Γράφει ο Σπύρος Νεραϊδιώτης*.

Ένα όμορφο αλλά σημαδιακό όνειρο που είδε στον ύπνο του, ήταν καθοριστικό για τον ίδιο καθώς και η αφορμή για να αλλάξει ολόκληρη η ζωή του.
Είδε λέει, πως ήταν στην αντίπερα όχθη του Άσπρου και από εκεί δε θωρούσε τίποτα μπροστά του, γιατί παντού ήταν αντάρα, πολύ αντάρα και μέσα από αυτή την πυκνή αντάρα να κάνει άξαφνα την εμφάνισή της μια γυναίκα «κοκκινοφορεμένη, μαυρομάτα» και να του λέει ρητά και κατηγορηματικά:
«Γύρνα πίσω, το χωριό σε χρειάζεται». Και αμέσως εξαφανίστηκε!
«Ω! Του θαύματος!» Και τότε άρχισε να ξανταριάζει και το τοπίο να ξεθαμπώνει και φάνηκε λέει, ξεκάθαρα «το καντήλι της Αγίας» που τρεμόφεγγε απάνω ψηλά, στη μέση από το στεφάνι, και κάτω στη ρίζα του γκρεμού «το μαναστήρι της Αγίας Κυριακής» να είναι φωταγωγημένο με φως ιλαρό, κατανυκτικό και από μέσα να ακούγεται μια αγγελική ψαλμωδία σαν να γίνεται μέγας εσπερινός σε βυζαντινό συλλείτουργο, και στο τέλος της λειτουργίας να ακούγεται δυνατά και ψαλμωδικά σε τόνο χερουβικό: Άξιος! Άξιος! Άξιος! OLYMPUS DIGITAL CAMERA
Και απάνω στο χωριό λέει, φεγγοβολούσαν φώτα, λες και ήταν υπέρλαμπρα αστέρια και με το γλυκοχάραμα οι πρώτες ηλιαχτίδες χτυπούσαν τον ξάγρυπνο Κριάκουρα και το χωριό τότε έλαμπε σαν μαργαριτάρι στον ήλιο, και η φύση φόρεσε τα γιορτινά της σκορπώντας παντού χίλια χρώματα και αρώματα.
Ενώ τα πουλιά κελαηδούσαν γλυκά, άξαφνα λέει, άρχισαν τότε να χτυπούν χαρμόσυνα εφτά καμπάνες όλες μαζί, πρώτα αυτή του πολιούχου του χωριού, του Αη-Γιώργη και μετά οι άλλες από τα ξωκλήσια του Άη-Θόδωρου, του Πατρο-Κοσμά, του Άη-Λιά, της Αγίας Παρασκευής, της Θεοτόκου και αυτή από το μαναστήρι της Αγίας Κυριακής, και χτυπούσαν τόσο δυνατά λέει, που ο ήχος τους ήταν στη διαπασών και έφτανε μέχρι τον έβδομο ουρανό.
Εκείνη τη στιγμή αυτός από την ταραχή του ξεπετάχτηκε απότομα από τον ύπνο και η καρδιά του χτυπούσε δυνατά σαν τις εφτά καμπάνες και από την αγωνία του ήταν καταϊδρωμένος σαν να πέρασε ολόκληρος μέσα από το κεφαλάρι του Γλαβά και να λούστηκε με το δροσερό νερό του, που είναι σαν αγίασμα.
Μετά από λίγο αφού καταλάγιασε, έκανε το σταυρό του ψελλίζοντας: Αγία Κυριακή μου! Μεγάλη η Χάρη σου! Ας γίνει το θέλημά Του!
Ο Θεός έστειλε την Αγία Κυριακή στον ύπνο του, όπως εξηγείται στο όνειρο, για να του πει να έρθει στο χωριό και να γίνει παπάς, γιατί το χωριό ήταν δίχως παπά και οι κάτοικοι ήταν για πολύ καιρό αλειτούργητοι και ο Θεός εισάκουσε τις παρακλήσεις των κατοίκων και τους έκανε τη Χάρη.
Ήταν θέλημα Θεού, για τον Αποστόλη Οικονόμου το πέμπτο από τα έξι παιδιά της οικογένειας του Στάθη και της Στάθαινας τ’ ’Κονόμου, μετά από αυτό το όνειρο που είδε, να αφήσει πίσω του τη μακρινή Αυστραλία που ήταν χρόνια εκεί μετανάστης, να περάσει θάλασσα πλατιά, κάμπους, βουνά και όρη, και να γυρίσει πίσω στο χωριό να φορέσει το ράσο και έτσι το όνειρο να γίνει πραγματικότητα.
Και αφού χειροτονήθηκε παπάς στο χωριό ο παπα-Αποστόλης, μετά βαΐων και κλάδων χορεύοντας το χορό του Ησαΐα μέσα σε μια πανηγυρική ατμόσφαιρα με τη συμμετοχή πολλών χωριανών, έθεσε από τότε τον εαυτόν του στην υπηρεσία του Θεού καθώς και ολόκληρης της τοπικής κοινωνίας.
Θα μπορούσε ο παπα-Αποστόλης να είναι ένας αξιόλογος παραδοσιακός τραγουδιστής και πολύ περισσότερο ένας εξαίρετος ψάλτης, γιατί έχει μελωδική και ψαλμωδική φωνή, δωρική και καθάρια, σε τόνο ιερατικό και βυζαντινό, με χροιά ξύλινη σαν αυτή του πατέρα του, του Στάθ’ ’Κονόμου που ήταν για πολλά χρόνια ψάλτης, αλλά και σαν της μάνας του της Βασίλως, που είχε φωνή σαν του αηδονιού και που τραγουδούσε στις χαρές και στους γάμους σε καθημερνές και σχόλες. Από αυτούς πήρε ο παπα-Αποστόλης αυτό το ωραίο χάρισμα και ψέλνει τόσο ωραία.
Κάποιοι τον αποκαλούν «Μελωδό» για την ωραία του ψαλμωδία, που κάνει ακόμα και τους άθεους να προσέρχονται στην εκκλησία, μόνο και μόνο για να τον ακούσουν να ψέλνει με αυτή την αγγελική φωνή, το «Φως ιλαρόν», «η γέννησή σου Χριστέ», «το τροπάριο της Κασσιανής», «Μεγαλοβδομαδιάτικους» και «Αναστάσιμους» ήχους και ύμνους πολλούς, σε οκτώηχο.
Κάποιοι άλλοι τον αποκαλούν «Παπαφλέσσα» γιατί φυλάει «Θερμοπύλες» στο χωριό, κυρίως τους χειμερινούς μήνες και μάλιστα σε τούτους τους χαλεπούς καιρούς που τα χωριά μας έχουν ερημώσει.
Αγαπάει το χωριό ο παπα-Αποστόλης και ταυτίστηκε με αυτό το Τζουμερκιώτικο τοπίο της άγριας ομορφιάς, με τις βουνοκορφές και τα κρυστάλλινα νερά, με τα αλώνια, τα λαγκάδια και τα ρέματα, με το ψυχικό τοπίο της μουσικοχορευτικής παράδοσης, με τη Νεράιδα των πανηγυριών.
Το Νεραϊδιώτικο τοπίο λέει, είναι πολύ όμορφο κάθε εποχή του χρόνου. Η άνοιξη με το πράσινο, με τον ξανθό Απρίλη και τον μυρωδάτο Μάη, το καλοκαίρι με τα κρυστάλλινα νερά και τις λουλουδιασμένες αυλές των σπιτιών, το πανηγύρι της Νεράιδας που γίνεται στις 26 Ιουλίου στην καρδιά του καλοκαιριού, σέρνοντας ο ίδιος το «Διπλοκάγκελο» όπως το απαιτεί η παράδοση, κάνοντας το χρέος του απέναντι στην ιστορία αυτού του τόπου. Του αρέσει και το χινόπωρο με τα κίτρινα και καφετί χρώματα, ακόμα και ο χειμώνας του αρέσει με τα χιόνια τα πολλά.
Του αρέσει γενικότερα η Νεράιδα, αυτό το στολίδι των ανατολικών Τζουμέρκων, όπως λέει, ευχαριστώντας το Θεό γι’ αυτή την ομορφιά της φύσης. Τον συγκινεί η ομορφιά των χρωμάτων, το γλυκοχάραμα και η ανατολή, το λιόγερμα και το δειλινό, το άρωμα της ρίγανης και του τσαγιού, ο ήχος του νερού που κυλάει. Την πονάει αυτή την πολυπόθητη πατρίδα ο παπα-Αποστόλης, γιατί πατρίδα γι’ αυτόν δεν είναι μόνο η ομορφιά του τοπίου, είναι και κάτι άλλο, τα ιδανικά και οι αξίες που βιώνει, τα πατροπαράδοτα και η ιστορία αυτού του τόπου, τα μνήματα των προγόνων, ο κρυφός αναστεναγμός από τις αναμνήσεις των παιδικών βιωμάτων, αλλά και ό,τι έχει σχέση με αυτό που κρατάει πάντα ζωντανή αυτή τη «ρημάδα», την εγκαταλελειμμένη και περιφρονημένη ορεινή πατρίδα.
Ο παπα-Αποστόλης, εκτός από εφημέριος της ορεινής πατρίδας είναι και μάστορας, ένας καλός μαραγκός, που παίρνει το ακατέργαστο ξύλο και το μετατρέπει σε κομψοτέχνημα κατασκευάζοντας ξύλινες δημιουργίες. Αλλά και τις ελεύθερες ώρες θα ασχοληθεί και με τα κηπευτικά να τα έχει όπως λέει, για τις νηστήσιμες μέρες και για όλη τη σαρακοστή. Έχει επίσης και κατοικίδια που ασχολείται με αυτά κάθε μέρα, αλλά και καμιά φορά όταν ξαδειάζει θα κατεβεί και στο Γρεβενίτη να ψαρέψει καμιά πέστροφα να τη βάλει στο τηγάνι. Ακόμα και ποδόσφαιρο παίζει ο παπα-Αποστόλης, στον ετήσιο καθιερωμένο αγώνα «Νεολαία Γερουσία», που γίνεται κάθε καλοκαίρι στο χωριό, έχοντας αξιόλογες επιδόσεις.
Κάθε απόγευμα ο παπα-Αποστόλης πριν γύρει ο ήλιος πίσω από τη ράχη του Κριάκουρα, κινάει πίσω από τις Κρανιές που είναι το σπίτι του, με το ράσο ανασκουμπωμένο στη μέση και την γκλίτσα με το δικέφαλο αετό πισθάγκωνα, περνώντας με βήμα αργό τα σοκάκια του χωριού και ανεβαίνει προς την εκκλησία να ανάψει πρώτα τα καντήλια και μετά να πάει στο καφενείο να πιεί τον καφέ του, αγναντεύοντας από το κουλούρι της αυλής προς κάθε κατεύθυνση, θαυμάζοντας τα τοπία του χωριού σα να τα βλέπει για πρώτη φορά.
Ο παπα-Αποστόλης, είναι αυτό που έλειπε από το χωριό, αυτό που χρειαζόταν η τοπική κοινωνία, είναι ο απλοϊκός παπάς που με την ιδιοσυγκρασία του θεωρείται ένας πραγματικά αληθινός εφημέριος της ορεινής πατρίδας. Άξιος!
«Αγίασον τούς αγαπώντας την ευπρέπειαν τού οίκου σου».

*ο Σπύρος Νεραϊδιώτης είναι
χοροδιδάσκαλος, λαογράφος,
τηλεοπτικός παραγωγός –
τα κείμενα είναι από το βιβλίο του
ΑΝΑΤΟΛΙΚΑ ΤΩΝ ΤΖΟΥΜΕΡΚΩΝ

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ