Του συγγραφέα Μάριου Μιχαηλίδη.

Φτάσαμε. Επιτέλους. Ποιος θα το πίστευε, εφτά ώρες Αθήνα-Ραφήνα. Πρώτο μπλόκο Αγία Παρασκευή. “Ν’ ανεβούμε από Χαλάντρι, Πεντέλη κι από το Μοναστήρι να γείρουμε στα Καλλίσια κι από ’κεί έχει ο θεός.” “Κακοτράχαλα”, μού έλεγαν οι άλλοι. Κι οι Γερμανοί δεν ξέρεις, τις προάλλες πιάσαν δυο Άγγλους κρυμμένους στη σπηλιά του Νταβέλη.” Τους κάρφωσαν οι βοσκοί. Αυτοί τα πρόβατά τους. Τι τους νοιάζει…michaelides

Εκεί μείναμε τρεις ώρες. Όλο χαρτιά μας ζητούσαν και πού θα πάτε, στην Άντρο τους έλεγα κι αυτοί με το άγριο με κάρφωναν, πάει χάνομαι σκεφτόμουν. Γέλαγαν τα γουρούνια. “Στην Άντρο… νησί… Αιγαίο…”. Πού αυτοί. Μετά έβγαλαν ένα χάρτη. Τους έδειξα. Πάλι γέλαγαν. “Και πώς θα πάτε βρε ζαγάρια, ολόκληρη φαμελιά”, πέταξε αυτός με το κασκέτο. Η γυναίκα με σκούντηξε. Αγγιζόμουνα εύκολα, το γνώριζε κι αυτοί ήταν επικίνδυνοι. “Πατριώτη, του είπα και δαγκώθηκα, με καΐκι θα πάμε”. Τα είπε στους Γερμανούς. Ένας τους μού έγνεψε να φύγω. Τους κατέβασα από το τρίκυκλο. Η μάνα μου είχε πιαστεί. Πώς χωρέσανε κι οι έξι, περίεργο. Τι το ’θελε ο μπάρμπα Λεωνίδας κι όλο “Στην Άντρο, στην Άντρο εκεί έχω μποστάνι, δε θα πεινάσουμε”.

Η πείνα. Τέτοιο κακό, ο θεός να μην το δείξει ούτε στον εχθρό μου. Το πρωί τους μάζευαν με τα καρότσια. Ψηλά στου Γκύζη, στα Τουρκοβούνια είχαν αποξεχάσει δυο κουφάρια, και να σμάρι οι μύγες. Τους ρίξαμε ασβέστη. Τίποτα. “Ας τους να σαπίσουν, είπε ο Μαθιός, ο παραγιός. Έτσι. Με την κουκούλα. Καλά τους κάνανε.”

Χαμός. Τι πείνα, τι προδοσία. Όλο κουφάρια έβλεπες. Και κρύο. Πολύ κρύο. Το ’νιωθες να σου τρυπά το κόκκαλο. Ναι. Σ’ αγριεύουν όλα τούτα. Εγώ που ούτε κότα δεν έσφαζα. Όλο κι όλο ένα στρουθί σκότωσα στα δεκατέσσερά μου. Με τη σφεντόνα. Του πήρε το κεφάλι η γαμημένη. Ούτε που πήγα στο κλαρί να δω που καθόταν το έρμο. Και γιατί να πήγαινα. Να δω, τι. Πάει το στρουθί.

Και να ’μαι τώρα με το τρίκυκλο, νοικοκύρης άνθρωπος με τη φαμελιά να πασχίζω να φτάσω στη Ραφήνα. Να μας περιμένεις, είπα στον Μηνά. Θα ’ρθούμε οπωσδήποτε. Το καΐκι θα το ’χει δεμένο σ’ απάγκιο είπε, άκρη πέρα από το λιμάνι, στις Μαρίκες. Μιλημένος ήταν ο λιμενάρχης. Οι Γερμανοί είχαν τα μάτια τους ορθάνοιχτα. Και τ’ αφτιά τους. Πολύς στρατός είχαν φύγει για Αλεξάντρεια. Με το που άκουγαν πως κάποιο καΐκι θα σάλπαρε, πλάκωνε ο στρατός. Σπαθί ο Μηνάς. Και παλικάρι. Θα ανταμώσουμε είπε, σίγουρος για μένα. Πώς να μην ήταν. Τον είχαν στριμώξει οι Ιταλοί που είχε κρυμμένο έναν Εαμίτη. Ξημερώματα κυκλώσανε το σπίτι του στα Τουρκοβούνια. Έστειλε το Μαθιό κρυφά, με ξύπνησε “’Eλα μου είπε, ήρθαν οι Ιταλοί, μην είναι εκείνος ο δικός σου ο Βιτόριο.” Έτρεξα, ήταν αυτός. Δικό μου παιδί ο Μηνάς του είπα.” Εν τω μεταξύ ο Εγγλέζος το ’σκασε, τέτοιος ήταν ο Βιτόριο δεν ήθελε τους πολέμους, μόνο ένα μαντολίνο και δώσ’ του τα μινοράκια για ’κείνη τη Λινόρα που τον άφησε. “Δεν πειράζει του ’λεγα, ξέχασέ την και μας έβρισκε το πρωί να κλείνω το κρασοπουλιό με χίλιους φόβους και να τον κουβαλώ τον φτωχό στο φρουραρχείο, δίπλα στον Άγιο Στυλιανό.” Γλίτωσε ο Μηνάς. Και μου το χρώσταγε.

Αγία Παρασκευή. Μας είχαν τρεις ώρες εκεί, σ’ ένα χωράφι. Μια χαρουπιά όλη κι όλη. Και μια γούρνα. Πιο πέρα μπαινόβγαιναν κάτι στρατιώτες και δυο τρεις δικοί μας με κασκέτα. Ο ένας μ’ έκοβε με το άγριο και σούφρωνε τα χείλια του ο κερατάς, τι του ’χα κάνει. Να ήταν ο Βιτόριο, σκέφτηκα κι αμέσως απόδιωξα τη σκέψη μου. Να ’ναι καλά, κάτι ακούστηκε, ποτέ δεν το πίστεψα. Οι Γερμανοί τον γυρεύανε μερόνυχτα. Τον Μαθιό τον λιώσανε τον καημένο. Σύνδεσμος ήτανε το παλικάρι, αυτός κανόνισε και τον πήγαν τον Ιταλό ίσαμε τη Ρούμελη, μα από ’κεί χάθηκε, κανείς δεν ήξερε πού πήγε ο Βιτόριο. Τα κακά μαντάτα τον ήθελαν νεκρό. Χαράματα γέμισε ο τόπος Γερμανοί, πιάσαν τους δικούς μας στον ύπνο, δε γίνεται, μπαμπεσιά ήταν στη μέση πώς δεν τους πήρε κανείς είδηση, μπήκαν σαν αερικά στο κατώι του σπιτιού, του κόψαν το κεφάλι και το κάρφωσαν σ’ ένα πάσσαλο… Ο Βιτόριο. Αυτός με τα μινοράκια για κείνη τη Λινόρα. Πεταμένο το σώμα και το κεφάλι φλάμπουρο. Έτσι είπανε. Ποιος ξέρει.

Ήρθε αυτός με το κασκέτο. Κάτι πήρε τ’ αφτί μου, να, “κάτι να τους δώσουμε” έλεγε. Ο μπάρμπα Λεωνίδας κατάλαβε, έχωσε το χέρι ίσαμε το σώβρακο, του ’δωσε ένα μάτσο τα πήρε ο κερατάς. “Φυγέτε τώρα και κοίταγε μην τον έβλεπε κανένας, φυγέτε σας λέω…”

Ο Μηνάς άφαντος. Και το καΐκι πουθενά. Κοιτιόμαστε αμίλητοι. Η μάνα μου έβγαλε μια κουρελού. Τα παιδιά γκρίνιαζαν. Κοιμήθηκαν. Ανάψαμε τσιγάρο. Φτηνά τη γλιτώσαμε, πολύ φτηνά… Δεύτερο μπλόκο στην Παλλήνη. Σταμάτησα στα είκοσι μέτρα. Χτυποκάρδισα. Μας πλησίασαν τρεις, χραπ, χραπ το άρβυλο, κάτι γαύγιζε ο ένας του ’δειξα το χαρτί, το κοίταξε, κάτι είπανε, ευτυχώς. Ανάσανα. Μας έγνεψε, φύγαμε. Οι γυναίκες θα είπανε ίσαμ’ εκατό φορές το δόξα σοι Παναγιά μου.

Πήρε να βραδιάζει, όταν μπαίναμε στο Πικέρμι. Κακοτράχαλος ο δρόμος και φως πουθενά. Μόνο μια λάμπα στο Χάνι. Το τρίκυκλο είχε ανάψει. Το έκρυψα πίσω από τη μάντρα. Χτύπησα, φάνηκε ο Γιάννης, ο γιος του Σκορδά. Έκανα να ρωτήσω, δαγκώθηκα. Η μάνα του πέθανε κι αυτή, πριν από χρόνια. Βαθιά γεράματα. Φάγαμε στα γρήγορα. Από μακριά ακούγονταν αεροπλάνα και έφτανε ίσαμε μας πνιχτός ένας απόηχος. Έριχναν στον Πειραιά. Ο Γιάννης με ανέβασε στο δώμα. “Κοίτα” μου είπε. Μακριά στο βάθος κάτι σαν αστραπές και μετά ο βόμβος ν’ ανασκαλεύει τη γη. Συνέχεια το ίδιο πράγμα. “Πάει θα τους λιανίσουνε, να μείνετε εδώ το βράδυ”, μα ούτε να το ακούσω ξανά δεν ήθελα. Κατεβήκαμε. Ο μπάρμπα Λεωνίδας με κοίταγε ανήσυχος. “Πάμε του είπα, μας περιμένει ο Μηνάς.” Τι το ’θελα. Καθώς προχωράγαμε προς το γιοφύρι, βρυχώντα ξεχύθηκε ένα αεροπλάνο κι η νύχτα γένηκε μέρα. Φάνηκε το ρέμα με τα πεύκα κι ο δρόμος μπροστά. “Πάει, χάθηκε” είπε ο μπάρμπας και κοίταγε τη φωτοβολίδα που κατέβαινε αργά, πολύ αργά από τον ουρανό. Μα πριν αποσώσει την κουβέντα του ακούστηκε ξανά πίσω μας. Δεν ξέρω πώς, έκανα μια στραβοτιμονιά, ντουκ, ντουκ το τρίκυκλο χωθήκαμε κάτω απ’ το γιοφύρι. Μόνο που δε σκοτωθήκαμε. Τα παιδιά τσίριζαν, η γυναίκα τούς έκλεινε το στόμα, η μάνα όλο “Χριστέ και Παναγιά μου…” Ακούστηκαν τα πολυβόλα, πάει μέχρι εδώ ήτανε, θα μας θερίσουν. Έπεσα πάνω από τα παιδιά, περίμενα, τίποτα. Ο βόμβος ολοένα και ξεμάκραινε, έσβηνε μέχρι που χάθηκε. Ησυχία. Μόνο το χτυποκάρδι ακούγονταν. “Έλα Παναγιά μου Θαλασσινή, θα σου ανάψω έξι λαμπάδες μόλις φτάσουμε”, έλεγε η μάνα. Τραβήξαμε το τρίκυκλο, ανεβήκαμε δόξα σοι ο θεός. Η νύχτα έπεφτε για τα καλά. Ότι που έβλεπα με το φως του φεγγαριού. Με τα χίλια ζόρια ανεβήκαμε την ανηφόρα. Είπα να τη σβήσω, μην ανάψει πάλι. Έκανα στο πλάι. Το χαντάκι έβγαζε βογκητά “ωχ, ωχ…” Άναψα σπερματσέτο. Τι να δω. Το αυτοκίνητο είχε αναποδογυρίσει. Ο άντρας κείτονταν έξω μ’ ανοιγμένο κεφάλι κι η γυναίκα δίπλα του μες στα αίματα να ρουφάει το ρόγχο της.“Δεν τη βγάζει, είπε ο μπάρμπας. Βιάσου. Ο Μηνάς περιμένει. Πίκρα.

Μπαίναμε στη Ραφήνα. Δόξα σοι ο θεός. Ερημιά. Μόνο η μηχανή ακουγόταν. Και κάτι τριζόνια. Περάσαμε από την πλατεία. Παντού ερημιά. Κατέβηκα. Κοίταξα ένα γύρο. Τα σπίτια κατάκλειστα. Μόνο κάτι σαν υποψία κεριών άναβαν πίσω από τις κουρτίνες και έσβηναν απότομα. Το λένε μέρες τώρα από το ραδιόφωνο, όχι φώτα. Ούτε κεριά. Κάτω στο λιμάνι το ίδιο, ψυχή και φως κανένα. Από κάπου μακριά, μια συντροφιά Γερμανοί βρόμιζαν τη νύχτα με τις φωνές και τα ξερατά τους. Θυμήθηκα τα λόγια του Μηνά, όχι κάτω στο λιμάνι, αριστερά στο απάγκιο. Έκανα να βάλω μπροστά, να σου τρεις χωροφύλακες και δυο λιμενικοί, “Θα ’ρθείτε μαζί μας”. Κάτι πήγα να πω, με σκούντησε ο μπάρμπας. Μας ανέβασαν στον λιμενάρχη. Τους έδιωξε. Μείναμε εμείς κι αυτός. Με κάρφωνε. Ρώτησε τι και πώς, του είπα. Αναγάλλιασα. Ήταν μιλημένος. Μου έδωσε ένα χαρτί, μην τυχόν μας σταματήσει κάποιο περίπολο, μου εξήγησε από πού, τους φόρτωσα στην καρότσα, “Κουράγιο” μου είπε.

Φτηνά τη γλιτώσαμε. Πολύ φτηνά. Κοίταξα το ρολόι. Ξεκινήσαμε απόγιομα, πριν εφτά ώρες. Οι γυναίκες βγάλαν ένα τσαμπί σταφύλι. Και παξιμάδια. Ήπια νερό, δόξα σοι ο θεός. Κοίταξα τον μπάρμπα Λεωνίδα. Ο καημένος μόλις που κρατιόταν. Μα πού ήταν ο Μηνάς. Και το καΐκι κι αυτό άφαντο. Περασμένες δώδεκα. Οι γυναίκες απόκαμαν. Έγειραν κι αυτές με τα παιδιά. Καθόμουν κατάχαμα στην άμμο και κάπνιζα. Κάτι μ’ έτρωγε μέσα μου. Μια ανησυχία κλωθογύριζε τα σωθικά μου. Κάτι θα πήγε στραβά, δεν μπορεί. Ο Μηνάς μου το χρώσταγε. Πού χάθηκε… Απόκαμα. Κι εγώ άνθρωπος είμαι. Άφησα το σώμα μου στην άμμο. Ένιωσα μια γλύκα να με τυλίγει. Κοίταγα τ’ άστρα. Τα κοίταγα από παιδί. “Μόλις δεις να πέφτει ένα άστρο, κάμε μιαν ευχή. Πιάνει.” Έτσι έλεγε η μάνα μου. Θα ’κανα τρεις ευχές. Να φανεί ο Μηνάς, να φανεί ο Μηνάς, να φανεί το καράβι… Τίποτα.

Βαθιά χαράματα, μας βρήκαν μουσκεμένους στο απάγκιο. Με είχε πάρει ο ύπνος ο βαρύς. Έτσι που αφέθηκα ολονυχτίς… Η σκουντιά μου έκοψε τη χολή. Πάει θα μας σκοτώσουν. Έχωσα το κεφάλι στα χέρια και περίμενα. Κάτι μου ’λεγε ψιθυριστά μια φωνή. Αναθάρρησα. Μου φάνηκε γνώριμη. Όχι δεν ήταν ο Μηνάς. Σήκωσα το κεφάλι κι άνοιξα τα μάτια. Ανατρίχιασα. Ο άνθρωπος με το κασκέτο. “Μη μας κάνεις κακό, φτωχοί άνθρωποι είμαστε…” Μου έκλεισε το στόμα. “Μη φοβάσαι θα σου εξηγήσω.” Έκανε μια με το τσακμάκι του και μια βάρκα φάνηκε πίσω από το βράχο, στα ρηχά. Δεν καταλάβαινα τι γινόταν. Αυτός κι άλλος ένας τραβήξαν κουπί. Το καΐκι ήταν καλά κρυμμένο. Ο Μηνάς μόνο που δεν έκλαψε, έτσι που μας είδε. Τη μηχανή την αφήσαμε…

 

Πρώτη μου φορά έβλεπα μια τέτοια γαλήνη. Ούτε κύμα ούτε τίποτα. Έκανα να γυρίσω να δω. Τρωγόμουν. Μια ιδέα σαν λεπίδα πέρασε ξυστά από τα μάτια μου, όχι μην κοιτάς πίσω, μπροστά να κοιτάς. Έστησα αφτί. Τίποτα. Μόνο η μηχανή ακουγόταν. Η Ραφήνα με την ώρα ξεθώριαζε στο μυαλό μου. Πια ούτε φως θα φαινόταν ούτε τίποτα. Το πολύ ο λιμενάρχης, κοιτώντας τα χαρτιά του, να τους έλεγε “Ψαροκάικο είναι” και θ’ αράδιαζε ένα όνομα στην τύχη κι άλλο ένα για τον καπετάνιο. Να ’ναι καλά.

Η μηχανή ακουγόταν το ίδιο δυνατά. Τη συνήθισα. Κοίταγα τον Μηνά. Καθόταν στην πλώρη και συνέχεια έβλεπε το άστρο. Κάπου κάπου σήκωνε το χέρι του κι έκανε σημάδια στον Μαθιό που τιμόνευε. Κανένας δεν έβγανε άχνα. Τα παιδιά δεν άργησαν να κλείσουν τα μάτια τους. Ούτε οι γυναίκες. Έκοβα τον μπάρμπα Λεωνίδα να κοιτά εκείνον με το κασκέτο. Δεν ήταν λίγο. Ένα μάτσο λεφτά του πήρε. Κάτι περίμενα να συμβεί. Να ’δινε μια εξήγηση, κάτι να ’λεγε. Τίποτα. Ο μπάρμπας άρχισε να ταράζεται. Έξυνε τα ’αφτί του συνέχεια και κάθε τόσο μου ’ριχνε ματιά φαρμάκι, κάνε κάτι, πες κάτι. Τον ήξερα, μα τι να πω, φοβόμουν μη γίνει σαματάς στο καΐκι, κι η Άντρος ήταν ακόμη μακριά. Του ’γνεψα, κάνε υπομονή, κατάλαβε.

Ο άλλος κοίταε το γιαλό αμίλητος. Κι αφημένος. Πού να ’τρεχε το μυαλό του, ποιος ξέρει. Μυστήριο. Στην Αγία Παρασκευή, στο μπλόκο, με τους Γερμανούς και τώρα στο δρόμο της φυγής. Κάποια στιγμή σηκώθηκε, έσκυψε στο αφτί του Μηνά, κάτι του ’πε κι εκείνος φάνηκε να συμφωνεί. Λαχτάρισα. Στη μέση της θάλασσας μην τύχει και κάτι μας βρει. Δύσκολοι καιροί. Ξανακοίταξα προς τον Μηνά. Δεν μπορεί, μου χρώσταγε, τι πάρε δώσε να ’χε αυτός με τον άλλο. Κάποια στιγμή μου ’γνεψε. Ξαφνιάστηκα, τι να με θέλει που μιλιά δεν έβγαλε τόσην ώρα. Έκανα να σηκωθώ, παραπάτησα. Η θάλασσα φούσκωνε, τι την έπιασε ξαφνικά. Καλά πηγαίναμε Πιάστηκα από ’να σκοινί, “Tι με θέλεις” τον ρώτησα. Με κοίταξε μια, κατάλαβα πως κάτι πήγαινε στραβά.“Το παλικάρι σάς έσωσε. Στην Αγία Παρασκευή θέατρο έπαιζε. Τους Γερμανούς, τους μπούκωσε χρήμα, εκείνοι κατάλαβαν, είδαν τις γυναίκες και τα παιδιά, γλυτώσατε. Μη ζητάς ρέστα, κοιτώ τόσην ώρα τον μπάρμπα Λεωνίδα, μην τρελαθούμε, πες του δύσκολοι είν’ οι καιροί πρέπει κι εμείς να κάνουμε το κουμάντο μας.” Ταράχτηκα. Ο Μηνάς που μου χρώσταγε, τότε με τον Βιτόριο στα Τουρκοβούνια… Έκανα να του πω, μάτωσα τη γλώσσα μου.

Κάβο ντόρο είναι αυτό δεν έχει παίξε γέλασε. Η θάλασσα φούσκωνε, αντρειευόταν. Κοίταξα τον μπάρμπα Λεωνίδα, μου ’γνεψε μη φοβάσαι, εγώ ταράχτηκα τα παιδιά έλεγα μέσα μου τα παιδιά, για μένα δε με νοιάζει. Το κύμα ορθωνόταν κι έσκαγε στην πλώρη σαν ζωντανό να μας σκοτώσει ήθελε, όλο δαγκωνόμουν μη ρωτήσω, μη φωνάξω, α ρε μπάρμπα που όλο στην Άντρο, στην Άντρο έλεγες με τα μποστάνια, σάματι στου Γκύζη τι θα παθαίναμε. Τα κουφάρια θα τα συνηθίζαμε, όλα τα συνηθίζει ο άνθρωπος δόξα σοι ο θεός. Και τα κάρα του δήμου. Ο Μηνάς αμίλητος κοίταγε ίσια μπροστά, το άστρο ευτυχώς φαινόταν κι ο Μαθιός ο παραγιός δεν έβγανε άχνα μόνο τιμόνευε. Θα είπα εκατό φορές το πατεριμί και ’κει που σκέφτηκα πάει, γλιτώσαμε, “Θεέ μου” φώναξα μες στις στριγκλιές των γυναικών, έτσι που έγειρε ξαφνικά το καΐκι κι ένα θεριό στον πήδο του απάνω μας έφερε μέσα όλη τη θάλασσα κι αρχίσαν τα παιδιά το κλάμα, ένας σαματάς, να το τέλος, χανόμαστε και ξαναβούτηξε μες στο αγριεμένο πέλαγο το θεριό, “Δέλφινας, δέλφινας είναι, φώναζε ο Μηνάς, να κάτσετε καλά δεν είναι φόβος κανένας.”

Πέρασε. Δέλφινας ήταν. Πέρασε. Μα οι γυναίκες συνέχεια σταυροκοπιούνταν και κρυφά ψιθύριζαν και ’ταζαν στον Άι Νικόλα και στην Παναγία τη Θαλασσινή. Δεν τις άκουγα, μα ένιωθα τα λόγια τους. Κοίταξα πίσω στον Μαθιό που τιμόνευε με τη ματιά καρφωμένη στον Μηνά. Χτυποκάρδισα. Πού είναι αυτός με το κασκέτο, τώρα δα καθόταν δίπλα μου κι ανάσαινε βαριά, σκιασμένος μου φάνηκε, ο σαματάς ήταν μεγάλος. Έκανα κάτι να πω, με άρπαξε από τον ώμο ο μπάρμπα Λεωνίδας. Κανένας δεν είδε ούτε κι άκουσε με το κακό που μας βρήκε βαθιά χαράματα, λίγο πριν φανεί ο φάρος στη μύτη του όρμου…

 

 

 

 

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ