Γράφει ο Σπύρος Νεραϊδιώτης*.

Στα μονοπάτια της παράδοσης, στο διάβα των χρόνων πορεύονται τα χωριά των Τζουμέρκων. Χωριά που αντιστέκονται σθεναρά σε τούτους τους χαλεπούς καιρούς. Πηγαίνοντας κόντρα στα σημεία των καιρών, του μαρασμού των παραδόσεων από μια στείρα παγκοσμιοποίηση και την υποκουλτούρα γενικότερα, που προσπαθούν στο πέρασμά τους να ισοπεδώσουν τα πάντα.
Ακολουθώντας πιστά τα βήματα της παράδοσης, κρατώντας με σεβασμό και αυστηρότητα τα ήθη και έθιμα, τις παραδόσεις και τα κορυφαία γεγονότα του λαϊκού πολιτισμού, στην τοπική κοινωνία του χωριού, όπως είναι τα πανηγύρια. foto
Από τα πιο παραδοσιακά πανηγύρια των μικρών μας πατρίδων είναι της Παναγίας, που γίνεται το Δεκαπενταύγουστο. Πανηγύρι που κρατεί το παραδοσιακό του ύφος στα Τζουμέρκα. Σε αυτό συντελούν οι κάτοικοι των χωριών και γενικότερα οι άνθρωποι της διασποράς, που κάθε χρόνο δίνουν το μεγάλο παρόν τις μέρες αυτές. Είναι οι άνθρωποι που έχουν τάξει στον εαυτό τους, βάζοντας το μεγάλο στοίχημα, να ακολουθούν πιστά με σεβασμό και αυστηρά προσηλωμένοι τα όμορφα μονοπάτια της παράδοσης, ανοίγοντας ταυτόχρονα δρόμους και ορίζοντες πλατιούς, στις νεότερες γενιές.
Στα χωριά των ανατολικών Τζουμέρκων τα πανηγύρια κρατάνε γερά μέχρι και σήμερα. Και αυτό γιατί κάποιοι άνθρωποι είναι συναισθηματικά δεμένοι με το κορυφαίο αυτό γεγονός. Νοσταλγώντας τα παλιά επειδή έχουν πολλά βιώματα από το χωριό από τα χρόνια της παιδικής ηλικίας και παραμονές πανηγυριού καταφτάνουν στον τόπο που τους γέννησε. Αυτοί είναι οι τρυφεροί εραστές της παράδοσης, οι ρομαντικοί νοσταλγοί του ψυχικού τοπίου της μουσικοχορευτικής παράδοσης της τοπικής κοινωνίας. Και αυτοί παράλληλα παρακινούν και κάποιους άλλους, με αποτέλεσμα το πανηγύρι να έχει συνέχεια.
Από τα αξιοσημείωτα των τελευταίων ετών στα χωριά μας, είναι η επιστροφή των νέων στα πατρογονικά και γενικότερα στην παράδοση, αναζητώντας τις ρίζες μας. Αυτά τα παιδιά δίνουν θετικά δείγματα αγάπης και νόστου για τα χωριά μας, με τη δυναμική τους παρουσία στα καθημερινά, και πολύ περισσότερο στα κορυφαία γεγονότα που είναι τα πανηγύρια μας. Τις μέρες του πανηγυριού συμμετέχουν ενεργά, σκορπώντας κέφι με πολύ μεράκι, κρατώντας τα όργανα (ορχήστρα) μέχρι το πρωί.
Έτσι λοιπόν κάθε χρόνο τα πανηγύρια γίνονται στο ίδιο ύφος και χρώμα, με την ίδια λαμπρότητα, την ίδια μεγαλοπρέπεια και αρχοντιά, με τους αυστηρούς όπως πάντα κανόνες του, όπως τον παλιό καλό καιρό. Γιατί έτσι το θέλουν οι ντόπιοι. Έτσι όπως το παρέλαβαν οι παλαιότεροι από τους πατεράδες τους για να το μεταλαμπαδεύσουν και στις επόμενες γενιές, κάνοντας το χρέος τους απέναντι στην ιστορία του τόπου, απέναντι στη γενιά και γενικότερα στην παράδοση και το λαϊκό πολιτισμό των ανατολικών Τζουμέρκων. Για τον απλούστατο λόγο, γιατί το πανηγύρι είναι τρόπος ζωής.
Ψηλά στην Κωστηλάτα, στα κρύα τα νερά,
χορεύουν τα κορίτσια μαζί με τα παιδιά.
Ποπό, ποπό! τρομάρα σας,
να μην το μάθει η μάνα σας!
Ποπό, ποπό! Τι γένεται
και στο χωριό δε φαίνεται;
Η Κωστηλάτα, απ’ όπου πήρε και το όνομά του, είναι πλούσιος βοσκότοπος στις ανατολικές πλαγιές των Τζουμέρκων, με άφθονα κρυστάλλινα νερά και απαράμιλλη άγρια ομορφιά. Πιθανώς το όνομα να το πήρε από κάποιον αρχιτσέλιγκα, ονόματι Κωστή. Μετά την προσάρτηση της περιοχής, το 1881, στην Ελλάδα, ανέκυψε το ιδιοκτησιακό πρόβλημα της Κωστηλάτας, που είχε πουληθεί από τους Τούρκους Μουσταφάμπεη και Σουκερέμπεη στους αδελφούς Νίκο και Γιώργο Αντωνόπουλο. Οι Θεοδωριανίτες, ελεύθεροι πια, δε θεωρούν νόμιμη την αγοροπωλησία της γης τους και αγωνίζονται σκληρά για την απόκτηση της Κωστηλάτας, πρωτοπορώντας στον αγώνα κατά των τσιφλικάδων (πρώτο Κιλελέρ). Οι αδελφοί Αντωνόπουλοι στέλνουν την άνοιξη του 1883, με ισχυρή στρατιωτική δύναμη, το Χατζιάρα από το Βάλτο Αιτωλοακαρνανίας, με δυο χιλιάδες πρόβατα, για να βοσκήσουν στην Κωστηλάτα και έτσι να γίνουν κύριοι του λιβαδιού. Οι Θεοδωριανίτες έπιασαν τον αυχένα του «Σταυρού» και έδωσαν σκληρή μάχη κατά του αποσπάσματος, με αποτέλεσμα να εξαναγκάσουν το Χατζιάρα να οπισθοχωρήσει με τα πρόβατά του για το Γάβρογο, αφού έχασε πολλά. Για τη σκληρή αυτή μάχη των Θεοδωριανιτών η λαϊκή μούσα λέει:
Πίσω, Χατζιάρα κερατά, πίσω, καταραμένε,
εμείς τόπο δε δίνουμε σε ξένους τσελιγκάδες,
τον τόπο μας τον θέλουμε, να ζήσουν τα παιδιά μας,
έχουμε δ’κά μας πρόβατα, μουλάρια και φοράδες.
Η Κωστηλάτα είναι τραγούδι της αγάπης, που τραγουδιέται και χορεύεται στα πανηγύρια των ανατολικών Τζουμέρκων. Δεν υπάρχει άνθρωπος με βιώματα από τη μικρή μας πατρίδα, όπου και να βρίσκεται στα τέσσερα σημεία του ορίζοντα, που να μην ανατριχιάζει ή να μη συγκινείται ακόμα και να βουρκώνουν τα μάτια του στο άκουσμα του τραγουδιού της Κωστηλάτας. Είναι ο εθνικός χορός των ανατολικών Τζουμέρκων. Ύμνος προς τα άγια χώματα των μικρών μας πατρίδων, προς την κοπέλα Τζουμερκιώτισσα, την αγάπη, το νόστο. Είναι το τραγούδι που μας έλκει τους καλοκαιρινούς μήνες στην ορεινή πατρίδα και τον άλλο καιρό μας μεταφέρει νοερά, γλυκά και νοσταλγικά στις γραφικές ομορφιές της. Η Κωστηλάτα που τραγουδιέται στο Διπλοκάγκελο, είναι το τραγούδι που ενώνει τους ορεινούς.
Μαρία λεν την Παναγιά,
Μαρία λεν και σένα,
μωρ’ Μαρία μου,
κακομοίρα μου.
Ποπό, ποπό! Ποια να ’ναι αυτή
με το γαρίφαλο στ’ αυτί;
Είναι η συνέχεια της αλυσίδας των τραγουδιών στο πανηγύρι. Τραγούδι της αγάπης, που αναφέρεται στον έρωτα ενός νέου για τη Μαρία, η οποία, εκτός από όμορφη που είναι, έχει και το όνομα της Παναγίας.
Μα τον Άγιο Κωσταντίνο,
το χορό δεν τον αφήνω.
Μα τον Άγιο Αθανάση,
ο χορός δε θα χαλάσει.
Μα τον Άγιο Αϊ Λιά,
ο χορός θέλει βιολιά.
Είπε ο πρόεδρος, παιδιά,
να μην πάψουν τα βιολιά.
Πιασμένοι αγκαζέ οι Τζουμερκιώτες, ένδειξη αλληλεγγύης και ομοψυχίας, ξεχνώντας τα πάθη και τις φαγωμάρες μεταξύ τους, χορεύουν σε ένα ψυχικό τοπίο. Είναι των «Αγίων ο χορός», που παίρνουν και αυτοί μέρος, συνομιλώντας με τα τραγούδια και με την ντόπια παράδοση. Είναι το τραγούδι της γλυκιάς μας μικρής πατρίδας.

*Ο Σπύρος Νεραϊδιώτης είναι
χοροδιδάσκαλος, λαογράφος
τα κείμενα είναι από το βιβλίο του
ΑΝΑΤΟΛΙΚΑ ΤΩΝ ΤΖΟΥΜΕΡΚΩΝ

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ