Με μεγάλη επιτυχία και συμμετοχή Ελλήνων και Ελληνίδων από όλη τη Γερμανία, πραγματοποιήθηκε το σεμινάριο ιστορίας που οργάνωσε η Ποντιακή Εστία Στουτγκάρδης και η Ομοσπονδία Συλλόγων Ελλήνων Ποντίων στην Ευρώπη στους φιλόξενους χώρους της Ποντιακής Εστίας. Εισηγητής του Σεμιναρίου ήταν ο Θεοφάνης Μαλκίδης, μέλος της Διεθνούς Ένωσης Ακαδημαϊκών για τη Μελέτη των Γενοκτονιών η οποία το 2007 αναγνώρισε τη Γενοκτονία των Ελλήνων, των Αρμενίων και των Ασσυρίων.
Ο Θ. Μαλκίδης αναφέρθηκε στην ιστορική πορεία των Ελλήνων στον Πόντο και γενικότερα των Ελλήνων που ζούσαν στη Θράκη, στη Μικρά Ασία και στην Καππαδοκία, τόνισε το μεγάλο ζήτημα της Γενοκτονίας και της εκδίωξης και κατέληξε επισημαίνοντας τις ενέργειες που θα πρέπει να γίνουν διεθνώς για τα ζητήματα που αφορούν τη Γενοκτονία.theof-malkid03[1]
Το σεμινάριο προλόγισαν ο πρόεδρος της Ομοσπονδίας Η. Μαυρίδης, ο γραμματέας Τ. Σιδηρόπουλος και ο πρόεδρος της Ποντιακής Εστίας Σ. Εξουζίδης, ενώ της εισήγησης του Θ. Μαλκίδης ακολούθησε μία πολύ ενδιαφέρουσα συζήτηση, με πολυποίκιλες ερωτήσεις και παρεμβάσεις.

Η ομιλία του κ. Μαλκίδη

ΟΙ ΕΛΛΗΝΕΣ ΤΟΥ ΠΟΝΤΟΥ: ΙΣΤΟΡΙΑ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ

Η ελληνική παρουσία

Ο Ξενοφώντας ορίζει ως Πόντο, το χώρο ο οποίος περιλαμβάνει τα εδάφη ανάμεσα στο Φάση ποταμό- περιοχή του Βατούμ – και την Ηράκλεια την Ποντική. Ο Πόντος αναφέρεται σε έργα του Ξενοφώντα (V- IV αιώνας π. Χ), τα οποία αποτελούν μαρτυρία για τον πλούτο και την ευημερία αποικιών. Το 401 π.Χ. οι Μύριοι του Ξενοφώντα, έπειτα από πολύμηνη, πολύμοχθη και πολύπαθη πορεία στο εσωτερικό της Μικρασίας θα βρουν φιλοξενία στην Τραπεζούντα και τις άλλες ελληνικές πόλεις του Εύξεινου Πόντου και θα αναφωνήσουν “θάλαττα- θάλαττα”!.
Ο μεγαλύτερος γεωγράφος του αρχαίου κόσμου Στράβωνας (I αιώνας π. Χ), μιλά για τους ς χώρους, τα κτίρια, τις οικίες. Στους Έλληνες Εύξεινου Πόντου αναφέρονται ακόμη ο Βιτρούβιος (I αιώνας π. Χ), ο Αρριανός (II αιώνας π. Χ), ο Πτολεμαίος Κλαύδιος, ο Μαρκιανός, ο Διονύσιος ο Πλίνιος Γαίος, ο Ευστάθιος.

Η αφετηρία της παρουσίας του Ελληνισμού του Εύξεινου Πόντου ως χώρου ανάπτυξης πολιτισμών, εμπορικών και οικονομικών ανταλλαγών και σταυροδρόμι ανάμεσα στη Μεσόγειο και το Αιγαίο, την Κασπία και τον Καύκασο, ξεκινά από το μύθο και καταλήγει στην ιστορική πραγματικότητα. O 9ος άθλος του Ηρακλή τον οδηγεί στην περιφέρεια του Θερμόδοντα ποταμού, για να πάρει με τη βοήθεια του Θησέα και του Τελαμώνα τη ζώνη της Ιππολύτης, της βασίλισσας των Αμαζόνων. Ένας άλλος μύθος τον φέρνει στον Καύκασο για να απελευθερώσει τον Προμηθέα που ήταν φυλακισμένος επειδή έκλεψε τη φωτιά από τους θεούς και την έδωσε στους ανθρώπους. Ο μύθος συνεχίζεται με το Φρίξο και την Έλλη, οι οποίοι ταξίδεψαν πάνω στο Χρυσόμαλλο Δέρας για να αποφύγουν τη θυσία τους από τους θεούς του Ολύμπου. Ακολούθησε η πτώση της Έλλης στην είσοδο του Θάλασσας – από τότε ονομάστηκε Ελλήσποντος- και η φύλαξη του πολύτιμου Δέρατος από το βασιλιά Αιήτη. Η αργοναυτική εκστρατεία – με επικεφαλής τον Ιάσονα και πλήρωμα εκπροσώπους απ’ όλες τις ελληνικές πόλεις κατέστησε τη θάλασσα, Εύξεινο Πόντο- και αποτέλεσε την προσπάθεια για ανάκτηση του Δέρατος αλλά και την πρώτη απόπειρα για εποικισμό της πλούσιας περιοχής.
Ο αποικισμός των Ελλήνων στον Εύξεινο Πόντο αρχίζει το 1100 π.Χ.. Η Μίλητος, η πρώτη πόλη της Ιωνίας που επικοινωνεί με τον Εύξεινο Πόντο δημιουργεί αποικίες -σημαντικές πόλεις από τον 8ο αιώνα π.Χ. Η Σινώπη (ιδρύθηκε το 785 π. Χ), πατρίδα του φιλοσόφου Διογένη, του κωμικού ποιητή Δίφιλου και του ιστορικού Βάτωνα, ήταν η πρώτη αποικία της Μιλήτου στον Εύξεινο Πόντο το 786 π.Χ. και σαν έδρα εμπορίου, έγινε πολύ σύντομα ένα αξιόλογο λιμάνι με πολυάριθμο στόλο και ισχύ. Ακολούθησαν η Τραπεζούντα (756 π.Χ), η Κερασούντα (700 π.Χ), η Αμισός (Σαμψούντα- 600 π.Χ), πατρίδα των μαθηματικών Δημητρίου Ραθηνού και Διονυσόδωρου και του γραμματικού Τυραννίωνα, η Οδησσός, ο Βαθύς Λιμένας (Βατούμ), η Διοσκούρια (Σοχούμι), η Πιτιούντα, η Αρχαιόπολις (Νοκολακέβι), τα Κοτύωρα (Ορντού), η Τρίπολη, η Αμάσεια, πατρίδα του γεωγράφου Στράβωνος, η Ιωνόπολη (Ινέμπολη) και άλλες.
Στα χρόνια της περσικής κυριαρχίας ο ελληνικός πολιτισμός όχι μόνο διατηρείται αλλά και επεκτείνει την επιρροή του. Ο βασιλιάς της Μακεδονίας Φίλιππος ο Β΄ οργάνωσε τον Εύξεινο Πόντο σε επαρχία, ενώ η αυτοκρατορία του Μεγάλου Αλέξανδρου περιελάμβανε τον νοτιοδυτικό Εύξεινο Πόντο, εκτός από τη Βιθυνία και την Παφλαγονία.

Στο μεσοδιάστημα των Αλεξανδρινών χρόνων και της Ρωμαϊκής κατάκτησης, στην περίοδο των Μιθριδατών, ο εξελληνισμός προχωρεί βαθύτερα. Ο Μιθριδάτης ΣΤ΄ ο Ευπάτωρ και το κράτος που δημιούργησε αποτέλεσε το ανάχωμα στη Ρώμη και η ελληνική γλώσσα καθιερώθηκε στο Βασίλειο ως επίσημη. Η δημιουργία υποτελών κρατών στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία συντελέσθηκε μετά από αλλεπάλληλες ήττες των ρωμαϊκών στρατευμάτων και επαναστάσεις των ελληνικών πόλεων, και μόνο επί αυτοκράτορα Πομπηίου (63 π.Χ). Στα χρόνια της παρακμής της Ρώμης στα εδάφη του Πόντου εμφανίζονται και καταλαμβάνουν ένα μέρος του οι Βησιγότθοι, οι Ερούλοι και οι Οστρογότθοι, ενώ στην Κολχίδα κυριαρχούν οι Αλανοί.
Στην Ρωμαϊκή περίοδο διαδίδεται ο Χριστιανισμός από τους απόστολους Ανδρέα και Πέτρο, ενώ τα χριστιανικά μοναστήρια αποτελούν εστίες πίστης και εθνικής συνείδησης. Ο απόστολος Ανδρέας είναι ιδρυτής των εκκλησιών της Σινώπης, Αμισού, Αμάσειας και Τραπεζούντας. Όπως σε όλη τη ρωμαϊκή αυτοκρατορία έτσι και στον Πόντο έχουμε διωγμούς των χριστιανών που αρχίζουν επί Νέρωνα το 64 μ.Χ. και τερματίζονται επί Δεκίου το 311 μ.Χ. Αξιοπερίεργο όμως είναι ότι η Μονή του Αγίου Ιωάννη του Βαζελώνος ιδρύθηκε το 270 μ.Χ.- ακολούθησαν οι Μονές Σουμελά και Αγίου Γεωργίου του Περιστερεώτα- δηλαδή μέσα στα χρόνια των διωγμών. Κατά τους διωγμούς επί Διοκλητιανού στην Τραπεζούντα μαρτύρησε ο Άγιος Ευγένιος το 292 μ.Χ. μαζί με τους Κάνδιδο, Ουαλεριανό και Ακύλα. Ο Άγιος Ευγένιος κηρύχθηκε πολιούχος της Τραπεζούντας, όταν επικράτησε ο χριστιανισμός και χρησιμοποιώντας την ελληνική γλώσσα διαδόθηκε γρήγορα και εδραιώθηκε και στον Πόντο. Στα χρόνια του Μεγάλου Κωνσταντίνου η εκκλησία του Πόντου οργανώθηκε διοικητικά και ιδρύθηκε η «Επισκοπή Τραπεζούντος εν τη ποντική διοικήσει», η οποία αργότερα εξελίχθηκε σε μητρόπολη με δεκαπέντε επισκοπές.
Στα χρόνια του αυτοκράτορα Ιουστινιανού (527 – 565), ο Πόντος χωρίζεται στην επαρχία Ελενοπόντος, προς τιμήν της μητέρας του Μεγάλου Κωνσταντίνου, Ελένης.
Στις αρχές του 9ου αιώνα ο Πόντος χωρίζεται στις περιοχές της Χαλδίας, Κολώνειας και Αρμενιάκων όπου ο στρατηγός είχε την ανώτερη εξουσία. Στην περίοδο ακμής της περιοχής αναπτύσσεται στην περιοχή σε ακόμη μεγαλύτερο βαθμό η ελληνική ταυτότητα, ενισχύονται οι σχέσεις (Αρμενία, Γεωργία), και η Τραπεζούντα αναδεικνύεται ως κέντρο. Ο πληθυσμός της πόλης αυξήθηκε σημαντικά και η Τραπεζούντα τον 10ο αιώνα έγινε σπουδαίος εμπορικός σταθμός.

Οι αυτοκράτορες της ανατολικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας (Βυζάντιο), της Ρωμανίας, για την ενίσχυση των ανατολικών τους συνόρων είχαν παραχωρήσει ιδιαίτερα προνόμια στους ηγέτες του Πόντου. Τότε ξεκινούν και τα τραγούδια – ύμνοι στο Διγενή Ακρίτα, οι αγώνες του οποίου συμβόλιζαν την πάλη των Ελλήνων ενάντια στους εχθρούς τους. Από τους αγώνες αυτούς γνωστοί είναι οι ήρωες και τα κατορθώματα των Ποντίων Θεόδωρου και Κωνσταντίνου Γαβρά και Γρηγορίου του Ταρωνίτη. Με την κατάληψη της Κωνσταντινούπολης από τους Φράγκους το 1204, δημιουργείται η αυτοκρατορία της Τραπεζούντας από τον Αλέξιο Κομνηνό.
Η αυτοκρατορία κατέχει ξεχωριστή θέση στην παγκόσμια ιστορία, αφού κατόρθωσε να βοηθήσει πολύπλευρα την ταραγμένη Ευρώπη. Ο Καρδινάλιος και ο φιλόσοφος Βησσαρίων και ο φιλόσοφος Γεώργιος ο Τραπεζούντιος είναι οι πιο σημαντικές μορφές.
Η Aυτοκρατορία της Τραπεζούντας υποτάχθηκε το 1461. Επακόλουθο της κατάληψης της Τραπεζούντας, όπως και της Κωνσταντινούπολης, ήταν οι σφαγές, οι λεηλασίες, η φυγή προς τη δυτική Ευρώπη και τις παραδουνάβιες χώρες, ο βίαιος εξισλαμισμός. Ανάμεσα όμως στους πληθυσμούς που εξισλαμίστηκαν παρατηρήθηκε και το φαινόμενο του κρυπτοχριστιανισμού, που θα λάβει τεράστιες διαστάσεις στον Πόντο. Οι Κρυπτοχριστιανοί, οι οποίοι ζουν μέχρι σήμερα στην Τουρκία, ήταν οι χριστιανοί που αναγκάστηκαν να δεχτούν εξωτερικά μόνο τον ισλαμισμό, διατηρώντας στη χριστιανική πίστη και, όπου οι συνθήκες το επέτρεπαν, την ελληνική γλώσσα.

2. Η αναγέννηση των Ελλήνων

Από τις αρχές του 18ου αιώνα ο Ελληνισμός του Πόντου άρχισε να ξαναριζώνει στον τόπο του. Οι Έλληνες της περιοχής ανακτούν την χαμένη πίστη στην ελευθερία και ενισχύουν την υπόθεση της εθνικής παλιγγενεσίας, συμμετέχοντας τόσο στη Φιλική Εταιρεία και στην προετοιμασία του αγώνα όσο και μετέπειτα στον ελλαδικό χώρο. Η δημιουργία της Φιλικής Εταιρείας γίνεται σε ένα ισχυρό οικονομικό και πολιτικό κέντρο του Εύξεινου, την Οδησσό και αρχηγός είναι ένας γόνος μίας διακεκριμένης οικογένειας του Πόντου, ο Αλέξανδρος Υψηλάντης με τον οποίο ξεκίνησε η επανάσταση, ενώ με τον αδελφό του Δημήτριο τελείωσε στη Μάχη της Πέτρας.
Οι Έλληνες του Πόντου, κατάφεραν: α) να εξασφαλίσουν κυρίαρχη οικονομική Θέση στα μεγάλα αστικά κέντρα των ποντιακών παραλίων και του ανατολικού Ευξείνου· β) να εμφανίσουν ένα ιδιόμορφο δημογραφικό δυναμισμό, που τους επέτρεψε να κάνουν αισθητή την αριθμητική τους παρουσία στον Πόντο και να εποικίσουν παράλιες ή μεσογειακές περιοχές του Καυκάσου, της Κριμαίας και της ρωσικής ενδοχώρας γ) να προβάλουν μια αξιοζήλευτη πολιτισμική (και εκπαιδευτική κυρίως) δραστηριότητα· και δ) τέλος, να διεκδικήσουν ανεξάρτητη κρατική υπόσταση ή αυτονομία κατά τη λήξη του Α’ Παγκόσμιου Πόλεμου, μέσα στα πλαίσια μίας ανεξάρτητης δημοκρατίας ή μιας Παντοαρμενικής ομοσπονδίας .
Η οικονομική και πνευματική ανάκαμψη του Ποντιακού Ελληνισμού συνδυάστηκε με τη δημογραφική άνοδο. Το 1865 οι Έλληνες του Πόντου ανέρχονταν σε 265.000 άτομα, το 1880 σε 330.000 άτομα οι οποίοι κατοικούσαν κυρίως στα αστικά κέντρα, ενώ την ίδια περίοδο στη νότια Ρωσία, στην περιοχή του Καυκάσου, κατοικούσαν περίπου 150.000 Πόντιοι, που είχαν μετοικίσει εκεί μετά την άλωση της Τραπεζούντας το 146143. Ο Ποντιακός Ελληνισμός που ζούσε στα τέλη του 19ου αιώνα αριθμούσε, σύμφωνα με υπολογισμούς του Οικουμενικού Πατριαρχείου και των Οθωμανικών αρχών 600.000 άτομα περίπου, ενώ σύμφωνα πάντα με τις ίδιες πηγές το 1914 τους ανέβαζε σε 700.000.

3. Η Γενοκτονία

Η Γενοκτονία των Ελλήνων του Πόντου κρατά κεντρική θέση στην ιστορική τους διαδρομή. Η πρώτη φάση της Γενοκτονίας ξεκινά το 1908 και κρατά μέχρι την έναρξη του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου.
Η δεύτερη περίοδος ξεκίνησε το 1914, όταν οι συγκρούσεις του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου αναβάθμισαν την πολιτική της γενοκτονίας. Ο Πρόξενος της Αυστρίας στην Τραπεζούντα υπολόγιζε τον Ιανουάριο του 1918, σε 80.000-100.000 τους εκτοπισμένους Έλληνες του Πόντου, ενώ ελληνικές μαρτυρίες ανεβάζουν στις 233.000 τους νεκρούς και σε 85.000 όσους εκδιώχθηκαν στη Ρωσία. Η διαταγή του επικεφαλής του οθωμανικού στρατού Γερμανού διοικητή του οθωμανικού στρατού Λίμαν φον Σάντερς για εκκένωση περιοχών από Έλληνες, υπό το πρόσχημα στρατιωτικών αναγκών, είναι χαρακτηριστική. Τα τάγματα εργασίας, ως αποτέλεσμα του νόμου του 1909 περί στράτευσης των χριστιανών, η επιστράτευση του 1914 και οι εκτοπίσεις στα βάθη της Ανατολίας, οδηγούσαν στην φυσική εξόντωση των Ελλήνων.

Η περίοδος 1919-1923 αποτελεί την τελευταία και την πιο έντονη φάση γενοκτονίας, όταν το κίνημα του Μουσταφά Κεμάλ με την Εθνοσυνέλευση στη Σεβάστεια (Σεπτέμβριος 1919) αποφάσισε την εξόντωση των Ελλήνων.
Από το 1919 και μέχρι το 1924 ο Μουσταφά Κεμάλ έχοντας εκκαθαρίσει προχώρησε στη τελευταία φάση εξόντωσης των Ελλήνων του Πόντου . Οι ‘Ελληνες και οι Ελληνίες δολοφονήθηκαν, ατιμάστηκαν, εξορίστηκαν ή έφυγαν ομαδικά στα δάση και στα βουνά. Η τρομοκρατία, τα εργατικά τάγματα, οι εξορίες, οι αγχόνες, οι πυρπολήσεις των χωριών, οι βιασμοί, οι δολοφονίες ανάγκασαν τους Έλληνες και τις Ελληνίδες να εγκαταλείψουν τις προαιώνιες εστίες τους, με οικογένειες που διαλύθηκαν ή ως μέσο αυτοάμυνας να αναλάβουν αντιστασιακή δράση εναντίον του οργανωμένου σχεδίου εξόντωσης.
Μέχρι την άνοιξη του 1924, ο αριθμός των Ελλήνων του Πόντου που δολοφονήθηκαν έως το Μάρτιο του 1924 ήταν 353.000, σε σύνολο 700.000, ενώ οι Έλληνες που ζούσαν στο Οθωμανικό κράτος και έχασαν τη ζωή τους ήταν 1.000.000, σε σύνολο 2.700.000 . Πολλοί Έλληνες ζήτησαν καταφύγιο στη Ρωσία, όπου ζουν μέχρι σήμερα, ενώ στην Ελλάδα επέζησαν σύμφωνα με την απογραφή του 1928, μόνο 183.169 (σε σύνολο 1.221.216 προσφύγων), απογραφή η οποία όμως δεν έλαβε υπόψη τους χιλιάδες θανάτους- περίπου 75.000- που σημειώθηκαν την περίοδο 1922-1928.

4. Οι Έλληνες του Πόντου σήμερα: Ανάμεσα στο παρελθόν και στο μέλλον

Η παρουσία των Ελλήνων και η ισχυρή τους παρουσία, διακόπτεται μετά την κατάκτηση της περιοχών διαβίωσής τους από τους Οθωμανούς. Όταν ολοκληρωνόταν η γενοκτονία των Αρμενίων άρχιζε η διαδικασία εξολόθρευσης των Ελλήνων με τα ίδια μέσα: Μαζική βία, συλλήψεις γυναικών και παιδιών, βίαιοι εξισλαμισμοί, πορείες θανάτου, μαζικές δολοφονίες, διώξεις, εκτοπίσεις, εγκλήματα. Σχεδόν 1.000.000 Έλληνες από ένα πληθυσμό πάνω από 2.500.000 εξαφανίσθηκαν, εξόντωση η οποία αποτελεί γενοκτονία, στον τύπο της σύμφωνα με το άρθρο 2 της Σύμβασης του ΟΗΕ για την πρόληψη και την καταστολή της γενοκτονίας, παράγραφοι α, β, γ, δ και ε) και στην ουσία της έννοιας της γενοκτονίας.

Μέχρι σήμερα την γενοκτονία των Ελλήνων έχουν αναγνωρίσει, εκτός της Βουλής των Ελλήνων, η Βουλή των Αντιπροσώπων της Κυπριακής Δημοκρατίας, το κοινοβούλιο της Σουηδίας, η βουλή της Νότιας Αυστραλίας, η βουλή της Νέας Νότιας Ουαλίας και διάφορες πολιτείες και φορείς των ΗΠΑ1. Την υπόθεση έχει απασχολήσει το Οικονομικό και Κοινωνικό Συμβούλιο του ΟΗΕ, και τον Οργανισμό για την Ασφάλεια και τη Συνεργασία στην Ευρώπη, και την Επιτροπή Ευρωπαϊκών Υποθέσεων του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου. Επίσης το Δεκέμβριο του 2007, η Διεθνής Ένωση Ακαδημαϊκών για τη Μελέτη των Γενοκτονιών (International Association of Genocide Scholars –IAGS) αναγνώρισε με ψήφισμά της τη Γενοκτονία των Ασσυρίων και των Ελλήνων.
Οι Έλληνες του Πόντου αποτελούν μία πολύ σημαντική πολιτιστική και εθνική ψηφίδα στο ευρωπαικό ψηφιδωτό. Το ζήτημα της εκδίωξής τους στις αρχές του 20ου αιώνα , ορίζει τις υποχρεώσεις όχι μόνο στο κράτος που διέπραξε τη γενοκτονία αλλά σε ολόκληρη τη διεθνή κοινότητα να μην αναγνωρίσει ως νόμιμη μία κατάσταση που δημιουργείται από ένα διεθνές έγκλημα, να μη βοηθήσει τον εκτελεστή να διατηρήσει την παράνομη κατάσταση. Πολλοί που επιδίωξαν με τη βία και την πολιτική να εξαφανιστεί ο Ελληνισμός του Πόντου και ο πολιτισμός τους δεν το κατάφεραν. Ο ελληνικός λαός έχει δικαίωμα να απαιτεί με επιμονή την αναγνώριση των εγκλημάτων και αδικιών που διαπράχτηκαν σε βάρος του. Μάλιστα όσο μεγαλύτερη είναι η αδικία, όταν σχεδόν το 50% των Ελλήνων εξαφανίσθηκαν όσο περισσότερο χρόνο αποκρύφτηκαν τα γεγονότα, τόσο πιο έντονη είναι η επιθυμία για μια τέτοια αναγνώριση. Αναγνώριση η οποία είναι ένας ουσιαστικός τρόπος πάλης, αναγνώριση που αποτελεί μία επιβεβαίωση του δικαιώματος ενός λαού να γίνει σεβαστή η ύπαρξή του σύμφωνα με το δίκαιο και την ιστορική αλήθεια και να γίνει πράξη η αληθινή φιλία μεταξύ των λαών.

θ.μ.

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ