Μιλάει στην ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΓΝΩΜΗ ο πολυβραβευμένος συγγραφέας Ανδρέας Μήτσου*

 Φρανκφούρτη για την ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΓΝΩΜΗ: Αλέξανδρος Ιβανίδης

“Ο συγγραφέας αποποιείται την ταυτότητά του όταν γράφει. Όταν φτάσει στο βάθος της συνείδησης και καταδείξει την απώλεια και το τραυματικό βίωμα που έχει, αμέσως αυτό γίνεται παγκόσμια αλήθεια. Αλλιώς μιλάμε για συγγραφική πρόθεση. Αυτοί δεν είναι συγγραφείς. Είναι πολιτικοί και στηρίζουν ένα σύστημα, σίγουρα όχι γραμμάτων, αλλά ένα πολιτικό σύστημα”. Αυτά μεταξύ άλλων τονίζει στην ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΓΝΩΜΗ ο πολυβραβευμένος συγγραφέας Ανδρέας Μήτσου. Ακολουθεί ολόκληρο το κείμενο της συνέντευξης που παραχώρησε στον συνεργάτη-συγγραφέα της Ε.Γ. Αλέξανδρο Ιβανίδη.

 Η συνέντευξη

-Θα θέλαμε να μας πείτε για τη συμμετοχή σας στην Ανθολογία του Ελληνικού Ιδρύματος Πολιτισμού…

Είχα βραβευτεί το 2016 με το Κρατικό Βραβείο Νουβέλας / Διηγήματος. Οπότε ανθολογήθηκε ένα διήγημα από τα 20 που περιλαμβάνει η συλλογή Η εξαίσια γυναίκα και τα ψάρια. Η επιλογή έγινε με τα βραβευθέντα βιβλία των 10 τελευταίων ετών. Έτσι, λοιπόν, επιλέχτηκα για την Έκθεση της Φραγκφούρτης. Βέβαια, έχω ξαναέρθει εδώ το 2012 και τότε είχα πάρει το Κρατικό Βραβείο Μυθιστορήματος με το Τα ανίσχυρα ψεύδη του Ορέστη Χαλκιόπουλουκαι βλέπω μια διαφορά που πιθανόν να οφείλεται στην πανδημία, με αυτόν τον τρόμο. Είναι μια διεθνή, χωρίς να θέλω να γίνω απαισιόδοξος,  κατάπτωση σε επίπεδο γραμμάτων και πολιτισμού γενικά. Πιστεύω ότι είναι ένα παγκόσμιο φαινόμενο, αν κρίνω και από τη συνολική παραγωγή της λογοτεχνίας. Είναι λίγο τραβηγμένη  η άποψη αλλά η λογοτεχνία έπαψε να είναι λογοτεχνία που ήταν κάποτε και έχει περάσει άμεσα στην πολιτική. Βλέπεις ότι βραβεύονται τελευταία με Νόμπελ βιβλία που έχουν μια πολιτική άποψη, σωστή πιθανώς, αλλά δεν είναι αυτός ο ρόλος της λογοτεχνίας. Η λογοτεχνία αναδεικνύει το ασήμαντο, παίζει με τη σιωπή των πραγμάτων, αναδεικνύει συγκεκριμένες, ατομικές, μοναδικές περιπτώσεις, οι οποίες αν μπουν στο βάθος που τους επιτρέπεται, δηλαδή,  αν φτάσει ο συγγραφέας στον τομέα της συνείδησής του και συναντήσει τον πρωταρχικό εαυτό, τότε γίνεται παγκόσμια. Τότε μόνο μπορεί να γίνει αντιρατσιστικό, καταγγελλτικότο κείμενο, όταν είναι αληθινή ιστορία που περιγράφει. Δεν μπορείς από πριν να καταγγείλεις την καταπίεση των γυναικών ή οτιδήποτε είναι της μόδας. Δεν είσαι φωτισμένος, δεν είσαι καλύτερος από οποιονδήποτε άλλο άνθρωπο. Ο συγγραφέας αποποιείται την ταυτότητά του όταν γράφει. Όταν φτάσει στο βάθος της συνείδησης και καταδείξει την απώλεια και το τραυματικό βίωμα που έχει, αμέσως αυτό γίνεται παγκόσμια αλήθεια. Αλλιώς μιλάμε για συγγραφική πρόθεση. Αυτοί δεν είναι συγγραφείς. Είναι πολιτικοί και στηρίζουν ένα σύστημα, σίγουρα όχι γραμμάτων, αλλά ένα πολιτικό σύστημα.

– Πώς κινείται κατά την άποψή σας το ελληνικό βιβλίο, τι πρέπει ν’ αλλάξει και τι όχι;

Ο συγγραφέας πιστεύω πως δεν είναι ο πιο αρμόδιος για να αναφερθεί σε αυτό. Ο συγγραφέας αν καταπιαστεί στο βίωμα και φτάσει σε μια υπερβατική πραγματικότητα και δει τη δική του αλήθεια και το βίωμά του και την εμπειρία του και το αποστάξει, αυτό το πράγμα το κάνει μοναδικό, το κάνει τέχνη. Η Πολιτεία δεν μπορεί να λέει θ’ αναδείξω τα ιδιαίτερα γνωρίσματα του ελληνικού πληθυσμού. Δεν υπάρχουν αυτά. Τα ίδια έχει και ο Βουλγαρικός αλλά και ο Αλβανικός. Υπάρχουν ιδιαιτερότητες. Η τέχνη αναδεικνύει αυτές τις ιδιαιτερότητες.

Η Πολιτεία, λοιπόν, οφείλει ν’ αναδείξει συγγραφείς και για να τους αναδείξει πρέπει να τους βρει και για να τους βρει πρέπει να βάλει άτομα που είναι μύστες και μυημένοι στη λογοτεχνία και όχι γραφειοκράτες. Όχι έξυπνους ανθρώπους αλλά ανθρώπους με βάθος. Ο έξυπνος άνθρωπος κινεί τα δεδομένα με μεγάλη ταχύτητα και αυτός δεν μπορεί να είναι συγγραφέας ή καλλιτέχνης. Ο συγγραφέας / καλλιτέχνης είναι αργός άνθρωπος, διότι, κολλάει σ’ ένα σημείο, βαθαίνει, καταβυθίζεται και αναδεικνύει τον ουσιώδη χρόνο. Οι γραφειοκράτες μπορούν να κάνουν τεχνικά πράγματα σε αντίθεση με τους συγγραφείς που ενεργοποιούν το φαντασιακό και σε φτάνουν σ’ ένα υπερβατικό κόσμο. Στον κόσμο της φαντασίας στον οποίο μπορούμε να ζήσουμε γιατί αλλιώς θα πεθάνουμε από την αμεσότητα του πραγματικού.

– Τι άλλο πρέπει να κάνει η πολιτεία για να στηρίξει τους συγγραφείς;

Να μην προωθεί τους συγγραφείς που εκφράζουν ιδέες, ιδεοκρατίες που είναι γενικά ιδεοκρατούμενα άτομα. Να βρει, να ψάξει, να μυριστεί και να προωθήσει τις αυθεντικές υπάρξεις και, υπάρχουν πάρα πολλές, οι οποίες δημιουργούν τον πραγματικό ελληνικό πολιτισμό. Αυτά δεν τα βρίσκει κανείς από την τρέχουσα εκδοτική πραγματικότητα. Ίσα ίσα αυτοί που προωθούνται είναι οι έξυπνοι άνθρωποι, οι επικίνδυνοι άνθρωποι, οι μέτριοι λογοτέχνες, όχι οι καλλιτεχνικές υπάρξεις. Είμαι 40 χρόνια στον χώρο και ελάχιστους αγαπώ και ντρέπομαι γι’ αυτό, γιατί όσο πιο πολλούς αγαπάς τόσο πιο άνθρωπος είσαι. Αγαπώ 3,4,5, βίαια, Έλληνες μυθιστοριογράφους και άλλους τόσους ποιητές. Οι άλλοι με προξενούν απώθηση. Αυτοί πέφτουν σαν τα τσιμπούρια και ρουφούν το αίμα της πραγματικής τέχνης. Υπάρχουν, βέβαια, νέοι συγγραφείς αλλά θα πρέπει ν’ ανακαλυφθούν, αλλά όχι με την τρέχουσα λογική της χρήσης. Η λογοτεχνία δεν είναι χρηστικότητα αλλά είναι απόσταγμα πόνου και λειτουργεί παρηγορητικά.

– Στην εκδήλωση κρίθηκε η ελληνική γλώσσα ως μικρή γλώσσα. Ποια είναι η γνώμη σας;

Η αλήθεια είναι ότι η γλώσσα μας είναι μικρή. Για ν’ αναδειχθεί η οποιαδήποτε αυθεντικότητα και δυνατή καλλιτεχνική ύπαρξη πρέπει να μεταφραστεί. Τεράστιο το πρόβλημα της μετάφρασης. Ο μεταφραστής μπορεί να μην ξέρει τι σημαίνει η λέξη «νοσταλγία». Τίποτα δε σημαίνει. Προέρχεται από το «νόστος» και το «άλογος».  Νόστος είναι η ανάγκη επιστροφής στην πατρίδα και, άλογος, που δεν έχει λογική. Άμα πεις σε μια γυναίκα σε νοστάλγησα, και ξέρει τη λέξη, θα πει ότι είναι ερωτευμένος μαζί μου. Αλλά σε μία που δεν την ξέρει θα πει, με πεθύμησε. Δεν είναι αρνητικό αυτό. Πρέπει, λοιπόν, και ο μεταφραστής να έχει καλλιτεχνική συνείδηση. Πάντως, η γλώσσα, αν βοηθηθεί και μεταφραστεί καλά, υπάρχουν Έλληνες καλλιτέχνες άξιοι ν’ αναδειχθούν.

– Τι θα λέγατε σ’ έναν καινούργιο συγγραφέα που ξεκινάει τώρα;

Θα του έλεγα να είναι ταπεινός, να κοιτάξει μέσα του και εκεί θα βρει την  παγκόσμια αλήθεια αλλά αυτό απαιτεί πειθαρχεία, απομάκρυνση από την εγωπάθεια, από ένα εγωκεντρικό εγώ και μικρή φιλοδοξία. Για να έχεις φιλοδοξία θα πρέπει πρώτα να παράγεις έργο και μετά να το στηρίξεις. Δεν μπορείς πιο μπροστά να απονείμεις στον εαυτό σου εύσημα ότι είσαι κάποιος σπουδαίος.

 

*Κατάγεται από την Αμφιλοχία. Έχει σπουδάσει αγγλική λογοτεχνία, ελληνική φιλολογία και είναι διδάκτωρ Φιλοσοφίας. Υπήρξε μέλος της συντακτικής επιτροπής και υπεύθυνος ύλης του εκπαιδευτικού περιοδικού “Νεοελληνική Παιδεία”, που εκδιδόταν υπό την αιγίδα του Υπουργείου Παιδείας, και μέλος της επιτροπής κρατικών βραβείων του Υπουργείου Πολιτισμού. Έχει δημοσιεύσει κείμενα δοκιμιακού λόγου καθώς και κριτική λογοτεχνίας στις εφημερίδες “Το Βήμα”, “Εξουσία”, “Καθημερινή” και στα περιοδικά “Αντί”, “Ίνδικτος”, “Διαβάζω”, “Ελίτροχος”. Είναι μέλος της Εταιρείας Συγγραφέων. Έχει εκδώσει επτά συλλογές διηγημάτων, τέσσερα μυθιστορήματα και μία νουβέλα. Το μυθιστόρημα του “Τα ανίσχυρα -ψεύδη” του Ορέστη Χαλκιόπουλου τιμήθηκε το 1996 με το Κρατικό Βραβείο Μυθιστορήματος. Η συλλογή διηγημάτων του “Σφήκες” απέσπασε το Βραβείο Γραμμάτων Κώστα Ουράνη της Ακαδημίας Αθηνών το 2002. Το 2007 η νουβέλα του “Ο κύριος Επισκοπάκης” τιμήθηκε με το Βραβείο Αναγνωστών (ΕΚΕΒΙ – ΕΡΤ), ενώ την επόμενη χρονιά διασκευάστηκε για το θέατρο από τον ίδιο τον συγγραφέα και ανέβηκε στο “104 Κέντρο Λόγου και Τέχνης” σε σκηνοθεσία του Στέλιου Μάινα. Το 2016 απονεμήθηκε στον Ανδρέα Μήτσου το Κρατικό Βραβείο Διηγήματος για τη συλλογή του “Η εξαίσια γυναίκα και τα ψάρια”. Έργα του έχουν ανθολογηθεί και μεταφραστεί σε διάφορες γλώσσες. Εργάζεται ως σχολικός σύμβουλος φιλολόγων στη Δευτεροβάθμια Εκπαίδευση Αθήνας.

 

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ