Της Άρτας το γιοφύρι

Γράφει ο Σπύρος Νεραϊδιώτης*.

Από αρχαιοτάτων χρόνων οι άνθρωποι πίστευαν πως, για να στεριώσει ένα μεγάλο έργο, ήθελε και μια ανθρώπινη θυσία. Είναι από τις προλήψεις που δημιουργούν οι ανθρώπινες κοινωνίες από τα βάθη των αιώνων.

Αυτό έγινε και με το κτίσιμο του γεφυριού της Άρτας το 1602-1606 , με τη γυναίκα του πρωτομάστορα να θυσιάζεται για να στεριώσει το μεγαλοπρεπές αυτό έργο.

Το ποίημα του γεφυριού της Άρτας είναι μια παραλογή, από τα πιο συγκλονιστικά δεκαπεντασύλλαβα, που αργότερα έγινε και τραγούδι. Και αναφέρεται στην όλη ιστορία του κτισίματος του γεφυριού. Είναι μια τραγική ιστορία, ένας μύθος, ένας πραγματικός θρύλος, που έγινε γνωστό στα πέρατα της οικουμένης, για να δημιουργηθούν αργότερα και άλλοι τέτοιοι παρόμοιοι θρύλοι, σε άλλες χώρες της Βαλκανικής.artas giofiri

   Το γιοφύρι της Άρτας, είναι το στολίδι της πόλης το σήμα κατατεθέν της περιοχής, που στέκει αγέρωχο, περήφανο μέχρι τις μέρες μας και είναι ένα πραγματικό έργο τέχνης, ένα αριστούργημα καλλιτεχνίας.

 

Σαράντα πέντε μάστοροι κι εξήντα μαθητάδες,

γιοφύρι εστεριώνανε στης Άρτας το ποτάμι.

Ολημερίς το χτίζανε, το βράδυ εγκρεμιζόταν.

Μοιρολογούν οι μάστοροι και κλαιν οι μαθητάδες.

Αλίμονο στους κόπους μας, κρίμα στις δούλεψές μας,

ολημερίς να χτίζουμε, το βράδυ να γκρεμιέται.

 

Πουλάκι εδιάβη κι έκατσεν, αντίκρυ στο ποτάμι,

δεν εκελάηδε σαν πουλί, μηδέ σα χελιδόνι,

παρά εκελάηδε κι έλεγε μ’ ανθρώπινη λαλίτσα:

Αν δε στοιχειώσετε άνθρωπο, γιοφύρι δε στεριώνει

και μη στοιχειώσετε ορφανό, μη ξένο, μη διαβάτη,

παρά του πρωτομάστορα την όμορφη γυναίκα,

που έρχεται αργά τ’ αποταχύ και πάρωρα το γιόμα.

 

Τ’ άκουσ’ ο πρωτομάστορας και του θανάτου πέφτει.

Πιάνει, μηνάει της λυγερής με το πουλί τ’ αηδόνι.

Αργά ντυθεί, αργά αλλαχτεί, αργά να πάει το γιόμα,

αργά να πάει να διαβεί της Άρτας το γιοφύρι.

Και το πουλί παράκουσε κι αλλιώς επήγε κι είπε:

Γοργά ντύσου, γοργά άλλαξε, γοργά να πας το γιόμα,

γοργά να πας και να διαβείς της Άρτας το γιοφύρι.

 

Να τηνε κι εμφανίστηκε από την άσπρη στράτα.

Την είδ’ ο πρωτομάστορας, ραγίζεται η καρδιά του.

Από μακριά τους χαιρετά κι από κοντά τους λέει:

– Γειά σας χαρά σας μάστοροι και σεις οι μαθητάδες,

μα τι έχει ο πρωτομάστορας και είναι βαργομισμένος;

– Το δαχτυλίδι του ‘πεσε στην πρώτη την καμάρα

και ποιός να μπει και ποιός να βγει, το δαχτυλίδι να ‘βρει;

– Μάστορα, μην πικρένεσαι κι εγώ να πά’ σ’ το φέρω,

εγώ να μπω, κι εγώ να βγω, το δαχτυλίδι να ‘βρω.

 

Μηδέ καλά κατέβηκε, μηδέ στη μέση πήγε.

– Τράβα καλέ μ’ τον άλυσο, τράβα την αλυσίδα,

τι όλον τον κόσμο ανάγειρα και τίποτας δεν ηύρα.

Ένας πηχάει με το μυστρί κι άλλος με τον ασβέστη,

παίρνει κι ο πρωτομάστορας και ρίχνει μέγα λίθο.

Αλίμονο στη μοίρα μας, κρίμα στο ριζικό μας!

Τρεις αδερφάδες ήμαστε κι οι τρεις κακογραμμένες.

Η μια ‘χτισε το Δούναβη κι η άλλη τον Αφράτη

κι εγώ η πιο στερνότερη της Άρτας το γιοφύρι.

 

– Ως τρέμει το καρυόφυλλο, να τρέμει το γιοφύρι

κι ως τρέμουν τα δεντρόφυλλα, να πέφτουν οι διαβάτες.

– Κόρη, το λόγον άλλαξε κι άλλη κατάρα δώσε,

που ‘χεις μονάκριβο αδελφό, μη λάχει και περάσει.

Κι αυτή το λόγον άλλαξε κι άλλη κατάρα δίνει.

Αν τρέμουν τ’ άγρια βουνά, να τρέμει το γιοφύρι

κι αν πέφτουν τ’ άγρια πουλιά, να πέφτουν οι διαβάτες,

τί έχω αδερφό στην ξενιτιά, μη λάχει και περάσει.

 

 

*Σπύρος Νεραϊδιώτης

χοροδιδάσκαλος, λαογράφος,

τηλεοπτικός παραγωγός