Γράφει ο Θεοδόσης Κυριακίδης*, επιστημονικός συνεργάτης Έδρας Ποντιακών Σπουδών Α.Π.Θ.

Τα αρχεία της καθολικής εκκλησίας είναι πλήρη αναφορών για την καταστροφή των χριστιανικών κοινοτήτων της πάλαι ποτέ κραταιάς Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Από τα πιο κεντρικά και επίσημα αρχεία του Βατικανού, όπως το Archivio Segreto Vaticano ή το Affari Ecclesiastici Straordinari, το Stati Ecclesiastici, αυτό της Segreteria di Stato, το αρχείο της Προπαγάνδας (Propaganda Fide), μέχρι και αυτά των διαφόρων ταγμάτων που έδρασαν στις περιοχές της πρώην Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, όπως των Ιησουιτών και των Καπουτσίνων, έχουν σημαντικές αναφορές για τις σφαγές, τους εκτοπισμούς, τις κλοπές και τις καταστροφές των μνημείων που υπέστησαν οι χριστιανοί από τους νεότουρκους και τους Κεμαλικούς. Είναι αλήθεια ότι οι αναφορές αυτές αφορούν κυρίως τους Καθολικούς, είτε αυτοί ανήκουν στο λατινικό ρυθμό, είτε στον αρμένικο, στο μελχίτικο κλπ. Για τους Αρμένιους μάλιστα, στους οποίους άλλωστε αναφέρονται οι περισσότερες μαρτυρίες, εκτός από τη Γενοκτονία τους το 1915, υπάρχουν εκτενείς αναφορές τόσο για τις σφαγές που σημειώθηκαν την περίοδο 1894-6, όσο και αυτές του 1909. Εξάλλου, το καλοκαίρι του 2011, ο διευθυντής του Μυστικού Αρχείου καρδινάλιος Sergio Pagano, όταν μίλησε για τη μεγάλη έκθεση την οποία προγραμμάτιζε τότε το Βατικανό με τον τίτλο Lux in Arcana[1] και στην οποία παρουσιάζεται το Μυστικό Αρχείο, ανακοίνωσε παράλληλα την έκδοση ενός βιβλίου για τη Γενοκτονία των Αρμενίων με ντοκουμέντα που βρίσκονται αποθησαυρισμένα στα αρχεία του Βατικανού.

Στο παρόν άρθρο θα κάνουμε απλώς μια αναφορά μερικών χαρακτηριστικών μαρτυριών που δίνουν οι καθολικοί ιεραπόστολοι, που βρίσκονται στον Πόντο, για τα δεινά που υπέστησαν οι Έλληνες[2]. Η καθολική ιεραποστολή που εγκαταστάθηκε στην Τραπεζούντα το 1845, έφτασε εκεί εκδιωγμένη από την Τιφλίδα της Γεωργίας, μετά την κατάληψη της από τους Ρώσους. Μετά την κατάληψη της Γεωργίας η τσαρική Ρωσία έθεσε τους ιεραποστόλους μπροστά στο δίλημμα, της υιοθέτησης της ρωσικής υπηκοότητας και την παραμονή τους στην Γεωργία, -όπου η δράση τους χρονολογούνταν από το 1660 περίπου- ή την έξωση τους από τη χώρα. Οι ιεραπόστολοι προτίμησαν τη δεύτερη επιλογή και έτσι εγκαταστάθηκαν στην Τραπεζούντα, τόσο διότι η πόλη άρχισε ν’ αναπτύσσεται λόγω του εμπορίου και συνεπώς ν’ αυξάνονται και οι καθολικοί, οι οποίοι δεν είχαν θρησκευτικούς λειτουργούς για τα θρησκευτικά τους καθήκοντα, όσο και επειδή βρίσκονταν κοντά στην Τιφλίδα, στην οποία ήλπιζαν ότι κάποτε θα επιστρέψουν. Η Ιεραποστολή που ονομάστηκε αρχικά “Prefettura Apostolica delle Missioni di Trebisonda” ανέπτυξε πολύ νωρίς ένα δίκτυο ιεραποστολικών σταθμών κατά μήκος της Μαύρης Θάλασσας, με πιο σημαντικούς σταθμούς αυτούς της Τραπεζούντας, που ήταν και η έδρα της ιεραποστολής, της Σαμψούντας, όπου μεταφέρθηκε η έδρα μετά τη Γενοκτονία, της Κερασούντας, και του Ερζερούμ. Μικρότεροι ιεραποστολικοί σταθμοί υπήρχαν και στην Ινέμπολη, στη Σινώπη, στην Τοκάτη κ.α.

Κατά τη διάρκεια της Γενοκτονίας των Αρμενίων οι αναφορές και οι εκκλήσεις προς τον Πάπα για βοήθεια είναι συνεχόμενες. Ο Πάπας Βενέδικτος ΙΕ΄ (1914-1922) θα βοηθήσει τόσο με αποστολή χρηματικής βοήθειας, όσο και με ίδρυση ορφανοτροφείων στην Κωνσταντινούπολη, καθώς και με συνεχείς διαμαρτυρίες αρχικά στους υπουργούς της νεοτουρκικής κυβέρνησης και το Μεγάλο Βεζίρη, μέχρι, αργότερα και στον ίδιο τον Μουσταφά Κεμάλ. Παρ’ ότι αναφορές για τις διώξεις των Ελλήνων υπάρχουν σποραδικά καθ’ όλη την διάρκεια της Γενοκτονίας, οι αναφορές κορυφώνονται το έτος 1922. Ο Πάπας ένα χρόνο νωρίτερα, τον Μάρτιο του 1921 απεύθυνε έκκληση προς τον ίδιο τον Κεμάλ πασά να δώσει το γρηγορότερο δυνατό αυστηρές διαταγές, για να εξασφαλιστεί ο σεβασμός της ζωής και των αγαθών των χριστιανών του Καυκάσου, της Μικράς Ασίας και της Ανατολίας. Ο Κεμάλ απαντώντας στον Πάπα λίγες μέρες αργότερα σημειώνει μεταξύ άλλων ότι «…οι χριστιανοί όλων των περιοχών όπου απλώνεται η κυριαρχία και η επιρροή της Κυβέρνησης του Μεγάλου Εθνικού Κοινοβουλίου της Τουρκίας, επωφελούνται από πλήρη ηρεμία…». Ο αποστολικός αντιπρόσωπος του Πάπα στην Κωνσταντινούπολη, ο έμπειρος και ικανός διπλωμάτης mons. Angelo Dolci, σχολιάζοντας με φανερή δυσαρέσκεια, γράφει ότι αυτή η διαμαρτυρία δεν πρόσφερε καμιά υπηρεσία στους χριστιανούς. Δεν έκανε τίποτε άλλο, παρά να προσφέρει στον Κεμάλ την καταλληλότερη ευκαιρία, για να καθησυχάσει την κοινή γνώμη με τις δηλώσεις του αυτές και ο ίδιος με την ατιμωρησία να συνεχίσει το δρόμο της καταστροφής.

Οι επιστολές διαμαρτυρίας για τις σφαγές και τις λεηλασίες που κορυφώνονται στα 1922 πληθαίνουν. Στις 19 Ιανουαρίου 1922 η Επιτροπή των Ελλήνων στο Βατούμ στέλνει μια σειρά από επιστολές διαμαρτυρίας στους ηγέτες της εποχής, στις οποίες περιγράφονται οι αγριότητες των εθνικιστών τούρκων, εναντίον των Ελλήνων της περιοχής του Πόντου. Μια τέτοια επιστολή φτάνει και στα χέρια του Πάπα. Ο Ρωμαίος Ποντίφικας είχε την ευκαιρία να ενημερώνεται και από το εκτεταμένο δίκτυο των καθολικών ιεραποστόλων που διατηρούσε η Καθολική Εκκλησία στην Οθωμανική Αυτοκρατορία. Στις 8 Μαΐου 1922 ο προϊστάμενος της ιεραποστολής της Τραπεζούντσας p. Lorenzo da Montemarciano, σημειώνει ότι οι Τούρκοι βρίσκονται σε απόλυτο οργασμό και βλέπουν με μεγάλη εχθρότητα κάθε χριστιανό. Από τους Αρμένιους σημειώνει ότι δεν έχει μείνει σχεδόν κανείς στην πόλη, ενώ από τους Έλληνες μόνο γυναίκες και παιδιά. Αναφέρει ότι στην Σαμψούντα δεν υπάρχει πια κανένας άντρας, εκτός από κάποιους ηλικιωμένους, ενώ στο εσωτερικό δεν έχει παραμείνει πια κανένα ελληνικό χωριό. Όλοι δολοφονήθηκαν και τα χωριά λεηλατήθηκαν. Κάνει ιδιαίτερη μνεία για την Κερασούντα, για την οποία σημειώνει ότι έλαχε να είναι η πόλη στην οποία οι Έλληνες υπέφεραν περισσότερο απ’ οπουδήποτε αλλού. Κι αυτό, όπως σημειώνει, λόγω της δράσης εκεί του αρχηγού των ληστών, του Τοπάλ Οσμάν. Σημειώνει χαρακτηριστικά ότι «διατρέχει την ύπαιθρο, σκοτώνει, λεηλατεί και καταστρέφει τα πάντα ατιμώρητος. Οι αρχές δεν μπορούν να κάνουν τίποτε εναντίον του, έχει απόλυτη εξουσία στην οποία όλοι είναι υποχρεωμένοι να σκύβουν το κεφάλι. Η ομάδα του αποτελείται από περίπου εκατό άντρες της ίδιας ποιότητας μ’ αυτόν και εξορίζουν τους Έλληνες από την πόλη σκοτώνοντας τους περισσότερους απ’ αυτούς. Δεν περνάει μέρα και νύχτα που να μην σκορπίσει αίμα. Εισβάλλει στα σπίτια αιφνιδίως αρπάζει από τα χέρια των συζύγων τους άντρες, από τα χέρια των μητέρων τα παιδιά και πολλές φορές τους πυροβολεί κατευθείαν». Συνεχίζει λέγοντας ότι «αυτός που τώρα είναι ο φόβος και ο τρόμος, πριν τον πόλεμο δεν ήταν παρά ένας απλός βαρκάρης. Εν τω μεταξύ η τουρκική κυβέρνηση τον υποστηρίζει και τον χαϊδεύει και ο μουσουλμανικός πληθυσμός τον τιμά». Λίγες μέρες αργότερα ο p. Lorenzo στέλνει και νέα αναφορά, στην οποία σημειώνει ότι η κατάσταση συνεχίζει να μην βαίνει καλώς. Γράφει ότι: «Ο τουρκικός φανατισμός βρίσκεται πια εκτός κάθε ελέγχου, και εκφράζεται με όλες του τις δυνάμεις. Στην Ινέμπολη, στη Σαμψούντα, στην Κερασούντα, δεν υπάρχουν πια Έλληνες, εκτός από τους γέρους, τις γυναίκες και τα παιδιά. Στην Τραπεζούντα οι διωγμοί προχωρούν πιο αργά, αλλά κάθε εβδομάδα στέλνουν εξορία ομάδες αντρών προς το εσωτερικό, μέσω του Ερζερούμ, όπου το μεγαλύτερο μέρος, πεθαίνει από την πείνα και από τις αρρώστιες». Σημειώνει ότι βρίσκονται υπό το καθεστώς του φόβου, καθώς δεν μπορούν να γνωρίζουν τι θα κάνουν οι Τούρκοι, αν ο πόλεμος συνεχιστεί. Η παραπάνω αναφορά του προϊσταμένου της καθολικής ιεραποστολής της Τραπεζούντας p. Lorenzo, συμπίπτει χρονικά αλλά και ως περιεχόμενο με την αναφορά που στέλνει η Επιτροπεία Ποντίων Ελλήνων στην Κωνσταντινούπολη, όπου περιγράφονται αναλυτικά οι σφαγές και οι λεηλασίες των Τούρκων. Με άλλα λόγια δυο ανεξάρτητες μεταξύ τους πηγές μας δίνουν τις ίδιες πληροφορίες για τα γεγονότα.

Αξίζει να σημειωθεί πάντως, πως οι καθολικοί ιεραπόστολοι είναι ιδιαίτερα προσεκτικοί στις αναφορές τους, κι αυτό διότι φοβόνται ότι οι επιστολές τους μπορούν να πέσουν στα χέρια των Τούρκων. Συγκεκριμένα ο προϊστάμενος σημειώνει στο γράμμα του στις 30 Μαΐου 1922: “Σας παρακαλώ να μην αναφερθείτε στην επιστολή μου, είτε για να μου απαντήσετε είτε για οποιαδήποτε άλλο λόγο. Οι Τούρκοι έχουν τα μάτια ανοικτά και είναι πιο πονηροί απ’ αυτό που συνήθως πιστεύεται. Ενημερώνονται για κάθε τι που δημοσιεύεται στις εφημερίδες και αφορά τις ενέργειες τους.  Φαίνεται ότι δεν γνωρίζουν ότι έχω γράψει μια τέτοια αναφορά. Θα μπορούσε να μου στοίχιζε τη ζωή». Κλείνοντας την αναφορά του αυτή, επαναλαμβάνει ότι ζουν υπό το καθεστώς του τρόμου.

Στις 22 Δεκεμβρίου 1922 ο ιεραπόστολος p. Cirillo da Erzerum που βρισκόταν τα τελευταία δυο χρόνια στην Τραπεζούντα ως αντικαταστάτης του προϊσταμένου της ρωμαιοκαθολικής ιεραποστολής, σημειώνει ότι ο διωγμός που ξέσπασε στους έλληνες, είναι όχι τόσο πολιτικός, όσο θρησκευτικός και όχι μόνο κατέστρεψε για πάντα τις γλυκιές τους ελπίδες της θρησκευτικής προσέγγισης μεταξύ των δυο ομολογιών, αλλά έδιωξε μακριά απ’ αυτούς όλο το χριστιανικό στοιχείο. Σημειώνει ότι «παρ’ όλο που η Τραπεζούντα είναι το κέντρο των ορθοδόξων», τους οποίους η ρωμαιοκαθολική εκκλησία θεωρούσε σχισματικούς, «πρέπει να ομολογήσουμε ότι η ηθική διατηρήθηκε απαραβίαστη στον ορθόδοξο πληθυσμό αυτής της περιοχής». Η μαρτυρία που καταθέτει ο ιεραπόστολος για την πόντια γυναίκα, είναι ένας πραγματικός ύμνος γι’ αυτήν και τον ηρωισμό με τον οποίο αντιμετωπίζει τα δεινά της. Σημειώνει χαρακτηριστικά ότι «διωκόμενη, πεινασμένη, γυμνή, μακριά από τον άντρα της, η ελληνίδα γυναίκα της Τραπεζούντας, μια αληθινή χριστιανή ηρωίδα, αντάξια των ενδόξων προγόνων μαρτύρων, ήξερε πως να διατηρήσει, με κόστος αγώνων ανδροπρεπών και χριστιανικών, την τιμή του φύλου της, της οικογένειας της και της πίστης των προγόνων της. Αυτές οι αρετές βρίσκονται δύσκολα ακόμη και στα καθολικά κέντρα και παρουσιάζονται για να τα θαυμάζουν οι πιστοί. Εγώ τις θαυμάζω και όσοι είμαστε εδώ δοξάζουμε το Θεό γι’ αυτήν την ηρωική αλήθεια, που υπάρχει ακόμη και σ’ αυτούς που δεν είναι καθολικοί».

Συνεχίζοντας την αναφορά του σημειώνει ότι είχε την ευκαιρία να γνωρίσει από κοντά την ευσέβεια των χριστιανών, ειδικότερα αυτή των νεαρών κοριτσιών. Γράφει χαρακτηριστικά ότι «όλη αυτή η ευσέβεια είναι καταδικασμένη σε καταστροφή λόγω των συστηματικών εκτοπίσεων που οργανώνει η κυβέρνηση του Κεμάλ σε εκείνες τις περιοχές. Οι ληστές και οι στρατιώτες με χιλιάδες παρενοχλήσεις, βρισιές και απαγωγές καθιστούν αδύνατη τη ζωή για τον χριστιανικό πληθυσμό. Μέχρι τώρα έχουν φύγει περίπου 5000 άτομα και εξακολουθούν να υπάρχουν τρεις φορές περισσότεροι, όπου ακόμη και χωρίς όλα τα απαραίτητα για την επιβίωση, καταδικάζονται σε μια αβέβαιη ζωή στις περιοχές που μεταναστεύουν. Παρ’ όλα αυτά προκειμένου να διατηρήσουν την πίστη τους και να διατηρήσουν την τιμή τους, που έχει εκτεθεί επικίνδυνα, προτιμούν το θάνατο».

Στη συνέχεια ο ιεραπόστολος αναπολεί την ένδοξη ιστορία της Τραπεζούντας και αναφερόμενος στον προϊστάμενο του, στον οποίο και απευθύνει την επιστολή, σημειώνει: «Εξοχότατε, ίσως θυμάστε την Τραπεζούντα. Τι χριστιανική πόλη! Πόλη που στο απόγειο της δόξας της δεν μετρούσε πάνω από 70.000 ψυχές, και κατέχει ακόμη και σήμερα πάνω από 300 εκκλησίες και παρεκκλήσια. Σήμερα όλα είναι καταδικασμένα να μετατραπούν σε τζαμιά ή να βεβηλωθούν. Αυτή η πόλη που μετρά αρκετούς ένδοξους μάρτυρες, όπως ο άγιος Ευγένιος ο άγιος Κανίδιος και ο άγιος Ιωάννης. Πατρίδα του φημισμένου Βησσαρίωνα που εργάστηκε για την ένωση των εκκλησιών, του Γεωργίου του Φιλοσόφου, αυτή η πόλη καθίσταται πόλη τουρκική, όπου κανένας χριστιανός δεν επιτρέπεται να πατά το πόδι του σ’ αυτήν! Τα περίφημα μοναστήρια της Λιβεράς και της Σουμελά, που για τα μεγαλεία και τα πλούτη της θα τιμούνταν σε όποια χώρα κι αν βρίσκονταν, σήμερα έχουν μετατραπεί από τους Τούρκους σε μέρη καταφυγίων απίστων και κακόφημων γυναικών. Η ορθόδοξη κοινότητα που εξάντλησε όλους τους πόρους προκειμένου να συντρέξει τους φτωχούς, αποφάσισε να πουλήσει όλα τα ιερά σκεύη και τα ασημικά για ν’ αποκτήσει κάποια μέσα χρηματοδότησης». Σημειώνει πως και ο ίδιος του βοήθησε με τις φτωχές του δυνάμεις τους Έλληνες και συμπληρώνει ότι σκοπός της επιστολής του αυτής είναι να τον παρακαλέσει να εργαστεί, προκειμένου να ενδιαφερθεί ο ίδιος ο Πάπας, γι’ αυτούς τους αφοσιωμένους χριστιανούς. Σημειώνει πως οι Έλληνες θα είναι ευγνώμονες γι’ αυτό και ότι η βοήθεια του ελληνικού πληθυσμού πρέπει να έρθει σύντομα. Παρακαλεί και πάλι, στην απάντηση που θα του στείλουν, να μην αναφέρουν την επιστολή του, φοβούμενος τις αντιδράσεις των Τούρκων. Σημειώνει ότι την βοήθεια που θα του στείλουν σκοπεύει να την μοιράσει στους Έλληνες της Τραπεζούντας.  Παρακαλεί να μην αναφερθεί αυτό στην επιστολή, διότι όπως σημειώνει οι «Τούρκοι θα με εξαφανίσουν πιστεύοντας ότι ενισχύω την ελληνική υπόθεση».

Δυο μέρες αργότερα από την παραπάνω επιστολή στις 24 Δεκεμβρίου 1922 ο p. Cirillo στέλνει νέο γράμμα στον p. Giuseppe Antonio, γενικό προϊστάμενο του τάγματος των καπουτσίνων, όπου του γράφει μεταξύ άλλων, ότι ο ίδιος του μαζί με τους άλλους πατέρες που βρίσκονται στην Τραπεζούντα, προσπαθούν με τις φτωχές τους δυνάμεις να εργαστούν για να φανούν χρήσιμοι, όχι μόνο στους καθολικούς, αλλά κυρίως στους σχηματικούς (εννοεί τους ορθοδόξους) αδελφούς, οι οποίοι «αυτή τη στιγμή υποφέρουν από τρομερούς διωγμούς, σίγουρα όχι για άλλο λόγο, παρά επειδή είναι χριστιανοί. Η καλή τους πίστη τους κάνει μέλη της ψυχής της Εκκλησίας και δεν υπάρχει αμφιβολία ότι είναι πραγματικοί μάρτυρες». Συμπληρώνει ότι από τη μια πλευρά σφίγγεται η καρδιά του να βλέπει τι υποφέρει αυτός ο αθώος κόσμος και ομολογεί ότι πολύ συχνά δακρύζει και αισθάνεται ντροπή να βλέπει τους έλληνες χριστιανούς να έχουν αφεθεί κατ’ αυτόν τον τρόπο στο θέλημα του Θεού. Κλείνει το γράμμα σημειώνοντας και πάλι να του γράψει χωρίς ν’ αναφέρει το δικό του γράμμα και η οικονομική ενίσχυση που θα του στείλει να γράφει γενικά: για τους φτωχούς της ιεραποστολής και να μην γίνει καθόλου λόγος για τους Έλληνες.

Αναμφισβήτητα ο καθολικός ιεραπόστολος έβλεπε μέσα από την τραγική κατάσταση των Ελλήνων μια πραγματική ευκαιρία προσέγγισης τους, με την οποία θα κατάφερνε να καταρρίψει την, κατά κανόνα, εχθρική αντιμετώπιση των ιεραποστόλων από τους Έλληνες. Πρέπει να σημειωθεί ωστόσο, ό,τι το ενδιαφέρον του για να σώσει τον πληθυσμό από τις σφαγές και την καταστροφή είναι και πραγματικό, και μάλιστα θαυμάζει τις ηρωικές πράξεις αντίστασης των Ελλήνων προκειμένου να διαφυλάξουν την πίστη και την τιμή τους, παρομοιάζοντας τους με τους μάρτυρες των πρώτων χριστιανικών χρόνων. Άλλωστε λίγους μήνες αργότερα, τον Φεβρουάριο του 1923, ο p. Cirillo θα είναι αυτός που θα δεχτεί στην Κωνσταντινούπολη τους πρόσφυγες μοναχούς της Σουμελά και του Περιστερεώτα και αφού τους προμηθεύσει με χρήματα, κουβέρτες και άλλα χρειώδη, θα πληρώσει ο ίδιος του το εισιτήριο τους για την Ελλάδα.

Κλείνοντας αυτή την καθαρά επετειακή αναφορά για τις μαρτυρίες που παραθέτουν οι καθολικοί ιεραπόστολοι για τη Γενοκτονία των Ελλήνων στον Πόντο, αξίζει να σημειωθεί το γεγονός ότι τα παραπάνω ντοκουμέντα επαναλαμβάνουν αυτά που πληροφορούμαστε από άλλες πηγές και έχουν αποκαλυφθεί κυρίως μέσα από την ερευνητική δραστηριότητα του καθηγητή Κωνσταντίνου Φωτιάδη. Με λίγα λόγια οι ιεραπόστολοι καταγράφουν ακριβώς αυτό που συναντούν μπροστά τους, που δεν είναι άλλο από μια συστηματική και οργανωμένη εξόντωση των χριστιανικών πληθυσμών που ζούσαν στην επικράτεια της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας.

 

* Ο Θεοδόσιος Κυριακίδης είναι διδάκτορας Νεώτερης Ιστορίας της Παιδαγωγικής Σχολής του Πανεπιστημίου Δυτικής Μακεδονίας. Αποφοίτησε από το Τμήμα Θεολογίας του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης. Παρακολούθησε μαθήματα στο Westfalische-Wilhelms Universität Münster στη Γερμανία καθώς και στο Γρηγοριανό Πανεπιστήμιο της Ρώμης στην Ιταλία. Υπήρξε μεταδιδακτορικός ερευνητής στο πανεπιστήμιο La Sapienza στη Ρώμη και έχει παρακολουθήσει το Διεθνές Πρόγραμμα για τη Γενοκτονία και τα Ανθρώπινα Δικαιώματα στο Πανεπιστήμιο του Τορόντο. Μιλάει αγγλικά, ιταλικά και γερμανικά. Έχει πραγματοποιήσει εκτεταμένη αρχειακή έρευνα και έχει οργανώσει και συμμετάσχει σε πλήθος συνεδρίων στην Ελλάδα και στο εξωτερικό. Έχει λάβει υποτροφίες και διακρίσεις από ιδρύματα της Ελλάδας της Αμερικής και της Ιταλίας. Έχει συγγράψει μονογραφίες και άρθρα σχετικά με την ιστορία του Πόντου, την Οθωμανική Αυτοκρατορία, το Οικουμενικό Πατριαρχείο και το Βατικανό.

 

[1] Η έκθεση που πραγματοποιήθηκε στα μουσεία του Καπιτωλίου στην Ρώμη διήρκεσε από τον Φεβρουάριο μέχρι και τον Σεπτέμβριο του 2012.

[2] Μια πρώτη παρουσίαση των πορισμάτων της έρευνας σχετικά με το θέμα της καταστροφής συνολικά των χριστιανικών κοινοτήτων της Ανατολής μέσα από τα αρχεία του Βατικανού πραγματοποιήθηκε στην 8η συνάντηση της σειράς συνεδρίων με τον τίτλο (WATS: Workshop on Armenian Turkish Scholarship), η οποία είχε γενικό θέμα: Εθνικές εντάσεις και βία κατά το τέλος της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας (Ethnic tensions and violence at the end of the Ottoman Empire). Το συνέδριο πραγματοποιήθηκε σε συνεργασία με το Διεθνές Ινστιτούτο Κοινωνικής Ιστορίας και με το Ινστιτούτο Πολέμου, Ολοκαυτώματος και Γενοκτονικών Σπουδών, στο Άμστερνταμ, στις 27 με 30 Οκτωβρίου του 2011. Ο τίτλος της εισήγησης ήταν: Η Καταστροφή των Χριστιανικών Κοινοτήτων της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας (Αρμενίων, Ελλήνων και Ασσυρίων), όπως αναφέρεται στα Αρχεία του Βατικανού, [The Destruction of the Christian Communities of the Ottoman Empire (Armenians, Greeks and Assyrians) as reported at the Vatican Archives]. Για το αναλυτικό πρόγραμμα του Συνεδρίου βλ. http://socialhistory.org/sites/default/files/docs/wats-viii-program_0.pdf. Η έρευνα στα αρχεία συνεχίζεται και μόλις ολοκληρωθεί θ’ ακολουθήσει μια συστηματικότερη δημοσίευση για το συγκεκριμένο θέμα.

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ