Η Ελλάδα είναι από τις ελάχιστες χώρες μαζί με το Ισραήλ, που πριν την ίδρυσή τους ως κράτος, διέθεταν “Διασπορά “( το σύνολο των ατόμων ενός έθνους που βρίσκονται σε ξένες χώρες, η ομογένεια). Ας μην παραβλέπει κανείς ότι ακόμη και αυτή η ίδρυση του Νεοελληνικού Κράτους ήταν σε μεγάλο βαθμό αποτέλεσμα ενεργειών της Ελληνικής Διασποράς που ζούσε στα εδάφη της τότε κεντρικής και ανατολικής Ευρώπης και της Βορείου Αφρικής. Η διασπορά ήταν αυτή που κατά την ίδρυση του Νεοελληνικού Κράτους συνείσφερε στην οικονομική ενίσχυσή του, ακόμη και στην χρηματοδότηση πολέμων για την απελευθέρωση ελληνικών εδαφών που κατείχε ακόμη η Οθωμανική Αυτοκρατορία. Ως εκ τούτου θα μπορούσε να ισχυριστεί κανείς ότι οι σχέσεις της Διασποράς με το μητροπολιτικό κέντρο ήταν πάντα ισχυρές και η ανιδιοτελής αγάπη της προς την χώρα καταγωγής της, την οδηγούσε να συνδράμει οικονομικά με την εισροή κεφαλαίων που είχαν αποκτηθεί στο εξωτερικό. Το μητροπολιτικό κέντρο αντιλαμβανόμενο την σημασία και την αξία αυτής της σχέσης θέσπιζε με ειδικές διατάξεις την ιδιαίτερη μεταχείριση των κεφαλαίων αυτών. Αυτό οδηγούσε στην άντληση κεφαλαίων από την Διασπορά ανεξάρτητα από τις εκάστοτε οικονομικές συγκυρίες που επικρατούσαν στην Ελλάδα, συγκυρίες που κατά κανόνα ήταν αυτές των διαρκών οικονομικών προβλημάτων. Κάπως έτσι θεσπίστηκε ο θεσμός του «Μονίμου Kατοίκου Eξωτερικού», όπως και ο νόμος „Περί Προστασίας Κεφαλαίων Εξωτερικού“ , που τον τελευταίο καιρό επικρίνεται άδικα ως νόμος για την προστασία των εφοπλιστών, παραβλέποντας συγχρόνως ότι πρόκειται για προστασία κεφαλαίων που προέρχονται από εργασία στο εξωτερικό και όχι στο εσωτερικό της Ελλάδος.
Ο θεσμός του «μονίμου κατοίκου εξωτερικού» εξυπηρετούσε τον παραπάνω σκοπό και απευθυνόταν κατά κύριο λόγο στον μεγάλο αριθμό των μεταναστών που μετανάστευσαν από το 1900 και μετά από την Ελλάδα σε διάφορα μέρη του κόσμου, με αποτέλεσμα να μπορεί να ισχυριστεί κανείς ότι δεν υπάρχει μέρος στην υφήλιο όπου να μην κατοικοεδρεύουν Έλληνες. Για να χαρακτηριστεί κανείς «μόνιμος κάτοικος εξωτερικού» έπρεπε να κάνει σχετική αίτηση στα αρμόδια προξενεία και μετά από έλεγχο να καταχωρηθεί σχετική σφραγίδα στο διαβατήριό του. Έχοντας αυτή την καταχώρηση στο διαβατήριο, τα κεφάλαια που εισέρεαν από το πρόσωπο αυτό στην Ελλάδα, μπορούσαν, αν το επιθυμούσε, να τα επαναεξάγει στο νόμισμα που τα εισήγαγε. Η εισροή των κεφαλαίων αυτών γινόταν είτε μέσω τραπέζης είτε σε ρευστό κατά την επίσκεψη του Έλληνα του εξωτερικού στην Ελλάδα. Την σημασία των κεφαλαίων που εισέρευσαν με το τρόπο αυτό στην Ελλάδα την περίοδο 1960 μέχρι και τις αρχές του 2000 μπορεί να αντιληφθεί κανείς, αν αναλογιστεί τον αριθμό των ελληνικών τραπεζών στην Γερμανία εκείνο το διάστημα όπως και τα ποσά που μετέφεραν οι Έλληνες της Διασποράς μαζί τους όταν έρχονταν για διακοπές στην Ελλάδα. Λόγω της ρύθμισης, ότι ακίνητα που αγοράζονταν με εισαγόμενα κεφάλαια απαλλάσσονταν από τον φόρο απόκτησης ακίνητης περιουσίας, φόρος μέχρι πρόσφατα ανερχόταν σε 11% της συμβολαιογραφικής αξίας του ακινήτου, οι Έλληνες της Διασποράς το πρώτο που έκαναν, ήταν να αγοράζουν ένα σπίτι στο τόπο καταγωγής του η στην αμέσως μεγαλύτερη πόλη στην περιοχή αυτή. Έτσι θα μπορούσε να ισχυριστεί κανείς βάσιμα ότι τουλάχιστον στις περιοχές της Ηπείρου, Θεσσαλίας, Μακεδονίας και Θράκης, η ανοικοδόμηση των πόλεων των περιοχών αυτών βασίστηκε σε μέγιστο βαθμό στα κεφάλαια αυτά. Χαρακτηριστικό είναι το παράδειγμα της Θεσσαλονίκης, μιας πόλης που στην δεκαετία του 60 αριθμούσε περίπου 200.000 πληθυσμό και βρισκόταν σε διαρκή αντιπαλότητα με την Πάτρα, για το ποιά είναι η δεύτερη σε πληθυσμό πόλη μετά την Αθήνα. Έφτασε δε τις αρχές του 2000 να έχει πληθυσμό περί το 1 εκατ. κα να καταστεί έτσι η “πρωτεύουσα” της Διασποράς της Κεντρικής Ευρώπης.
Η αμφίδρομη αυτή σχέση σταμάτησε τουλάχιστον για την Διασπορά της Ευρώπης μετά την είσοδο του μητροπολιτικού κέντρου στην Νομισματική Ένωση (Ευρώ). Και αυτό όχι πως οι τότε κρατούντες συσκέφτηκαν και αποφάσισαν επί του θέματος αυτού, αλλά επειδή κάποιοι υπάλληλοι του Υπουργείου Οικονομικών στην προσπάθεια να αντλήσουν φόρους κατάργησαν την ρύθμιση περί «Μονίμων Κατοίκων Εξωτερικού». Την θεώρησαν μάλιστα ως ρύθμιση άνευ σημασίας και που δήθεν μεροληπτεί υπέρ των συμφερόντων των Ελλήνων της Διασποράς. Η απλοϊκή σκέψη ήταν, ότι «ο θεσμός του Μονίμου Κατοίκου Εξωτερικού είχε σημασία όταν η χώρα χρειαζόταν συνάλλαγμα, ενώ τώρα έχουμε το ευρώ.” Η φαινομενικά σωστή αυτή σκέψη, δεν είναι όμως και λογική, διότι παρέβλεπε ότι η Ελλάδα δεν είχε πλέον ανάγκη από συνάλλαγμα, είχε και έχει όμως ανάγκη εισαγωγής κεφαλαίων από το εξωτερικό.
Έτσι περίπου 10 έτη μετά από την «σοφή» αυτή απόφαση, οι οικονομικές συγκυρίες στο μητροπολιτικό κέντρο είναι τέτοιες, που αυτό αναζητά εναγωνίως κεφάλαια για επενδύσεις στο εσωτερικό της χώρας, καθότι κατά γενική ομολογία οι κάτοικοι Ελλάδος, όπως διατείνονται οι ίδιοι, ούτε κεφάλαια διαθέτουν να επενδύσουν αλλά και ούτε „καν“ την οικονομική δυνατότητα να καταβάλουν φόρους!!! Η συγκεκριμένη συγκυρία καθιστά πλέον επιτακτική την ενεργοποίηση της Διασποράς με σκοπό την εισροή κεφαλαίων στην ελληνική οικονομία. Η Διασπορά σήμερα μπορεί να είναι πιο επιφυλακτική ή να μην είναι διατεθειμένη να ρισκάρει κεφάλαια δισεκατομμυρίων στην οικονομία της Ελλάδος. Όμως η Διασπορά μπορεί να παίξει πρωταγωνιστικό ρόλο στην ανάπτυξη των βασικών τομέων της ελληνικής οικονομίας, δηλ. του τουρισμού και της παραθεριστικής κατοικίας. Και αυτό καθότι η Διασπορά έβλεπε ανέκαθεν το μητροπολιτικό κέντρο όχι μόνον ως χώρα προέλευσης αλλά και ως χώρα διακοπών και χώρα στην οποία θέλει να διατηρεί τουλάχιστον ένα ακίνητο όπου θα διαμένει την περίοδο των διακοπών. Η διατήρηση αυτής της ζωντανής σχέσης μητροπολιτικού κέντρου και Διασποράς είναι ζωτικής σημασίας για την ελληνική οικονομία αλλά και την εικόνα της χώρας έκτος ελληνικών συνόρων. Ως εκ τούτου η επαναφορά του θεσμού του «μονίμου κατοίκου εξωτερικού» συνδυασμένο με τις φορολογικές ελαφρύνσεις αναφορικά με την αγορά παραθεριστικής κατοικίας ή άλλων ακινήτων είναι πλέον επιτακτική.
Ο αντίλογος βέβαια θα μπορούσε να είναι ότι στα πλαίσια της Ενωμένης Ευρώπης είναι δύσκολο να μπορεί κανείς να διαχωρίσει τους Έλληνες του εξωτερικού από τους Έλλαδίτες πολίτες που εγκαταλείπουν για σύντομο χρονικό διάστημα την Ελλάδα και τα ελλαδικά κεφάλαια που εξάγονται τύποις για να εισαχθούν και πάλι με σκοπό να εκμεταλλευθούν τις ευεργετικές ρυθμίσεις που έχουν σχεδιαστεί αποκλειστικά για την Διασπορά. Το δίλημμα αυτό είναι μόνον φαινομενικά υπαρκτό, διότι η ρύθμιση θα πρέπει να ισχύει για αλλοδαπούς και Έλληνες υπηκόους που διαμένουν και εργάζονται για τουλάχιστον 15 έτη εκτός Ελλάδος. Μάλιστα η απόδειξη της εκπλήρωσης των προϋποθέσεων, θα μπορούσε να γίνεται με το ίδιο καθεστώς που ισχύει π.χ. για την απαλλαγή από την υποχρέωση της θητείας στον ελληνικό στρατό.
Η Γερμανοελληνική Ένωση Προστασίας Ιδιοκτητών (DHSG) ευελπιστεί, ότι ενόψει των μεταρρυθμίσεων το μητροπολιτικό κέντρο θα επαναφέρει σε ισχύ τις σωστές και αποδοτικές ρυθμίσεις που θα συνεισφέρουν όχι μόνο στην βαλλόμενη ελληνική οικονομία αλλά και θα αποκαταστήσουν την σχέση της Διασποράς με το μητροπολιτικό κέντρο που έχει τόσο πληγωθεί συναισθηματικά τα τελευταία τρία χρόνια!
Δημήτρης Κούρος, Δικηγόρος στο Ντίσελντορφ (Πρόεδρος Γερμανοελληνικής Ένωσης Προστασίας Ιδιοκτητών Εξωτερικού- www.DHSG.de)