«Απαντά» ο Καθηγητής Γιώργος Πιπερόπουλος
Εξουσία σημαίνει ισχύ ή δύναμη, ικανότητα αυτού που την έχει και την ασκεί να απαιτεί και να πετυχαίνει υπακοή, πειθαρχία, συμμόρφωση στα προστάγματά του και στην εκπλήρωση στόχων που αυτός θέτει ακόμη και όταν η εκπλήρωσή τους απολήγει σε καθοριστική διαμόρφωση της ζωής, των ενδιαφερόντων, ακόμα και των συμφερόντων αυτών που πιστά τον ακολουθούν.
Ο Μαξ Βέμπερ ο μεγάλος Γερμανός κοινωνιολόγος θεώρησε την εξουσία, την δύναμη ή ισχύ, ως ” …την εκμετάλλευση της ευκαιρίας από ένα ή περισσότερα άτομα για την επιβολή της δικιάς τους βούλησης σε κοινά θέματα, άσχετα με την αντίσταση που προβάλλουν άλλα πρόσωπα που δραστηριοποιούνται στον ίδιο χώρο…”
Και ο Ρόμπερτ Μακ Αϊβερ, ο Αμερικανός κοινωνιολόγος δηλώνει ότι “οι κάτοχοι εξουσίας αποκτούν το δικαίωμα να καθιερώσουν τη δικιά τους πολιτική σε κάθε φάση της ανθρώπινης δραστηριότητας, να κρίνουν πρόσωπα και καταστάσεις, να ασκήσουν διαιτητικό-ισορροπητικό ρόλο σε αντιδικίες και τελικά να επιβληθούν στους συνανθρώπους τους.”
Η εξουσία αντλείται και ασκείται με τρείς θεμελιακούς τρόπους: με την εφαρμογή ωμής βίας ή με την επιβολή της ψυχολογίας του φόβου, με βάση το κληρονομικό δίκαιο των ηγεμονικών καθεστώτων, και από τη δημοκρατική και αβίαστη αναγνώριση από τον λαό ηγετικών χαρακτηριστικών αυτού που την κατέχει και την ασκεί.
Η απόκτηση εξουσίας με την εφαρμογή “ωμής βίας” συνεπάγεται και την πιθανή αντίδραση αυτών που αντιτίθενται στα κάθε λογής δικτατορικά και αυταρχικά καθεστώτα. Για τον λόγο αυτό οι διάφοροι σφετεριστές της εξουσίας ακολουθώντας μια πάγια τακτική αποπειρώνται να εδραιώσουν την ισχύ τους και να “νομιμοποιήσουν” τη θέση τους παρέχοντας αγαθά, διευκολύνσεις και προσεκτικά οριοθετημένα “δικαιώματα-προνόμια” σε κάποια κάπως πλατιά λαϊκή ομάδα ή καθησυχάζουν κατασιγάζοντας με ψυχολογικές και επικοινωνιακές μεθόδους την άσκηση κριτικής και την εκδήλωση “αντίστασης” τις λαϊκές μάζες οδηγώντας τες στην απάθεια που είναι απόληξη θεμελιωμένη στην πρόχειρη διαπίστωση από το λαό ότι “…είναι ανήμπορος να ελέγξει τη ροή των γεγονότων…”
Στα ψευδεπίγραφα “δημοκρατικά καθεστώτα” αυτοί που κατέχουν την εξουσία φροντίζουν να αποσιωπούν συστηματικά και διαχρονικά το γεγονός δημιουργώντας την απαραίτητη ψευδαίσθηση ότι η κατοχή της εξουσίας είναι “κοινό καθήκον” και δικαίωμα και η άσκησή της γίνεται για την υλοποίηση των επιθυμιών και αποφάσεων “της πλατιάς λαϊκής μάζας”.
Επιπρόσθετα, παρά την αντικειμενικά κραυγαλέα εκμετάλλευση και άσκηση της εξουσίας με σαφώς προσωποπαγή ψυχισμό, έντεχνες ιδεολογικές διακηρύξεις και ψυχοτεχνικά πολιτικά μανιφέστα τείνουν να μειώσουν τη σημασία της πραγματικότητας καμουφλάροντας την αυταρχική φύση και δικτατορική υφή της πίσω από τα διάφανα προπετάσματα της ” έλλειψης κάθε χρήσης ωμής βίας…”
Στα γνήσια δημοκρατικά καθεστώτα, άσχετα εάν πρόκειται για ένα Κόμμα ή μια ολάκερη χώρα η διαδικασία ανέλιξης σε θέση εξουσίας και το δικαίωμα άσκησής της συντελείται με αντικειμενικά κριτήρια, με αξιοκρατία και διαφάνεια και – απαλλαγμένη από κάθε μορφή της έννοιας του “κληρονομικού δικαίου” και κάθε απειλή για χρήση βίας – προκαθορίζει το εφήμερο της πράξης διατηρώντας ανέπαφο το δικαίωμα των εξουσιαζόμενων, της λαϊκής μάζας, για αλλαγές στις προτιμήσεις τους, για αφαίρεση της εξουσίας από τους αποδεικνυόμενους εμφανώς ανάξιους και την παροχή της σε αυτούς που κατορθώνουν να πείσουν ότι είναι άξιοι, ή τουλάχιστον, περισσότερο άξιοι από τους παρόντες κατόχους της.
Στην πλατωνική «πολιτεία» ο Θρασύμαχος διατείνεται κατηγορηματικά ότι “…το δίκαιο είναι ταυτόσημο με το συμφέρον του ισχυρού…”
Και όμως η εξουσία που θεμελιώνεται και διαιωνίζεται με τη χρήση ή την απειλή της χρήσης κάποιας μορφής βίας είναι, κατά κανόνα, καταδικασμένη και ο βίος της, η διαχρονική της διάρκεια είναι προκαθορισμένα εφήμερη“…Ο πανίσχυρος δεν είναι ποτέ αρκετά ισχυρός” έχει γράψει διαπιστώνοντας την ιστορική νομοτέλεια των γεγονότων ό Ζαν Ζακ Ρουσσώ.
Όποια και αν συμβεί να είναι η πηγή της εξουσίας, η εστία από την οποία αυτή αναβλύζει και όποιες και αν είναι οι διαδικασίες απόκτησής της αμείωτο πάντοτε παραμένει και το ενδιαφέρον για τους τρόπους χρήσης, τους τρόπους άσκησης Εξουσίας από τον κάτοχό της.
Έτσι ο αυταρχικός ηγέτης είναι εκείνος που θεωρεί τον εαυτό του ως το μόνο άξιο να κρίνει τη σημασία, την ορθότητα και την αξία των αναγκών, επιδιώξεων και φιλοδοξιών αυτών που κυβερνά ή εξουσιάζει και κατά συνέπεια ασκεί την εξουσία με αποκλειστικά κύριο γνώμονα τις δικές του θέσεις, τις προσωπικές του πεποιθήσεις.
Ο δημοκρατικός ηγέτης καθώς αντιλαμβάνεται το εφήμερο της θέσης του και το απαραβίαστο δικαίωμα αυτών που με τη δική τους συναίνεση και επιλογή “εξουσιάζει” να τον αντικαταστήσουν πασχίζει να εντοπίσει τον κοινό παρονομαστή των πολυποίκιλων και συχνά αντικρουόμενων επιθυμιών και επιδιώξεών τους και να ασκήσει εξουσία με γνώμονα “το κοινό όφελος” ελπίζοντας ότι στην επόμενη “ημέρα κρίσης” [στις επόμενες εκλογές] αυτό θα αναγνωρισθεί και έτσι θα διασφαλισθεί η επανεκλογή του.
Υπάρχουν ιστορικές στιγμές στη ζωή κάθε ομάδας που απαιτούν τη μετουσίωση ενός “δημοκρατικού” ηγέτη σε “αυταρχικό” αρχηγό για να επιτευχθούν κοινοί στόχοι ή για να αποσοβηθούν κρίσιμες για την επιβίωση της ομάδας ή του κοινωνικού συστήματος καταστάσεις.
Σίγουρα, επίσης, υπάρχουν δεδομένα παραδείγματα “αυταρχικών” ηγετών που – με προκάλυψη την επιφανειακή δημοκρατικότητά τους – πετυχαίνουν να συνεχίσουν πέρα από τα προκαθορισμένα χρονικά διαστήματα την κατοχή και άσκηση της εξουσίας.
Στο σημείο αυτό να θυμηθούμε τα λόγια του Αγάθωνα που συνιστά στον «Άρχοντα» (ηγέτη) να θυμάται 3 πράγματα «ότι διοικεί ανθρώπους, ότι πρέπει να διοικεί σύμφωνα με τους νόμους και ότι δεν θα διοικεί…για πάντα!»
Στην Υφήλιο του 21ου αιώνα, το ερώτημα που αρχίζει να εκφράζει η κοινή γνώμη μορφοποιείται πλέον σε μια αμείλικτα απλή διατύπωση: «καθώς έφυγαν οι μεγάλοι ηγέτες είναι άραγε σε θέση να χειρισθούν τις κρίσεις που μας ταλανίζουν σε εθνικά και διεθνή επίπεδα εκείνοι ή εκείνες που ίσως δεν είναι τίποτε παραπάνω από επιβήτορες θώκων εξουσίας;».