Συνέντευξη – Επιμέλεια: Αποστόλης Ζώης

Το Δ΄ Σώμα Στρατού, αντί να περιπέσει σε βουλγαρική αιχμαλωσία, προτίμησε να ζητήσει την υψηλή προστασία του Κάιζερ της Γερμανίας. Περίπου 7.000 Έλληνες, αξιωματικοί και στρατιώτες, μεταφέρθηκαν με πλήρη οπλισμό σιδηροδρομικώς από τη Δράμα στην πόλη Γκαίρλιτς της Σαξονίας, όπου παρέμειναν για τα έτη 1916-1919 σε ένα ειδικά διαμορφωμένο στρατόπεδο, όχι ως αιχμάλωτοι πολέμου, αλλά ως «φιλοξενούμενοι της Γερμανίας μέχρι το τέλος του πολέμου» . Τα στρατιωτικά «Απομνημονεύματα» του δεκανέα Νικολάου Μαργαριτούλη, από τον Προφήτη Ηλία του Άνω Βόλου Μαγνησίας, που επιμελήθηκε και σχολίασε ο τ. αναπληρωτής Καθηγητής του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας Δημήτριος Μπενέκος, με τον χαρακτηριστικό τίτλο «Και εγώ ήμουν στο Γκαίρλιτς», φέρνουν στο φως άγνωστα και αποκαλυπτικά στοιχεία για αυτή την περίοδο. Οι πληροφορίες που αντλούνται από τα «Απομνημονεύματα» καλύπτουν τη χρονική περίοδο από το 1913 έως το 1919, μιας εθνικά ταραγμένης εποχής κατά τη διάρκεια του Α΄ Παγκοσμίου πολέμου. Ο τ. αναπληρωτής Καθηγητής του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας Δημήτριος Μπενέκος μιλάει στην ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΓΝΩΜΗ.

 

Τα στρατιωτικά «Απομνημονεύματα» του δεκανέα Νικολάου Μαργαριτούλη,
από τον Προφήτη Ηλία του Άνω Βόλου Μαγνησίας, που επιμεληθήκατε και
σχολιάσατε εσείς  με τον χαρακτηριστικό τίτλο «Και εγώ ήμουν στο
Γκαίρλιτς», σε ποιον κεντρικό πληροφοριακό άξονα στηρίχθηκαν;

 

Σας ευχαριστώ για τη δυνατότητα που μου δίνετε να αναφερθώ στα στρατιωτικά «Απομνημονεύματα» του δεκανέα Νικολάου Μαργαριτούλη, από τον Προφήτη Ηλία του Άνω Βόλου Μαγνησίας. ‘Όλα ξεκίνησαν, όταν τα προηγούμενα χρόνια αντικείμενο των ερευνών μου ήταν η πολύχρονη ευεργετική παρουσία και δράση του αείμνηστου Γερμανού προξένου στον Βόλο, Έλμουτ Σέφελ (Helmut Scheffel). Σε ένα σημείο υπήρχε η αναφορά ότι βρέθηκε στο Γκαίρλιτς το 1916. Ταυτόχρονα, πληροφορήθηκα ότι υπάρχει και κάποιο στρατιωτικό ημερολόγιο, που αναφέρεται στο Γκαίρλιτς και αυτό ήταν του Νικολάου Μαργαριτούλη. Με την πάροδο του χρόνου, όταν ολοκληρώθηκε το έργο για τον Σέφελ, και μελέτησα τα «Απομνημονεύματα»,  αντιλήφθηκα ότι το ημερολόγιο του Μαργαριτούλη από τον Άνω Βόλο είναι αυτοτελές και έχει μια αυτονομία και μάλιστα ιστορική. Έτσι, λοιπόν, τα «Απομνημονεύματα» αποτέλεσαν τον κεντρικό άξονα του βιβλίου «ΚΑΙ ΕΓΩ ΗΜΟΥΝ ΣΤΟ ΓΚΑΙΡΛΙΤΣ», τα οποία, βέβαια, τεκμηριώνονται με αρχειακό υλικό, φωτογραφίες και επίσημα έγγραφα από την Ελλάδα και τη Γερμανία, ώστε ο αναγνώστης να αντιλαμβάνεται και το ιστορικό πλαίσιο μέσα στο οποίο εκτυλίσσονται τα γεγονότα, που περιγράφει ο δεκανέας Νικόλαος Μαργαριτούλης. Η μεγάλη σημασία του ημερολογίου είναι ότι περιγράφονται  με ουδετερότητα γεγονότα της καθημερινότητας, τα οποία δεν μπορούμε να τα πληροφορηθούμε ούτε από αρχεία, ούτε από στρατιωτικά έγγραφα, ούτε και από κάποια άλλη πηγή.

Ο κ. Μπενέκος

– Οι πληροφορίες που αντλούνται από τα «Απομνημονεύματα» ποια  χρονική περίοδο καλύπτουν;

Τα γεγονότα που περιγράφονται και καταγράφονται στο στρατιωτικό Ημερολόγιο καλύπτουν τη χρονική περίοδο από το 1913 μέχρι το 1919, δηλαδή από το τέλος του Β’ Βαλκανικού Πολέμου μέχρι και το τέλος του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου, που είναι μια δραματική εποχή για την Ελλάδα και την Ευρώπη γενικότερα.
-Μπορείτε να αναφερθείτε πιο αναλυτικά στο βιβλίο;

Πρόκειται για την περίπτωση του Δ΄ Ελληνικού Σώματος Στρατού, το οποίο όταν ξέσπασε ο  Α΄ Παγκόσμιος πόλεμος  βρισκόταν στη Μακεδονία και τηρούσε ουδέτερη στάση απέναντι στις Κεντρικές Δυνάμεις και τους Αγγλογάλλους, που αντιμάχονταν μεταξύ τους. Το 1916 περικυκλώθηκε από τους Βουλγάρους και αντί να περιπέσει σε βουλγαρική αιχμαλωσία, προτίμησε να ζητήσει την προστασία του Κάιζερ της Γερμανίας. Περίπου 7.000  Έλληνες αξιωματικοί, στρατιώτες και χωροφύλακες (μαζί με αρκετές οικογένειες αξιωματικών με παιδιά) μεταφέρθηκαν με πλήρη οπλισμό από τη Δράμα στην πόλη Γκαίρλιτς της Σαξονίας, όπου παρέμειναν για τα έτη 1916-1919 σε ένα ειδικά διαμορφωμένο τεράστιο στρατόπεδο, όχι ως αιχμάλωτοι πολέμου, αλλά ως «φιλοξενούμενοι της Γερμανίας μέχρι το τέλος του πολέμου». Οι αξιωματικοί νοίκιαζαν δωμάτια και διαμερίσματα στην πόλη και όλοι οι Έλληνες κυκλοφορούσαν ελεύθερα στην πόλη, μετά την υπηρεσία στο στρατόπεδο.

Το πρωτότυπο κείμενο του πολεμικού ημερολογίου του Νικολάου Μαργαριτούλη, μας χορηγεί σημαντικές πληροφορίες για τις ειδικότερες σχέσεις ανάμεσα στους Γερμανούς και τους Έλληνες, για τους γάμους και αρραβώνες με Γερμανίδες, για θανάτους, ασθένειες αλλά και για την ψυχαγωγία στα κέντρα διασκέδασης της πόλης. Υπάρχουν αναφορές για τις επιπτώσεις στο στράτευμα του καταστροφικού «Εθνικού διχασμού» της εποχής εκείνης, τη δημιουργία του πρώτου ελληνικού «σοβιέτ» (συμβουλίου) στο ελληνικό στρατόπεδο του Γκαίρλιτς, κατά τα πρότυπα των αντίστοιχων γερμανικών «Συμβουλίων Εργατών και Στρατιωτών», μετά τη λήξη του πολέμου, την καθαίρεση του Κάιζερ και ανακήρυξη της Δημοκρατίας στη Γερμανία. Τελειώνουν με τη δραματική φυγή των Ελλήνων από το Γκαίρλιτς και την επιστροφή τους στην Ελλάδα, μετά από περιπέτειες 73 ημερών, για να καταλήξουν σε εξορία των ανδρών του Δ΄ Σώματος Στρατού, που επέστρεψαν το 1919, στα πειθαρχικά τάγματα στην Κρήτη. Ήταν, βλέπετε, τα χρόνια του «εθνικού διχασμού».

-Πόσο σημαντικά είναι αυτά τα στοιχεία για τη μελέτη της σύγχρονης

ελληνικής ιστορίας;

Τα «Απομνημονεύματα» του δεκανέα Νικολάου Μαργαριτούλη, φωτίζουν ένα κομμάτι της σύγχρονης ελληνικής ιστορίας που συνδέεται άμεσα και με τη γερμανική ιστορία σε μια περίοδο του Α’ Παγκοσμίου πολέμου, που είναι μάλλον άγνωστη στους περισσότερους. Φωτίζει μια πραγματικότητα τεσσάρων ετών, όπου 7.000 Έλληνες στρατιώτες  βρέθηκαν φιλοξενούμενοι στη Γερμανία εν καιρώ πολέμου, όπως την έζησε ένας άνθρωπος από πρώτο χέρι. Αυτό το γεγονός προσδίδει στα «Απομνημονεύματα» την ειδική ιστορική τους αξία, επειδή ο δεκανέας Μαργαριτούλης αξιολογεί τα γεγονότα και τις εξελίξεις ως αυτόπτης μάρτυρας, ως  άτομο που τα βιώνει εκ των έσω.

-Έρχονται για πρώτη φορά στο φως της δημοσιότητας;

Στην προκειμένη περίπτωση τα «Απομνημονεύμα» δημοσιεύονται υπό τη μορφή ενός ολοκληρωμένου βιβλίου, με τους ιστορικούς και επιστημονικούς σχολιασμούς, με παράθεση γνήσιου φωτογραφικού υλικού από την οικογένεια Μαργαριτούλη, όσο και από γνωστούς από την Ελλάδα, αλλά και από τη Γερμανία,  που συμπληρώνεται από άρθρα εφημερίδων της περιόδου του Α΄ Παγκοσμίου πολέμου και από επίσημα έγγραφα στρατιωτικών και πολιτικών υπηρεσιών και τεκμηριώνεται με διεθνή βιβλιογραφία.
ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ

 

Ο Δημήτριος Μπενέκος, τέως αναπληρωτής καθηγητής του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας,  σπούδασε φιλολογία στη Φιλοσοφική Σχολή Ιωαννίνων από την οποία πήρε και το διδακτορικό του, στη Λαογραφία.

Από το 1972, οπότε και μετέβη για μεταπτυχιακές σπουδές στο Πανεπιστήμιο της Βόννης και κατόπιν του ΄Ερλανγκεν-Νυρεμβέργης, παρέμεινε μόνιμα έως το τέλος του 2003 στη Γερμανία.

Από το 1977 δίδαξε σε δημόσια γερμανικά σχολεία Ελληνικά στα παιδιά των μεταναστών.

Από το 1983 μέχρι το 2003 ήταν αποσπασμένος στο Παιδαγωγικό Ινστιτούτο της Βόρειας Ρηνανίας Βεστφαλίας (Landesinstitut für Schule Nordrhein-Westfalen) ως ειδικός σύμβουλος για θέματα ελληνισμού.

Το 2007 ανέλαβε καθήκοντα αντιπροέδρου του Παιδαγωγικού Ινστιτούτου και προέδρου του Τμήματος Πρωτοβάθμιας Εκπαίδευσης του Παιδαγωγικού Ινστιτούτου της Αθήνας.

Από το 2004 μέχρι το 2014 δίδαξε στο Παιδαγωγικό Τμήμα Δημοτικής Εκπαίδευσης του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας με γνωστικό αντικείμενο τον «Λαϊκό πολιτισμό και  Εκπαίδευση».

Έχει δημοσιεύσει συγγράμματα για τον Ελληνικό Λαϊκό πολιτισμό και την Εκπαίδευση, για τη Μεταναστευτική Λογοτεχνία, για την Ελληνική Ομογένεια της Γερμανίας και έχει λάβει μέρος στη συγγραφή σχολικών βιβλίων στη Γερμανία και Ελλάδα. Επίσης έχει δημοσιεύσει άρθρα αναλόγου περιεχομένου και συμμετείχε σε ελληνικά και διεθνή συνέδρια στην Ελλάδα και τη Γερμανία.

 

ΒΙΒΛΙΟΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ

Τα στρατιωτικά «Απομνημονεύματα» του δεκανέα Νικολάου Μαργαριτούλη, από τον Προφήτη Ηλία του Άνω Βόλου Μαγνησίας, που επιμελήθηκε και σχολίασε ο τ. αναπληρωτής Καθηγητής του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας Δημήτριος Μπενέκος, με τον χαρακτηριστικό τίτλο «Και εγώ ήμουν στο Γκαίρλιτς», αποτελούν τον κεντρικό πληροφοριακό άξονα γεγονότων της νεότερης ελληνικής ιστορίας, που είναι λίγο έως και ελάχιστα γνωστά στο ευρύτερο κοινό.

Οι πληροφορίες που αντλούνται από τα «Απομνημονεύματα» καλύπτουν τη χρονική περίοδο από το 1913 έως το 1919, μιας εθνικά ταραγμένης εποχής κατά τη διάρκεια του Α΄ Παγκοσμίου πολέμου.

Ειδικότερα, τα «Απομνημονεύματα» του δεκανέα Μαργαριτούλη χορηγούν λεπτομερέστατες πληροφορίες για το Δ΄ Σώμα Στρατού στην Ανατολική Μακεδονία, για τη ζωή των στρατιωτών και κυρίως για τα τραγικά γεγονότα της κατάληψης της Ανατολικής Μακεδονίας από τους Βουλγάρους, το 1916, και για το δράμα των προσφύγων στη Καβάλα και στις άλλες μακεδονικές πόλεις.

Κατόπιν τούτων το Δ΄ Σώμα Στρατού, αντί να περιπέσει σε βουλγαρική αιχμαλωσία, προτίμησε να ζητήσει την υψηλή προστασία του Κάιζερ της Γερμανίας. Περίπου 7.000 Έλληνες, αξιωματικοί και στρατιώτες, μεταφέρθηκαν με πλήρη οπλισμό σιδηροδρομικώς από τη Δράμα στην πόλη Γκαίρλιτς της Σαξονίας, όπου παρέμειναν για τα έτη 1916-1919 σε ένα ειδικά διαμορφωμένο στρατόπεδο, όχι ως αιχμάλωτοι πολέμου, αλλά ως «φιλοξενούμενοι της Γερμανίας μέχρι το τέλος του πολέμου».

Ο Μαργαριτούλης περιγράφει τη μεταφορά του Σώματος από τη Δράμα στο Γκαίρλιτς της Γερμανίας, την ενθουσιώδη υποδοχή στην πόλη και κατόπιν τη ζωή των Ελλήνων εκεί, με τις ελευθερίες κινήσεως, με τους αρραβώνες και γάμους με Γερμανίδες, με τις θρησκευτικές εορτές και γενικότερα με τη συμμετοχή των Ελλήνων στις κοινωνικές εκδηλώσεις των Γερμανών.

Παρενθετικά υπενθυμίζουμε πως εκείνα τα χρόνια βρέθηκε στο Γκαίρλιτς και ο απελαθείς από την Ελλάδα αείμνηστος πρόξενος της Γερμανίας στον Βόλο,  Έλμουτ Σέφελ, ο οποίος ως γνώστης της Ελληνικής γλώσσας πρόσφερε τις υπηρεσίες του ως διερμηνέας του Δ΄ Ελληνικού Σώματος Στρατού.

Το τέλος του Α΄ Παγκοσμίου πολέμου γιορτάζεται στο ελληνικό στρατόπεδο με την ίδρυση «συμβουλίου στρατιωτών» (ελληνικό σοβιέτ) και η παραμονή στο Γκαίρλιτς τελειώνει με ακριβέστατη «κινηματογραφική» περιγραφή της δραματικής φυγής των στρατιωτών από τη Γερμανία, για να καταλήξει σε ελληνική εξορία, στην Κρήτη.

*

 

 

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ