Ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας Προκόπης Παυλόπουλος (Κ) συνομιλεί με τα μέλη του Διοικητικού Συμβουλίου της Παγκόσμιας Διακοινοβουλευτικής Ένωσης Ελληνισμού (Πα.Δ.Ε.Ε.), στο Προεδρικό Μέγαρο, Αθήνα, Τετάρτη 4 Ιουλίου 2018. ΑΠΕ-ΜΠΕ/ΑΠΕ-ΜΠΕ/ΓΙΑΝΝΗΣ ΚΟΛΕΣΙΔΗΣ

Από τη συνάντηση του Προέδρου της Δημοκρατίας κ. Προκόπη Παυλόπουλου με το Δ.Σ. της Παγκόσμιας Διακοινοβουλευτικής Ένωσης Ελληνισμού (Πα.Δ.Ε.Ε.) στο Προεδρικό Μέγαρο

Με ιδιαίτερη χαρά σας ξαναβλέπω στην Προεδρία της Δημοκρατίας. Θα επαναλάβω αυτό που σας έχω πει και άλλες φορές στους περισσότερους από εσάς: Αισθανόμαστε περήφανοι για εσάς. Διπλά περήφανοι. Πριν απ’ όλα γιατί διαπρέπετε ως μέλη της Διασποράς εκεί που βρίσκεσθε. Και δεύτερον, γιατί διαπρέπετε στον χώρο υπηρέτησης του θεσμού της Δημοκρατίας. Δεν ξεχνάμε ότι οι δημοκρατικοί θεσμοί ξεκίνησαν από τον Τόπο μας. Έχουν εξελιχθεί πολύ μέσα στους αιώνες, αλλά η ρίζα  της Δημοκρατίας βρίσκεται πάντα εδώ. Και με τον τρόπο αυτό είστε εκπρόσωποι της Ελλάδας, αλλά και του Ελληνικού Πνεύματος και του Δημοκρατικού Πνεύματος, σε μια εποχή που η Δημοκρατία και τα Δικαιώματα του Ανθρώπου, δυστυχώς, δεν είναι κάτι το αυτονόητο. Με αυτή την έννοια σας είπα ότι είμαστε υπερήφανοι για εσάς. Και όπως το κάνω κάθε φορά έτσι και τώρα, θα σας πω λίγα λόγια- γιατί ξέρω πως για εσάς είναι αυτονόητα, αλλά οφείλω να τα πω για να κάνουμε έναν απολογισμό του τι έχει συμβεί ως σήμερα και τι πρέπει να υπερασπισθούμε, εκεί καθένας από εσάς που υπηρετεί – για ένα μείζον γεγονός για την Ελλάδα που είναι τα Εθνικά της Θέματα.

Δεν χρειάζεται να σας πω για άλλους τομείς, αλλά για τα Εθνικά μας Θέματα, ιδίως σε αυτούς τους κρίσιμους καιρούς, έχουμε ανάγκη από την δική σας στήριξη. Και όχι μόνο για λόγους συναισθηματικούς, αλλά γιατί έχουμε δίκιο ως Έλληνες να υπερασπιζόμαστε τα Εθνικά μας Θέματα όπως τα υπερασπιζόμαστε. Γιατί θα τονίσω για μια ακόμα φορά ότι δεν ξεχνάμε ότι η Ελλάδα είναι – και αυτό είναι πια οριστικό και αμετάκλητο – μέλος της ΕΕ και του σκληρού πυρήνα της, της Ευρωζώνης. Και επίσης ένας συνεπής σύμμαχος στο πλαίσιο του ΝΑΤΟ. Άρα τα Εθνικά μας Θέματα τα υπερασπιζόμαστε μέσα στο πλαίσιο του Διεθνούς και του Ευρωπαϊκού Δικαίου. Και τα υπερασπιζόμαστε με τους κανόνες του Διεθνούς Δικαίου και του Ευρωπαϊκού Δικαίου. Γι’ αυτό σας είπα πως όταν τα υπερασπιζόμαστε αυτά, υπερασπιζόμαστε ταυτόχρονα και το Διεθνές Δίκαιο και το Ευρωπαϊκό Δίκαιο. Θα αναφερθώ στα τρία βασικά μας θέματα.

Πρώτον Κυπριακό, και με την αυτονόητη πάντα διευκρίνιση ότι το Κυπριακό δεν είναι μόνον Ελληνοκυπριακό ή πρόβλημα μεταξύ Ελλάδας, Κύπρου και Τουρκίας.  Είναι Ευρωπαϊκό πρόβλημα, είναι Διεθνές πρόβλημα:  Επιδιώκουμε, πάντα, μια δίκαιη και βιώσιμη λύση και είμαστε απόλυτα ειλικρινείς.  Όμως έχει καταστήσει σαφές, και είναι πολύ σημαντικό ότι τούτο πλέον είναι αποδεκτό και από τα Ηνωμένα Έθνη και από την Ευρωπαϊκή Ένωση και αυτό πρέπει να το αντιληφθεί η Τουρκία: Ότι λύση του Κυπριακού μπορεί να υπάρξει μόνο με βάση το Διεθνές Δίκαιο και το Ευρωπαϊκό Κεκτημένο, δοθέντος ότι η Κύπρος είναι πλήρες κράτος-μέλος της ΕΕ και του σκληρού πυρήνα της, της Ευρωζώνης.  Τούτο σημαίνει, με βάση μάλιστα το πρωτογενές Ευρωπαϊκό Δίκαιο, ότι δεν είναι νοητή λύση του Κυπριακού με στρατεύματα κατοχής και εγγυήσεις τρίτων.  Τούτο είναι αδιανόητο με βάση το Ευρωπαϊκό Δίκαιο και έχει καταστεί σαφές στην Τουρκία.  Το τονίζω, όχι μόνο από την Ελλάδα και την Κύπρο, αλλά και από την Ευρωπαϊκή Ένωση.  Πέραν δε τούτου, αν αποδεχόμασταν κάτι τέτοιο για την Κύπρο, φανταστείτε πόσο καταστροφικό  προηγούμενο, για την κυριαρχία των κρατών-μελών της ΕΕ, θα εδημιουργείτο.  Τι άλλα προβλήματα θα μπορούσαν να υπάρξουν στο μέλλον.  Αυτό είναι πλέον κοινός κανόνας στο πλαίσιο της ΕΕ και μια σημαντική επιτυχία σε ό,τι αφορά την υπεράσπιση αυτού του μεγάλου θέματος.  Και είναι εξαιρετικά σημαντικό ότι αυτή, πλέον, είναι κοινή γραμμή όλων των δημοκρατικών Πολιτικών Δυνάμεων, και στην Κύπρο και στην Ελλάδα.

Δεύτερον, Eλληνοτουρκικές σχέσεις: Όπως είχα την ευκαιρία να διευκρινίσω και στο συγχαρητήριο μήνυμα που έστειλα στον Πρόεδρο της Τουρκίας,  τον κ. Ταγίπ Ερντογάν, με την ευκαιρία της επανεκλογής του, εμείς, οι Έλληνες,  – το έχουμε αποδείξει και στην πράξη – επιδιώκουμε σχέσεις φιλίας και καλής γειτονίας με την Τουρκία. Και του ευχήθηκα μια επιτυχημένη πορεία της δικής του Προεδρίας για το καλό και του Τουρκικού Λαού και της ειρήνης στην περιοχή, καθώς και πορεία της Τουρκίας προς την Ευρωπαϊκή Ένωση.  Όμως διευκρίνισα ότι η ευρωπαϊκή προοπτική της Τουρκίας και οι ελληνοτουρκικές σχέσεις, η φιλία μας και η καλή γειτονία, εξαρτώνται από έναν θεμελιώδη παράγοντα: Τον πλήρη σεβασμό του Διεθνούς Δικαίου και επίσης το σεβασμό του Ευρωπαϊκού Κεκτημένου. Κυρίως των Συνθηκών οι οποίες καθορίζουν τα σύνορα της Ελλάδας που είναι και σύνορα της ΕΕ.  Δηλαδή της Συνθήκης της Λωζάννης και της Συνθήκης των Παρισίων, του 1947. Το επαναλαμβάνω: Όπως έχει αποδείξει η πράξη, οι Συνθήκες αυτές είναι πλήρεις, δεν αναθεωρούνται, δεν επικαιροποιούνται, καθορίζουν τα σύνορα επακριβώς, δεν υπάρχουν γκρίζες ζώνες. Το ότι είναι επίσης και σύνορα της ΕΕ τα Ελληνικά σύνορα, το λέει το ίδιο το πρωτογενές Ευρωπαϊκό δίκαιο. Επιπλέον: Το ποιο είναι το έδαφος της Ελλάδας και της ΕΕ, προκύπτει εμμέσως πλην σαφώς και από επί μέρους κανόνες του πρωτογενούς και του παραγώγου Ευρωπαϊκού Δικαίου, που αφορά την προστασία του Περιβάλλοντος, όπως είναι το πρόγραμμα Natura.  Για το οποίο είχα την ευκαιρία να κάνω αναφορά εντελώς πρόσφατα.

Η Τουρκία, λοιπόν, οφείλει να σεβασθεί όλα αυτά. Να εφαρμόσει το Διεθνές Δίκαιο, να σεβασθεί το Ευρωπαϊκό Κεκτημένο, να σεβασθεί τα σύνορα της Ελλάδας και της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Όταν τα σέβεται αυτά, εδώ είμαστε να υπάρχει φιλία, καλή γειτονία και ευρωπαϊκή προοπτική της Τουρκίας. Εμείς πιστεύουμε σε αυτή. Δεν ξέρω πόσο πιστεύει η ίδια η Τουρκία. Θέλω να μένω στην διευκρίνηση του κ.Ερντογάν, ότι πράγματι έχει αυτή τη φιλοδοξία η Τουρκία. Αλλά οι κανόνες που υπενθύμισα είναι κανόνες για όλους τους Ευρωπαίους, και αυτούς που αποτελούν μέλη της ΕΕ και αυτούς που φιλοδοξούν να γίνουν μέλη. Επομένως, εδώ εκπτώσεις δεν θα υπάρξουν. Και να θυμόμαστε, το τονίζω: Κάθε αμφισβήτηση των συνόρων και του εδάφους της Ελλάδας, είναι αμφισβήτηση των συνόρων και του εδάφους της Ευρωπαϊκής Ένωσης, με όλες τις εντεύθεν συνέπειες.

Τέλος, το ζήτημα που αφορά τις σχέσεις μας με την γειτονική μας χώρα, την ΠΓΔΜ. Και εδώ είμαστε απολύτως σαφείς και απολύτως ειλικρινείς. Επιδιώκουμε σχέσεις φιλίας, καλής γειτονίας και εμπράκτως αποδεικνύουμε ότι ευνοούμε την προοπτική της προς το ΝΑΤΟ και προς την ΕΕ. Κι εδώ όμως υπάρχει μια σημαντική προϋπόθεση: Η επίλυση του ζητήματος του ονόματος  σύμφωνα με την Ιστορία και με το Διεθνές Δίκαιο. Για να γίνει αυτό – όπως καταστήσαμε σαφές και είναι θέση αποδεκτή και από την ΕΕ και επίσης από το ΝΑΤΟ και από τα Ηνωμένα Έθνη – πρέπει η γειτονική μας χώρα να φέρει τις αναγκαίες αλλαγές στην έννομη τάξη της,  και πρωτίστως στο Σύνταγμά της. Γιατί το Σύνταγμά της, ως έχει σήμερα, δεν ανταποκρίνεται – σε καμία περίπτωση – σ’αυτές τις προϋποθέσεις. Και πράγματι ανέλαβαν αυτή την υποχρέωση. Κατόπιν τούτου, περιμένουμε την εκπλήρωση αυτής της υποχρέωσης. Μόνο όταν τελειώσει και τελειώσει οριστικά – δεν πρόκειται σ’αυτό να υπάρξουν εκπτώσεις – μόνο μετά το πέρας όλης αυτής της διαδικασίας και αφού διαπιστωθεί ότι αυτή η αναθεώρηση εμπεριέχει όλες τις εγγυήσεις για τις οποίες μίλησα προηγουμένως, τότε είναι δυνατόν να υπάρξει πρόσκληση για ένταξη στο ΝΑΤΟ και βεβαίως έναρξη συζητήσεων σε ό,τι αφορά την ενταξιακή πορεία της ΠΓΔΜ προς την Ευρωπαϊκή Ένωση. Τότε και μόνο τότε είναι δυνατόν να οριστικοποιηθεί και το περιεχόμενο της Συμφωνίας μεταξύ Ελλάδας και ΠΓΔΜ και να έρθει προς κύρωση στην Βουλή των Ελλήνων.

Αναμένουμε λοιπόν. Ευχόμαστε η διαδικασία αυτή να έχει ευνοϊκή κατάληξη, αλλά η ευθύνη – όπως αντιλαμβανόμαστε όλοι – ανήκει στην γειτονική μας χώρα. Από τα όσα ως τώρα έχουν συμβεί και συμφωνηθεί και ανεξάρτητα με το ποια θα είναι η έκβαση, εμείς οι Έλληνες κρατάμε κάτι σημαντικό: Το ότι μέσα από αυτήν την Συμφωνία προκύπτει – και, το τονίζω, ανεξάρτητα με το ποια θα είναι η έκβαση στο μέλλον – ότι, όπως η ίδια η ΠΓΔΜ ομολογεί, η Ιστορία και ο Πολιτισμός της Μακεδονίας μας, της Μακεδονίας του Φιλίππου και του Μεγάλου Αλεξάνδρου, αυτής της Μακεδονίας η οποία άφησε ανεξίτηλο το στίγμα της πάνω στην Ιστορία και τον Πολιτισμό της Ανθρωπότητας, αυτή η κληρονομιά είναι Ελληνική στο ακέραιο.

Το γειτονικό μας Κράτος έχει έναν Λαό ο οποίος είναι σλαβικός, μια γλώσσα που είναι σλαβική και το ομολογούν και οι ίδιοι. Και νομίζω ότι είναι προς όφελος των ιδίων – και χαίρομαι γιατί υπήρξαν ανάλογες διαπιστώσεις πρόσφατα – ότι πρέπει να αναζητήσουν σ’αυτή την σλαβική τους καταγωγή, την σλαβική τους προέλευση, ό,τι σημαντικό οι Σλάβοι έχουν προσφέρει γενικότερα και, ιδίως, στην περιοχή. Και όχι να αναζητούν ρίζες ή κληρονομιές που δεν τους ανήκουν. Το κρατάμε αυτό εμείς, οι Έλληνες. Γιατί είναι σημαντικό και είναι η πρώτη φορά που το αποδέχτηκαν ύστερα από την δήλωση του Κίρο Γκλιγκόροφ. Αλλά επαναλαμβάνω: Η ευθύνη για την περαιτέρω πορεία τους ανήκει. Εμείς είμαστε εδώ και να διευκολύνουμε την δική τους πορεία, αλλά – και το τονίζω – να μην παραχωρήσουμε ο,τιδήποτε από εκείνο που μας ανήκει, σύμφωνα με την Ιστορία μας και τον Πολιτισμό μας.

Να είσθε βέβαιοι, ότι σε αυτά τα θέματα, ανεξάρτητα από τις  επιμέρους  διαφορές που μπορεί να υπάρχουν και που είναι θεμιτές σε μια Δημοκρατία, σε αυτά τα θέματα, όλες οι Δημοκρατικές Πολιτικές Δυνάμεις, ξέρω ότι θα μείνουν ως το τέλος ενωμένες στην ουσία αυτών των πλαισίων. Γιατί εμείς οι Έλληνες ξέρουμε πως ό,τι σημαντικό πετύχαμε σ’ αυτόν τον κόσμο και σε αυτήν την πορεία μας, το πετύχαμε ενωμένοι. Ξέρουμε το κόστος του διχασμού, ξέρουμε ότι μας στοίχισε ακόμη και κομμάτια του Εθνικού μας Κορμού. Και δεν είμαστε διατεθειμένοι, σας διαβεβαιώ, να επαναλάβουμε λάθη του παρελθόντος. Και πάλι σας ευχαριστώ, καλώς ορίσατε, να είναι ο Θεός μαζί σας, και σας επαναλαμβάνω, είμαστε περήφανοι για εσάς.

Γραφείο Τύπου της Προεδρίας της Ελληνικής Δημοκρατίας

 

 

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ