Του Αντώνη Α. Αντωνίου

Διδάκτορα ιστορίας Πανεπιστημίου Paris 1 Sorbonne

Σήμερα στο Λουτρό τόπο εγκατάστασης του Γενικού Αρχηγείου του επαναστατικού κινήματος του 1878 βρεθήκαμε όλοι μας για να τιμήσουμε τους ανθρώπους οι οποίοι συνδέονται με τα γεγονότα που οδήγησαν στην απελευθέρωση της Θεσσαλίας και τμήματος της Ηπείρου από τον οθωμανικό ζυγό. 

Κατά το τελευταίο τέταρτο του 19ου αιώνα έρχεται στο προσκήνιο η επιτακτική ανάγκη ολοκλήρωσης της διαδικασίας σχηματισμού των εθνικών κρατών διαμέσου της όξυνσης του ανατολικού ζητήματος. Το 1873 οι οικονομίες όλου του κόσμου μπαίνουν σε μια περίοδο η οποία είναι γνωστή σαν Μακρά Ύφεση.  Στις ΗΠΑ στην Ευρώπη και αλλού τα χρηματιστήρια γνώρισαν τεράστιες μεταπτώσεις. Γεννήθηκε ένα κύμα αμφιβολιών και μια έλλειψη πίστης σε επενδύσεις όπως η επέκταση των σιδηροδρομικών δικτύων. Ο πόλεμος στην Κριμαία οι μεγάλες δαπάνες για την δημιουργία σιδηροδρομικού δικτύου, οι σπατάλες όπως η δημιουργία του παλατιού Ντολμά Μπαξέ στην Κωνσταντινούπολη και η μειωμένη αγροτική παραγωγή διόγκωσαν το Οθωμανικό δημόσιο χρέος. Η αύξηση του χρέους σε ένα ασταθές χρηματιστηριακό περιβάλλον οδήγησε στην χρεοκοπία.

Το 1875 μετά την πτώχευση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας εμφανίστηκε νέα κρίση του Ανατολικού Ζητήματος στα 1875-78 η οποία επιτάχυνε με γρήγορο ρυθμό τις εξελίξεις στα Βαλκάνια. Η δημοσιονομική κρίση συνδέθηκε με υπερφορολόγηση με αποτέλεσμα να διογκώνεται η δυσαρέσκεια του πληθυσμού. Ακολούθησε η αγροτική εξέγερση στη Βοσνία-Ερζεγοβίνη το καλοκαίρι του 1875 κατά των μουσουλμάνων γαιοκτημόνων και η βουλγαρική εξέγερση τον Απρίλιο του 1876. Οι Σέρβοι κήρυξαν τον πόλεμο στους Οθωμανούς τον Ιούνιο του 1876, όμως, ο ισχυρότερος οθωμανικός στρατός συνέτριψε το σερβικό μέσα σε λίγους μήνες. Μετά από τις Οθωμανικές ωμότητες εναντίον των Σέρβων οι Ρώσοι κήρυξαν με τη σειρά τους τον πόλεμο στην Οθωμανική Αυτοκρατορία την άνοιξη του 1877. Προηγήθηκαν μήνες άκαρπων διαβουλεύσεων ανάμεσα στις Δυνάμεις και στην Οθωμανική Αυτοκρατορία στην Κωνσταντινούπολη, κατά τις οποίες απορρίφθηκαν οι πιέσεις των δανειστών για εφαρμογή νέων μεταρρυθμιστικών μέτρων υπό τη στενή επίβλεψη των Δυνάμεων που δυσανασχετούσαν κυρίως για την μη πληρωμή των δανείων των Οθωμανών.

Μ’ αυτό τον τρόπο τον Μάιο του 1877 προέκυψε το ζήτημα της πιθανότητας διαμελισμού της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Παράλληλα ενισχύθηκε η πιθανότητα κήρυξης ευρωπαϊκού πολέμου λόγω της άκαμπτης αντίθεσης της Μεγάλης Βρετανίας στην  πολιτική της Ρωσικής επέκτασης. Όπως ήταν φυσικό στην Ελλάδα οι πιέσεις τόσο από τους υπό την Οθωμανική καταπίεση Έλληνες όσο και από την κοινή γνώμη των πολιτών της Ελλάδας υπήρξαν έντονες. Στις 26 Μαΐου 1877 σχηματίσθηκε οικουμενική κυβέρνηση η οποία προχώρησε σε πολεμική προετοιμασία αλλά σπαρασσόταν από αντιθέσεις που αφορούσαν την τακτική που έπρεπε να ακολουθηθεί. Αρχές του 1878 ανατράπηκε η οικουμενική κυβέρνηση και ανέλαβε την κυβέρνηση ο Αλέξανδρος Κουμουνδούρος. Το λαϊκό αίτημα για έξοδο στον πόλεμο γινόταν αφόρητο, αφού οι ρωσικές νίκες και η διαφαινόμενη δημιουργία της μεγάλης Βουλγαρίας εκμηδένιζαν την πειθώ των επιχειρημάτων της μη εμπλοκής. 

Στην Αθήνα σωματεία, ενώσεις και αδελφότητες οργάνωναν καθημερινά λαϊκά συλλαλητήρια, πιέζοντας την κυβέρνηση να κηρύξει τον πόλεμο στην Οθωμανική Αυτοκρατορία, τασσόμενη στο πλευρό των Ρώσων. Κατά τη διάρκεια του 1877, δημιουργήθηκαν εθνικές εταιρείες οι οποίες άρχισαν να προετοιμάζουν εξεγέρσεις στις υπόδουλες περιοχές. Δύο από τις εταιρείες αυτές ήταν η «Αδελφότης» και η «Εθνική άμυνα». Η Αδελφότης συστάθηκε το 1876, προερχόμενη από τη μυστική Αδελφική Ενότητα, που φαίνεται να είχε συστήσει νωρίτερα ο λοχαγός του πυροβολικού Κωνσταντίνος Ισχόμαχος. Η Αδελφική Ενότητα βασιζόταν στις αρχές της ισονομίας, της ισοπολιτείας και της ανεξιθρησκίας, προωθώντας τη βαλκανική συνεργασία. Η Αδελφότης είχε υιοθετήσει μυστικιστικά -συνωμοτικά στοιχεία, κατ’ αντανάκλαση της Φιλικής Εταιρείας, για να δικτυωθεί εντός και εκτός του ελληνικού βασιλείου. Για την επίτευξη των στόχων δημιουργήθηκαν παραρτήματα πανελλαδικά για τη συγκέντρωση χρημάτων. Επίσης επιδιώχθηκε η ευαισθητοποίηση της κοινής γνώμης πανευρωπαϊκά και η ίδρυση ταμείου εθνικής άμυνας στην Αθήνα για τη συγκέντρωση των συνδρομών. Η «Αδελφότης» ως τις αρχές του 1878 είχε απλώσει το δίκτυό της στο μεγαλύτερο μέρος της νοτιοδυτικής Μακεδονίας και σε πολλά άλλα σημεία όπου ζούσε υπόδουλος ελληνισμός αλλά ακόμη και σε Ευρωπαϊκές χώρες. Οι δύο οργανώσεις συνεργάστηκαν στη διάρκεια του 1877, με σκοπό να προκαλέσουν γενικές εξεγέρσεις σε Θεσσαλία, Ήπειρο, Μακεδονία και Θράκη. Στην Κεντρική Επιτροπή τους συμμετείχε και ο Κωνσταντίνος Ισχόμαχος ο οποίος με οργανωτικό και συστηματικό τρόπο προετοιμάστηκε για την είσοδο στην Θεσσαλία. Διαμέσου του μυημένου Γεώργιου Φαρμακίδη ζήτησε από τον έχοντα μεγάλες χαρτογραφικές ικανότητες κάτοικο της Λάρισας Μιχάλη Χρυσοχόου χάρτη της Λάρισας και της περιοχής της. Το 1877 υπέβαλε σε συνεδρίαση της Κεντρικής Επιτροπής της Εθνικής Άμυνας και της Αδελφότητας στρατιωτικό σχέδιο για ανάπτυξη εξεγέρσεων, το οποίο υιοθετήθηκε με λίγες αλλαγές από την Κεντρική Επιτροπή και την κυβέρνηση. Σύμφωνα με αυτό, θα προκαλούνταν επαναστάσεις ταυτόχρονα σε Θεσσαλία, Ήπειρο, Μακεδονία και Κρήτη από ισχυρά ένοπλα σώματα τα οποία συγκροτούνταν στο ελεύθερο κράτος. Το σχέδιο περιλάμβανε αποβίβαση στρατιωτικών σωμάτων στην Κρήτη υπό την αρχηγία, πολλών Κρητών αρχηγών που είχαν εξοριστεί το 1869 και επέστρεψαν μυστικά.

Ο Κωνσταντίνος Ισχόμαχος όπως αποδείχτηκε μετά από λεπτομερή αναζήτηση από τον ερευνητή της ιστορίας της Σίφνου Αλικιβιάδη Λεμπέση γεννήθηκε στην Σίφνο. Οι ερευνητές της τοπικής ιστορίας όπως ο κ. Λεμπέσης επιτελούν σημαντικό και αναντικατάστατο έργο και αξίζει να τιμηθούν για αυτό. Έχουμε και στην περιοχή μας αρκετούς ερευνητές της τοπικής ιστορίας οι οποίοι θα άξιζαν να προσελκύσουν την τιμητική αναφορά της τοπικής κοινωνίας όπως οι αείμνηστοι Βασίλης Μαγόπουλος  και Αθανάσιος Σταθόπουλος αλλά και πολλοί  υπέργηροι όπως ο Λάμπρος Γριβέλλας, ο Βασίλης Καραγιάννης, ο Αντώνης Η. Αντωνίου, ο Νίκος Καραφύλλης και ο Νίκος Κατοίκος ο οποίος για χρόνια επικεντρώθηκε στο επαναστατικό κίνημα του 1878 και ανέδειξε την σημασία του. Δεν θα αναφερθώ σε άλλους απλώς θα τονίσω ότι είναι πάρα πολλοί και με ιδιαίτερα σημαντική προσφορά.

Ο Ισχόμαχος είχε πραγματοποιήσει σημαντικές στρατιωτικές σπουδές στην Ελλάδα και την Γαλλία. Λόγω στρατηγικών ικανοτήτων αναδείχτηκε αρχηγός του επαναστατών στα Άγραφα. Από τις αρχές του Ιανουαρίου του 1878 μετακινήθηκε στα Άγραφα και πρωταγωνίστησε στο επαναστατικό κίνημα για την απελευθέρωση της Θεσσαλίας. Για την συγκρότηση του επαναστατικού σώματος ξόδεψε όλη την πατρική του περιουσία. Αξιοσημείωτο είναι ότι δεν υπέβαλε αίτηση για να λάβει αποζημίωση για τις δαπάνες που πραγματοποίησε κατά το επαναστατικό κίνημα του 1878. Στο επαναστατικό του σώμα ήταν ενταγμένος και ο μικρότερος αδελφός του Φιλώτας αφού προηγουμένως είχε παραιτηθεί από τη θέση του. Δεν υπάκουσε στην εντολή τής Ελληνικής Κυβέρνησης να επιστρέψει στη Λαμία, όπως υπάκουσε ο Ελληνικός Στρατός που είχε εισβάλει στην περιοχή του Δοµοκού. Ενεργώντας µε σχέδιο και απελευθερώνοντας σταδιακά όλους τους οικισμούς που βρίσκονταν στις παρυφές των Αγράφων, μετέφερε το Αρχηγείο του στο Λουτρό. Από αυτό το σημείο ήταν πιο εύκολο να επεκτείνουν τις επιχειρήσεις τους στα χωριά τού κάμπου. Παρά την έλλειψη πολεμοφοδίων προκειμένου να ενισχύσει το μέτωπο στην πεδινή ζώνη υποσχέθηκε την χορήγηση όπλων στους κατοίκους. Θεωρούσε ότι θα έπρεπε να παραμείνουν κυρίως στην ορεινή ζώνη και να διατηρήσουν την φλόγα της επανάστασης ζωντανή. Επεδίωξε να καταλάβει την από Λουτρό μέχρι και Σοφάδες έκταση την οποία θεωρούσε πρόσφορη για άμυνα.  Ο επιτελικός νους του Ισχόμαχου προσπαθούσε να αποσοβήσει διαφωνίες και συγκρούσεις και να επιβάλλει συμβιβασμούς στην ηγεσία των επαναστατικών σωμάτων τα οποία διακρινόταν για την φλογερή πατριωτική τους διάθεση αλλά και για την απειθαρχία και έλλειψη συντονισμού. Δόθηκε τριήμερη μάχη στην Σέγκλιζα το σημερινό Καλλίθηρο και οι Οθωμανοί αναγκάστηκαν να αποχωρήσουν άπρακτοι και με πολλές απώλειες. Στην μάχη στην Σέγκλιζα συμμετείχε το σώμα λιποτακτών του τακτικού στρατού του Τερτίππη και Λάιου με πολλούς εθελοντές από την περιοχή καθώς και ομάδα 52 Μακεδόνων. Μεταξύ των άλλων σκοτώθηκε ο σημαιοφόρος του σώματος των Μακεδόνων Νικόλαος Τράϊκος από την Καστοριά.   Τα σώματα μετά το πέρας της μάχης της Ματαράγκας Πετρομαγούλας Κιερίου αποσύρθηκαν στο Λουτρό και στα γύρω χωριά.

Στο Λουτρό ήλθαν διπλωματικοί αντιπρόσωποι της Μεγάλης Βρετανίας ζήτησαν ανακωχή και διαβεβαίωσαν την ηγεσία των επαναστατών ότι θα υλοποιηθούν οι πόθοι για την ένωση της Θεσσαλίας με την Ελλάδα. Οι επαναστάτες δέχτηκαν με πολλούς δισταγμούς τις προφορικές διαβεβαιώσεις των Βρεττανών προξένων αφού ζήτησαν γραπτές τις οποίες αρνήθηκαν να δώσουν οι Βρεττανοί. Οι Βρεττανοί ήλθαν στο Λουτρό συνοδευόμενοι από Οθωμανούς αξιωματικούς και στρατιώτες. Συγκεντρώθηκαν όλοι οι οπλαρχηγοί και απηύθυνε λόγο στους συγκεντρωμένους ο δικηγόρος και βουλευτής Θηβών Γεώργιος Πετούσης οπλαρχηγός του σώματος Θηβαίων Ιερολοχιτών υπό την αρχηγεία του Θηβαίου γιατρού Λουκά Μπέλλου. Ο Γεώργιος Πετούσης ζήτησε από τους Βρεττανούς να δώσουν γραπτή την υπόσχεσή τους. Στο αίτημα αυτό αρνήθηκε να συγκατατεθεί με αγανάκτηση ο πρόξενος της Θεσσαλονίκης Μπλόντ γνωστός για τα φιλοτουρκικά του αισθήματα. Ο θεωρούμενος φιλέλληνας πρόξενος στην Αθήνα Μέρλιν παρέμεινε σιωπηλός. Οι γνώμες των οπλαρχηγών διχάστηκαν και στη σύσκεψη που ακολούθησε επικράτησε η γνώμη του Τερτίπη ο οποίος πρόβαλε την άποψη να επιστρέψουν στην Ελλάδα και να σταματήσουν τις εχθροπραξίες. Την απόφαση αυτή ανακοίνωσαν στους Βρεττανούς. Αποφασίστηκε και η ανταλλαγή αιχμαλώτων. Αιχμάλωτος ήταν και ο Αρίφ Αγάς από την Καρδίτσα ο οποίος συνελήφθη κατά την επίθεση των Οθωμανών στην Ματαράγκα όταν σκοτώθηκε το άλογό του. Την μεταφορά ανέλαβε συνοδεία δύο στρατιωτών νεαρός εθελοντής δημοσιογράφος. Στον δρόμο συνάντησαν ομάδα ληστών η οποία επιτέθηκε φραστικά στον Αρίφ Αγά στιγματίζοντας προηγούμενη συμπεριφορά του. Στην συνέχεια συνάντησαν τους δύο γιούς του Αρίφ Αγά τους Μεχμέτ και Αλή οι οποίοι υποδέχτηκαν περιχαρείς τον πατέρα τους. Ο δημοσιογράφος έτυχε ιδιαίτερα προσεκτικής αντιμετώπισης από τους Οθωμανούς οι οποίοι είχαν θορυβηθεί από τον αρνητικό αντίκτυπο που είχε ο φόνος του δημοσιογράφου Καρόλου Όγλ στην Μαγνησία. Στην Καρδίτσα ο νεαρός δημοσιογράφος πήρε συνέντευξη από τον Χασάν Πασά διοικητή του πεζικού. Μετά ολιγοήμερη παραμονή στην Καρδίτσα επέστρεψε στο Λουτρό και πέρασαν το Πάσχα στο Σμόκοβο τραγουδώντας κλέφτικα τραγούδια. Σε κείμενό του όπου παραθέτει τις αναμνήσεις του παραθέτει και δημοτικό τραγούδι το οποίο έχει διασωθεί στην ελληνική δισκογραφία μόνο κατά την πρώτη του στροφή και συνήθως σε παραλλαγή. Ήταν το αγαπημένο τραγούδι του λοχία Γιάγκου Θεόδωρου ο οποίος ακολούθησε τον Γ. Λάιο και πολέμησε στην μάχη της Ματαράγκας και αλλού. Αργότερα προήχθη στον βαθμό του ταγματάρχη. Παραθέτω τους στίχους:

Με βλέπεις μάνα που γελώ

και λες δεν έχω πόνο

Τον πόνο πούχω στην καρδιά

το βάσανο στα χείλη

δεν έχω τίνος να τον πω

και να τον μολογήσω.

Να σας τον πω μαύρα βουνά

 και σεις θα γκρεμιστείτε

να σας τον πω βρυσούλες μου

και σεις θα λα στερέψτε.

Να σας τον πω μαύρα κλαριά

και σεις θα μαραθείτε.

Το τραγούδι αυτό με τον επιβλητικό και συνάμα θλιβερό ρυθμό του έφερνε συγκίνηση στους επαναστάτες οι οποίοι τραγουδώντας το έπιαναν το όπλο τους και κοίταζαν προς την υπόδουλη χώρα. Θα ήταν σωστό  σε επόμενη επετειακή εκδήλωση να τραγουδηθεί με τον τρόπο και τους ακριβείς στίχους με τους οποίους το τραγουδούσαν οι αγωνιστές της απελευθέρωσης της Θεσσαλίας και να αναδειχτεί από ένα τοπικό σχήμα για να αποτελέσει μέρος της τοπικής πολιτιστικής μας ταυτότητας.

Μετά ολιγοήμερη παραμονή στο Σμόκοβο επέστρεψαν στην Λαμία όπου παρέδωσαν τον οπλισμό τους και παρέμειναν

Η σημασία των γεγονότων του 1878 υπήρξε  καθοριστική όχι μόνο για την πορεία της απελευθέρωσης των κατοίκων της Ηπείρου και της Θεσσαλίας αλλά και της Κρήτης, της Μακεδονίας και της Κύπρου. Το βάρος του αγώνα σήκωσαν άμισθοι εθελοντές. Στο κάλεσμα της απελευθέρωσης των σκλάβων αδελφών ανταποκρίθηκαν θερμά διακεκριμένες προσωπικότητες όπως ο εθνικός ποιητής της Κύπρου Βασίλης Μιχαηλίδης, ο διεθνώς γνωστός μαθηματικός καθηγητής του πανεπιστημίου Αθηνών Νικόλαος Νικολαΐδης, φοιτητές του Πανεπιστημίου, γιατροί, δικηγόροι και απλοί πολίτες που προσήλθαν οι περισσότεροι περπατώντας, από κάθε γωνιά της Ελλάδας. Επίσης συμμετείχαν ακόμη και υπέργηροι αγωνιστές του 1821 και πολλοί απόγονοί τους. Πολέμησαν ως εθελοντές πλαισιωμένοι από μεγάλο αριθμό ντόπιων κατοίκων.

  Η κατανόηση των γεγονότων του 1878 δεν είναι απλά μια απαραίτητη ένδειξη τιμής σε ανθρώπους που θυσιάστηκαν για την ελευθερία αλλά είναι ιδιαίτερα επίκαιρη. Η βαθιά πρόσφατη κρίση που συγκλόνισε την Ελλάδα με επιπτώσεις που συνεχίζονται ως τις μέρες μας, επανάφερε με επιτακτικό τρόπο την ανάγκη ανασκόπησης των διαδικασιών που οδήγησαν στον σχηματισμό των βαλκανικών κρατών. Τα γεγονότα του 1878 δεν είναι ιστορία άσχετη με την σημερινή πραγματικότητα αλλά μπορούν να μας διδάξουν και για τους εθνικούς κινδύνους που ελλοχεύουν σε μια πολύχρονη και βαθιά δημοσιονομική κρίση.

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ