Του Μάριου Μιχαηλίδη.

Ομολογώ ότι την ποιήτρια Ευφροσύνη Μαντά-Λαζάρου, ως όνομα και ως δημιουργό, την γνώρισα από τη βραβευμένη και όλως εξαιρετική ποιητική της συλλογή Ο Νώε στην Πόλη (Πλανόδιον, 2011). Παρουσία σεμνή γι’ αυτό και αθόρυβη, την πρωτοσυνάντησα στην Κύπρο, στην απονομή των εκεί κρατικών βραβείων λογοτεχνίας του Υπουργείου Παιδείας και Πολιτισμού.narkosillektria

Όταν πήρα στα χέρια μου τη νέα της συλλογή Ναρκοσυλλέκτρια (εκδ. Γαβριηλίδη, 2014) ξαφνιάστηκα. Πρώτα, ευχάριστα, για την τιμή που μου έκανε, να με συμπεριλάβει στους αποδέκτες μιας καθόλα ευγενικής χειρονομίας. Έπειτα, ένιωσα αμήχανα για τον ασυνήθη τίτλο της συλλογής, ίσως και εξαιτίας της επίτασης που προσέδωσε στη λέξη η μεγαλογράμματη γραφή, για την οποία φρόντισε ο επιμελητής της έκδοσης. Προσπάθησα να διασκεδάσω την αμηχανία μου, και σ’ αυτό με βοήθησε ο αυτοματισμός με τον οποίο ενεργεί ο συνειρμός, επιστρατεύοντας μνήμες από την στρατιωτική μου θητεία στο 70 ΤΜ. Ειδικότητα: ναρκοπόλεμος-καταστροφές!

Ο όρος «ναρκοσυλλέκτρια» είναι αφ’ εαυτού φορτισμένος με άκρως επικίνδυνες εμπειρίες. Οι δεξιότητες και τα υλικά στα οποία παραπέμπει είναι, αυτόχρημα, άκρως αντιθετικά προς την ποιητική ιδιοσυγκρασία

Ο όρος «ναρκοσυλλέκτρια», ως προσδιοριστικό ιδιότητας, ακόμη και στην μεταφορική του σημασία και εκδοχή, είναι αφ’ εαυτού φορτισμένος με άκρως επικίνδυνες εμπειρίες. Ενώ, οι δεξιότητες και τα υλικά στα οποία παραπέμπει είναι, αυτόχρημα, άκρως αντιθετικά προς την ποιητική ιδιοσυγκρασία. Και όχι μόνο τη γυναικεία. Προεκτείνοντας το νόημα της λέξης-τίτλου, ή μάλλον λογοπαίζοντας, σκέφτομαι ότι η  ιδιότητα αυτή, του ναρκοσυλλέκτη, είτε ως κυριολεξία είτε ως μεταφορά, προϋποθέτει επαρκείς γνώσεις και ικανότητες, για τον εντοπισμό ναρκοθετημένων χώρων, που ισοδυναμούν με παγίδες θανάτου. Φυσικά, όσο πιο έμπειρος είναι ο ναρκοθέτης τόσο και δυσχεραίνεται το έργο του ναρκοσυλλέκτη.

Εκρητικά ευρήματα

Πολύ σύντομα, το ίδιο το ποιητικό σώμα με έπεισε ότι όφειλα να παραμερίσω τις όποιες ενστάσεις μου για τον τίτλο. Τώρα, μετά τη δεύτερη ανάγνωση, μπορώ να πω ότι οι πρωτοβάθμιες εκτιμήσεις μου για τη συλλογή ενισχύονται ακόμη περισσότερο. Δεν δυσκολεύομαι να πω ότι η μεταφορική σημασία όχι μόνο της λέξης-τίτλου, αλλά και του όλου ποιητικού λόγου που συναρτάται με αυτήν, είναι πρωτότυπη και ευρηματική. Και προσαρμόζοντας το ύφος μου στα συμφραζόμενα, χωρίς κανέναν ενδοιασμό σημειώνω ότι πρόκειται για «εκρηκτικό» εύρημα υψηλής ποιητικής ισχύος, τις δυνατότητες του οποίου, η ποιήτρια εκμεταλλεύεται με γόνιμο τρόπο. Κι αυτό, αντανακλάται στα 64 άτιτλα ποιήματα της συλλογής. Με αυτό το τελευταίο, μάλιστα, η κ. Μαντά-Λαζάρου κατορθώνει να δημιουργήσει μία ενιαία και αδιάσπαστη ποιητική αφήγηση, ή καλύτερα έναν, συχνά ασθματικό στην εκφορά του, εσωτερικό μονόλογο.

Στη συγκεκριμένη συλλογή έχουμε έναν πολύ ικανό ναρκοσυλλέκτη, γένους θηλυκού, που διαρκώς περιφέρεται σε παγιδευμένους χώρους, όπου παραμονεύει το αναπότρεπτο. Το «έξω» είναι μια πλήθουσα αγορά από  τοπία θανάτου και επικίνδυνους ναρκοθέτες. Πρόσωπα επικίνδυνα, καταχραστές εμπιστοσύνης που τους δόθηκε απλόχερα, προδότες που δεν περιορίστηκαν μόνο σε αναιρέσεις υπεσχημένων και σε ένοχη φυγή, αλλά και τολμητίες που παγίδεψαν τα πάντα, ακόμη και τα μυστικά περάσματα της σκέψης. Το «μέσα», τα τοπία της ψυχής, η ίδια μνήμη γίνεται παρόν και κατακλύζει τα πάντα. Πρόκειται για ανεξίτηλες καταγραφές στην πιο ευαίσθητη γι’ αυτό και αιμάσσουσα πλευρά, αυτήν της ποιητικής συνείδησης. Η ομιλούσα φωνή, εξαρχής δηλώνει την ταυτότητά της με τους κυρίαρχους, σε όλα σχεδόν τα ποιήματα, πρωτοπρόσωπους ρηματικούς τύπους: Πονούσα-σου μιλάω-τα θυμάμαι-Φαντάζομαι-Τινάζομαι-επιστρέφω-να ξεδιπλώσω. Ακόμη, και όταν απευθύνεται σε ένα δεύτερο πρόσωπο, σε ένα συμβατικό «εσύ» ή πάλι όταν αφηγείται  σε τρίτο πρόσωπο, επικοινωνεί με το «εγώ».

Στα πρώτα ποιήματα της συλλογής, η ομιλούσα φωνή, με πεισιθάνατη μελαγχολία, καταγράφει την απουσία ζωής σε ένα τοπίο, όπου ακόμη και ο θάνατος φαίνεται να έχει δραπετεύσει. Και όταν τα ερείσματα της ζωής, οι άνθρωποι που πιστέψαμε αφανίζονται, τότε η ποίηση, το μόνο «καταφύγιο όπου πονάμε» ασθμαίνει και ακουσίως μεταβάλλεται σε τοπίο με φθόγγους νεκρούς (σ. 8):

δίχως εικόνες λέξεις/ έφευγαν/ ελάτε, πίσω τις καλούσα, ελάτε μέσα μου/ μιλήστε/ ο γδούπος τους κενός του πουθενά/ και δίχως λόγια πύκνωνε ο θάνατος […] (σ. 8)

Και η ζωή, μάταια ψηλαφεί στις εσχατιές του ακατανόητου ίχνη και ανάσες ανθρώπων που πέρασαν και χάθηκαν.

Και οι νεκροί ως να μην ήτανε ποτέ/ δεν ήτανε στο χώμα τους/ άφαντοι (σ. 9)

Μέσα σ’ αυτό το περιβάλλον, το ποιητικό υποκείμενο βιώνει το τετελεσμένο:

Πονούσε το άδειο μου οστέινο κουφάρι./ Το ακατοίκητο κενό του σφάδαζε […]

Έμοιαζα με ξυσμένο πιθάρι/ εκατό χιλιάδες αιώνες αφημένο στο διαρκή ήλιο

Στέγνωσα./ Όλα ρουφήχτηκαν […] Νυχτώνει μαύρο. (σ. 10)

Εδώ το ποίημα νοιώθεται όμοια με αυλαία που κλείνει. Και όταν ευθύς ξανανοίγει, βρισκόμαστε σε ένα παγιδευμένο εσωτερικό και συνάμα εξωτερικό τοπίο, με ύποπτους και προδότες –ορατούς και μη ορατούς, καταγεγραμμένους ωστόσο στη μνήμη– να φοράνε τη μάσκα του δόλου. Ή, μήπως, ο προδότης είναι το άλλο μας μισό…

[…] Από το παράθυρο μπαίνει κάθε πρωί μια μέρα/ κι ένας προδότης.

Μαζεύει τα σύνεργα σαν καλός φίλος που βοηθάει […]

Όσες φορές δοκίμασα να κλείσω έξω τον προδότη/ απέτυχα. (σ. 13)

Όμως, η ομιλούσα φωνή ομολογεί ότι είναι εθισμένη στους κινδύνους. Το ζην επικινδύνως τής είναι δευτέρα φύσις. Γι’ αυτό αναζητεί διαρκώς  Λαιστρυγόνες, Κύκλωπες και άλλα δαιμόνια που ναρκοθετούν τα τοπία του έσω κόσμου. Στόχος μοναδικός, η απαγκίστρωση από σηψαιμίες και άλλα παρόμοια. Και, επιτέλους, ένα ταξίδι σε γάζες αιθέρος αλεύκαντες.

Αποστρέφομαι τις μέρες δίχως κίνδυνο./ Σπουδάζω πάντα/ πώς να αχρηστεύω ύποπτες δοσοληψίες,/ ληγμένες ιστορίες και αυταπάτες. (σ.15)

Η ναρκοσυλλέκτρια εκστρατεύει/ με όλη την ψυχή της./ Κατάφορτη./ Διαθέτει σύνεργα για τις καρδιές των άλλων μόνο./ Θέλει ένα βάρος να διασχίσει/ διάφανα τοπία ουρανού./ Και να μην είναι φυγή. (σ.52)

Ο ΜΑΡΙΟΣ ΜΙΧΑΗΛΙΔΗΣ είναι φιλόλογος, συγγραφέας.

Book press

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ