Συνέντευξη με τον ποιητή Δημήτρη Τσίτο.

Επιμέλεια: Βάσω Β. Παππά.

Vas_nikpap@yahoo.gr

O Δημήτρης Τσίτος διετέλεσε για περισσότερα από 20 χρόνια στέλεχος του κλάδου μάρκετινγκ της Mobil Oil Hellas σε διάφορες διευθυντικές θέσεις. Για λογαριασμό της Mobil Oil Corporation εργάσθηκε ως μέλος της διεθνούς εκπαιδευτικής ομάδας με δραστηριότητες στις ΗΠΑ, την Ευρώπη και την Μέση Ανατολή. Το 1992 αποχωρεί από τη Mobil Oil Hellas, ως Trainihg Manager, και ιδρύει την εταιρεία Synolic – Συστήματα Ανάπτυξης Επιχειρήσεων, η οποία εξειδικεύεται στο “Coaching &Consulting Training” και αντιπροσωπεύει πολλούς διεθνείς οργανισμούς. Σήμερα όμως θα τον γνωρίσουμε ως ποιητή και ως έναν άνθρωπο που δεν εφησυχάζει…

Β.Π.: Κύριε Τσίτο, πρόσφατα διάβασα μια ποιητική συλλογή σας, αφιερωμένη μάλιστα στο μεγάλο ποιητή της Θεσσαλονίκης Ντίνο Χριστιανόπουλο. Πώς προέκυψε το βιβλίο «Αντιμήνσιο»; Πείτε μας δυο λόγια.

Το «Αντιμήνσιο» είναι μια συλλογή ποιημάτων που αναφέρεται σε μια μεγάλη χρονική περίοδο. Οι αναφορές είναι σε ερωτικές καταστάσεις και όλες είναι βιωματικές. Κατά την άποψή μου απεικονίζει μια συνέχεια από ταραχώδεις σχέσεις – όλες βασανιστικές με δεδομένο ότι κάθε ερωτική σχέση είναι θνησιγενής και μόνο αναμνήσεις αφήνει σαν κατάλοιπο μαζί με κάποια άλλα ζόρια αενάως ενοχλητικά.

Ο τίτλος προέρχεται από ένα ποίημα μου και διάλεξα τη λέξη αυτή επειδή είναι πραγματικά συμβολική αλλά και ουσιαστική. Είναι γνωστό ότι τα σύμβολα –υποκειμενικά και αντικειμενικά – άλλα συγκαλύπτουν και άλλα αποκαλύπτουν. Το αντιμήνσιο ως λέξη προέρχεται από την λατινική (anti-Mensa) αντί για τράπεζα. Υποκαθιστά και αντιπροσωπεύει την τράπεζα. Χρησιμοποιείται από την εκκλησία και είναι ένα κομμάτι πεποικιλμένου υφάσματος, καθαγιασμένο με οστάρια αγίων στις άκρες, και το έχει ο ιερέας στη διάθεσή του προκειμένου να τελέσει θεία λειτουργία σε χώρους εκτός του ναού. Δηλαδή υποκαθιστά εν ουσία και πράξεσιν την Αγία Τράπεζα. Χωρίς αυτό λειτουργία δεν γίνεται. Σημειωτέον ότι ο κάθε Δεσπότης δίνει στον ιερέα που είναι υπό την δικαιοδοσία και την δικαιοπραξία του δικό του (του Δεσπότη) αντιμήνσιο. Και αυτό, επίσης, έχει τη δική του σημειολογία. Με τον όρο αυτό ήμουν εξοικειωμένος διότι προέρχομαι από σόι που είχε αρκετές επαφές με τα θεοτικά. Η μητέρα μου ήταν συγγενής του εθνομάρτυρα Χρυσοστόμου Σμύρνης, ο παππούς μου ήταν σπουδαίος κληρικός (ο Παπά Δημήτριος Τσίτος – «ο Ιερωμένος με τον σταυρό και το πιστόλι» του ναού των 12 Αποστόλων, όπως αναφέρεται στην ιστορία της Ξάνθης. Ο αδελφός του πατέρα μου ήταν κι αυτός ιερέας – Οικονόμος. Εγώ μεγάλωσα μέσα στην εκκλησία και στο αναλόγιο ανέβηκα πρώτη φορά – στον Άγιο Ελευθέριο στην Ξάνθη – σε ηλικία έξη ετών. Φυσικό είναι να έχω επηρεαστεί από τη γλώσσα της εκκλησίας και τα σχετικά κείμενα τα οποία γνωρίζω πολύ καλά. Τώρα, βέβαια, είμαι άθεος, αλλά αυτό είναι «άλλου παπά ευαγγέλιο». Κάποια στιγμή, λοιπόν, μάζεψα τα ποιήματα που βρίσκονταν απ’ εδώ και απ’ εκεί σε χαρτάκια και τα έβαλα σε μια σειρά. Αποφάσισα να τα εκδώσω σε ιδιωτική έκδοση για να μπορώ να τα χαρίζω όπου θέλω και να μην μπορούν να τα αγοράσουν. Παρακάλεσα τον κ. Γιώργο Ρωμανό, τον καλό φίλο και έξοχο λογοτέχνη και ζωγράφο, να τα επιμεληθεί και να κάνει την έκδοση. Έτσι βγήκε από την Πανδώρα το βιβλίο. Δεν το έκανα για να δρέψω δάφνες. Ποτέ μου δεν είχα λογοτεχνικές αξιώσεις επειδή έχω συναίσθηση των δυνατοτήτων μου με τους περιορισμούς μου στο χώρο και τον χρόνο. Θα μπορούσα να είμαι καλός. Δεν είμαι, όμως, σπουδαίος. Ξέρω που οφείλεται αυτό και δεν μπορούσε να γίνει αλλιώς λόγω καταστάσεων. Γράφω μικρά ποιήματα. Στο αντιμήνσιο υπάρχει μόνο ένα κάπως μακρύ. Αποφεύγω συστηματικά την πολυλογία. Είναι εξίσου αντιπαθητική και ενοχλητική – για μένα – όσο και η πολυφαγία που προκαλεί δυσπεψία. Το «Αντιμήνσιο» το έκανα για να τιμήσω τον Ντίνο Χριστιανόπουλο – με το δικό μου τρόπο – και για τίποτε άλλο. Ήταν το μεγαλύτερο και καλύτερο που μπορούσα να κάνω για τον Άνθρωπο που έχει παίξει μεγάλο ρόλο στη ζωή μου. Η γνωριμία μου μαζί του ήταν καταλυτική.

Β.Π.: Πώς αντιλαμβάνεστε την ποίηση και τους ποιητές γενικότερα κύριε Τσίτο;

Τελείως υποκειμενικά, θα σας απαντούσα: Η λογοτεχνία και ειδικότερα η ποίηση αποτελούν μια μεταφυσική ενασχόληση. Και γι αυτόν που γράφει και γι αυτόν που διαβάζει. Και γι αυτόν που εκπορεύει τον λόγο και γι αυτόν που τον αποδέχεται. Θα έλεγα χωρίς κανένα δισταγμό ότι πρόκειται για παρασυμπαθητική μαγεία. Δεν είναι κάτι απλό και δεν έχει συγκεκριμένους κανόνες. Κάποιοι, φυσικά, έχουν επίγνωση του γεγονότος αυτού και κάποιοι όχι. Η ποίηση είναι ένα είδος υπνωτισμού. Ο ποιητής απευθύνεται, είτε εν επιγνώσει του είτε όχι, και στο λογικό (συνειδητό) του αναγνώστη αλλά και στο υποσυνείδητό του. Κάποια λογοτεχνήματα αγγίζουν μόνο το λογικό. Και κάποιοι αναγνώστες αρκούνται σ’ αυτό ή, ίσως, δεν έχουν τη δυνατότητα για κάτι περισσότερο. Κάποιοι άλλοι δημιουργοί καταφέρνουν να εισχωρήσουν στους χώρους του υποσυνειδήτου και να προκαλέσουν καταπληκτικές καταστάσεις – είτε το επιθυμούν οι αναγνώστες είτε όχι. Δηλαδή επιτυγχάνουν να διαβούν τα όρια του λογικού και μάλιστα χωρίς να τους το έχουν ζητήσει. Ένα μεγάλο εμπόδιο σ αυτή την επιδίωξη είναι ο περίπλοκος, εξεζητημένος και στριμμένος λόγος αφ ενός, και αφετέρου το ότι οι ποιητές δεν έχουν ασχοληθεί σοβαρά με το να αποκτήσουν ικανότητες διείσδυσης στο εσώτερο «είναι» του άγνωστου αναγνώστου τους. Έτσι μπορούμε να πούμε ότι όταν υπάρχουν αξιοθαύμαστα αποτελέσματα – όταν και όπου υπάρχουν – οφείλονται σε ένα ταλέντο που πραγματώνεται με έναν εμπειρικό τρόπο παρά με μια προσχεδιασμένη μεθοδολογία. Μάλλον έχουν μέσα τους – οι ποιητές – κάτι που τους πιέζει αφόρητα να βγει και βγαίνει με την πρώτη ευκαιρία. Σε κάποιους άλλους ποιητές χρειάζεται εμβρυουλκό το οποίο χειρίζονται μόνοι τους και συνήθως, σ αυτές τις περιπτώσεις, άτσαλα. Εξ’ αντιθέτου υπάρχουν ποιητές που διαβαίνουν ενσυνείδητα τα όρια. Και απευθύνονται, μάλλον και πρωτίστως, σε αναγνώστες που μπορούν να αποκωδικοποιήσουν τα σχετικά. Βέβαια κάποιοι αναγνώστες απλά εντυπωσιάζονται από την παρέλαση των λέξεων χωρίς να ασχολούνται με τα υπόλοιπα. Τελικά μπορούμε να πούμε ότι αυτή η μερίδα των ποιητών λειτουργεί σε ένα περιβάλλον – κατάσταση «ύπνωσης» και καταφέρνει να επιτύχει τρία στάδια: της συγκέντρωσης, του διαλογισμού και τη δημιουργία μιας εικονικής (που δεν είναι και τόσο εικονική) πραγματικότητας. Έτσι, εγκαταλείπεται ο συνήθως αισθητός χώρος και χρόνος και δίνεται η δυνατότητα για ανέλιξη σε μια υπερβατική διάσταση – χωρίς αυτό, όμως, να σημαίνει ότι εγκαταλείπεται απολύτως η υποκειμενικότητα που συνδέεται – ως μη αισθητή πλέον – με τη λογική συνειδητότητα. Ο ποιητής, με το ποίημα του, ως υπνωτιστής φέρνει τον αναγνώστη σε μια κατάσταση ύπνωσης και του επιβάλλει αμέσως ή εμμέσως εντολή να ξεπεράσει τα όρια της λογικής και να ανατρέξει σε δικές του καταστάσεις, βιωμένες ή φαντασιώσεις που προϋπήρξαν – σε κάποια σχέση με το ποίημα – και οι οποίες για κάποιους λόγους ήταν παραχωμένες και μη προσβάσιμες. Ακόμη, όμως, κι αν έχουν μπαγιατέψει είναι χρήσιμες. Συνήθως αυτό επιτυγχάνεται με απλές λέξεις και εκφράσεις που είναι εύληπτες και αποτελούν ένα είδος κλειδιού που θα ανοίξει την πόρτα του υποσυνείδητου. Αντίθετα λέξεις και δυσνόητα νοήματα που απαιτούν ιδιαίτερη προσοχή και προσπάθεια από το συνειδητό δεν βοηθούν την πορεία προς τα επέκεινα.

Β.Π.: Από το 1977 σχεδιάζετε και υλοποιείτε προγράμματα εξειδικευμένης επαγγελματικής κατάρτισης σε επιχειρήσεις στην Ελλάδα και στο εξωτερικό σε θέματα Management Consulting, Human Resource Development και Marketing. Πάντα αυτό θέλατε να κάνετε στη ζωή σας;tsitos

Ένα μεγάλο μέρος της ζωής μου ήταν με την Mobil Oil. Είκοσι δύο ολόκληρα χρόνια σε πολλά μέρη του κόσμου. Είχα πάρει μέρος, ακόμη, και στην εκκένωση του Ιράν όταν έγινε η ανατροπή του Σάχη. Ασχολήθηκα με την ανάπτυξη του ανθρωπίνου δυναμικού, επίσης, σε πολλές χώρες. Από την Μάλτα, τη Νιγηρία, την Αιθιοπία, το Μπαχρέιν, τη Ρουμανία – την λατρεύω -, την Τουρκία – όπου θα ήθελα να ζήσω. Στην Αραβία φορούσα κελεμπία όταν διεύθυνα σχετικά εργαστήρια. Η αλήθεια είναι ότι ποτέ δεν είχα φανταστεί ότι θα είχα ασχοληθεί στον τομέα αυτό.

Β.Π.: Μικρός τι λέγατε ότι θέλετε να γίνετε;

Μικρός ήθελα να γίνω Δεσπότης. Οι δικοί μου δεν ήθελαν διότι οι ιερωμένοι της οικογένειας – όντες δίκαιοι και τίμιοι – είχαν ταλαιπωρηθεί αφάνταστα από την «Μαφία με τα μαύρα», όπως έλεγαν. Όταν μεγάλωσα κάπως, κατάλαβα την υποκρισία και τους βυζαντινισμούς του ιερατείου και έκοψα ρόδα μυρωμένα. Εκείνο, όμως, που έμεινε δια παντός είναι η μεγάλη αγάπη για τη βυζαντινή μουσική και ιδιαίτερα τα μέλη του μαϊστορος κυρ Ιωάννου Κουκουζέλους. Μετά ήθελα να γίνω φωτογράφος. Ο πατέρας μου ήταν φωτογράφος και από πολύ μικρός έμαθα την τέχνη – και στο σκοτεινό θάλαμο. Και αυτό δεν το ήθελαν οι δικοί μου επειδή, τότε, οι φωτογράφοι δεν έβγαζαν χρήματα για να ζήσουν. Μετά ήθελα να γίνω μουσικός, να μάθω κορνέτα. Ο πατέρας μου που έπαιζε τρομπόνι και βιολί, μου είχε πει «μια ζωή θα πεινάς». Πάει κι αυτό. Φύγαμε από την Ξάνθη το 1961 – «κακείν κακώς» – και πήγαμε στη Θεσσαλονίκη. Εκεί άρχισα σαν μπαρμπερόπουλο (βοηθός σε κουρείο) στο αριστοκρατικό κουρείο του θείου μου – δίπλα από τα εκπαιδευτήρια Βαλαγιάννη, απέναντι από την εκκλησία του Αγίου Γρηγορίου – όπου έβγαζα πολλά χρήματα, τρείς φορές παραπάνω από το μισθό φιλόλογου καθηγητή, και πήγαινα σε νυκτερινό γυμνάσιο, αλλά δεν ήμουν ευχαριστημένος. Έφυγα και έπιασα δουλειά σε ένα γραφείο αντιπροσωπειών ενώ ταυτόχρονα άρχισα να δουλεύω –αμισθί – στη Δράση και τον Ελεύθερο Λαό του Νάστου. Επειδή έγραφα καλά διακρίθηκα, αλλά ταυτόχρονα ο Αντώνης Πεκλάρης μου είπε ότι πάω χαμένος στην εφημερίδα: «Είναι σαν τη σύφιλη να βλέπεις το όνομά σου σε εφημερίδα. Αν σε πιάσει δεν σ’ αφήνει». Μου είπε να πάω να δω τον Γιώργη Βαφόπουλο και να του δείξω τα κείμενα μου για να με καθοδηγήσει σε μια καλή λογοτεχνική πορεία. Πήγα στην βιβλιοθήκη της ΧΑΝΘ να δω τον Βαφόπουλο, αλλά ο Βαφόπουλος έλλειπε και έπεσα πάνω στον Ντίνο Χριστιανόπουλο – ένα ωραίο περιστατικό που θα διηγηθώ μιαν άλλη φορά. Η συνάντηση αυτή ήταν ένα κομβικό σημείο στη ζωή μου. Ήταν το 1965 – αν θυμούμαι καλά, ή ίσως λίγο νωρίτερα.

Αν θα ξαναζούσα μια ζωή… Φωτοειδησεογράφος θα γινόμουν. Η εικόνα λέει πολλά, αν ξέρεις να τη στήσεις. Ίσως και Δεσπότης, άθεος μεν, αλλά χρησιμοποιώντας τη δυναμική της θρησκείας θα μπορούσα να πετύχω πολύ καλά αποτελέσματα. Βλέπετε τι κάνει ο πεφωτισμένος Δαλάι Λάμα… Οι άλλοι –«πεφωτισμένοι» – έμειναν πίσω.

Β.Π.: Ποιος ο άνθρωπος που σας έχει επηρεάσει περισσότερο στη ζωή σας;

Ο Χριστιανόπουλος. Μ’ έμαθε να διαβάζω, να γράφω, να βλέπω. Τον έβλεπα κάθε βδομάδα. Μου διόρθωνε τα γραπτά και μου έδινε βιβλία να διαβάσω – δικής του επιλογής – και την επόμενη βδομάδα να του δώσω μια σελίδα για κάθε βιβλίο! Πηγαίναμε μαζί σε εκθέσεις ζωγραφικής και μου έλεγε «πες μου τι σου αρέσει και γιατί, και τι δεν σου αρέσει και γιατί». Στην αρχή δεν ήθελα να ακούσω τίποτε για ποίηση, ούτε και διάβαζα ποίηση. Διάβαζα μετά μεγάλης μανίας πεζά. Σιγά – σιγά με εξοικείωσε με την ποίηση και θυμούμαι ότι μου χάρισε το Πούσι και Μαραμπού του Καββαδία. Δεν μπορούσα να μην το διαβάσω θα ήταν προσβολή. Και έτσι σιγά σιγά γλυκάθηκα. Για τα γραπτά μου έχω ακούσει, από τον ίδιο, τα εξ αμάξης. Όμως άντεξα τις σκληρές κριτικές, επειδή καταλάβαινα ότι είχα να κάνω με ένα σπουδαίο Δάσκαλο και έναν εξαιρετικά τίμιο Άνθρωπο. Το δόγμα του «με ψεύτες και με κλέφτες αλισβερίσι δεν θέλω» σφράγισε τη ζωή μου. Καταλαβαίνετε, λοιπόν, ποιός άνθρωπος έχει παίξει τον πλέον σημαντικό ρόλο στη ζωή μου – περισσότερο από τους γονείς μου – και τον λόγο για τον οποίο υπάρχει το «Αντιμήνσιο». Αυτό συνεχίσθηκε για χρόνια – μέχρι το 1969 οπότε έφυγα από την Θεσσαλονίκη και πήγα στην Αθήνα.

Β.Π.:Θεωρείστε επιτυχημένος στον τομέα σας. Αλήθεια, η σκληρή δουλειά και η αφοσίωση με ό,τι κι αν καταπιαστήκατε τι σας στέρησαν στην πορεία των χρόνων; Υπάρχει κάποια συνταγή γι’ αυτό, κι αν ναι, ποια είναι αυτή;

Δεν εργάσθηκα σκληρά ούτε και με αυτό που λένε αφοσίωση. Ήμουν επαγγελματίας χωρίς συναισθηματισμούς. Έπρεπε να κάνω τη δουλειά μου σωστά και να προσφέρω κάτι παραπάνω απ αυτό που μου ζητούσαν. Η δουλειά ήταν το ψωμί μου. Δεν μπορούσα να μην το σεβαστώ, να το τιμήσω και να το διαφυλάξω. Εκείνο όμως που μου έμεινε σαν δίδαγμα ότι για να πετύχει – όπως κι αν ερμηνεύει κάποιος την επιτυχία – είναι το πώς διαπραγματεύεται το ρόλο του. Για μένα η ικανότητα και η αποτελεσματικότητα στις διαπραγματεύσεις είναι το Α και το Ω στη ζωή σε όλες τις πτυχές της. Δυστυχώς δεν το διδάσκουν σωστά. Θα έπρεπε να διδάσκουμε στα παιδιά μας – στην Τρίτη τάξη του δημοτικού – διαπραγματεύσεις. Θα είχαμε άλλη ποιότητα ζωής και περισσότερο ευτυχισμένους ανθρώπους. Αυτός ήταν και ο λόγος που έγραψα και ένα άλλο βιβλίο με τίτλο «Ανάλεκτα Διαπραγματεύσεων/ Negotiations Analects». Εδώ θέλω να αποδώσω φόρο τιμής και σε έναν άλλον σπουδαίο Άνθρωπο – αδελφική φιλία από το 1970 – ευεργέτη μου, τον συγγραφέα Δημήτρη Τζωρτζίδη (D. Patrick Georges). Το έμβλημά του ήταν «κάνε το καλό προς όλους και πάντα αδιακρίτως».

Β.Π.: Αλήθεια, με όλες αυτές τις δραστηριότητες βρίσκετε ελεύθερο χρόνο για να παρακολουθείτε την τρέχουσα βιβλιοπαραγωγή και να διαβάζετε βιβλία;

Δεν παρακολουθώ και δεν διαβάζω σύγχρονη λογοτεχνία. «Κόλλησα» στους κλασσικούς. Με προτροπή – από παλιά – του Χριστιανόπουλου, την οποία ακολουθώ ακόμη – διαβάζω αυτά που πρέπει να διαβαστούν. Τώρα γράφει και εκδίδει η σάρα και η μάρα. Δεν χαλαλίζω χρόνο γι αυτούς. Διαβάζω αρχαίους Έλληνες. Τα είπαν ΟΛΑ. Προσπαθώ από τις διαλέξεις/ σεμινάρια που κάνω να το «περνώ» αυτό. Όταν μου λένε τι περισσότερο να διαβάσω για … μάνατζμεντ, λέω «διαβάστε τους αρχαίους Έλληνες, τα είπαν ΟΛΑ. Εμείς, απλά, τα αναμασάμε».

Β.Π.: Διαθέτετε μια πλούσια ζωή σε εμπειρίες. Για λογαριασμό της Mobil Oil Corporation εργαστήκατε ως μέλος της διεθνούς εκπαιδευτικής ομάδας με δραστηριότητες στις ΗΠΑ, την Ευρώπη και τη Μέση Ανατολή. Τι έχετε κρατήσει στη μνήμη σας ως το πιο σημαντικό; Μπορείτε να ξεχωρίσετε κάποιες αγαπημένες στιγμές στην πορεία σας;

Η ζωή μου στον κόσμο των επιχειρήσεων υπήρξε πολύ ενδιαφέρουσα. Γύρισα τον κόσμο, έμαθα πολλά, δίδαξα πολλά σε πολλούς. Ανάμεσα στους ανθρώπους που εκπαίδευσα ήταν και ο κ. Μιχάλης Τσαμάζ, ο νυν πρόεδρος του ΟΤΕ και ο κ. Απόστολος Ταμβακάκης, άλλοτε υποδιοικητής της Εθνικής Τράπεζας. Υπάρχουν και άλλοι πολλοί με διακριτές θέσεις και αξιώματα. Αυτό είναι μια μεγάλη ικανοποίηση για μένα. Κατέλαβαν θέσεις που εγώ δεν μπόρεσα να πάρω. Είναι μεγάλη υπόθεση να «φτιάχνεις» ανθρώπους που μπορούν να κάνουν περισσότερα από σένα τον ίδιο.

Β.Π.: Κύριε Τσίτο, κλείνοντας, θα ήθελα να μας πείτε ποια είναι μελλοντικά σας σχέδια.

Ετοιμάζω κάποια νέα βιβλία. Το ένα είναι, αν μου δώσει η θεά τύχη την ευκαιρία: μια τριλογία: Ξάνθη, 1954 – 1961, Θεσσαλονίκη 1961 – 1969, στον «Κόσμο» 1969 – τώρα». Αρχικά σκόπευα να είναι μία έκδοση, περίπου 700 σελίδες. Ο Χριστιανόπουλος μου είπε ότι πρέπει να είναι 3 διαφορετικές εκδόσεις με 80-120 σελίδες η κάθε μία! «Εδώ σε θέλω, Μάστορα» ήταν το σχόλιο του. Αν έχω υγεία –που δεν με νοιάζει και πολύ – θα το κάνω. Επίσης, «μάζεψα» και άλλα ποιήματα. Καμιά πεντακοσαριά! Τα βάφτισα «Αδέσποτα», επειδή αδέσποτα ήταν. Θα αγγαρέψω, πάλι, τον Γιώργο Ρωμανό – μόνον αυτόν εμπιστεύομαι, δεν χαρίζεται με τίποτα- μπας και γίνει κάτι. Θα δούμε, θα δείξει.

 

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ