Στο εικοστό έβδομο βιβλίο του συγγραφέα και ποιητή Κωνσταντίνου Μπούρα («Στυλίτης», εκδόσεις Momentum), περιλαμβάνονται τετρακόσια δώδεκα δραματικά ποιήματα-λυρικοί μονόλογοι, παραταγμένα χρονολογικά, δίκην ποιητικού ημερολογίου, που επιστεγάζουν την εδώ και είκοσι επτά χρόνια ποιητική παραγωγή του. Τι μπορεί να πει κανείς για το σώμα; Χωρίς Έρωτα υπάρχει ύλη; Χωρίς πνεύμα υπάρχει κίνηση; Οπαδός του μη μηχανιστικού μοντέλου ύπαρξης, ο μεσήλικας πλέον συγγραφέας αναζητεί το Άγνωστο πίσω από το πέπλο των ψευδαισθήσεων και της αυταπάτης, διψάει για την Αλήθεια που είναι συνώνυμη με την Ωραιότητα. Κι ελπίζει όλα αυτά να μην είναι μάταια και να προοδεύσουμε επιτέλους επιφυλάσσοντας για τον άνθρωπο των σπηλαίων μια θέση στα μουσεία. Όσο για τεχνικές, σχολές, τεχνοτροπίες και υφολογίες, μπορεί να ανιχνεύσει πολλές ο επαρκής αναγνώστης (στον οποίο αφιερώνεται το βιβλίο αυτό). Όμως πέρα και πάνω απ’ όλα είναι η ειλικρίνεια της φωνής που άλλοτε ψιθυρίζει κι άλλοτε κραυγάζει τους καημούς και τους πόνους της συλλογικής Ανθρώπινης Ψυχής. Ο ίδιος σήμερα μιλάει στην ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΓΝΩΜΗ και στον Ελπιδοφόρο Ιντζέμπελη.

Ερ: Μιλήστε μας για το βιβλίο σας «Στυλίτης», εκδόσεις Momentum.

Απ: Πρόκειται για ένα ακόμα ποιητικό ημερολόγιο . Μόνο που αυτό έχει μια ιδιαιτερότητα σε σχέση με τα προηγούμενα: αποτελεί ποιητική σύνοψη της όλης ποιητικής μου δημιουργίας των τελευταίων είκοσι επτά ετών. Έγραψα και ξανάγραψα, αναθεώρησα κι ανασύνταξα πολλές καλές ποιητικές στιγμές. Μέσα από την πείρα των πενήντα δύο χρόνων, έκοψα το περιττό κι άφησα αυτό που μου φαίνεται τώρα ουσιώδες. Συνομίλησα διακειμενικώς με άλλους ποιητές (κυρίως πεθαμένους, αλλά και ζωντανούς), παρέπεμψα στους προσωκρατικούς φιλοσόφους, επιδόθηκα σε αυστηρή γλωσσοπλασία. Η βαθύτατη πίστη μου στην ελευθερία της ποιητικής έκφρασης και του πνεύματος γενικότερα είναι αυτή που με καθοδηγεί στη διαρκή αμφισβήτηση της όποιας ποιητικής δημιουργίας που προέρχεται από το ανικανοποίητο της νόησης κι αυτή από την ακράδαντη πεποίθηση της ματαιότητος των πάντων. Κι αυτό ας μην ακουστεί πεσσιμιστικό, αφού είμαι εξ ορισμού αισιόδοξος κι απολαμβάνω κάθε στιγμή της μέρας και της νύχτας ως δώρο απρόβλεπτο και πολύτιμο…exofillo

Ερ.: Γράφετε ότι «Κουβαλάμε τις πόλεις. Εντός μας. Τις θάβουμε. Μέσα μας και Τις αναγεννάμε. Όπως τις ζωές που ζήσαμε». Δεν υπάρχει όμως επάνω σας η επιρροή του γενέθλιου τόπου;

Απ: Καθόλου. Έφυγα παιδί από την Καλαμάτα, μεγάλωσα στο Μαρούσι, ανδρώθηκα στη Νέα Σμύρνη, αγόρασα στούντιο στο Παρίσι και τώρα μένω ανάμεσα στο λόφο του Λυκαβηττού και στο λόφο του Στρέφη. Κουβαλάω μέσα μου όμως για πάντα την πόλη του Μαρακές, εκεί που ένιωσα τον έρωτα για πρώτη φορά να συγκλονίζει το είναι μου, εκεί που άλλαξα πορεία ζωής κι εγκατέλειψα μια φιλόδοξη προοπτική ακαδημαϊκής καριέρας για να ζήσω και με τα δύο ημισφαίρια του εγκεφάλου μου…

Ερ: Στο ποίημα Με δανεικές φωνές αναφέρεστε σε σπουδαίους ποιητές όπως ο Σικελιανός, ο Σεφέρης, ο Καρυωτάκης, ο Ελύτης , ο Καβάφης, ο Χρονάς και φτάνετε μέχρι τις ημέρες μας. Γιατί η αναφορά αυτών τον ονομάτων μας γοητεύει ακόμη;

Απ: Δεν είναι τα ονόματα που μας γοητεύουν. Μακριά από εμένα φετιχισμοί κάθε είδους. Οι στίχοι τους, οι ακριβολογικές διατυπώσεις λεπτών νοημάτων, η σύλληψη κι έκφραση του Άρρητου, αυτό είναι που διασώζεται ακόμα και μετά τον θάνατό μας. Τα σώματα είναι που μετράνε. Τα ονόματα είναι συμβάσεις, σημαίνοντα. Το σώμα και είναι και σημαίνον και σημαινόμενο. Και σώμα για τον ποιητή είναι το corpus (κυριολεκτικώς) του έργου του.

Ερ: Η ποίηση από την αρχαιότητα υμνεί τον έρωτα και τις χαρές της ζωής. Σήμερα όμως βρίσκεται σε παρακμή. Μπορείτε να αναφέρετε μερικούς λόγους που  να αιτιολογούν αυτή την αδιαφορία του αναγνωστικού κοινού;

Απ: Βεβαίως. Μπερδέψαμε την ποίηση με την ακατάσχετη δοκιμιογραφία, της αφαιρέσαμε ρυθμό και μουσική, συγχέουμε τον τυπογράφο με τον ψυχαναλυτή, μιλάμε ακατάπαυστα για το εγώ λησμονώντας το εμείς. Γιατί το κοινό ν’ ασχοληθεί με την πληθώρα των εκδιδόμενων ποιητών όταν το ίδιο γράφει καλύτερα, ποιητικότερα κι αυθορμητότερα στον «τοίχο» του στο facebook; Ξεχάσαμε τον Έρωτα, λησμονήσαμε το σώμα, απαρνηθήκαμε το Αόρατο, γελάσαμε με το Άφατο, γίναμε υλιστές (κι ούτε καν αυτό), δεν πιστεύουμε σε τίποτα εκτός από την υστεροφημία και το πολύτιμο τομάρι μας, πατάμε επί πτωμάτων για να ξεχωρίσουμε. Γιατί θα πρέπει να ενδιαφέρει και τους άλλους αυτό; Μόνον αισθήματα ανταγωνισμού τους γεννά και την ανόητη τάση να τους μοιάσουν σε πρόσκαιρη «δόξα», αφού –ως γνωστόν «μετά την απομάκρυνσιν από το ταμείον ουδέν λάθος αναγνωρίζεται». Γίναμε «ματαιοκάματοι» φίλε μου, όπως λέω σε ένα πόνημά μου. Αλλά δεν φταίμε μόνον εμείς. Είναι αντιπνευματική η εποχή μας. Κυνήγι του χρήματος, της κοινωνικής ανόδου (που σηματοδοτούν τα όποια βραβεία και οι διακρίσεις). Είμαστε όλοι πολύ έξυπνοι, με πτυχία και μεταπτυχιακά και ξένες γλώσσες και δεν κατέχουμε τη δική μας. Γιατί να νοιάζονται οι άλλοι για την ποίησή μας; Συνήθως διαβάζουν μόνον τα δικά τους γραπτά και της στενής παρέας με την οποία συνσταυλίζονται. Αυτό είναι όλο. Είναι ελάχιστοι αυτοί που σκύβουν με αγάπη στα κείμενα των άλλων, των αγνώστων, των φερέλπιδων, των ταλαντούχων. Η εξαίρεση που επιβεβαιώνει τον κανόνα. Δυστυχώς.

Ερ: Η ενασχόληση με την γραφή τι αντιπροσωπεύει για την ζωή σας;

Απ: Οξυγόνο, Αισιοδοξία, Κυτταρική χαρά, Ανανέωση, Έρωτας, Ομορφιά, Κάλλος, Εξορκισμός του Θανάτου και συμφιλίωση με το αναπόφευκτο Τέλος. Ισορροπία. Αυτογνωσία. Εξέλιξη. Ανάταση κι ανάληψη ευθυνών. Σκέφτομαι συχνά ότι τη μόνη δικαίωση που προσδοκώ είναι κάποιες δεκαετίες μετά το φυσικό θάνατό μου ένας νέος να διαβάσει στο Διαδίκτυο του μέλλοντος έναν στίχο μου και να βιώσει καλύτερα τη μέρα του. Αυτό είναι όλο. Σεμνό, μεγαλεπήβολο; Δεν ξέρω. Όσο μεγαλώνω αντιλαμβάνομαι ότι δεν γνωρίζω τίποτα κι ότι ψάχνομαι όπως όλοι μας στα σκοτεινά. Το παιχνίδι της τυφλόμυγας.

Ερώτηση: Στην εποχή μας με τα τόσα προβλήματα μπορεί  ακόμη η ποίηση να μας βοηθήσει να ανεβούμε λίγο ψηλότερα;

Απ: Βεβαίως. Μόνον όμως όταν ο ποιητής μας δίνει το καλό παράδειγμα με τον βίο και την Ασκητική του (για να θυμηθούμε τον Καζαντζάκη). Απεχθάνομαι τους κακεντρεχείς, σκληρούς και άδικους ανθρώπους, τους μνησίκακους, τους μισαλλόδοξους, τους δοκησίσοφους. Το όποιο έργο του δεν με ενδιαφέρει. Το αποφεύγω συστηματικά για να μην με μολύνει με μια διεστραμμένη άποψη του κόσμου, της ζωής, του σώματος. Όχι, η ζωή μας δεν είναι κοιλάδα δακρύων. Οδύνη και Ηδονή δεν είναι ταυτόσημα. Ο πόνος δεν μου λέει τίποτα. Μόνον ο Σικελιανός, ο Καβάφης, ο Καζαντζάκης, ο Σεφέρης, ο Ευριπίδης και οι αρχαίοι Έλληνες λυρικοί με αφορούν… Και κάποιοι άλλοι, που ο χώρος δεν μου επιτρέπει να τους κατονομάσω. Όσο για τους άλλους, ε, αλλάζω πεζοδρόμιο (αν προλάβω) ή απαντώ μηχανικά όταν με ρωτούν τι γράφω τώρα. Σε έναν κάποτε απάντησα (θράσος της νιότης): «Δεν γράφω τίποτα, ζω, απλώς ζω για να έχω κάτι να θυμάμαι στα γεράματα». Αυτός είναι που από τότε αλλάζει πρώτος πεζοδρόμιο και σε μια εταιρεία που έκανα αίτηση για να εισαχθώ (λες και δεν έχω δώσει τόσες εξετάσεις στη ζωή μου), φαντάζομαι ότι θα ήταν από τους πρώτους που με «έκοψε». Έλεος, βρε παιδιά. Λίγη αυτογνωσία δεν βλάπτει. Θα μας κρίνει όλους μας η Ιστορία, πολύν καιρό μετά τη μετάστασή μας. Αιδώς!mpouras

Ερ: Διαβάζουμε συχνά στον τύπο για εργαστήρια μυθιστορήματος και επίσης ποίησης. Αλήθεια διδάσκεται η ποίηση;

Απ: ΜΜΜΜΜΜΜΜΜ. Όσο διδάσκεται και ο Έρωτας. Ναι, κάποτε υπήρχαν ιδιοφυείς εταίρες ποιήτριες, γκέισες, δασκάλες του σώματος και του πνεύματος (όταν αυτά δεν ήταν ακόμα διαχωρισμένα). Αν εύρισκα μια δασκάλα σαν τη Σαπφώ σήμερα θα πήγαινα να μου διδάξει τον Έρωτα και την Ποίηση από την αρχή.

Ερ: Πολλοί νέοι γράφουν ποίηση. Το όνειρό τους είναι να εκδοθούν οι στίχοι τους. Παλαιότερα περίμεναν με αγωνία να αποκτήσει οντότητα η πρώτη τους ποιητική συλλογή. Σήμερα ανεβάζουν τα ποιήματά τους στο διαδίκτυο. Αυτή η εξέλιξη μπορεί να βοηθήσει την ποίηση ;   

Απ: Βεβαίως. Αυτό είναι το μέλλον. Χωρίς μεσάζοντες. Άμεση δημοκρατία της έκφρασης. Αγαπώ τους νέους ποιητές και τους στηρίζω όσο μπορώ με τις κριτικές μου. Τους εύχομαι να ξεπεράσουν τις στείρες γενιές που προηγήθηκαν και να πάψουν να ομφαλοσκοπούνται. Εκτός από το περίφημο εγώ υπάρχουν και οι άλλοι. Ας τους ανακαλύψουν κι ας επικοινωνήσουν μαζί τους. Η ποίηση ήταν πάντα τραγούδι κι όταν δεν είναι καταντά αδιάφορη πεζολογία, παραλήρημα χωρίς τέλος, δρόμος χωρίς σκοπό…

Ερ: Γιατί τα έντυπα ή οι εφημερίδες δεν γράφουν ούτε μια αράδα για την ποίηση ή τις ποιητικές συλλογές που εκδίδονται;

Απ: Γράφουν. Στην Ελευθεροτυπία με την οποία συνεργάζομαι όταν έγραψα μία ολόκληρη σελίδα για τα νέα ποιητικά βιβλία είχε πάμπολλες αναρτήσεις στο διαδίκτυο. Ο κόσμος διψά. Φτάνει να το καταλάβουν κι οι ιθύνοντες.

Ερ: Διαβάζουν οι νέοι ποίηση;

Απ: Βεβαίως. Γιατί είναι ερωτευμένοι και δεν έχουν ακόμα συμβιβαστεί.

Ερ: Ποια θα ήταν τα πράγματα, αν οι πολιτικοί στις ομιλίες τους χρησιμοποιούσαν στίχους ή είχαν στο μαξιλάρι τους ποιήματα του αγαπημένου τους ποιητή;

Απ: Αν το έκαναν ειλικρινώς κι έγραφαν τις ομιλίες τους οι ίδιοι θα γίνονταν καλύτεροι πολίτες της ευλογημένης χώρας μας.

Ερ: Διαβάζει ο Έλληνας ποίηση;

Απ: Διαβάζει μόνο ποίηση, ακόμα κι όταν νομίζει ότι διαβάζει μυθιστορήματα ή βλέπει θέατρο. Ο Έλληνας είναι ποιητής εκ γενετής, ακόμα κι όταν βρίζει. Ίσως, ειδικά τότε.

Ερ:  Ποιους ποιητές θα μας προτείνατε να διαβάσουμε σήμερα;

Απ: Τους «ποιητές που άγνωστοι» είναι για να θυμηθούμε τον «ιδανικό αυτόχειρα» Κώστα Καρυωτάκη. Διαβάστε τους πριν τους διαβάσει ο παππάς τη νεκρώσιμη ακολουθία πάνω από το κεφάλι τους. Ανακαλύψτε τους. Επειγόντως. Είναι ζήτημα ζωής και θανάτου. Για την Ελλάδα. Για όλους μας. Γέγονε.

 

 

 

 

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ