Συνέντευξη με τη συγγραφέα Σοφία Βόϊκου

Επιμέλεια:

Βασιλική Β. Παππά

Vas_nikpap@yahoo.gr

Η Σοφία Βόϊκου γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη. Σπούδασε γαλλική φιλολογία στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο και Ιστορία της Τέχνης στη Σχολή του Λούβρου. Έκανε μεταπτυχιακές σπουδές πάνω στην Επικοινωνία και τον Πολιτισμό των Χωρών της Μεσογείου στο Πανεπιστήμιο Sophia Antipolis της Γαλλίας. Από το 1997 δραστηριοποιείται επαγγελματικά στον χώρο της διαφήμισης και της επικοινωνίας, διευθύνοντας το δικό της δημιουργικό γραφείο.

Β.Π.: Κυρία Βόϊκου, γεννηθήκατε στη Θεσσαλονίκη. Ποιες είναι οι πρώτες μνήμες σας και ποια τα πρότυπά σας ως παιδί; Υπάρχει κάποιος ο οποίος επέδρασε καταλυτικά στην ψυχοσύνθεσή σας;

Σ.Β.: Οι πρώτες μνήμες μου είναι να μεγαλώνω σε μία γειτονιά που παρά το γεγονός πως αποτελούσε κομμάτι μιας μεγαλούπολης, με πολυκατοικίες και δρόμους με κίνηση, διατηρούσε επίσης την αρχοντιά μιας άλλης Θεσσαλονίκης, αυτήν της περιοχής των Εξοχών. Υπήρχαν ακόμα όμορφα σπίτια, αλάνες, και χώροι για παιχνίδι. Περνούσαμε άπειρες ώρες έξω από το σπίτι. Από εκείνη την εποχή δεν μπορώ να ξεχωρίσω εάν κάποιος επέδρασε καταλυτικά στην ψυχοσύνθεσή μου ως παιδί, σίγουρα όμως το ευρύτερο οικογενειακό περιβάλλον γονείς, παπούδες, θείοι που σε κάθε μάζωξη είχαν αμέτρητες ιστορίες να διηγηθούν, ενίσχυσε τη φαντασία μου. Ιστορίες για χαμένες πατρίδες, εμπορικά λιμάνια, ξένες πρωτεύουσες και αποπνικτικά κλωστήρια δημιουργούσαν κόσμους μαγικούς στο παιδικό μυαλό μου.

Β.Π.: Λένε ότι ο κάθε άνθρωπος έχει ένα παιδί μέσα του. Εσείς κατά πόσο έχετε διατηρήσει το παιδί μέσα σας και πόσο σας βοηθά στη συγγραφή; Οι λέξεις παίζουν καθοριστικό ρόλο στη ζωή σας;

Σ.Β.: Έχω διατηρήσει ορισμένα κομμάτια του παιδιού που ήμουν κάποτε. Ένα μεγάλο μέρος του σταμάτησε να υπάρχει από τη στιγμή που έγινα μητέρα και δεδομένου πως έγινα πολύ γρήγορα μητέρα, σημαίνει πως το κομμάτι της παιδικής ξεγνοιασιάς έληξε σύντομα για μένα. Ωστόσο διατηρώ το κομμάτι της παιδικής αθωότητας, ίσως και αφέλειας ορισμένες φορές, πιστεύοντας πως οι άνθρωποι που με πλησιάζουν έχουν πάντα αγαθές προθέσεις. Δεν νομίζω πως το κομμάτι της παιδικότητας βοηθάει στη συγγραφή, τουλάχιστον όχι συνειδητά. Πιστεύω πως οι λέξεις παίζουν καθοριστικό ρόλο στη ζωή όλων των ανθρώπων και όχι μόνο στους συγγραφείς. Οι λέξεις που χρησιμοποιούμε καθημερινά κρύβουν μέσα τους συναισθήματα, προθέσεις, προσδοκίες, ματαιώσεις, οπότε καθορίζουν σημαντικά τις διαπροσωπικές μας σχέσεις.

Β.Π.: Το τελευταίο σας βιβλίο φέρει τον τίτλο «Η Ερωμένη του Πατέρα». Θα θέλατε να μας πείτε λίγα λόγια γι’ αυτό;

Σ.Β.: Το βιβλίο ξεκινάει όταν η Άρια μετά τον θάνατο της μητέρας της, ανακαλύπτει την ερωτική αλληλογραφία του πατέρα της με μια άγνωστη γυναίκα. Γοητεύεται από το πάθος και την τρυφερότητα που αναβλύζουν τα γράμματά της και θέλει πάση θυσία να τη γνωρίσει από κοντά, να μάθει ποια είναι η γυναίκα που οδήγησε τη μητέρα της στην κατάθλιψη. Μέσα λοιπόν από αυτή την αναζήτηση, γνωρίζει τη Λίλα, τη Σερβίδα τραγουδίστρια της πανκ ροκ μουσικής. Κι έτσι ξεκινάει ένα ταξίδι στο παρελθόν, στην εποχή των νατοϊκών βομβαρδισμών στο Βελιγράδι, όπου οι Σέρβοι κάθε βράδυ τραγουδούσαν πάνω στις γέφυρες φορώντας έναν στόχο στο στήθος. Πρόκειται για ένα σύγχρονο σχετικά ιστορικό γεγονός που ίσως είναι η πρώτη φορά που το συναντάμε στη νεοελληνική λογοτεχνία. Στο βιβλίουπάρχουν δύο βασικά ερωτήματα.Η αγάπη μοιράζεται στα τρία;Πώς μπορεί μια κόρη να αντισταθεί στη σαγήνη μιας ερωμένης χωρίς να προδώσει τη μνήμη της μητέρας της;

Β.Π.: Γράφοντας έχετε την αίσθηση ότι με τη γραφή μπορείτε να βάλετε σε τάξη τον κόσμο;

Σ.Β.: Μακάρι να ήταν τόσο εύκολο… όχι, φυσικά… δεν έχω τέτοια πρόθεση… εδώ καλά – καλά τον δικό μου κόσμο δεν μπορώ να βάλω σε τάξη, όχι τον κόσμο όλο…

Β.Π.: Ζούμε σε έναν κόσμο που κυριαρχεί από τη μια η οικονομική ολιγαρχία και από την άλλη οι μετανάστες, οι φτωχοί, οι άνεργοι. Ποια η θέση των διανοουμένων  μέσα σε έναν τέτοιο κόσμο;

Σ.Β.: Να δώσουν φωνή σε αυτούς που δεν μπορούν να μιλήσουν… να εκφράσουν σκέψεις, συναισθήματα… να γίνουν η γέφυρα μεταξύ των δύο κόσμων…

Β.Π.: Σήμερα, πιστεύετε ότι υπάρχει αντίσταση των πνευματικών ανθρώπων της Τέχνης, ή θεωρείτε την εικόνα πλασματική; Πιστεύετε στη συλλογική ή τη μοναχική αντίδραση;

Σ.Β.: Αντίσταση με την έννοια των συλλογικών αγώνων του παρελθόντος, όχι δεν υπάρχει. Οι οικονομικοκοινωνικές συνθήκες έχουν αλλάξει… οι σχέσεις των ανθρώπων έχουν αλλάξει, τα «θέλω» και οι ανάγκες τους έχουν αλλάξει… Και οι δύο αντιδράσεις είναι απαραίτητες… για να φτάσεις στη συλλογική αντίδραση πρέπει πρώτα να έχεις περάσει από τη μοναχική αντίδραση. Να έχεις κάνει πρώτα την προσωπική σου επανάσταση. Ο δρόμος προς τους κοινωνικούς συλλογικούς αγώνες περνάει πρώτα από την αμφισβήτηση των προσωπικών μας «σταθερών».

Β.Π.: Εσείς πώς αντιλαμβάνεσθε αυτή την κατάπτωση των αξιών που παρατηρείται επί των ημερών μας;

Σ.Β.: Η αλήθεια είναι πως με φοβίζει λίγο… όχι τόσο η φράση «κατάπτωση των αξιών» όσο αυτή η βουβή βία που σιγοβράζει, ιδίως στη νέα γενιά… αισθάνομαι ώρες – ώρες πως η εποχή με ξεπερνάει…

Β.Π.: Ποιους νέους Έλληνες συγγραφείς ξεχωρίζετε;

Σ.Β.: Πάρα πολλούς… συνεχώς ανακαλύπτω νέους ή παλαιότερους που μου έχουν ξεφύγει… Στην κορυφή της λίστας ωστόσο, θα βάλω τον συντοπίτη μου, τον Ισίδωρο Ζουργό… δεν με έχει απογοητεύσει ποτέ…

Β.Π.: Τι σας κάνει να χαμογελάτε καθημερινά;

Σ.Β.: Τα μικρά καθημερινά πράγματα που πιο μικρή τα θεωρούσα δεδομένα…

Β.Π.: Κλείνοντας, κυρία Βόϊκου, θα ήθελα να μας πείτε, υπερβάλλετε ποτέ σε κάτι;

Σ.Β.: Γενικώς είμαι συγκρατημένη… ακόμα και στις αγκαλιές που δεν θα έπρεπε… δεν είμαι άνθρωπος της υπερβολής νομίζω… ίσως είμαι υπερβολική με την αγορά βιβλίων… αγοράζω συνέχεια ενώ υπάρχει πάντα μια βιβλιοθήκη με αδιάβαστα που με περιμένει…

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ