Συνέντευξη με τη συγγραφέα και ποιήτρια Ρία Φελεκίδου. Επιμέλεια: Δρ. Νικόλαος Β. Παππάς.

kat_nikpap@yahoo.gr

Κυρία Φελεκίδου, ως συγγραφέας παραμυθιών, θα θέλαμε να μας πείτε τι χρειάζεται για να μπει κανείς στον κόσμο των παραμυθιών; Είναι πράγματι μαγικός ο κόσμος τους;

Λοιπόν… Πώς μπαίνει κανείς στον κόσμο των παραμυθιών… Νομίζω πως χρειάζεται -τουλάχιστον- τη μαγική σκούπα μιας μάγισσας κοιμισμένης τρεις χιλιάδες χρόνια. Ή ίσως ένα φίλτρο καμωμένο από τριαντάφυλλα που μιλούν. Ή στη χειρότερη περίπτωση τα κοκκινόχρυσα παπούτσια της πιο φαντασμένης νεράιδας του Μαγεμένου Δάσους. Και αν τίποτα από αυτά δεν του βρίσκεται πρόχειρο, ας ανοίξει μια μικρή πορτούλα στη λογική και στη σκέψη του. Ας πάρει ένα βιβλίο με παραμύθια, ας ανοίξει τα μάτια της φαντασίας του. Φτάνει αυτό. Τα παραμύθια θα τρυπώσουν μέσα του κι εκείνα ξέρουν καλά τη δουλειά τους. Δεν κάνουν το σκοτάδι φως. Αποκαλύπτουν όμως τα κρυφά, φωτεινά μονοπάτια του σκοταδιού. Κι αν αυτό δεν είναι μαγεία, τότε τι ακριβώς είναι;felekidou

Έχετε δεχθεί κάποιο ερέθισμα από τα παιδιά για να γράψετε κάποιο παραμύθι ή αφορμή στάθηκαν μόνον τα δικά σας παιδικά βιώματα;

Τα παιδιά δεν έχουν αλωθεί και αλλοτριωθεί ισχυρά απ’ την πραγματικότητα. Ακόμη και όταν η πραγματικότητά τους είναι σκληρή, της αντιστέκονται γενναία. Μπαινοβγαίνουν στον κόσμο της φαντασίας, ακολουθούν δικούς τους νόμους, δεν έχουν στεγανά και μιζέριες, ελπίζουν τα πάντα, ονειρεύονται χωρίς όρια. Είναι από μόνα τους πηγή έμπνευσης λοιπόν. Όταν είσαι με παιδιά, όταν ουσιαστικά είσαι εκεί, μαζί τους, παίζεις, κουβεντιάζεις, ακόμη και όταν παρατηρείς, ξαναγίνεσαι λίγο παιδί. Έτσι οι αφορμές έμπνευσης είναι από αυτά, είναι και από το παιδί μέσα σου που ξυπνάει, τεντώνεται και σου κλείνει το μάτι.

Και ακόμη, όταν κάποιος γράφει –και όχι μόνο παραμύθια- ανακαλύπτει διαρκώς και παντού αφορμές, λόγους και θέματα καινούργια. Έμπνευση δεν δίνουν μόνον τα ισχυρά βιώματα αλλά η καθημερινότητα στις πολλαπλές εκδοχές της.

«Το πιο ευτυχισμένο κοριτσάκι του κόσμου», είναι ο τίτλος του τελευταίου σας παραμυθιού. Τι είναι αυτό που μπορεί να κάνει ένα παιδί τόσο ευτυχισμένο;

Τα παιδιά γίνονται ευτυχισμένα όταν ονειρεύονται. Και ονειρεύονται πολύ. Έτσι και η μικρή Βικτώρια ονειρεύεται πολύ, ονειρεύεται συνέχεια, μόνο που τα όνειρά της είναι πολύ πολύ μπερδεμένα. Υπεύθυνοι κατά κάποιον τρόπο για αυτό το παράξενο μπέρδεμα είναι οι «μεγάλοι» που είναι κοντά της, οι γονείς της. Η Επιτροπή Ονειροδρομών όμως στο σχολείο της αναλαμβάνει δυναμικά την κατάσταση στα χέρια της. Είναι στη μέση και μια παράξενη συμφωνία με βερίκοκα και ντομάτες βέβαια αλλά στο τέλος τα πράγματα παίρνουν τον δρόμο τους. Η Βικτώρια πραγματοποιεί ό, τι ονειρεύτηκε αλλά και ό, τι δεν τόλμησε ποτέ της να ονειρευτεί.

Η αλήθεια βέβαια είναι ότι τα παιδιά δεν είναι ευτυχισμένα μόνο όταν πραγματοποιούν τα όνειρά τους. Μπορεί να τα κάνει ευτυχισμένα απλώς το γεγονός ότι ονειρεύονται. Ή ένα παγωτό χωνάκι ένα ζεστό μεσημέρι του καλοκαιριού, ένα αυτοσχέδιο κουκλοθέατρο με ήρωες… τις κουτάλες της κουζίνας, το να παρατηρούν τις στρατιές των μυρμηγκιών στις διάφορες αποστολές τους. Και αυτό είναι το μαγικό. Δεν έχουν ξεμάθει ακόμη να ανακαλύπτουν και να βιώνουν παντού την ευτυχία.

Υπάρχουν παιδιά που έχουν βιώσει μόνο δυστυχία… Πόσο λυτρωτικό μπορεί είναι γι’ αυτά ένα παραμύθι;

Στην ταινία «Η ζωή είναι ωραία» ο Μπενίνι μεταμφιέζει την τραγική πραγματικότητα του εγκλεισμού σε ένα στρατόπεδο συγκέντρωσης σε ένα υπέροχο παιχνίδι στρατηγικής, για χάρη του γιου του. Όταν η πραγματικότητα δεν επιδέχεται όμως μεταμφιέσεις ή ανοιχτότερης απόχρωσης αναγνώσεις, τότε η φυγή, έστω προσωρινή, στον κόσμο των παραμυθιών μπορεί να μη λύνει τα προβλήματα αλλά μαλακώνει την τραχιά τους όψη. Τα παραμύθια μπορούν να γίνουν ένα προσωρινό καταφύγιο, να απελευθερώσουν θαμμένα συναισθήματα, να βοηθήσουν στην εκτόνωση άλλων, να λειτουργήσουν ως θεραπευτικό προπύργιο. Υπάρχουν ψυχολόγοι που υποστηρίζουν τη θεραπευτική λειτουργία των παραμυθιών, τα οποία χρησιμοποιούν στη δραματοθεραπεία αλλά και στην παιγνιοθεραπεία προληπτικά ή θεραπευτικά.

Από τις δικές σας στιγμές ευτυχίας, ποια κρατάτε ακόμα στη μνήμη και δεν θα θέλατε με τίποτα να την αποβάλετε;

Η ευτυχία είναι κατά κανόνα στιγμές απίστευτης πληρότητας, αναπάντεχες συναισθηματικές κορυφώσεις και όχι σημαντικά γεγονότα μεγάλης διάρκειας. Κρύβεται στις στιγμές και επειδή τα παιδιά είναι που την ξετρυπώνουν πιο εύκολα, τη συναντάμε κι εμείς συχνότερα αν το παιδί μέσα μας ξυπνάει και διεκδικεί τα δικαιώματά του συχνά. Είχα την τύχη να έχω μια ευτυχισμένη και ανέμελη παιδική ηλικία και να διαβάσω πολλή παιδική και όχι μόνο λογοτεχνία, στις ηλικίες που το συναίσθημα και η σκέψη λειτουργούν ως σφουγγάρι. Ανακαλώ με μεγάλη νοσταλγία τα ατέλειωτα καλοκαιρινά μεσημέρια, στο παιδικό μου δωμάτιο, όπου με το στόρι μισοκατεβασμένο, ταξίδευα σε αναρίθμητους προορισμούς αγκαλιά με ένα βιβλίο. Και αυτό δεν είναι ένα κοινότοπο σχήμα λόγου. Το βιβλίο σήμαινε για μένα, σε εκείνη την ηλικία, εισιτήριο για άλλους κόσμους. Την ικανότητα αυτή να δραπετεύω, να χάνομαι, πολύ συχνά αναπολώ σήμερα που εξακολουθώ να είμαι αναγνώστρια, δεμένη όμως με την πραγματικότητα της ώρας της ανάγνωσης, ισχυρότερα από όσο θα ’θελα. Και απ’ την ενήλικη ζωή μου, τίποτα δεν μπορεί να συγκριθεί με τις ημέρες εκείνες που πρωτοκράτησα στην αγκαλιά μου τα δυο μου παιδιά. Και για να ακριβολογώ, δεν ήταν οι πρώτες μέρες αυτές που δεν θέλω ποτέ να ξεχάσω. Τη δεύτερη μέρα, όταν είχε καταλαγιάσει η αρχική αγωνία και ένταση, άνθιζε μέσα μου μια αλλόκοτη χαρά, ταυτόσημη με την ίδια τη δύναμη της ζωής.

Παράλληλα με τη συγγραφή, ασχολείστε και με την αφήγηση παραμυθιού. Υπάρχουν, κατά τη γνώμη σας, άνθρωποι που μισούν τα παραμύθια; Μπορεί κάποιος αφηγητής να τους κάνει να τα αγαπήσουν;

Πιστεύω πως μπορεί κάποιος να μισεί τα παραμύθια, μόνο αν είναι συνδεδεμένα στην ζωή του με κάποιο εφιαλτικό βίωμα, που πιθανόν δεν έχει ξεπεράσει. Ίσως σ’ αυτήν την ακραία περίπτωση, η λύση να βρίσκεται μόνο στην ψυχανάλυση, που μαζί με όλους τους άλλους κόμπους θα λύσει κι αυτόν της σχέσης του με τα παραμύθια.

Πολύ συχνότερα, μπορεί κάποιοι να αδιαφορούν για τα παραμύθια ή να τα σνομπάρουν. Τότε, πραγματικά, η αφήγηση μπορεί να χαράξει έναν καινούργιο δρόμο προς την καρδιά τους. Μπορεί να τους βοηθήσει να βυθιστούν στη μαγεία των παραμυθιών, να ανακαλύψουν διαστάσεις, λεπτομέρειες, αισθήσεις και λειτουργίες του, που δεν θα μπορούσαν ποτέ να φανταστούν ότι υπάρχουν.

Θα μπορούσαμε να πούμε μια μικρή ιστορία, ένα ποίημα -ιστορία αν θέλετε, για έναν καθημερινό άνθρωπο, που άκουσε έναν αφηγητή να λέει ένα παραμύθι.

«Το κεφάλι χωμένο στους ώμους

Το βάρος ακόμη μιας μέρας

Κι ακόμη μιας

Οι εποχές ξέρω ότι έρχονται

Και φεύγουν

Ο χρόνος νερό στις ανοιχτές χούφτες

Και τότε τον άκουσα

Τον άκουσα και πήγα μαζί του

Ήτανε μάγισσες και δράκοι

Και βασιλόπουλα μαζί του

Και βασιλοπούλες

Αχ πήγα μαζί του

Έξω απ’ τις εποχές

Και ο χρόνος πάγωσε

Στις σχισμές των δαχτύλων μου

Εκεί

Στη Χώρα των Παραμυθιών

Που Λέγονται».

Εκτός από συγγραφέας παραμυθιών, είστε και ποιήτρια. Μπορεί η Τέχνη, η ποίηση να διαχωριστούν από την ζωή ή είναι συνυφασμένες μαζί της;

Πιστεύω ότι η Τέχνη, η Ποίηση, δεν είναι απλές ασχολίες, τρόποι να περνάμε τον καιρό μας. Είναι στα αλήθεια ο τρόπος μας να υπάρχουμε. Έτσι κι αλλιώς, η ποίηση μας κλείνει το μάτι από παντού. Ο μόνος μίτος για το λαβυρινθώδες βασίλειό της είναι η ανοιχτή ματιά μας στα πράγματα.

«Η ζωή, ο θάνατος κι αναμεσίς η Τέχνη», είπε ο Νίκος Εγγονόπουλος. Είναι ένα ψέμα η Τέχνη, που μας βοηθάει όμως να ανακαλύψουμε την αλήθεια, πλένει την ψυχή απ’ τη σκόνη της καθημερινότητας, είπε ο Picasso. Για την αναγκαιότητα και την ομορφιά της Τέχνης έχουν ειπωθεί πάρα πολλά από εκπροσώπους της και όχι μόνο. Η σχέση με την Τέχνη και την Ποίηση- έτσι κι αλλιώς Τέχνη χωρίς Ποίηση δεν νοείται κατά τον Ντελακρουά- είναι ένα βίωμα που εξελίσσεται, μια προσωπική πορεία, ένας δρόμος που αν δεν περπατήσουμε είτε ως δημιουργοί της Τέχνης είτε ως πιστό κοινό της, οι μόνοι χαμένοι θα είμαστε εμείς.

Αληθεύει ότι απώτερος στόχος του ποιητή είναι να αγγίξει τον νου και τις καρδιές των ανθρώπων;

Ο ποιητής γράφει γιατί δεν μπορεί να κάνει αλλιώς. Την ώρα που γράφει κοινωνεί με τα επάλληλα στρώματα του εγώ του. Κι αν αυτό φαίνεται πολύ ψυχαναλυτικό, μιας και παραπέμπει απευθείας στο υποσυνείδητο, αρκεί να θυμηθούμε τα λόγια του Freud: «Όπου και αν με πήγαν οι θεωρίες μου, βρήκα ότι ένας ποιητής ήδη είχε πάει εκεί».

Η επικοινωνία με τους δυνητικούς αναγνώστες του εμπεριέχεται στη διαδικασία της συγγραφής του ποιητή, απλώς δεν είναι αυτοσκοπός. Δεν γράφουμε για τα συρτάρια μας ούτε όμως στοχευμένα για να αγκαλιάσουν με πάθος οι άλλοι τα πονήματά μας. Η ποίηση είναι κατάθεση ψυχής, είναι τρόπος ζωής. Με την ποίηση δεν εξηγείς με γνώμονα τη λογική και μέσο ατράνταχτα επιχειρήματα και άρα δεν μπορείς να επενδύσεις στην κατανόηση των αποδεκτών της φωνής σου. Μπορείς να ελπίζεις όμως πως αυτή η κατακερματισμένη φωνή σου, που σε κάθε ποίημα γραπώνει μια μικρή αλήθεια του κόσμου και την αποτυπώνει σαν μια ακέραια στιγμή, θα βρει μια χαραμάδα, έναν αόρατο δρόμο, μια αφύλαχτη αίσθηση για την καρδιά των αναγνωστών σου. Κι αυτή η ετεροχρονισμένη συνάντηση είναι πάντοτε ένα μικρό θαύμα, που αληθινά αξίζει τον κόπο!

Σύμφωνα με τον ποιητή Τίτο Πατρίκιο: «Λέμε εμείς κι εννοούμε εγώ / λέμε εσύ κι εννοούμε πάλι εγώ / λέμε αυτός κι εννοούμε πάλι εγώ. / Στην ουσία μόνο με το εγώ / μπορούμε να εννοήσουμε / κάποιον άλλο». Πώς παράγεται η ποίηση; Έχει σ’ αυτήν θέση η σεμνότητα;

Η ποίηση είναι μια προσωπική διαδρομή, μία προσωπική ματιά στην κοινή πραγματικότητα, έξω από απαρέγκλιτες συνθήκες και συμβάσεις. Η μόνη περιχαράκωση που την αφορά είναι αυτή στα όρια της Τέχνης και η ένταξή της ή μη κάθε φορά, σε αυτόν τον προνομιούχο χώρο της Τέχνης, είναι κι αυτή μια αμφιλεγόμενη υπόθεση. Ο δημιουργός, κατά τη γνώμη μου, είναι από τη φύση του ένα πλάσμα εγωιστικό. Ανήκει στην εποχή του και μιλάει πραγματικά στην καρδιά των ανθρώπων όταν είναι οργανικά δεμένος μαζί της. Απ’ τη μια. Γιατί απ’ την άλλη η ποιητική ματιά προϋποθέτει κατά διαστήματα μια «απόσχιση» απ’ τις απαιτήσεις και τη ροή μιας συνήθους καθημερινότητας. Εκεί, στη μικρή πατρίδα του καλλιτεχνικού εγώ του, στο οποίο πρέπει να πιστεύει με πάθος, ο ποιητής παίζει με το φως και τις σκιές του, γεννώντας το απροσδόκητο με τις λέξεις, σαν αληθινός ταχυδακτυλουργός τους.

Λέγεται ότι η γόνιμη στιγμή είναι αυτή που οδηγεί στην αληθινή λογοτεχνία. Μπορεί όμως ένας δημιουργός να έχει συνεχώς έμπνευση;

Είναι πολλοί οι συγγραφείς που το έχουν ήδη πει: Αν ο δημιουργός περιμένει τη μαγική στιγμή για να ξεδιπλώσει στο χαρτί ή τον υπολογιστή του το θαύμα, αν προσεύχεται στη θεά της έμπνευσης να τον επισκεφτεί, θα περιμένει πολύ. Ή θα γράψει ελάχιστα. Στη γραφή, τα θαύματα συντελούνται όταν τα προετοιμάζουμε. Μας βρίσκουν καθισμένους στο γραφείο μας ή τουλάχιστον με κάτι που να μπορεί να αποτυπώσει τις λέξεις ανά χείρας. Είναι πολύ ρομαντικό να ονειρευόμαστε εκείνη την ανεπανάληπτη στιγμή που «κουμπώνουν» απόλυτα οι λέξεις με τις αισθήσεις και τις σκέψεις και μια μικρή έκρηξη γίνεται πρώτα στο μυαλό κι έπειτα στο χαρτί μας. Και μπορεί και κάποτε αυτό να συμβαίνει. Και υπάρχουν λέξεις απρόσκλητες και εικόνες επίμονες που μας πολιορκούν μέχρι να τις καταγράψουμε. Η συγγραφή όμως και του πεζού και του ποιητικού λόγου εκτός από έμπνευση προϋποθέτει και απαιτεί και σκληρή δουλειά. Η έμπνευση επισκέπτεται συχνότερα εκείνους που σαν καλοί οικοδεσπότες, με ένα χαρτί ή μια οθόνη μπροστά τους περιμένουν να την υποδεχτούν.

Τα τελευταία χρόνια όλο και περισσότερο γίνεται λόγος για τη δημιουργική γραφή. Υπάρχουν μάλιστα πολλοί που διδάσκουν επί χρήμασι σε αυτούς που θέλουν να γίνουν συγγραφείς. «Φτιάχνεται» τελικά ένας συγγραφέας ή το πηγαίο ταλέντο είναι η κινητήριος δύναμη της γραφής;

Με σημείο εκκίνησης την προηγούμενη απάντησή μου, πρέπει να πω ότι υπάρχουν πράγματα που μπορούν να διδαχτούν με τη δημιουργική γραφή είτε για να γίνουμε καλύτεροι και πιο δημιουργικοί συγγραφείς είτε για να γίνουμε πιο καλοί και δημιουργικοί αναγνώστες. Υπάρχει πάντοτε κάτι έμφυτο, το οποίο όμως μπορεί να μεταλλαχτεί και να εξελιχθεί. Μπορεί κάποιος να αναπτύξει και μια απρόσμενη σχέση με τις λέξεις, που μπορεί να τον οδηγήσει μακρύτερα απ’ όσο ποτέ θα φανταζόταν. Μπορεί να «αλλαξοπιστήσει» στις αρχικές του κλίσεις. Να δοκιμαστεί μέσω της δημιουργικής γραφής σε διαφορετικά είδη λόγου και να επιλέξει μια άλλη κατεύθυνση. Η δημιουργική γραφή είναι ένα ισχυρό εργαλείο για τη βελτίωση και τον επαναπροσδιορισμό της σχέσης μας με τον γραπτό λόγο και από τη θέση του συγγραφέα και από τη θέση του αναγνώστη.

Σας ευχαριστώ πολύ.

Κι εγώ σας ευχαριστώ πολύ που μου δώσατε την ευκαιρία να σκεφτώ και να μιλήσω για πράγματα που αγαπώ πολύ. Να ’μαστε καλά να ταξιδεύουμε με τα παραμύθια, να δραπετεύουμε με την ποίηση.

Δεν κλείνουμε τα μάτια στην αλήθεια βέβαια, αντιστεκόμαστε σε ό, τι δεν μας αρέσει, δεν σταματάμε να ελπίζουμε και να αγωνιζόμαστε. Αλλά πολλές φορές οι μάχες δίνονται και με τις λέξεις. Και τότε τα παραμύθια ανοίγουν καινούριες αυλαίες στον κόσμο, η ποίηση «είναι το καταφύγιο που φθονούμε…».

 

Λίγα λόγια για τη Ρία Φελεκίδου

Μεγάλωσε στην Κατερίνη, ζει όμως εδώ και πολλά χρόνια στη Θεσσαλονίκη.

Σπούδασε Νομική στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης και Δημοσιογραφία στο Εργαστήριο Επαγγελματικής Δημοσιογραφίας στην Αθήνα. Είναι απόφοιτος του Μεταπτυχιακού ετήσιου Προγράμματος Παιδαγωγικής Κατάρτισης της ΑΣΠΑΙΤΕ και πτυχιούχος του Μεταπτυχιακού Δημιουργικής Γραφής στο Πανεπιστήμιο Δυτικής Μακεδονίας.

Έχει ασχοληθεί επαγγελματικά με τη δικηγορία και τη δημοσιογραφία, ενώ σήμερα δουλεύει ως εκπαιδευτικός στη Δευτεροβάθμια Εκπαίδευση.

Είναι έγγαμη και μητέρα δύο παιδιών.

Έχει εκδώσει τέσσερα παιδικά βιβλία και δύο ποιητικές συλλογές. Αυτά είναι:

1) Η μαγική κούπα (Σύγχρονοι Ορίζοντες, 2004)

2) Η Πρασινούλα Γιγαντούλα και οι επτά Χιονάτες (Κέδρος, 2006)

3) Ο άστεγος χορτοφάγος λύκος και το έξυπνο γουρουνάκι (Κέδρος, 2006)

4) Η νονά της Σταχτοπούτας σε δράση (Κέδρος, 2006)

5) Τελεία και παύλα (Γαβριηλίδης, 2005)

6) Αυτά (Γαβριηλίδης, 2008)

Ποιήματά της φιλοξενούνται σε ποιητικές ανθολογίες.

Γράφει θεατρικά κείμενα και παραμύθια, τα οποία και παρουσιάζονται σε σχολεία, μουσεία και άλλους χώρους.


ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ