Μάριος Μιχαηλίδης: Ανατολικά της Αττάλειας, βόρεια της Λευκωσίας. Μomentum, (2014), σ. 134

 

Γράφει η Μαρία Στασινοπούλου*.

Με το καινούργιο του βιβλίο ο διακεκριμένος ποιητής και πεζογράφος Μάριος Μιχαηλίδης καταπιάνεται και πάλι με ένα θέμα, όπου παρούσα είναι και πάλιν η ιστορία. Όμως, όχι με προσχεδιασμένη την πρόθεση για μια χωρίς λογοτεχνικό ενδιαφέρον αναπαραγωγής γνωστών, κατά τα άλλα, ιστορικών συμβάντων, που ικανοποιούν το ενδιαφέρον μιας κατηγορίας, λογοτεχνικά μάλλον ανυποψίαστων, αναγνωστών. Αντίθετα, για τον Μιχαηλίδη, το ιστορικό φόντο της μυθοπλασίας του, τον βοηθά να αναδείξει χαρακτήρες και να φωτίσει πολύπλευρα το ανθρώπινο δράμα, που χρόνια τώρα παίζεται εις βάρος των λαών. Επομένως, δεν πρόκειται για εμμονή που κατατείνει να εκτονώσει καταπιεσμένα συναισθήματα του ιδίου ή των αναγνωστών. Η ηρωίδα του έργου, η Μαρία, καθώς αντικρίζει την εικόνα της Κύπρου στα 1922, «Με ρωμιούς και τούρκους που δεν σκοτώνονταν μεταξύ τους», ανακουφίζεται. Αυτό, όμως, μέχρι το σημείο που η κυκλική ροή του χρόνου και εκείνοι που αποφασίζουν για τις τύχες των λαών, παρασύρουν τα πάντα σε ανεξέλεγκτο στρόβιλο.attaleia

Σπασμένο σε έντιτλα σύντομα κεφάλαια και χωρίς ακριβή ειδολογικό προσδιορισμό, το βιβλίο, μόλις το φυλλομετρήσεις δίνει την εντύπωση συλλογής διηγημάτων. Μετά διαπιστώνει ο αναγνώστης ότι πρόκειται για νουβέλα ή σύντομο μυθιστόρημα. Ο τρόπος όμως που κλιμακώνεται η αφήγηση, εναλλάσσοντας τον τριτοπρόσωπο παντογνώστη αφηγητή με πρωτοπρόσωπο και η συγκίνηση που εκλύει το τελευταίο κεφάλαιο και κυρίως η καταληκτική κραυγή «πνίγομαι», αφήνουν απροκάλυπτα να φανεί η ταυτότητα του αυτοβιογραφικού λόγου, ενισχυμένου με ισχυρή δόση μυθοπλασίας.

Το αφήγημα στηρίζεται σε μία αληθινή ιστορία, αυτήν της Μαρίας από την Αλάγια της Αττάλειας, που μόλις οι τσέτες σκότωσαν τον άνδρα της, τον Ιορδάνη, το 1922 και τον έριξαν σ’ ένα φαράγγι της Ανατολής, εκείνη πήρε αναγκαστικά το δρόμο της προσφυγιάς και με τα τρία παιδιά της, τον Παντελή, την Αγγελική και την Αναστασία φτάνουν στην Κύπρο. Εκεί, μετά από σύντομες περιπλανήσεις, κατέληξαν στη Λευκωσία. Το χρονικό του δράματος τελειώνει στις 20 Ιουλίου 1974, ημέρα του θανάτου της Μαρίας, αλλά και ημέρας-ζόφου, για τη νεότερη ιστορία του έθνους μας. Και αυτό, διότι η ημερομηνία αυτή, ιστορικά, καταγράφεται με συναισθηματική αχρωμία, ως η επέτειος της τουρκικής εισβολής στην Κύπρο, γεγονός που ακολούθησε, ως φυσική απόληξη της μεγαλύτερης εθνικής προδοσίας, η οποία, με εσκεμμένη –πάλιν- επιείκεια, αποκαλείται ως “άφρον” πραξικόπημα. Εδώ, αξίζει να επισημανθεί ότι οι Μικρασιάτες Αλαγιώτες του αφηγήματος είναι οι μόνοι που λοξοδρόμησαν το 1922 και, αντί να οδεύσουν προς την κυρίως Ελλάδα, καταλήγουν στην Κύπρο∙ απόγονοί τους υπάρχουν μέχρι σήμερα κυρίως στη Λεμεσό και τη Λευκωσία, αλλά και στα μέχρι πρότινος προσφυγικά προάστια της Αθήνας, Καλογρέζα και Νέα Ιωνία. Αυτά αντλεί κανείς διαβάζοντας το αφήγημα,

Στην Μεγαλόνησο, λοιπόν, όπου στέριωσαν, προσωρινά πάλι, αφού θα ακολουθήσει ένας δεύτερος εκπατρισμός, οι πρόσφυγες από την Αλάγια, Τούρκοι και Έλληνες συνυπάρχουν και φιλιώνουν στις γειτονιές. Τα παιδιά τους θεμελιώνουν γερές φιλίες, ερωτεύονται μεταξύ τους, οι άνθρωποι σέβονται ο ένας την πίστη του άλλου και οι μεγαλύτεροι αλλόφυλοι, γυναίκες κυρίως, ανάβουν κρυφά κεριά στην Παναγιά και στέλνουν τάματα.

Με ποικιλία αφηγηματικών τρόπων, τριτοπρόσωπη και πρωτοπρόσωπη αφήγηση εναλλάξ, όπως ήδη επισημάνθηκε, αλλά και με εγκιβωτισμένα αποσπάσματα μιας άλλης φωνής (αφηγείται η Αγγελική), ο συγγραφέας καταπιάνεται με την έννοια της πατρίδας και του γένους, επικεντρώνοντας σε ένα χρέος που το νιώθουν οι ήρωές του ως μια βαθιά αίσθηση εσωτερικής επιταγής. Ο τριτοπρόσωπος λόγος, στο τέλος του 13ου κεφαλαίου που έχει τον τίτλο «Το αναπάντεχο», περνά σε πρώτο πληθυντικό «ο δάσκαλος της τέχνης στο Παγκύπριο Γυμνάσιο, ο Διαμαντής, μας το’ λεγε και δάκρυζε. Μας διάβαζε κι άλλα ποιήματα.» Στο σημείο αυτό αφήνομαι στον πειρασμό και σημειώνω ότι πρόκειται για απόηχο σεφερικού τύπου εμπειριών, ( δες Αλληλογραφία Διαμαντή –Σεφέρη), καταστάσεων που έζησε ο συγγραφέας.

Ο φορέας της αφήγησης, λοιπόν, αλλάζει και αποκαλύπτεται ότι η γυναίκα που “παρεμβαίνει” αφηγηματικά, (η φωνή της καταγράφεται στο κείμενο με πλάγια γράμματα), η Αγγελική, είναι η μάνα του πρωτοπρόσωπου πλέον αφηγητή/συγγραφέα και η Μαρία η γιαγιά του. Ο αυτοβιογραφικός χαρακτήρας του αφηγήματος βεβαιώνεται ξεκάθαρα: «Άκουγα τη φωνή της μάνας μου κι ένιωθα πως κουβαλούσε έναν πόνο που δεν ήταν δικός της». Η αποκάλυψη προχωρεί λίγο πριν το τέλος «Είμαι πολύ πικραμένη γιέ μου…» και κορυφώνεται στην τελευταία λέξη: «Πνίγομαι».

Μικρότερα ή μεγαλύτερα ψήγματα ιστορικής μνήμης διαπερνούν με παλινδρομική κίνηση την αφήγηση. Όλη η ιστορική διαδρομή του νησιού: από τον Αγώνα κατά των Άγγλων 1954-59, και μέχρι το πραξικόπημα της χούντας του 1974. Η παράλληλη ιστορία της κυρίως Ελλάδος περνά έμμεσα με σύντομες αναφορές στην εγκατάσταση των προσφύγων, στη γερμανική Κατοχή και τον Εμφύλιο. Σκόπιμα, επαναλαμβάνω: Δεν είναι ιστορικό το κείμενο του Μιχαηλίδη, εκείνο που τον ενδιαφέρει είναι η ανθρώπινη μοίρα. Αυτό ομολογεί στο οπισθόφυλλο: «Κάθε που οι καιροί δυστροπούν, η Μικρασιατική Καταστροφή – όχι ο πόλεμος, αλλά τα παρεπόμενά του, ο εκπατρισμός, η ανθρώπινη δυστυχία… – σαν αόρατος επισκέπτης, σαν εφιάλτης αδυσώπητος, έρχεται και τρυπώνει στα όνειρά μας…»

Στο Ανατολικά της Αττάλειας- βόρεια της Λευκωσίας, γραμμένο σε γλώσσα ποιητική, δεν ενδιαφέρει τόσο το θέμα (χωρίς αυτό να σημαίνει ότι είναι αδιάφορο) όσο ο τρόπος με τον οποίο ο συγγραφέας χειρίζεται την ιστορία, τον πόλεμο, την προσφυγιά, τη σχέση Ελλήνων και Τούρκων. Ο λόγος του, με υποδορίως ελεγχόμενη συγκίνηση, κυλά σαν λαϊκή αφήγηση με αντιθέσεις και παρομοιώσεις από τη φύση. Το φυσικό τοπίο συμμετέχει στα πάθη των ανθρώπων, όπως στο δημοτικό τραγούδι: «Τους θέρισαν σαν ώριμα στάχυα και άχνα δεν έβγαλαν […] Ράγισε η καρδιά της Αλάγιας από το βόγκο και τον αναστεναγμό».

Μεγάλο μέρος της αφήγησης στηρίζεται στη μνήμη του πρωτοπρόσωπου αφηγητή, που παιδί άκουγε ιστορίες από τους δικούς του, σαν παραμύθια, και μετά ο ίδιος, ωριμάζοντας, τις αναδιηγείται, μπολιάζοντας το πρωτογενές υλικό με προσωπικές μνήμες και συναιρώντας την πραγματικότητα με τη μυθοπλασία. Η ίδια η έννοια της μνήμης, άλλοτε ως αρωγού και άλλοτε ως τιμωρού, είναι από τα βασικά υλικά της γραφής του Μιχαηλίδη. Τίτλοι κεφαλαίων όπως «Η μνήμη αντιζυγιάζει τον καημό», «Ο παιδεμός της μνήμης», «Το μαστίγωμα της μνήμης» αλλά και προσδιοριστικές φράσεις, όπως «η νυχτωμένη μνήμη», «η αδυσώπητη μνήμη» και «η μνήμη διασώζει όσα οι άνθρωποι καταστρέφουν και η φύση αποδομεί…» επιβεβαιώνουν τον καταλυτικό ρόλο της μνήμης στην αναδιηγητική πορεία του Μιχαηλίδη.

Συγκεφαλαιώνοντας θα εντοπίζαμε κάποιες σταθερές που ανιχνεύονται και στα άλλα βιβλία του συγγραφέα και σηματοδοτούν τη λογοτεχνική αξία της γραφής του: Η αξιοποίηση του παλίνδρομου χρόνου, η ιστορική μνήμη και το θέμα των πάσης φύσεως εξουσιών, η εναλλαγή ή η συνύπαρξη ονείρου και πραγματικότητας, οι διακριτοί ανθρώπινοι χαρακτήρες, κύριοι και δευτερεύοντες -η Μαρία, ο Λόρμπεης, ο Παντελής, η Μεγαλύνη, η Φαρέν, ο Ερπίλ- χαράζονται με ενάργεια στη μνήμη του αναγνώστη. Εκείνο, όμως, που πάνω απ’ όλα χαρακτηρίζει και αναδεικνύει τη γραφή του Μιχαηλίδη είναι η αθεράπευτη -ευτυχώς- εμμονή του να λειαίνει διαρκώς τη γλώσσα και, κάθε φορά, να την προσαρμόζει με ευελιξία στις θεματικές του επιλογές.

*Η Μαρία Στασινοπούλου είναι συγγραφέας και κριτικός της λογοτεχνίας

 

 

 

 

 

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ