχής που εκπροσωπούν και πολλοί μάλιστα σταμάτησαν τη λειτουργία τους τα τελευταία χρόνια. Οι ελπιδοφόρες εξαιρέσεις της Ελληνογερμανικής Εταιρείας Επιστημόνων NRW και του Εμποροεπιχειρηματικού Συνδέσμου NRW – ίσως και κάποιων άλλων οργανώσεων που αγνοούμε, δεν αρκούν για αισιόδοξες προβλέψεις για το μέλλον.

Διαπίστωση τρίτη: ο μόνος «ελληνικός θεσμός» που ανδρώθηκε στη Γερμανία και αγωνίζεται αξιόπιστα να επιτελεί το πολύπλευρο εθνικό, θρησκευτικό, διορθόδοξο, διαχριστιανικό, κοινωνικό και οικουμενικό έργο του είναι η Ελληνική Ορθόδοξη Εκκλησία της Γερμανίας, έστω και με αρκετά και μεγάλα προβλήματα που δεν είναι όμως του παρόντος.

Διαπίστωση τέταρτη: Μεγάλοι εθνικοί ευεργέτες χρηματοδότησαν παλαιότερα την Ελληνική Επανάσταση του 1821 και στόλισαν την Ελλάδα με έργα και Ιδρύματα που καμαρώνουμε μέχρι σήμερα. Στη Γερμανία δεν είδαμε ακόμη κάτι τέτοιο και κανένα σημάδι δεν δείχνει ότι μπορεί να φανερωθούν στο προσεχές μέλλον.
Ασφαλώς και ευχόμαστε το καλύτερο για το μέλλον. Ας μας επιτραπεί όμως να κάνουμε και κάποιες νύξεις (;) προτάσεις(;) έστω και μόνο για προβληματισμό και συζήτηση.

Χιλιάδες Έλληνες Ορθόδοξοι καταξιωμένοι επιστήμονες όλων των ειδικοτήτων εργάζονται στη Γερμανία. Αν διέθεταν από 1000.- Ευρώ, που τα έχουν και μπορούν να τα διαθέσουν, μιλούμε για δεκάδες εκατομμύρια Ευρώ, που θα μπορούσαν να στήσουν και να λειτουργήσουν στη Γερμανία μια σύγχρονη Ακαδημία φιλοσοφίας, μελέτης και παραγωγής πολιτισμού ή ἐλληνοευρωπαϊκά μνημεία που να νοηματοδοτούν τουλάχιστο τη σημερινή παρουσία της διαχρονικής Ελλάδας.
Χιλιάδες Έλληνες Ορθόδοξοι εστιάτορες, έμποροι, επιχειρηματίες κλπ. δραστηριοποιούνται με επιτυχία και για τις δυο χώρες στον τομέα τους. Αν διέθεταν 1000.- Ευρώ, που τα έχουν και μπορούν να τα διαθέσουν, μιλούμε για δεκάδες εκατομμύρια Ευρώ που θα μπορούσαν να στήσουν και να λειτουργήσουν δημόσια έργα και Ιδρύματα αξιώσεων σ’ όλο το φάσμα των πραγματικών ανθρώπινων αναγκών.

Διακόσιες πενήντα περίπου χιλιάδες εργαζόμενοι και συνταξιούχοι Έλληνες Ορθόδοξοι χριστιανοί της Γερμανίας, αν έδιναν 20.- Ευρώ το μήνα, που τα έχουν για να τα δώσουν, θα μπορούσαν να έχτιζαν μια Εκκλησία κάθε χρόνο σε κάποια Ενορία και να επιτελούν ένα τεράστιο ιεραποστολικό έργο εντός και εκτός Γερμανίας.

Ένας πολύ μεγάλος αριθμός γυναικών ηλικιωμένων αλλά και νέων καλλιεργούν μόνες τους μια έντονη ατομική θρησκευτικότητα, πολλές φορές άκαρπη και ενίοτε επικίνδυνη.

Αν διέθεταν τη σύνταξή τους και τα φιλόθεα και φιλάνθρωπα αισθήματά τους, θα μπορούσαν εύκολα κάποιες να γίνουν Μοναχές και όλες μαζί να λειτουργήσουν με τις ευλογίες της Ιεράς Μητροπόλεως Γερμανίας ένα γυναικείο Ορθόδοξο Μοναστήρι και δίπλα του ένα κέντρο αναψυχής και φιλανθρωπίας. Και επειδή θα πήγαιναν εκεί και Γερμανίδες και άλλων γλωσσών γυναίκες, θα μπορούσε με εμπνευσμένη πνευματική καθοδήγηση να γίνει φωτοδότης Ορθοδοξίας, φιλανθρωπίας και Ιεραποστολής.

Το ίδιο μάλιστα, αν και ακούγεται δυσκολότερο, θα μπορούσε να γίνει και με άνδρες και έχουμε ήδη σχετικά παραδείγματα σε άλλες χώρες της σύγχρονης ελληνικής μετανάστευσης.

Μπορεί να ακούγονται ουτοπικά και απραγματοποίητα ή και αστεία τα παραπάνω. Δεν συνηθίζουμε οι Έλληνες σήμερα να συζητούμε ιδέες και όνειρα. Ας συζητήσουμε όμως την πορεία και την ιστορική και εθνική μας ευθύνη ως Έλληνες Ορθόδοξοι Μετανάστες ή πιο σωστά ως Έλληνες Ορθόδοξοι Ευρωπαίοι Πολίτες που ζούμε και θα μείνουμε όχι στην Ελλάδα αλλά στη Γερμανία της Ευρώπης. Όλοι οι άξιοι και επιτυχημένοι Έλληνες της Γερμανίας θα μπορούσαν να φέρουν για συζήτηση θέματα και ελπίδες αφύπνισης της ελληνικής ψυχής που όλοι έχουμε αλλά και λησμονούμε.

Και ας θυμόμαστε αυτό που διαβάσαμε κάποτε, πως, ίσως, ο Θεός να μας έστειλε στη Γερμανία όχι για να μείνουμε μονάδες ενός απρόσωπου ευρωπαϊκού συνόλου, όχι για να μείνουμε μια ασήμαντη εθνική οντότητα, αλλά για να μεταφέρουμε τα φώτα του Ελληνισμού και της Ορθοδοξίας στην Ευρώπη που παραπαίει και αναζητά ψυχή και ταυτότητα.

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ