Η πορεία του 73χρονου Αριστοτέλη Παπαδάκου από τους Γόμφους Τρικάλων στα εργοστάσια της Γερμανίας – Παρουσίαση του βιβλίου του στους Γόμφους.

Βρίσκεται ανάμεσα σε δύο πατρίδες. Αυτήν που άφησε και μονίμως νοσταλγεί και αυτήν που διάλεξε να φτιάξει τη ζωή του, να κάνει πράξη τα όνειρά του. Ο λόγος για τον Αριστοτέλη Παπαδάκο, 73 ετών σήμερα, συνταξιούχο, ο οποίος στο τέλος Ιανουαρίου του 2011 αποφάσισε να πιάσει μολύβι και χαρτί και να γράψει… Να γράψει κάτι σαν ιστορία ενός ξενιτημένου ανθρώπου ή κάτι σαν βιογραφία, χωρίς ο ίδιος να γνωρίζει πώς θα το ονομάσει, όπως χαρακτηριστικά επισημαίνει στον πρόλογο του βιβλίου. Ένας ξενιτημός που κυρίως έγινε για το προίκισμα των αδερφάδων του.

Προχθές Κυριακή σε καφετέρια των Γόμφων ο Αριστοτέλης Παπαδάκος, και οι εκπαιδευτικοί Αθανάσιος Γιώτας και Άγγελος Καλλαντζής, σε μια ζεστή ατμόσφαιρα, όπου οι συγχωριανοί τίμησαν τον συγγραφέα με την παρουσία τους, απόλαυσαν δυο υψηλού επιπέδου παρουσιάσεις, με αποτέλεσμα να δεχθούν το θερμό χειροκρότημα των παριστάμενων.

Αποτέλεσμα, αυτής της παραπάνω ανάγκης, ήταν ο Αριστοτέλης Παπαδάκος να καταθέσει στο χαρτί όσα ο ίδιος αντιμετώπισε, όσα του συνέβησαν και προπαντός τον αντίκτυπο που αυτά είχαν στην πορεία της ζωής του και στην ψυχή του, όπως επισημαίνει στον πρόλογο, είναι το βιβλίο με τίτλο «στους δρόμους της ξενιτιάς» που κυκλοφόρησε πριν λίγες μέρες, από τις εκδόσεις Τύποις.

Το κεντρικό πρόσωπο του βιβλίου είναι ο ίδιος ο συγγραφέας, ο οποίος έχοντας πάθος αλλά και ελπίδα παίρνει τους δρόμους της ξενιτιάς, όπου παλεύει συνεχώς.

Το ταξίδι ξεκινά την άνοιξη του 1965 από το χωριό του, τους Γόμφους Τρικάλων, στη συνέχεια στη Θεσσαλονίκη, όπου εξετάζεται από αντιπροσώπους διαφόρων εταιριών πριν το μεγάλο ταξίδι προς τη Γερμανία…

Στο Μόναχο

Επιτέλους, γράφει, φτάσαμε στον σταθμό του Μονάχου, Ήταν πραγματικά τεράστιος σε σύγκριση με τον ελληνικό και μου έκανε μεγάλη εντύπωση. Εκεί σταματούσαν τα τρένα από όλες τις κατευθύνσεις. Έπρεπε να κατέβουμε, σημειώνει ακόμα ο συγγραφέας, για να πάρουμε το άλλο τρένο του δικού μας προορισμού. Οι συνοδοί μας, μας μέτρησαν αν ήμασταν όλοι εκεί. Πρώτη φορά έβλεπα τόσο κόσμο και τόσο διαφορετικές φυσιογνωμίες. Κοιτάζαμε σιωπηλοί τριγύρω, αφοσιωμένοι στις σκέψεις του ο καθένας… Επιβιβαστήκαμε προσθέτει στο άλλο τρένο και με περιέργεια κοίταζα τριγύρω και έκανα συγκρίσεις με την Ελλάδα…

Το ταξίδι από το Μόναχο με το τρένο καταλήγει στο εργοστάσιο, στο δυτικό μέρος της Γερμανίας, πολύ κοντά στην Ολλανδία και στο Βέλγιο. Η επαρχία λεγόταν Χάινσμπεργκ και το χωρίο, όπου βρισκόταν το εργοστάσιο Όμπερμπρουχ, όπου οι εργάτες παρήγαγαν κλωστή συνθετική. Αναλογίζομαι, σημειώνει ο Αριστοτέλης Παπαδάκος, συχνά το τεράστιο οικονομικό όφελος που αποκόμισε το συγκεκριμένο εργοστάσιο, από τους χιλιάδες νέους και υγιείς ανθρώπους που προσήλθαν για δουλειά.

Και συνεχίζει:

“Χιλιάδες μέρες και ώρες εργασίας, χωρίς κανένα περιττό κόστος για αυτούς, ούτε καν για άδειες και γιατρούς. Υψηλό και σημαντικό οικονομικό όφελος, τόσο για το ίδιο το εργοστάσιο, όσο και τη γερμανική οικονομά γενικότερα. Εμείς οι ξένοι ανεβάζαμε κατακόρυφα την παραγωγή. Αν η Γερμανία σήμερα είναι μια μεγάλη οικονομική δύναμη, αυτό οφείλεται σε μεγάλο βαθμό και στη δική μας συμβολή. Δυστυχώς η δική μου χώρα δεν μπόρεσε να κρατήσει όλους εκείνους τους νέους που είχαν όνειρα και όρεξη για δουλειά. Με πίκρα διαπιστώνω πως και σήμερα πάλι το ίδιο συμβαίνει”.

Πάντως ο Αριστοτέλης Παπαδάκος, δεν παραλείπει να τονίσει πώς “το κακό ήταν πως μαζί μας στη Γερμανία είχαμε φέρει όλα τα αρνητικά μας και τις κακές μας συνήθειες”, κάνοντας λόγο για το βασικότερο πρόβλημα που ήταν οι καυγάδες γύρω από τα πολιτικά, ή πιο σωστά, όπως εξηγεί τα κομματικά…

Ειδική αναφορά ο συγγραφέας κάνει στη δημιουργία της δικής του οικογένειας, στις παρέες και στις φιλίες, αλλά και στην ενασχόλησή του με την ελληνική κοινότητα, αναφέροντας χαρακτηριστικά ότι “η κοινότητά μας είχε ως γνώμονα την αλληλεγγύη. Συμμετείχαμε όλοι στις χαρές των άλλων και τους συμπαραστεκόμασταν στις λύπες τους”.

Το πόνημα ο Αριστοτέλης Παπαδάκος, που αποτελεί μια αυτοβιογραφία, το ολοκληρώνει ως εξής:

“Θέλησα τα παιδιά μου, η γυναίκα μου και περισσότερο τα εγγόνια μου, να μάθουν κάποιες πτυχές της ζωής μου και να έχουν από μένα μια παρακαταθήκη. Θέλησα ακόμη, κι αυτός είναι ο λόγος που αποφάσισα να το εκδώσω, να το αφιερώσω σε όλους αυτούς τους ανθρώπους σαν εμένα, που με μεγάλη δυσκολία, κόπο και πόνο, προσπαθούν να επιβιώσουν. Σ΄ αυτούς που τους αποκαλούν ήρωες της καθημερινότητας κι έχουν την συμπάθειά μου από μικρό παιδί”.

Παρουσιάσεις

Ο Άγγελος Καλλαντζής, σημείωσε, ότι «πριν απ΄ όλα σε προδιαθέτει θετικά ο τίτλος του «στους δρόμους της ξενιτιάς», τίτλος απλός και όχι βαρύγδουπος και μελοδραματικός. Το περιεχόμενό του, συνέχισε, πλημμυρίζει από ανθρώπινη ευαισθησία, αυθεντικά συναισθήματα και αξιοπρέπεια.papadakos

Ακόμα ο ίδιος επισήμανε:

«Τελειώνοντας την ανάγνωση του βιβλίου του κ. Τέλη Παπαδάκου ο αναγνώστης μένει με μια γλυκιά γεύση. Το ωραίο ταξίδι, χάρισε στον αυτοβιογραφούμενο συγγραφέα, γνώσεις και εμπειρίες. Η πορεία απ΄ τους Γόμφους προς τη δική του Ιθάκη δεν ήταν χωρίς εμπόδια, αλλά μας δείχνει ότι άξιζε κάθε προσπάθεια και αφοσίωση στο στόχο μέχρι να τα καταφέρει».

Επίσης ο εκπαιδευτικός κ. Γιώτας τόνισε ανάμεσα σε άλλα τα παρακάτω:

«Το έργο «Στους δρόμους της ξενιτιάς» του Κου Τέλη…είναι μια «Αυτοβιογραφία». Είναι δηλ. ένα συνεχές αφηγηματικό κείμενο, στο οποίο ένας άνθρωπος γράφει ο ίδιος την ιστορία της ζωής του. Είναι όμως το μοναδικό λογοτεχνικό είδος, όπου ο αναγνώστης γνωρίζει εκ των προτέρων, ότι …συγγραφέας, αφηγητής & κεντρικός ήρωας ταυτίζονται.

Πρόκειται δηλ. για το ίδιο πρόσωπο & μάλιστα υπαρκτό. Το γεγονός ότι η αυτοβιογραφία γράφεται σε χρόνο αρκετά μεταγενέστερο από τα όσα εξιστορεί, δικαιολογεί & τη λογοτεχνικότητα της».

 

Λεζάντα: Ο συγγραφέας με τους δύο ομιλητές

 

 ΑΑΖ

 

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ