Γράφει ο Σπύρος Νεραϊδιώτης*.

Διαπιστώνεται, κατά τρόπο αναμφισβήτητο πως τα τελευταία χρόνια τα πανηγύρια μας παίρνουν μια φθίνουσα πορεία, με αποτέλεσμα στις μέρες μας να διέρχονται μια βαθιά κρίση και να βρίσκονται μεταξύ φθοράς και αφθαρσίας. Σε κάποιες περιοχές αργοπεθαίνουν και σε κάποιες άλλες σβήνουν και καταργούνται μένοντας στην ψυχή ορισμένων νοσταλγών ως μια γλυκιά ανάμνηση.
Το οικονομικό πρόβλημα που ταλανίζει την ελληνική οικογένεια και γενικότερα την κοινωνία, καθώς και η κρίση της φιλελεύθερης οικονομίας, μάλλον είναι μια φθηνή δικαιολογία, αν όχι η τελευταία θα έλεγα, γι’ αυτούς που απέχουν από τα πανηγύρια, ερχόμενοι στα χωριά την επομένη της λήξης τους. Μήπως εκείνα τα χρόνια, θα μου πείτε, είχαν περισσότερα οι άνθρωποι που συμμετείχαν, γλεντώντας με την ψυχή τους ολόκληρα μερόνυχτα;PANIGIRIA1
Τα τελευταία χρόνια ο άνθρωπος γενικότερα διακατέχεται από μια εσωστρέφεια, έχει κλειστεί στον εαυτό του, κάθισε αναπαυτικά στον καναπέ του σπιτιού του, ταυτίστηκε με τα τηλεοπτικά σκουπίδια και ενδιαφέρεται για υλικά αγαθά περισσότερο, παρά γι’ αυτά που του δίνουν περιεχόμενο στη ζωή του και ψυχική ευφορία. Σε αντίθεση σαφώς με εκείνα τα χρόνια, που οι άνθρωποι λειτουργούσαν πιο ομαδικά με κοινωνίες πιο δεμένες και με κυρίαρχα στοιχεία το συναίσθημα, τις ανθρώπινες σχέσεις και τις αξίες της ζωής.
Επίσης ένας άλλος λόγος που τα πανηγύρια μαραζώνουν είναι ότι, μετά τη μεγάλη εσωτερική μετανάστευση στα μεγάλα αστικά κέντρα, η ζωή των ανθρώπων εκεί άλλαξε ριζικά, ανεβάζοντας αισθητά και το βιοτικό τους επίπεδο. Η διασκέδασή τους ποιοτική ή όχι, είναι ένα καθημερινό φαινόμενο, με αποτέλεσμα το πανηγύρι του χωριού να μην τους συγκινεί, να μην το νοσταλγούν, και γι’ αυτό να μην συγκαταλέγεται στις διασκεδάσεις τους. Έτσι λοιπόν το κορυφαίο αυτό γεγονός του λαϊκού μας πολιτισμού περνάει απαρατήρητο, μπαίνοντας σιγά-σιγά στο περιθώριο και στη λήθη της ιστορίας του τόπου. Επίσης η δεύτερη και τρίτη γενιά, μη έχοντας αυτά τα βιώματα, μένει απαθής και αδιάφορη.
Αντίθετα στο παρελθόν οι κάτοικοι δούλευαν σκληρά ήλιο με ήλιο στις αγροτικές δουλειές και περίμεναν πως και πως τα πανηγύρια για να διασκεδάσουν. Όπως επίσης και τους γάμους, που για την τοπική κοινωνία θεωρούνταν τα δυο κορυφαία γεγονότα. Γι’ αυτό τα πανηγύρια κρατούσαν τότε τρεις μέρες και με την παραμονή τέσσερες, ενώ οι γάμοι μια βδομάδα και οι άνθρωποι διασκέδαζαν με την ψυχή τους.
Έχω την αίσθηση πως τα πανηγύρια μας θα ξαναζωντανέψουν κάποια μέρα. Αυτό θα γίνει γιατί θα το απαιτήσουν οι καιροί και οι κοινωνίες των ανθρώπων. Μέχρι να «λάβουν τα όνειρα εκδίκηση», το φιλί της ζωής θα πρέπει να το δώσουν κάποιοι που μπορούν με τις ενέργειές τους να εμφυσήσουν τη δική τους πνοή μέσα σ’ αυτά.
Να μην περιμένουμε όμως, να γίνει αυτό από τους παλαιότερους, κάπως προχωρημένης ηλικίας, οι οποίοι καταβάλουν φιλότιμες προσπάθειες χορεύοντας συμβολικά ένα χορό στην πλατεία του χωριού, για να διατηρήσουν το έθιμο όπως λένε και να υπάρχει η συνέχεια.
Να μην περιμένουμε από τους αδιάφορους που έρχονται την επομένη για να συνεχίσουν τις διακοπές τους που τις έχουν συνδυάσει με κάποια παραλία ενός νησιού.
Να μην περιμένουμε από τους καλοπερασάκηδες και τους κοιλιόδουλους που έρχονται μεν εκείνες τις μέρες στο πανηγύρι, αλλά κάθονται στα απέναντι μαγαζιά που δεν έχουν ορχήστρα, μόνο και μόνο για να έχουν ησυχία και να απολαύσουν τις ντόπιες νοστιμιές όπως λένε, παραγγέλλοντας ποικιλία εδεσμάτων, ένδειξη νεοπλουτισμού και αν δεν έχουν καλή εξυπηρέτηση ή καλό φαγητό, κάνουν φασαρία. Ενώ εκείνα τα χρόνια φασαρία έκαναν για τη σειρά που θα έπαιρναν στο χορό και για πόσους χορούς θα χόρευε ο καθένας.
Να μην περιμένουμε από τους τζάμπα μάγκες, που είναι αυτοί οι οποίοι έρχονται στο πανηγύρι, πιάνουν μια άκρη για να κοιτάζουν και το μόνο που νοιάζονται είναι τι μάρκα ουίσκι θα πιούν και με τι επιδόρπιο αυτό θα συνοδεύεται.
Να μην περιμένουμε από αυτούς που, όταν έρχονται στο χωριό, πιάνουν τη γκλίτσα παραμάσκαλα και δείχνοντας ότι δήθεν τα ξέρουν όλα βάζουν σχέδια, κάνοντας κριτική στους άλλους, αλλά οι ίδιοι δεν συμμετέχουν.
Τέλος και το πιο σημαντικό είναι, να μην περιμένουμε τη συνέχεια του πανηγυριού, από αυτούς που δεν ξέρουν τι θα πει ντόπια παράδοση, τι θα πει λαϊκός πολιτισμός, τι θα πει κουλτούρα γενικότερα.
Μια νότα αισιοδοξίας είναι οι νέοι που κατακλύζουν τις αίθουσες των πολιτιστικών Συλλόγων συμμετέχοντας στα χορευτικά τμήματα. Είναι τα παιδιά αυτά που μαθαίνουν βέβαια χορούς απ’ όλη την Ελλάδα, αλλά όμως δεν βγαίνουν χορευτές που θα εκφραστούν χορεύοντας σ’ ένα πανηγύρι. Και αυτό γιατί τα χορευτικά των Συλλόγων έχουν μπαλλετοποιηθεί – φολκλοροποιηθεί. Οι χορευτές λειτουργούν σαν στρατιωτάκια επιμένοντας στην κίνηση αλλά δεν μπορούν να εκφραστούν ελεύθερα στο χορό. Και πώς μπορείς να εκφραστείς στο χορό, ή να ανατριχιάσεις στο άκουσμα ενός τραγουδιού αφού δεν το έχεις βιώσει; Έτσι βλέπουμε συχνά να χορεύουν με άψογη κίνηση χορούς από άλλες περιοχές της Ελλάδας, αλλά δεν μπορούν να χορέψουν στη ντόπια παράδοση, ένα τσάμικο ακόμα και ένα συρτό στα τρία ή συρτό στα δυο, βγάζοντας το μεράκι τους.
Κάποιοι όμως ισχυρίζονται πως ήρθε ο καιρός να αναλάβουν τη διοργάνωση των πανηγυριών οι πολιτιστικοί Σύλλογοι, οι οποίοι έχουν άμεση σχέση με την παράδοση.
Έχω την αίσθηση πως αυτό είναι μέγα λάθος και θα έχει αντίθετα αποτελέσματα που θα είναι η αρχή του τέλους των πανηγυριών.
Ναι, στις πολιτιστικές εκδηλώσεις στα χωριά μας από τους Συλλόγους, καθώς και στη συμμετοχή τους στο πανηγύρι με παραδοσιακές φορεσιές.
Όχι! Κατηγορηματικά όχι, στη διοργάνωση των πανηγυριών από αυτούς.
Το πανηγύρι που άντεξε στο διάβα των αιώνων, δεν το αφήνεις έτσι απλά στην τύχη του. Δεν το παραδίδεις στα χέρια του καθενός που βρίσκεται μέσα σε ένα Δ.Σ. ενός Συλλόγου, με ή χωρίς τη θέλησή του. Δεν το παραδίδεις στα χέρια του καθενός που ασχολήθηκε με τα κοινά από ένα καπρίτσιο, ή κάποια φιλοδοξία, αλλά το κυριότερο δεν διαθέτει την ανάλογη παιδεία στο πολιτισμικό γίγνεσθαι.
Έτσι λοιπόν με την εισβολή των Συλλόγων στη διοργάνωση των πανηγυριών θα έχουμε ριζικές αλλαγές που μόνο πανηγύρια δε θα θυμίζουν. Θα καταργηθεί η «παραγγελία», ένας ιερός θεσμός, που είναι το κυριότερο και κυρίαρχο στοιχείο του πανηγυριού. Είναι αυτός που πληρώνει τα όργανα και ακούει ή χορεύει το τραγούδι της προτίμησής του. Η κατάργηση της παρέας στο χορό και του ατομικού χορού που θα έχει ως αποτέλεσμα τη μη συμμετοχή στο χορό των μερακλήδων και χορευταράδων, ρίχνοντας έτσι την ποιότητα του πανηγυριού. Θα βλέπουμε έναν ελεύθερο ομαδικό χορό με πολύ κόσμο, που ο ένας θα πατάει τον άλλον, σε ένα χώρο που θα θυμίζει περισσότερο με πατητήρι σταφυλιών, όπου θα χορεύουν κάθε λογής «λαοφιλή άσματα», χωρίς να εκφράζεται στο χορό κανείς.
Οι Σύλλογοι θα αποκτήσουν εμπορικό χαρακτήρα και έτσι θα βλέπουμε ορχήστρες με σκυλοδημοτικό ή σκυλολαϊκό ρεπερτόριο, ρίχνοντας την ποιότητα χαμηλά, αρκεί να υπάρχουν εύρωστα ταμεία. Το πλαστικό ποτήρι και πιάτο, το άψητο σουβλάκι καθώς και τα βαρέλια με πάγο για τα ποτά, έρχονται σε δεύτερη μοίρα. Αυτά τα συναντούμε σήμερα σε χωριά και περιοχές που δεν έχουν ταυτότητα και ψάχνουν μάταια να τη βρουν. Όπως επίσης, θα υπάρχουν και Σύλλογοι που κατά περιόδους θα είναι αδρανείς, οι λεγόμενοι «Σύλλογοι σφραγίδα».
Με την αδράνεια όμως των Συλλόγων, το επόμενο στάδιο θα είναι η εμφάνιση κάποιων πλανόδιων επιχειρηματιών, που θ’ ασχολούνται μόνο και μόνο με την διοργάνωση αυτών των εκδηλώσεων. Το αποτέλεσμα θα είναι να αλλάξει ριζικά ο τρόπος λειτουργίας τους, με ένα είδος «γυφτοπανήγυρων» προφανώς χαμηλού επιπέδου, καταργώντας παράλληλα τα τοπικά ήθη και έθιμα, με αποτέλεσμα να χαθεί το παλιό ύφος και χρώμα της ντόπιας παράδοσης. Ακόμα και το όνομα «πανηγύρι» (του Αη-Λιώς, της Αγίας Παρασκευής, του Σωτήρα, του Δεκαπενταύγουστου…) θα διαγραφεί από το λεξιλόγιο των ορεινών, και θα αντικατασταθεί με κάτι άλλο, όπως γιορτή πρατίνας, καλαμποκιού, πέστροφας, κάστανου, τσίπουρου…
Με ευχολόγια, κούφια λόγια και συναισθηματική φόρτιση δε γίνεται τίποτα. «Για να γυρίσει ο ήλιος θέλει δουλειά πολύ».
Υπάρχει φως στον ορίζοντα, που αυτό θα πρέπει κάποιοι να το διαφυλάξουν, να το ενδυναμώσουν και μ’ αυτό να φωτίσουν τη νεολαία, καθώς και τις επόμενες γενιές και τα πανηγύρια μας τότε θα ξαναζωντανέψουν και πάλι. Και αυτοί είναι οι ποιοτικοί, οι ασυμβίβαστοι, που δεν κάνουν πίσω με τίποτα. Είναι οι ανήσυχοι εκφραστές που αγωνιούν για τα πατροπαράδοτα. Οι τρυφεροί εραστές της παράδοσης και του λαϊκού πολιτισμού. Οι ρομαντικοί νοσταλγοί του ψυχικού τοπίου και των παιδικών βιωμάτων των μικρών μας πατρίδων. Αυτοί που πηγαίνουν κόντρα στα σημεία των καιρών, της στείρας παγκοσμιοποίησης και της υποκουλτούρας. Είναι οι άνθρωποι της κάθε γενιάς, της κάθε εποχής, που παραμονές πανηγυριού βρίσκονται στον τόπο καταγωγής τους συμμετέχοντας ενεργά και ποιοτικά στη συνέχεια αυτού του κορυφαίου γεγονότος.
Είναι οι χορευταράδες μερακλήδες, αυτοί που με τα μεράκια τους και τα γλέντια τους μα πιότερο με την καρδιά και την ψυχή τους, δείχνουν το δρόμο σαν φωτεινοί οδοδείχτες και στις νεότερες γενιές. Αυτοί που σήμερα είναι λίγοι, αύριο περισσότεροι, μεθαύριο όλοι.

*ο Σπύρος Νεραϊδιώτης είναι  χοροδιδάσκαλος, λαογράφος, τα κείμενα είναι από το βιβλίο του  ΑΝΑΤΟΛΙΚΑ ΤΩΝ ΤΖΟΥΜΕΡΚΩΝ

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ