Συνέντευξη του Δημήτρη Χριστακοπουλου στον Ελπιδοφόρο Ιντζέμπελη.

Ο Δημήτρης Χριστακόπουλος είναι ένας συγγραφέας που κύριο χαρακτηριστικό του είναι η πηγαία δύναμη για δημιουργία αλλά και η αγάπη σε αυτό που κάνει. Γράφει, γιατί η γραφή του δίνει τη δύναμη να ονειρεύεται και να ατενίζει με ελπίδα το μέλλον. Έχει δοκιμαστεί σε πολλά είδη, από μυθιστορήματα για μεγάλους και παιδιά, μέχρι αστυνομικά, θεατρικά, ποίηση και παραμύθια. Για μερικά, μάλιστα, από τα έργα του έχει βραβευτεί από διάφορες λογοτεχνικές ενώσεις. Με χαρά τον πλησιάσαμε και συνομιλήσαμε μαζί του. Και η συνάντησή του ήταν μια ευχάριστη εμπειρία.

Από ποια ηλικία ξεκινήσατε να διαβάζετε μυθιστορήματα; Ποια ήταν τα πρώτα σας αναγνώσματα;

Μεγάλωσα σ’ ένα ορεινό χωριό της Ηπείρου, φτωχικό σε πολιτιστικά ερεθίσματα. Η πρώτη μου επαφή με το διάβασμα έγινε στις τελευταίες τάξεις του δημοτικού με το περιοδικό «Η Διάπλαση των Παίδων», που μπορούσαμε να δανειζόμαστε από το «Σπίτι του Παιδιού», καθώς και με τα μυθιστορήματα της Πηνελόπης Δέλτα. Ακολούθησαν κάποια κλασικά βιβλία της εποχής, όπως τα: «Χωρίς οικογένεια», «Ο πύργος των καταιγίδων» κ. α., αγορασμένα από το παζάρι των Ιωαννίνων, που γινόταν κάθε Σεπτέμβρη στις όχθες της λίμνης Παμβώτιδας. Στην προεφηβική ηλικία διάβαζα τον «Μικρό ήρωα», επίσης δανεικό από φίλους, που είχαν την οικονομική δυνατότητα να το αγοράσουν.

Ποιοι ήταν οι ήρωες αυτών των βιβλίων και τι αντίκρισμα είχαν στη δική σας νεολαία;

Οι ήρωες, -νεαροί, στην περίπτωση του «Μικρού Ήρωα»-, ήταν καθημερινοί άνθρωποι, που είχαν όμως ιδανικά και αρετές, όπως η φιλοπατρία και η αγάπη προς την ελευθερία, την οποία εκδήλωναν με την αντίσταση και τους αγώνες τους εναντίον των κατακτητών. Με τη στάση τους αυτή, μας ενέπνεαν με δυνατά και υψηλά συναισθήματα, γίνονταν για μας πρότυπα.xristakopoulos

Πέρα από τα μυθιστορήματα που διαβάσατε, υπήρχαν και οι κινηματογραφικές ταινίες. Βοήθησαν κι αυτές στην καλλιέργεια αλλά και στην ανάπτυξη της φαντασίας για να αρχίσετε να γράφετε;

Αν και νομίζω πως η ανάγκη της ψυχής να εκφραστεί είναι το πρώτο κινούν σ’ αυτές τις περιπτώσεις, κάθε εικαστικό, -αισθητικό και άρτιο έργο-, που πραγματεύεται μια ανθρώπινη ιστορία, μπορεί να αφυπνίσει συναισθήματα και να δώσει δημιουργικές αφορμές. Προσωπικά παραμένω εραστής των ποιητικών ρώσικων ταινιών των μεγάλων σκηνοθετών, καθώς επίσης των γαλλικών και ιταλικών.

Διαβάζουν οι Έλληνες μυθιστορήματα;

Το γνωστό μικρό ποσοστό, που υπολείπεται αρκετά από το αντίστοιχο ευρωπαϊκό. Είναι γεγονός πως τα στατιστικά στοιχεία δεν είναι και τόσο αισιόδοξα.

Μιλήστε μας για το νέο σας μυθιστόρημα «17:45», εκδόσεις «Χατζηλάκος».

Το νέο μου μυθιστόρημα είναι μια σύγχρονη αστυνομική ιστορία. Ο αστυνόμος Αγγέλης προσπαθεί να εξιχνιάσει μια μυστήρια δολοφονία ενός διάσημου συνθέτη. Καθώς η λίστα των υπόπτων μεγαλώνει καθημερινά και τα ενδεχόμενα αλλάζουν, ο αστυνόμος, πέρα από τις δυσκολίες της έρευνας που έχει αναλάβει, έρχεται αντιμέτωπος με ένα μεγάλο δίλημμα σχετικό με την πρώην γυναίκα του. Τελικά, θα πρέπει να επιστρατεύσει τις αναμφισβήτητες ικανότητές του, για να ανακαλύψει τον δολοφόνο, που πίστευε πως είχε κάνει το τέλειο έγκλημα.

Με την ευκαιρία, θα αναφερθώ στο προηγούμενο βιβλίο μου, «Τόσα σ’ αγαπώ χαμένα», που εκδόθηκε το περασμένο καλοκαίρι από τις εκδόσεις «ΔΥΑΣ». Είναι ένα κοινωνικό και ερωτικό μυθιστόρημα, που αφηγείται την πολυτάραχη ζωή μιας νεαρής κοπέλας, η οποία τη δεκαετία του εξήντα μεταναστεύει στην Αυστραλία προς αναζήτηση δουλειάς και καλύτερης τύχης.

Έχετε γράψει για ενήλικες αλλά και για παιδιά. Πώς συνδυάζετε και τα δύο;

Ως γονιός, αλλά και ως δάσκαλος, ζω την καθημερινότητα, τις αγωνίες, τις χαρές και τους προβληματισμούς των παιδιών, κι αυτό με βοηθάει να τα αποτυπώνω στο χαρτί, με την ψευδαίσθηση ότι παραμένω κι εγώ παιδί. Είναι ένας άλλος τρόπος εναντιοδρομίας, που ίσως είναι προνόμιο των ποιητών και εφικτή μονάχα για την ψυχή. Πάντως, είναι γεγονός, πως γράφοντας παραμύθια και παιδικά μυθιστορήματα ταξιδεύω κι εγώ μαζί τους, γυρίζοντας ξανά στους παιδικούς κήπους της αθωότητας.

Άλλοι λένε ότι οι συγγραφείς γεννιούνται κι άλλοι ότι πλάθονται μέσα από τις εμπειρίες τους της ζωής. Ποια είναι η δική σας γνώμη;

Θα έλεγα και τα δυο. Όμως, η μαγιά πρέπει να υπάρχει εξαρχής, δηλαδή το ταλέντο ή διαφορετικά το δαιμόνιο του Σωκράτη, που θα σε οδηγήσει ως εκεί. Παίζει, δηλαδή, ρόλο ο τρόπος που τα λες και έπεται η δουλειά. Το πόσο μακριά θα φτάσει κάποιος, στο μοναχικό, αλλά ωραίο ταξίδι της γραφής, που στο βάθος είναι μια μορφή ψυχοθεραπείας, εξαρτάται από το υπομονετικό σμίλεμα του μαρμάρου και λιγότερο από τις εμπειρίες, τις οποίες αναγκαστικά πρέπει να μεταπλάσεις. Ως εκ τούτου χρειάζεται και πάλι το ταλέντο.

Υπάρχει χρόνος για κάποια άλλη απασχόληση;

Τις περισσότερες ώρες τις αφιερώνω στη δημιουργική δουλειά του εκπαιδευτικού. Στον ελεύθερο χρόνο μου, -πιστεύοντας βαθιά πως η τέχνη, ως ένα βαθμό, λυτρώνει και παρηγορεί- πέρα από τη συγγραφική, καταπιάνομαι με τη ζωγραφική και την ποίηση, -έχω εκδώσει μια ποιητική συλλογή και ποιήματά μου έχουν δημοσιευτεί σε διάφορα λογοτεχνικά περιοδικά-. Επίσης, απολαμβάνω τη φύση, και ιδιαίτερα της αγαπημένης μου πατρίδας, στην Ήπειρο.

Ποιο από τα μυθιστορήματά σας είναι το πιο αγαπημένο;

Από τα ποιητικά, -κατά τη γνώμη μου-, μυθιστορήματα: «Έκθυμος έρως» και «Το ακορντεόν του δειλινού», μέχρι το τελευταίο, είναι όλα κομμάτια του εαυτού μου και δύσκολα μπορώ να ξεχωρίσω κάποιο. Στο μυθιστόρημα, «Στη χιονοστιβάδα του έρωτα», όπου η ιστορία διαδραματίζεται σε ένα ορεινό κεφαλοχώρι της Ηπείρου, οι ήρωες έχουν χαρακτηριστικά αρχαίας τραγωδίας, ενώ στο «Τόσα σ’ αγαπώ χαμένα», τα συναισθήματα, οι ανατροπές, τα μεγάλα ηθικά διλήμματα και τελικά η αισιόδοξη πλευρά και η δύναμη της θέλησης του ανθρώπου, νομίζω πως είναι μαθήματα ζωής.

Τι θα προτείνατε στους νέους επίδοξους συγγραφείς;

Αναλογιζόμενος το δικό μου ξεκίνημα, θα τους πρότεινα να δοκιμάζουν και να είναι υπομονετικοί. Τίποτα δεν γίνεται διαμιάς.

Ποια είναι σήμερα η κατάσταση στη λογοτεχνία; Υπάρχουν νέοι συγγραφείς; Τι γίνεται με την έκδοση νέων βιβλίων;

Η οικονομική κρίση έχει αγγίξει ιδιαίτερα το βιβλίο, που είναι ένα αγαθό με ελαστική ζήτηση. Τα οικονομικά προβλήματα των εκδοτικών οίκων και η ανάγκη ρευστότητας οδήγησαν στην πολιτική των προσφορών και των μεγάλων εκπτώσεων, με τις κάτω του κόστους τιμές, στα συνεχόμενα παζάρια. Και ναι μεν, μπορεί με τον τρόπο αυτό να κάνουν προσιτό το βιβλίο στο ευρύ αναγνωστικό κοινό, όμως, από την άλλη, τείνουν να απαξιώσουν τα καινούργια βιβλία.

Στις μέρες μας, και ως βαθύτερη ανάγκη μιας δύσκολης εποχής, γράφουν αρκετοί νέοι, οι οποίοι, μη βρίσκοντας ανοιχτές πόρτες, εκφράζονται κυρίως μέσα από τις ηλεκτρονικές πλατφόρμες.

Όσο αφορά στον αριθμό των βιβλίων που εκδίδονται, είναι αρκετά περιορισμένος και οι περισσότεροι συγγραφείς αναγκάζονται πλέον να συνδράμουν στα έξοδα της έκδοσης.

Διαβάζουν οι νέοι βιβλία;

Η τηλεόραση και τα ηλεκτρονικά παιχνίδια, η ευκολία, δηλαδή, της οθόνης, έφερε αρνητικά αποτελέσματα, αφού στον αγώνα της με το βιβλίο, η εικόνα αποδείχτηκε πιο ισχυρή. Υπάρχουν όμως και κάποιοι νέοι που αγαπούν το βιβλίο. Μάλιστα, ως δάσκαλος, έχω παρατηρήσει ότι αυτά τα παιδιά ξεχωρίζουν για τις γνώσεις και το ήθος τους, που σε ένα βαθμό είναι και αποτέλεσμα του διαβάσματος.

Μπορείτε να μας προτείνετε κάποια ενδιαφέροντα βιβλία;

Υπάρχουν πολλά βιβλία, γραμμένα εξαιρετικά και με ενδιαφέρουσα πλοκή. Αν και φοβάμαι πως αν αναφέρω μερικά, θα αδικήσω κάποια άλλα που δεν κατάφερα να διαβάσω ή τα έχω ως προτεραιότητα στη λίστα, θα μπω στον πειρασμό να το κάνω για συγγραφείς και ποιητές όπως ο Παπαδιαμάντης, ο Καβάφης, ο Ντοστογιέφσκι, ο Τολστόι, ο Τ. Μαν, η Β. Γουλφ, και κάποια διαχρονικά βιβλία, όπως «ο άνθρωπος χωρίς Ιδιότητες» του Μούζιλ, «αναζητώντας τον χαμένο χρόνο», του Προυστ, «εκατό χρόνια μοναξιάς» του Μάρκες, «η μοναξιά είναι από χώμα» της Βαμβουνάκη και η «εφημερία» του Μαλεβίτση.

Ποια συμβουλή των γονιών σας εξακολουθείτε να τηρείτε στη ζωή σας;

Οι γονείς μου, -απλοϊκοί άνθρωποι του χωριού-, μας δίδαξαν νομίζω περισσότερο με το παράδειγμά τους, την προσφορά και τη λιτή ζωή. Εκείνο που μου έλεγαν συχνά ήταν να γίνω καλός άνθρωπος, να συμπονώ και να βοηθώ τους συνανθρώπους μου. Προσπαθώ…

 

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ