Συνέντευξη του συγγραφέα Νίκου Γκαμαρλιά στον Ελπιδοφόρο Ιντζέμπελη.

Για το βιβλίο «Ταμείο α(ν)εργίας», από τις εκδόσεις Γαβριηλίδης, μιλάει σήμερα στην ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΓΝΩΜΗ, Ο συγγραφέας κ. Νίκος Γκαμαρλιάς. Ανάμεσα σε άλλα ο ίδιος τονίζει:

«Πρώτα απ’ όλα πρέπει να μας απασχολεί η κρίση αξιών και ιδανικών, η έλλειψη ενός κοινού οράματος, η ελλιπής – παρά την πληθώρα γνώσεων – παιδεία. Η μείωση της ανεργίας, αν και εφόσον αυτό συμβεί, θα πρόκειται ασφαλώς για κάτι το θετικό. Πρέπει ωστόσο να δούμε και με τι όρους θα συμβεί αυτό. Με τα καταστήματα να παραμένουν ανοικτά επτά ημέρες την εβδομάδα; Με μισθούς ντροπής;».108118618

Ερ: Ποια ήταν η αφορμή για να εκδοθεί το βιβλίο «Ταμείο α(ν)εργίας», από τις εκδόσεις Γαβριηλίδης;

Απ: Αφορμή στάθηκε το ερώτημα αν και κατά πόσο μπορεί ένας νέος άνθρωπος στη σημερινή εποχή να απαγκιστρωθεί απ’ όλα όσα τον πνίγουν και να νιώσει ελεύθερος. Να ζήσει δηλαδή μια ζωή με γνώμονα τα «θέλω» και όχι τα «πρέπει». Και αν τα καταφέρει, πού θα τον οδηγήσει αυτό.

Ερ: Ο τίτλος «Ταμείο α(ν)εργίας » είναι συμβολικός ή δηλώνει κάτι κυριολεκτικά;

Απ: Η απόλυση του Πετράν (του ήρωα του βιβλίου) και η εγγραφή του στο ταμείο ανεργίας είναι η αφετηρία της ιστορίας, η αφορμή για όσα θα ακολουθήσουν. Παράλληλα όμως συμβολίζει μια περίοδο ελευθερίας. Την απέλπιδα προσπάθεια ενός νέου ανθρώπου να νιώσει ότι ορίζει ο ίδιος τη ζωή του. Δεν είναι ένας άνεργος για λύπηση ο Πετράν, αλλά ένας πεισματάρης άεργος. Εξού και το δίλημμα με το γράμμα ν στον τίτλο του βιβλίου.

Ερ: Το βιβλίο σε ποια κατηγορία ανήκει; Στην αφήγηση ή στο μυθιστόρημα;

Απ: Υπάρχει πλοκή, υπάρχουν γεγονότα, υπάρχουν χαρακτήρες που δρουν και αλληλεπιδρούν. Ωστόσο, έχω συνειδητά επιλέξει την αφήγηση σε πρώτο πρόσωπο (εν είδει ημερολογίου), διότι θεώρησα ότι αυτό εξυπηρετεί περισσότερο όσα επιθυμώ να επικοινωνήσω. Παράλληλα, συμβάλλει στην αμεσότητα και στην ταύτιση του αναγνώστη με τον πρωταγωνιστή-αφηγητή.

Ερ: Το γράψετε από δικά σας βιώματα και εμπειρίες;

Απ: Είναι συνδυασμός βιωμάτων, παρατήρησης και μυθοπλασίας. Είναι εμπειρίες δικές μου, ιστορίες φίλων και γνωστών. Είναι, τέλος, εικόνες του κέντρου της σύγχρονης Αθήνας που όποιος έχει ευαίσθητες «κεραίες», τις βλέπει καθημερινά και τον στοιχειώνουν.

Ερ: Η νέα γενιά από την οικονομική κρίση έμεινε χωρίς δουλειά και ζει από τα χρήματα της οικογένειας. Βλέπετε στο μέλλον καμία λύση;

Απ: Δεν είμαι ιδιαίτερα αισιόδοξος. Θα ήθελα πολύ να είμαι, αλλά όσα συμβαίνουν γύρω μου, δε μου το επιτρέπουν. Δε νομίζω ότι θα αλλάξει κάτι άμεσα, όχι τουλάχιστον όσο επικεντρωνόμαστε μόνο στην οικονομική κρίση. Πρώτα απ’ όλα πρέπει να μας απασχολεί η κρίση αξιών και ιδανικών, η έλλειψη ενός κοινού οράματος, η ελλιπής – παρά την πληθώρα γνώσεων – παιδεία. Η μείωση της ανεργίας, αν και εφόσον αυτό συμβεί, θα πρόκειται ασφαλώς για κάτι το θετικό. Πρέπει ωστόσο να δούμε και με τι όρους θα συμβεί αυτό. Με τα καταστήματα να παραμένουν ανοικτά επτά ημέρες την εβδομάδα; Με μισθούς ντροπής; Τους αριθμούς μπορούμε εύκολα να τους «πειράξουμε» με διάφορα τρικ· δεν είναι όμως αυτό το ζητούμενο. Για να απογαλακτιστεί η νέα γενιά, να σταθεί όρθια, να πάρει τη ζωή στα χέρια της, απαιτούνται πολλά περισσότερα από το να αυξηθούν οι θέσεις εργασίας.POIITIS

Ερ: Η ανεργία και η οικονομική δυσχέρεια μπορεί να τεθεί στο επίκεντρο της πεζογραφίας;

Απ: Οτιδήποτε προκαλεί έντονα συναισθήματα, οτιδήποτε προβληματίζει τον άνθρωπο και τον κάνει να ψάξει εντός του, μπορεί κάλλιστα να αποτελέσει αφορμή για δημιουργία. Είτε στο χώρο της λογοτεχνίας, είτε σε άλλες μορφές τέχνης.

Ερ: Γιατί ο σύγχρονος άνθρωπος φοβάται τόσο πολύ την ανεργία;

Απ: Δεν τη φοβάται απλώς, την τρέμει! Ο προφανής λόγος είναι η ανάγκη για επιβίωση – κανείς δεν μπορεί να ζήσει στην εποχή του άκρατου καπιταλισμού δίχως χρήματα. Όταν συντρέχει λόγος επιβίωσης, όταν κάποιος βρίσκεται στο χείλος του γκρεμού, τότε θεωρίες και βιβλία έρχονται σε δεύτερη μοίρα. Βλέπουμε όμως ότι και άνθρωποι χωρίς ιδιαίτερο οικονομικό πρόβλημα τρελαίνονται στην ιδέα της ανεργίας. Ουσιαστικά αυτό που τρέμουν είναι η μείωση της καταναλωτικής τους δύναμης. «Καταναλώνω, άρα υπάρχω» είναι το κυρίαρχο σύνθημα, οπότε όλοι φοβούνται την…ανυπαρξία. Φοβούνται επίσης και τον ελεύθερο χρόνο. Περίεργο φαντάζει, αλλά ισχύει. Οι περισσότεροι αρρωσταίνουν στην προοπτική μιας ζωής δίχως πρόγραμμα. Ο ελεύθερος χρόνος φέρνει σκέψη, σκάψιμο εντός, κάτι ιδιαίτερα επώδυνο για κάποιον που έχει διδαχθεί να αυτοπροσδιορίζεται μέσω της εργασίας του. Δεν είναι τυχαίο που μετά το «πώς σε λένε», έρχεται η ερώτηση «τι δουλειά κάνεις».

Ερ: Πώς αντιμετωπίζουν την ανεργία οι νέοι των μεγαλουπόλεων;

Απ: Τα πράγματα είναι δύσκολα για όλους, πόσο μάλλον για τους νέους που ξεκινούν από το μηδέν. Δεν είναι μόνο η έλλειψη χρημάτων. Είναι η αδυναμία να σταθούν στα πόδια τους δίχως δεκανίκια, η αυτολύπηση, ο κοινωνικός αποκλεισμός. Η αίσθηση ότι περισσεύουν. Τίποτα απ’ αυτά δε διορθώνεται με πενιχρά επιδόματα και προσωρινά κρατικά προγράμματα. Θεωρώ ότι τα πράγματα είναι όντως χειρότερα στις μεγάλες πόλεις όπου ατονεί εν μέρει η στήριξη της οικογένειας και δεν υπάρχει η γη να προσφέρει έστω τα απαραίτητα. Αυτό ισχύει όχι μόνο στην Ελλάδα, αλλά και σε άλλες χώρες όπου συχνά πυκνά βλέπουμε να ξεσπούν ταραχές στα αστικά κέντρα από ανέργους και αποκλεισμένους από την «κοινωνία της κατανάλωσης» νεαρούς υποβαθμισμένων περιοχών.

Ερ: Μέσα στο βιβλίο είναι ορατός και ένας σαρκασμός για την κοινωνία. Μήπως αυτό είναι και μια αντίσταση στην άσχημη οικονομική κρίση;

Απ: Αν και το βιβλίο γράφτηκε στα δύσκολα χρόνια της κρίσης και μέσα από τις σελίδες του ξεπηδούν συνεχώς εικόνες-αποτελέσματα της κρίσης, δεν έχει σκοπό να μιλήσει ή να αναλύσει σε βάθος μόνο την οικονομική της πλευρά. Περισσότερο με ενδιαφέρουν οι άλλες διαστάσεις της κρίσης. Αυτές που επί χρόνια κρύβονταν ατάκτως κάτω από το χαλί της οικονομικής άνεσης, μιας εύθραυστης, όπως αποδείχτηκε, ευημερίας. Όταν τραβήχτηκε βίαια αυτό το χαλί, βγήκαν στην επιφάνεια τα κατώτερα ένστικτα όλων. Ο χειρότερος εαυτός μας. Δε ζούσαμε δηλαδή σε μια χώρα που όλα έβαιναν καλώς και εν μία νυκτί ανατράπηκαν τα πάντα. Όλα ήταν εκεί· απλώς τα κάλυπτε το φουσκωμένο μας πορτοφόλι, τα δάνεια και οι επιδοτήσεις. Οπότε, ο όποιος σαρκασμός έχει να κάνει με όλους όσους εθελοτυφλούσαν, όσους ζούσαν μια ζωή μεταξύ χρηματιστηρίου και μπουζουκιών, τροφοδοτώντας με απληστία «κατασκευασμένες» ανάγκες και τώρα αναρωτιούνται τι έφταιξε. Όσους παραδέχονταν τους κλέφτες ως μάγκες και τους αντάμειβαν με τη ψήφο τους και τώρα ζητούν την κεφαλή τους επί πινάκι. Λίγο πολύ όλοι είμαστε συνένοχοι. Άλλοι με τις πράξεις και τις συμπεριφορές μας και άλλοι με την ανεκτικότητά μας.

Ερ: «Το ταμείο α(ν)εργίας» είναι το πρώτο σας βιβλίο. Ποια είναι η ανταπόκριση του αναγνωστικού κοινού;

Απ: Δυστυχώς, οι πόρτες δύσκολα ανοίγουν για τους νέους δημιουργούς. Οι περισσότεροι εκδότες ποντάρουν στα σίγουρα· γνωστά ονόματα και ροζ αναγνώσματα. Ο χρόνος θα δείξει τι και πώς.

Ερ: Τι θα προτείνατε στους αναγνώστες που θα διαβάσουν την συνέντευξή σας;

Απ: Να διαβάζουν, να αμφισβητούν και να αντιστέκονται.

 

 

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ