Επιμέλεια: Ευθύμιος Χατζηϊωάννου.

«Εάν η ΕΕ συνεχίσει να εκφοβίζει την ελληνική Κυβέρνηση μέχρι να υποκύψει, τότε θα πυροδοτήσει την αντίδραση της κοινής γνώμης, που πιθανό να καταλήξει στην έξοδο της Ελλάδας από την Ευρωζώνη» τονίζεται σε άρθρο του Τζων Κάσιντι, που δημοσιεύεται στο αμερικανικό περιοδικό “The New Yorker”. Στο άρθρο επισημαίνεται, ότι «αντί να κερδίσει λίγο χρόνο, μια δημοσιονομική ανάσα, μετά την συμφωνία της 20ης Φεβρουαρίου, η ελληνική Κυβέρνηση βίωσε τις τελευταίες εβδομάδες την απόσυρση των καταθέσεων και την αγωνία για την αποπληρωμή των δανείων της».
Στο ίδιο άρθρο σημειώνεται, ότι «παρά την συμφωνία των Βρυξελλών, η Ελλάδα δεν έχει λάβει καμία δόση από την ΕΕ και δεν πρόκειται να λάβει μέχρι να μπορέσει ο ΣΥΡΙΖΑ να πείσει την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, την ΕΚΤ και το ΔΝΤ, ότι το πρόγραμμα οικονομικών μεταρρυθμίσεων ανταποκρίνεται στις απατήσεις τους. Στο μεταξύ, μόνη πηγή χρηματοδότησης για την Αθήνα παραμένει η ΕΚΤ, γεγονός που δημιουργεί ασφυξία στην ελληνική Κυβέρνηση, σύμφωνα με την διατύπωση του Υπουργού Οικονομικών, Γιάννη Βαρουφάκη».

“Η Ελλάδα δεν θα λάβει καμία άλλη χρηματοδότηση, παραμένοντας όμηρος της ΕΚΤ, η οποία αποτελεί δημιούργημα του ευρωπαϊκού κατεστημένου”

Παράλληλα, στο δημοσίευμα αυτό ο αρθρογράφος Τζων Κάσιντι υπογραμμίζει, ότι «η συμφωνία του Φεβρουαρίου στο Eurogroup δεν σχεδιάστηκε για να παράσχει οικονομική ανάσα στην ελληνική Κυβέρνηση, αλλά για να εντείνει την πίεση στην αποδοχή των απαιτήσεων των πιστωτών της. Οι διαπραγματευτές του ΣΥΡΙΖΑ επέτυχαν μια αδιευκρίνιστη προς το παρόν χαλάρωση του στόχου του ελλείμματος για το τρέχον έτος, αλλά για την Γερμανία και τις άλλες μεγάλες ευρωπαϊκές χώρες τα δύο κρίσιμα στοιχεία της συμφωνίας είναι, ότι η ελληνική Κυβέρνηση συμφώνησε να υποβάλλει ένα σχέδιο μεταρρυθμίσεων στην τρόϊκα, -η οποία μετονομάστηκε σε “θεσμούς”-, προς έγκριση, ενώ η Ελλάδα δεν θα λάβει καμία άλλη χρηματοδότηση, παραμένοντας όμηρος της ΕΚΤ, η οποία αποτελεί δημιούργημα του ευρωπαϊκού κατεστημένου».

(c) ellinikignomi
(c) ellinikignomi

“Η σημερινή κατάσταση ασφυξίας της ελληνικής Κυβέρνησης, από την στιγμή, που η Ελλάδα παραμένει προσηλωμένη στην συμφωνία, είναι παράλογη”

Ο αρθρογράφος σημειώνει, επίσης, ότι «θα έπρεπε να παραχωρηθεί στο κόμμα του ΣΥΡΙΖΑ η οικονομική δυνατότητα να παρουσιάσει την μεταρρυθμιστική του πρόταση και για να εισάγει ορισμένα από τα ανθρωπιστικά μέτρα, που υποσχέθηκε στους Έλληνες, όπως την παροχή δωρεάν σίτισης και θέρμανσης για τους πολύ φτωχούς, κάτι που δεν θα κόστιζε πολύ στην ΕΕ».
Στην συνέχεια επισημαίνει: «Εάν στα τέλη Απριλίου, την καταληκτική ημερομηνία, δηλαδή, για τον έλεγχο του μεταρρυθμιστικού προγράμματος του ΣΥΡΙΖΑ από την τρόϊκα, οι προτάσεις δεν ικανοποιούν την ΕΕ, τότε θα έχει την δυνατότητα να αρνηθεί την περαιτέρω χρηματοδότηση της Ελλάδας. Η σημερινή, ωστόσο, κατάσταση ασφυξίας της ελληνικής Κυβέρνησης, από την στιγμή, που η Ελλάδα παραμένει προσηλωμένη στην συμφωνία, που επιτεύχθηκε στις Βρυξέλλες -ο Πρωθυπουργός, Αλέξης Τσίπρας, επανέλαβε την δέσμευση αυτή την περασμένη Πέμπτη- είναι παράλογη».

“Εάν οι Ευρωπαίοι εννοούν αυτό που λένε, ήρθε η ώρα για να αλλάξουν τακτική και να επιδείξουν πολιτική ικανότητα”

Αναφέροντας, επίσης, πως στις Βρυξέλλες ξεκίνησε, την προηγούμενη Τετάρτη, «η λεπτομερής επεξεργασία των ελληνικών προτάσεων» ο Τζων Κάσιντι σημειώνει:
«Είναι πολύ νωρίς ακόμη να προβλέψει κανείς το αποτέλεσμα των συνομιλιών, αλλά για να μπορέσει ο ΣΥΡΙΖΑ να “πουλήσει” την συμφωνία στην ελληνική κοινή γνώμη, θα πρέπει να δείξει, ότι οι διαπραγματεύσεις διεξήχθησαν “καλή τη πίστει” και ότι υπάρχει σημαντική απόκλιση από το παρελθόν».
Ο αρθρογράφος εκτιμά, ότι, «εάν η ΕΕ συνεχίσει να εκφοβίζει την ελληνική Κυβέρνηση, μέχρι να υποκύψει, τότε θα πυροδοτήσει την αντίδραση της κοινής γνώμης, που πιθανό να καταλήξει στην έξοδο της Ελλάδας από την ευρωζώνη».
Καταλήγοντας, ο αρθρογράφος του “New Yorker” υποστηρίζει, ότι «προσωπικά, δεν είμαι απολύτως πεπεισμένος, ότι αυτό θα ήταν το χειρότερο αποτέλεσμα για την Ελλάδα. Αλλά, όπως ισχυρίζονται τα εμπλεκόμενα μέρη, δεν είναι αυτό το αποτέλεσμα, που θέλουν. Εάν εννοούν αυτό που λένε, ήρθε η ώρα για να αλλάξουν τακτική και να επιδείξουν πολιτική ικανότητα».

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ