-“Ζούμε σε μια μορφή εικονικής και άκυρης δημοκρατίας, όπου υπάρχουν τα δικαιώματα, αλλά δεν υπάρχει ουσία. Έτσι ο κόσμος δεν αλλάζει, δεν εξελίσσεται και δεν βελτιώνεται”.
– “Μπορεί σε 50 χρόνια να μην υπάρχει η Ελλάδα ως χώρα, αλλά ελπίζω, ότι η Ελλάδα δεν θα ανήκει σε αυτές τις κοινωνίες, που θα σβήσουν”.

Επιμέλεια: Ευθύμιος Χατζηϊωάννου.

Μεγάλη αίσθηση προκαλεί η εξαιρετικά ενδιαφέουσα ομιλία του διακεκριμένου Έλληνα επιστήμονα, Γιάννη Ιωαννίδη, την οποία πραγματοποίησε το Σάββατο 26 Σεπτεμβρίου στο “Μέγαρο Μουσικής” και είχε τίτλο: “Medocracy versus Meritocracy”. Στην ομιλία του αυτή ο Καθηγητής της Ιατρικής κ. Ιωαννίδης έκανε εκτενή αναφορά στο πρόβλημα της μετριοκρατίας στην Ελλάδα και στον παραγκωνισμό της αριστείας και της αξιοκρατίας στον τόπο μας.akropolis11
Σήμερα ο ερευνητής Γιάννης Ιωαννίδης, που θεωρείται από τους κορυφαίους παγκοσμίως, είναι διευθυντής του Κέντρου Ερευνών Πρόληψης Ασθενειών (Prevention Research Center) στο Πανεπιστήμιο Stanford και ταυτόχρονα καθηγητής Παθολογίας, Έρευνας και Πολιτικής Υγείας και Στατιστικής στο ίδιο Πανεπιστήμιο.
Στην ομιλία του ο κ. Ιωαννίδης τόνισε μεταξύ άλλων τα εξής: «Θεωρώ, ότι είναι πολύ λίγες οι ευκαιρίες, που σου δίνονται για να επικοινωνήσεις με το κοινό και στις ημέρες μας δεν δίνεται καν η δυνατότητα να βγει στην επιφάνεια κάποια τέτοια τοποθέτηση για την μετριοκρατία. Πιστεύω, ότι o επιστήμονας έχει υποχρέωση να τοποθετηθεί δημόσια εναντίον της, γιατί έχω την αίσθηση, πως δεν υπάρχει σωστή πληροφόρηση του κοινού. Το να αφήσεις τον κόσμο στο σκοτάδι, νομίζω ότι είναι πολύ απαισιόδοξο και ηττοπαθές. Τώρα, κατά πόσο μπορεί κάποιος να τον αλλάξει με μια ομιλία 15 λεπτών, δεν είμαι και πολύ βέβαιος.
Μπορεί, όμως, να ευαισθητοποιήσει κάποιους να ψάξουν κάτι περισσότερο ή να αμφισβητήσουν κάποια πράγματα, που θεωρούν δεδομένα», λέει χαρακτηριστικά ο ίδιος, ο οποίος υποστηρίζει, πως η μετριοκρατία μέσα σε μια κοινωνία επιφέρει ως φυσική εξέλιξη την καταστροφή.

“Μας έχει στοιχίσει ο συμβιβασμός, η συγκάλυψη, η παραδοχή κάποιων πραγμάτων τα οποία διστάζουμε να τα καταγγείλουμε δημόσια”

Σύμφωνα με την άποψή του, οι ίδιοι οι μετριοκράτες επιζητούν κάποια στιγμή την καταστροφή, αφού γνωρίζουν μυχίως, ότι, όντες στείροι ιδεών, δε μπορούν να κατακτήσουν μια θέση στην Ιστορία ως δημιουργοί και προσπαθούν να πάρουν μια θέση σε αυτήν τουλάχιστον ως καταστροφείς: «Νομίζω, ότι αυτή είναι η αλήθεια και πρέπει να την λέμε και ας πληρώνουμε το τίμημα , την ποινή, που επιφέρει η ομολογία της.
Όμως, είμαστε επιστήμονες και στην επιστήμη δεν υπάρχει ολόκληρη ή μισή ή σχεδόν αλήθεια. Υπάρχει αλήθεια και μόνο αυτήν μπορεί κάποιος να κυνηγήσει και να υποστηρίξει. Το ίδιο ισχύει και για τον κοινωνικό χώρο. Το να μην λέμε την αλήθεια και να μην την υπερασπιζόμαστε, μας έχει στοιχίσει ήδη ακριβά. Μας έχει στοιχίσει ο συμβιβασμός, η συγκάλυψη, η παραδοχή κάποιων πραγμάτων τα οποία διστάζουμε να τα καταγγείλουμε δημόσια, αφού μέχρι τώρα δεν βγήκε κανένας. Αυτό, που διδάσκει η επιστήμη, είναι η παρρησία, το θάρρος, η ειλικρίνεια και η εντιμότητα, που πρέπει να έχει κάποιος, πρώτα ως προς τον εαυτό του και δευτερευόντως ως προς τους άλλους. Δεν έχεις ανοχή για ψέμα, όταν ερευνάς την αλήθεια και όταν δυσκολεύεσαι τόσο πολύ να την ανακαλύψεις. Και όταν την βρεις, πρέπει να την τεκμηριώσεις, να την μοιραστείς, να την εμφανίσεις, όσο και αν ενοχλείς, και να την εκθέσεις στη κριτική των άλλων. Πρέπει να είσαι ανοικτός στη κριτική.», υποστηρίζει ο ίδιος.

Ένας τολμηρός διανοητής και μετα-ερευνητής

Δεν είναι τυχαίο, που το 2010 το περιοδικό «The Atlantic» χαρακτήρισε τον Έλληνα καθηγητή Γιάννη Ιωαννίδη ως τον πλέον τολμηρό διανοητή-επιστήμονα (Brave thinker). Ο Έλληνας ερευνητής θεωρείται κορυφαίος παγκοσμίως στο χώρο της μεθοδολογίας της έρευνας και ειδικότερα της συστηματικής αξιολόγησης της αξιοπιστίας ερευνητικών ευρημάτων και έχει αναδειχθεί 191ος ανάμεσα σε 669 επιστήμονες υψηλού κύρους, όσον αφορά την επιρροή του (με βάση τις αναφορές άλλων επιστημόνων στο έργο του), σύμφωνα με τα στοιχεία της βάσης δεδομένων «Google Scholar Citations. Το 2005 «τάραξε» τα νερά της επιστημονικής έρευνας παρουσιάζοντας τη μελέτη με θέμα «Γιατί τα ευρήματα των περισσότερων δημοσιευμένων επιστημονικών ερευνών είναι αναληθή», στην οποία κατέδειξε την πληθώρα ανυπόστατων ισχυρισμών και λανθασμένων στατιστικών στοιχείων που προκύπτουν από τις σύγχρονες έρευνες.
Η μελέτη αυτή δημοσιεύτηκε τότε στην επιστημονική εφημερίδα PLoS Medicine (http://journals.plos.org/plosmedicine/article?id=10.1371/journal.pmed.0020124) και εξακολουθεί να είναι, μέχρι στιγμής, η πιο πολυδιαβασμένη ( από περισσότερους από 1,5 εκατομμύρια αναγνώστες). Ο ίδιος, επιδιώκοντας να πάει την έρευνά του ένα βήμα παραπέρα, εργάστηκε επάνω στην «μετα-έρευνα» και το 2014 ίδρυσε το – μοναδικό στον κόσμο – εργαστήριο METRICS στο Πανεπιστήμιο Stanford, το οποίο ασχολείται με τη βελτίωση των ερευνητικών μεθόδων και πρακτικών με τέτοιο τρόπο ώστε να οδηγηθούμε σε πιο αξιόπιστα ερευνητικά αποτελέσματα και σε μείωση των σφαλμάτων και των μεροληψιών.

“Οι σημαντικότερες τεκμηριωμένες, πραγματικές και χρήσιμες ανακαλύψεις προέρχονται πλέον από σύνθεση της πληροφορίας”

«Μετα-ερευνητής» είναι ο επιστήμονας, που ασχολείται με την μεγάλη συνολική εικόνα της επιστημονικής πληροφορίας, προκειμένου να εξάγει πιο γενικά και ενδεχομένως πιο «τεκμηριωμένα» συμπεράσματα. «Το μετα- ακούγεται λίγο μεταφυσικό, αλλά είναι ένα κεντρικό κομμάτι της ερευνητικής διαδικασίας. Στις ημέρες μας η επιστήμη ανθεί και αυτό είναι θετικό. Έχουμε πολλές ερευνητικές προσπάθειες και σχεδόν 20 εκατομμύρια ανθρώπους, που συγγράφουν επιστημονικές εργασίες. Πολλοί κάνουν παρόμοιες έρευνες ή μελέτες για το ίδιο θέμα. Υπάρχουν περίπου 5 εκατομμύρια άρθρα, που κυκλοφορούν στην διεθνή επιστημονική βιβλιογραφία κάθε χρόνο, από τα οποία το 96% αυτών ισχυρίζεται, ότι έχει βρει κάτι στατιστικά σημαντικό και σχεδόν το 100% αυτών, ότι έχει βρει κάτι σημαντικό στατιστικά ή με άλλον τρόπο.
Άρα, λοιπόν, μια μεγάλη πρόκληση στις ημέρες μας δεν είναι να κάνεις την επόμενη «ανακάλυψη. Μεγαλύτερη σημασία έχει πλέον, το πώς θα συνθέσεις την πληροφορία. Οι σημαντικότερες τεκμηριωμένες, πραγματικές και χρήσιμες ανακαλύψεις προέρχονται πλέον από σύνθεση της πληροφορίας. Όλες αυτές οι προσεγγίσεις της μετα-έρευνας έχουν ξεκινήσει από την ανάγκη να βλέπει κανείς την πληροφορία πιο σφαιρικά και από ψηλά, αντί να εστιάζει στη λεπτομέρεια. Χρειάζεται ένας ευρυγώνιος φακός για να δεις τι έχει γίνει και τι μπορεί να γίνει, αλλά να μη σταματήσεις εκεί. Για να συνθέσεις ολοκληρωτικά την εικόνα, χρειάζεται να φανταστείς και πως θα εξελιχτεί αυτό το αρχιτεκτόνημα στο μέλλον. Να δεις, πού θέλεις να προσθέσεις και πού θέλεις να αφαιρέσεις. Αν πας να κάνεις την επόμενη ανακάλυψη, απλώς εστιάζοντας στην λεπτομέρεια, χάνεις την ικανότητα να δεις τη πανοραμική εικόνα. Κάτω από αυτήν την οπτική οι μέθοδοι μετα-ανάλυσης είναι μια επαναδιάταξη της επιστημονικής εστίασης», συμπληρώνει ο ερευνητής.

“Η μια επιστήμη εισχωρεί στην άλλη και αυτό ακριβώς το άνοιγμα κάνει τους επιστήμονες να βλέπουν, ότι συχνά έχουν δεχτεί κανόνες μέσα σε στενά πεδία, χωρίς να τους έχουν επικυρώσει πραγματικά ως τον καλύτερο τρόπο για να δουλέψουν στην έρευνά τους”

Σύμφωνα με τον ίδιο, κάθε μια επιστήμη αναπτύχθηκε ως ένα χωριό και μέσα στο κάθε χωριό επιβλήθηκαν κάποιοι αυθαίρετοι κανόνες για πρακτικούς λόγους περισσότερο.
Αυτά τα χωριά αρχίζουν τώρα να επικοινωνούν περισσότερο και να κάνουν τα όρια των επιστημών ασαφή, καθώς η μια επιστήμη εισχωρεί στην άλλη. Αυτό ακριβώς το άνοιγμα κάνει τους επιστήμονες να βλέπουν, ότι συχνά έχουν δεχτεί κανόνες μέσα σε στενά πεδία, χωρίς να τους έχουν επικυρώσει πραγματικά ως τον καλύτερο τρόπο για να δουλέψουν στην έρευνά τους. «Πολλές από τις μελέτες μου αφορούν σε μεγάλα επιστημονικά πεδία και εστιάζουν στο πόσο τα αποτελέσματά των ερευνών σε αυτά τα πεδία είναι φερέγγυα και πραγματικά μπορούν να επικυρωθούν. Πολύ συχνά τα αποτελέσματα δεν είναι πολύ αισιόδοξα, για να μη πω, πως, σε μερικές περιπτώσεις, είναι και αρκετά άσχημα. Το πιθανότερο είναι να είναι κάτι λάθος, παρά να είναι πραγματικό και οι επικυρώσεις στο μεγαλύτερο ποσοστό τους δεν επιβεβαιώνουν τα αρχικά αποτελέσματα.. Οι αιτίες για αυτό που συμβαίνει, είναι πολλές, όπως η μεγάλη πίεση, που αισθάνονται οι επιστήμονες, προκειμένου να βρουν κάτι καινούργιο προκειμένου να εξασφαλίσουν την συνέχιση της χρηματοδότησης του έργου τους, τα αόρατα συμφέροντα και οι πιέσεις που τους ασκούνται από τις βιομηχανίες που δραστηριοποιούνται σε διάφορους επιστημονικούς τομείς, η «ελαστική» αντιμετώπιση των στατιστικών κανόνων ή η μεροληψία του ίδιου του ερευνητή – συνειδητή ή υποσυνείδητη – στην προσπάθειά του να ανακαλύψει κάτι. Παρ’ όλα αυτά, εφόσον αυτή η διερεύνηση της αξιοπιστίας και των πιθανών σφαλμάτων αυτό συμβαίνει μέσα στον επιστημονικό χώρο, δεν παρατηρούνται συχνά κακοήθεις αντιδράσεις και επιθέσεις, κυρίως υπάρχει γόνιμη κριτική», εξηγεί ο ίδιος.

“Είναι αλήθεια, πως υπάρχει ενσυνείδητη, υποσυνείδητη ή ασυνείδητη παραπληροφόρηση. Επικρατεί ένα χάος πληροφορίας, που μπορεί να είναι και υποκινούμενο”

Ο καθηγητής Ιωαννίδης επισημαίνει, πως στις ημέρες μας οι καλύτεροι επιστήμονες, εκ των πραγμάτων, κάνουν όλοι λίγο-πολύ μετα-έρευνα. Εξάλλου, η έρευνα είναι παγκόσμια, άρα ένα μεγάλο μέρος των επιστημονικών ανακαλύψεων της πρώτης γραμμής και οι σημαντικότερες μελέτες είναι συνεργατικές (κοινά πρωτόκολλα, κοινούς τρόπους συλλογής δεδομένων, κοινούς αλγόριθμους, κοινούς τρόπους σύνθεσης αποτελεσμάτων, κοινό συμπέρασμα). Ο απλός κόσμος, παρ’ όλα αυτά, χάνεται μέσα σε έναν απέραντο ωκεανό πληροφόρησης και δείχνει να είναι μπερδεμένος. «Είναι αλήθεια, πως υπάρχει ενσυνείδητη, υποσυνείδητη ή ασυνείδητη παραπληροφόρηση. Επικρατεί ένα χάος πληροφορίας, που μπορεί να είναι και υποκινούμενο, στην περίπτωση, που υπάρχει ένα σαφές συμφέρον, που καλλιεργεί ένα θετικό περιβάλλον για αυτό. Είναι δύσκολο σε έναν απλό πολίτη να κολυμπήσει σε αυτόν τον ωκεανό πληροφορίας και να μη βουλιάξει. Μοιάζει λίγο με «ανυπεράσπιστη πόλη» και λυπάμαι, που το λέω αυτό. Αφ’ ενός η επιστήμη έχει τα δικά της εσωτερικά προβλήματα που εκ των πραγμάτων οδηγούν στην παραγωγή αναληθών ή υπερβολικών δεδομένων και στοιχείων και αφετέρου υπάρχει μια άλλη διαστρέβλωση της πληροφορίας που περνάει μέσα από μεροληψίες, από τον τρόπο που θα αποδοθεί από τα ΜΜΕ (από μη επιστημονικά καταρτισμένους δημοσιογράφους που κυνηγούν τη «πιασάρικη» είδηση), με αποτέλεσμα να φτάνει στον αποδέκτη μια εντατική και επικίνδυνη παραπληροφόρηση, ιδιαίτερα στο χώρο της υγείας.»

Η αναξιοκρατία και η έκπτωση αριστείας «πληγώνουν» την Ελλάδα

Ο καθηγητής σε κάθε ευκαιρία στηλιτεύει την αναξιοκρατία και την έκπτωση της αριστείας στην Ελλάδα, όμως πιστεύει πως η χώρα μας διαθέτει την ικανότητα να γίνει μία από τις πλέον ευημερούσες χώρες του κόσμου, αν αξιοποιήσει το ταλέντο και τις δεξιότητες σοβαρών επιστημόνων και αν εστιάσει αυστηρά στην αξιοκρατία και στην αριστεία. » Η έλλειψη αριστείας είναι η κύρια αιτία που δεν μπορεί η χώρα μας να αξιοποιήσει τους ανθρώπους της και αυτή είναι μια κατάσταση, που δυστυχώς ανατροφοδοτείται. Η έκπτωση της αριστείας δημιουργεί περισσότερη έλλειψη αριστείας.
Νομίζω, ότι ζούμε σε εποχή σκοταδισμού. Έχουμε ακόμη δημοκρατία, δηλαδή μπορούμε να ασκούμε τα δικαιώματά μας, αλλά παρατηρώ, ότι οι επικρατούσες δομές εξακολουθούν να είναι ασφαλείς στην φαυλότητά τους και ίσως είναι και πολύ ενδιαφέρον το ότι καταφέρνει να υπάρχει ακόμη αυτή η δημοκρατία. Μοιάζει σχεδόν ειρωνικό. Σκοπός της δημοκρατίας είναι να αναδεικνύει την αριστεία, η οποία με την σειρά της υπερασπίζεται την δημοκρατία. Αν η δημοκρατία καταστρέψει την αριστεία, τότε ποιός θα την υπερασπιστεί; Ζούμε, ίσως, σε μια μορφή εικονικής, μιας άκυρης δημοκρατίας, όπου υπάρχουν τα δικαιώματα, αλλά δεν υπάρχει ουσία. Έτσι ο κόσμος δεν αλλάζει, δεν πάει μπροστά, δεν εξελίσσεται, δεν βελτιώνεται και παραμένει σε τέλμα ανακυκλώνοντας την παθογένεια» , υποστηρίζει ο Έλληνας επιστήμονας.

“Οι Έλληνες επιστήμονες, που φεύγουν στο εξωτερικό, είναι μάλλον επιλεγμένοι, ανήσυχοι, με περισσότερα ενδιαφέροντα και όρεξη, με διάθεση να ανταπεξέλθουν στις δυσκολίες και να ξεκινήσουν από το μηδέν σε ένα περιβάλλον ξένο και εχθρικό πολλές φορές”

Σύμφωνα με έρευνά του, από τα περίπου 20 εκατομμύρια επιστήμονες που έχουν κάνει τουλάχιστον μία επιστημονική δημοσίευση, το 1% (περίπου 200.000) έχει ελληνικά ονόματα. Αν εστιάσει κάποιος μόνο στους κορυφαίους επιστήμονες (εν ζωή ή όχι), το ποσοστό των Ελλήνων πλησιάζει το 3%, που είναι ιδιαίτερα εντυπωσιακό δεδομένου ότι οι Έλληνες αποτελούν λιγότερο από το 0,2% του παγκόσμιου πληθυσμού. Από αυτούς τους Έλληνες του 3%, μόλις ένας στους επτά (14%) έζησε ή ζει στην Ελλάδα, ενώ όλοι οι άλλοι (86%) στο εξωτερικό».
Πολλοί αναρωτιούνται, γιατί οι Έλληνες επιστήμονες μεγαλουργούν στο εξωτερικό. Υπάρχει απάντηση. Καταρχήν το δείγμα είναι σαφώς επιλεγμένο. Δεν φεύγει ο οποιοσδήποτε. Φεύγει αυτός που έχει και λίγο το δαίμονα μέσα του για να τον σπρώξει να «αποδράσει». Αυτοί, που φεύγουν, είναι λοιπόν μάλλον επιλεγμένοι, ανήσυχοι, με περισσότερα ενδιαφέροντα και όρεξη, με διάθεση να ανταπεξέλθουν στις δυσκολίες και να ξεκινήσουν από το μηδέν σε ένα περιβάλλον ξένο και εχθρικό πολλές φορές. Ο άλλος παράγοντας είναι, πως, αν αυτός ο άνθρωπος βρεθεί στο κατάλληλο περιβάλλον, αν έχει όρεξη, αν διακρίνεται από δημιουργικότητα, αν θέλει να επιτύχει κάτι παραπάνω και προτίθεται να δουλέψει από το πρωί ως το βράδυ, τότε έχει τα μέσα, την υποστήριξη, την αναγνώριση, την χρηματοδότηση και άλλους έξυπνους ανθρώπους γύρω του για να αλληλεπιδράσει, για να τον εμπνεύσουν και να τους εμπνεύσει, υπάρχει το υπόστρωμα για να ανθίσει αυτή η προσπάθεια του.

“Δεν μπορείς να περιμένεις από τον μέσο άνθρωπο να εμπνέεται από τις δυσκολίες και από το χάος. Κάποιος, που αποφασίζει να γυρίσει στα ελληνικά πανεπιστήμια, τις περισσότερες φορές αποφασίζει να διασχίσει την έρημο Γκόμπι”

Αλλά και στην Ελλάδα μπορεί να γίνει αυτό, από ότι λέει η προσωπική μου εμπειρία, αλλά είναι πολύ πιο δύσκολο. Όμως, σήμερα ο παγκόσμιος ερευνητικός ιστός είναι μια ανοικτή κοινότητα, δεν υπάρχουν στεγανά, μπορεί να κάνει κανείς έρευνα από όποιο σημείο του πλανήτη βρίσκεται, μπορεί να συνεργαστεί με οποιονδήποτε, δεν είναι περιορισμένος»
Σημασία, κατά τον καθηγητή, έχει, το αν η Ελλάδα μπορεί να δημιουργήσει τις συνθήκες, που θα την κάνουν ελκυστική για ανθρώπους, που θέλουν να παραμείνουν ή να επιστρέψουν για ρεαλιστικούς και όχι για «ποιητικούς» λόγους. «Εγώ θεωρώ, ότι έμεινα στην Ελλάδα δέκα χρόνια (δίδαξε στην Ιατρική Σχολή Ιωαννίνων) για ποιητικούς λόγους και όχι για ρεαλιστικούς.
Έβλεπα το χάος γύρω μου και εμπνεόμουν από αυτό να συνεχίσω, αλλά αυτό είναι μια ψυχοπαθολογική κατάσταση. Δεν μπορείς να περιμένεις από τον μέσο άνθρωπο να εμπνέεται από τις δυσκολίες και από το χάος. Κάποιος, που αποφασίζει να γυρίσει στα ελληνικά πανεπιστήμια, τις περισσότερες φορές αποφασίζει να διασχίσει την έρημο Γκόμπι. Αν εμπνέεται από αυτό (υπάρχουν πολλοί, που εμπνέονται και εγώ εμπνεόμουν από αυτό) διασχίζουν την έρημο Γκόμπι, βιώνουν μια εξαιρετικά πλούσια εμπειρία και την εκμεταλλεύονται με διάφορους τρόπους είτε επιστημονικά, είτε γράφοντας ποίηση. Αλλά δεν μπορώ να πω στον μέσο άνθρωπο, πήγαινε να διασχίσεις την έρημο Γκόμπι. Πρέπει να είμαι ρεαλιστής μαζί του»

“Στην Ελλάδα θα ήμουν διατεθειμένος να γυρίσω και σωματικά, αν έβλεπα, ότι η χώρα μου έχει όραμα αριστείας και είναι διατεθειμένη να απαντήσει σε προκλήσεις με έναν τρόπο καινούργιο, δυναμικό, διαφορετικό, καινοτόμο”

Ο Έλληνας καθηγητής δηλώνει, πως λατρεύει την πατρίδα του και πως ουσιαστικά δεν την έχει εγκαταλείψει ποτέ, αφού η ψυχή του παραμένει εδώ. «Στην Ελλάδα θα ήμουν διατεθειμένος να γυρίσω και σωματικά, αν έβλεπα, ότι η χώρα μου έχει όραμα αριστείας και είναι διατεθειμένη να απαντήσει σε προκλήσεις με έναν τρόπο καινούργιο, δυναμικό, διαφορετικό, καινοτόμο. Θα πήγαινα οπουδήποτε υπάρχει αυτό το περιβάλλον, ένα περιβάλλον, όπου αμφισβητείς τον ίδιο σου τον εαυτό, γιατί θέλεις να επιτύχεις το ακόμη καλύτερο. Αυτό, δυστυχώς, δεν υπάρχει στην Ελλάδα. Υπάρχουν κάποιες νησίδες, κάποιοι άνθρωποι που προσπαθούν, απομονωμένοι, βαλλόμενοι πανταχόθεν, περιθωριοποιημένοι σε καθεστώς διωγμού ή σε μια κατάσταση μόνιμης εσωτερικής εξορίας, αλλά η επικρατούσα δυναμική δεν είναι δυναμική αριστείας, είναι ακριβώς το αντίθετο».
Ο κορυφαίος επιστήμονας έχει δηλώσει επανειλημμένα, πως «δεν γνωρίζει σχεδόν τίποτα», χωρίς αυτό να αποτελεί απαραίτητα μια αντίφαση, αφού εξελικτικά δεν υπάρχει κάποιο όριο στην γνώση, που ο ίδιος να μπορεί να διακρίνει, δεν υπάρχει «ταβάνι», όπως συνηθίζεται να λέγεται. «Αν σκεφτούμε, τι ξέραμε 50 χρόνια πριν, σε σχέση με αυτά, που γνωρίζουμε σήμερα, δεν έχω λόγο, κατά αντιστοιχία να μη πιστεύω, ότι αυτά τα δύο ή τρία ή πέντε πράγματα, που ξέρω, σε πενήντα χρόνια από τώρα θα είναι σχεδόν ένα τίποτε. Ελπίζω, δηλαδή, να είναι τίποτε. Το άσχημο θα είναι, αν μετά από 50 χρόνια ξέρουμε τα ίδια ή και λιγότερα. Έχει συμβεί κι αυτό στην διαδρομή της Ιστορίας.

“Εύχομαι και ελπίζω να μη ξαναζήσουμε Μεσαίωνα – Η Ελλάδα, αλλά και γενικότερα ολόκληρος ο κόσμος πάσχει από έλλειψη οράματος και ηγετών”

Εύχομαι και ελπίζω να μη ξαναζήσουμε Μεσαίωνα», λέει χαρακτηριστικά και συμφωνεί με όσους υποστηρίζουν, πως η Ελλάδα, αλλά και γενικότερα ολόκληρος ο κόσμος πάσχει από έλλειψη οράματος και ηγετών. «Δεν περιμένω από κανέναν ηγέτη να σώσει την Ελλάδα ή την Ευρώπη ή ολόκληρο τον πλανήτη. Πιστεύω, ότι οι εποχές των ηγετών έχουν ξεπεραστεί. Οι ηγέτες ίσως χρειαζόντουσαν κάποτε για να οδηγήσουν στρατούς να πολεμήσουν στη Τροία. Στις ημέρες μας πιστεύω μόνον σε, πολλούς σε αριθμό, έντιμους πολίτες επιστήμονες, σοβαρούς, γνώστες, καλά πληροφορημένους, ειδικούς που μπορούν να πουν με βεβαιότητα τι ξέρουμε και τι δε ξέρουμε. Δεν περιμένω από αυτούς, που βγαίνουν στα κανάλια και στα μπαλκόνια να μας σώσουν. Περιμένω από ανθρώπους με ήπιο, σοβαρό και τεκμηριωμένο λόγο να δαμάσουν, να μεταφέρουν και να ερμηνεύσουν τη σωστή πληροφορία. Μπορεί να ακούγεται λιγάκι ταπεινό αυτό, ίσως και βαρετό και μπορεί να σου πει κάποιος, ότι θέλεις άλλον έναν τεχνοκράτη. Δεν θέλω άλλον έναν τεχνοκράτη, θέλω πολλούς τεχνοκράτες, θέλω εκατομμύρια. Τότε μπορούμε να μιλάμε για μια άλλης μορφής κοινωνία, όπου δεν θα υπάρχει όλη αυτή η παραπληροφόρηση και η αχρηστία που επικρατεί. Ίσως σε κάποιες κοινωνίες να μη πραγματοποιηθεί αυτό και να χαθούν, να σβήσουν. Σε άλλες ίσως να γίνει και να καταφέρουν να προχωρήσουν».

“Μπορεί σε 50 χρόνια να μην υπάρχει η Ελλάδα ως χώρα και θα έλεγα, ότι είναι μια αρκετά πιθανή εξέλιξη, αλλά κρατάω την ελπίδα, ότι η Ελλάδα δεν θα ανήκει σε αυτές τις κοινωνίες, που θα σβήσουν “

Ο καθηγητής Ιωαννίδης αποφεύγει να κάνει προβλέψεις για την Ελλάδα και δεν το διακινδυνεύει. «Στις προβλέψεις μου έχω πέσει πάντα έξω, άρα δε θα διακινδυνεύσω άλλη μια, δε θέλω να κάνω πρόβλεψη. Τα στοιχεία, όμως, που έχουμε, είναι τραγικά. Παρόλα αυτά δεν θέλω να χάνω την ελπίδα, ότι μπορεί να προκύψει κάτι καλό.
Κανένα επιστημονικό μοντέλο δε μπορεί να λειτουργήσει πλήρως, όταν έχουμε να κάνουμε με κοινωνίες ανθρώπων. Κρατάω την ελπίδα, ότι η Ελλάδα δεν θα ανήκει σε αυτές τις κοινωνίες, που θα σβήσουν, αλλά δεν μπορώ και να το αποκλείσω. Μπορεί σε 50 χρόνια να μην υπάρχει η Ελλάδα ως χώρα, είναι μια πιθανή εξέλιξη και θα έλεγα, ότι είναι μια αρκετά πιθανή εξέλιξη. Μπορεί, όμως, και να σωθεί από κάποιον, που δεν έχει γεννηθεί ακόμη, ή από κάποιον, που αυτή την στιγμή σκέφτεται κάτι καινοτόμο. Άρα, λοιπόν, υπάρχει αυτό το στοιχείο της αβεβαιότητας. Νομίζω, ότι η ελληνική κοινωνία θα δώσει την ευκαιρία στον εαυτό της να πάρει το ρίσκο. Εδώ έδωσε την ευκαιρία σε τόσους αδαείς, σε τόσους μέτριους και άχρηστους, που την εξουσιάζουν τόσα χρόνια, γιατί να μη δώσει την ευκαιρία σε πέντε, δέκα, εκατό ανθρώπους να πάρουν το ρίσκο και ίσως τελικά να είναι εκείνοι, που θα καταφέρουν να την τραβήξουν προς τα πάνω, ως σύνολο και όχι ως μονάδες;»

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ