Γράφει ο Σπύρος Νεραϊδιώτης*.

Ο ξενιτεμένος δεν ξέχασε τη γενέτειρα και τους δικούς του, και στέλνει λίγα χρήματα από το κομπόδεμα που έκανε τόσα χρόνια στην ξενιτιά.
Σου στέλνω, μάνα, επιταγή, λίγα λεφτά απ’ τα ξένα,
για να σου δείξω πως πονώ όπως και συ για μένα.
Τους διαβεβαιώνει πως θα γυρίσει γρήγορα, για να τους δώσει τη χαρά που τόσα χρόνια περιμένουν. Στα χωριά της ορεινής πατρίδας η μέρα του γυρισμού είναι μέρα χαράς και γιορτής για την οικογένεια, αλλά και για το χωριό. Κάποιοι από τη χαρά τους εκείνα τα χρόνια έκαναν τραπέζι, καλώντας όλο το χωριό, και γινόταν πραγματικό πανηγύρι.
Μετά από τρία χρόνια παραμονής του στη Γερμανία, ο Πίπης επιστρέφει στο χωριό του, για να περάσει εκεί τις μέρες της άδειάς του. Δουλεύει σκληρά ο Πίπης, ολημερίς σε εργοστάσιο παραγωγής αυτοκινήτων, κάνοντας ακόμα και υπερωρίες για να βάλει λεφτά στην άκρη, να κάνει ένα καλό κομπόδεμα δουλεύοντας κάμποσα χρόνια ακόμα και μετά να γυρίσει οριστικά πίσω στην πατρίδα. Έχει και μια αδερφή για παντρειά ο Πίπης, και πρέπει να την προικιώσει. Αυτό άλλωστε το επιβάλλουν οι οικογενειακοί κανόνες και οι άγραφοι νόμοι της τοπικής κοινωνίας. xenitia

Τον καλοδέχτηκαν με μεγάλη χαρά οι δικοί του στο χωριό και οι χωριανοί όσοι τον αντάμωναν τον καλωσόριζαν εγκάρδια. Τις μέρες της παραμονής του στο χωριό τις περνούσε στο μαγαζί με παρέες κάνοντας καλαμπούρι, πίνοντας κάνα κρασάκι και πότε-πότε ο ίδιος να αφηγείται στους άλλους τις εντυπώσεις του από τα ξένα.
– Τι λέει η Γιρμανία Πίπ’; τον ρώτησε ο μπάρμπα-Νάσιος που είναι συγγενής του.
Βάν’ς τίπουτα παράδις στ’ν άκρ’, ή τα τρως στ’ς σκούφις κι στ’ς μπιρέδις;
– Κάτ’ έκανα, μπάρμπα-Νάσιου, του απάντησε ο Πίπης, κοκκινίζοντας λίγο. Τα λεφτά απ’ βγάνου, τα βάνου στου βιβλιάριου στ’ν τράπιζα, κι τώρα τιλιυταία, απού κάτ’ πέρα δώθι οικονομίις που ‘καμα, πήρα κι γιώτα χι (αυτοκίνητο).
– Δυο ταξί; Ουρέ μπράβου! είπε ο μπάρμπα-Νάσιος με θαυμασμό.
– Γιώτα χι, μπάρμπα, αμάξ’, τον διόρθωσε ο Πίπης.
– Ααα! Έτσ’ πες ντε. Τι λουϊό είνι; ξαναρώτησε ο μπάρμπα-Νάσιος.
– Ιά έχ’ απ’ ούλα μέσα, ακόμα κι χειρόφρινου, είπε ο Πίπης, για να δείξει πως κατέχει από αυτοκίνητα και γερμανική τεχνολογία.
– Τι είνι του χειρόφρινου; ρώτησε με απορία ο μπάρμπα-Νάσιος.
– Του χειρόφρινου, μπάρμπα, είνι ένα σαν μ’κρό κατιχτό (καδρόνι), που άμα θέλ’ς να σταματήσ’ τα ‘μάξ’, του τραβάς απάν’ κι αυτό μπίχνιτι κάτ’ στου χώμα κι τ ‘αμάξ’ κουκαλών’, δεν κ’νιώτι ντιπ.
Ο μπάρμπα-Νάσιος εντυπωσιασμένος απ’ όλα αυτά, θέλοντας και αυτός να δείξει πως κάτι ξέρει από αυτοκίνητα, αφού το χειμώνα ξεχειμάζει στην Άρτα, και να δώσει κάποιες συμβουλές στον ανιψιό του, με ύφος αυστηρό του λέει:
– Τήρα δω να σ’που, ιγώ είμι μιγαλύτιρους κι κάτ’ ξέρου πλιότιρου. Τώρα στ’ν αρχή απ’ πίρις τ ‘αμάξ’, να μην πααίν’ς γλήγουρα, να πααίν’ς ούλου μι τ’ν πρώτ’.
Αντίθετα από το Πίπη, άλλο ένα παλικάρι ο Μιχάλης, που μετά το στρατιωτικό του έφυγε το 1963 για την ξενιτιά για να δουλέψει εκεί, σε μια βιομηχανική περιοχή της βόρειας Ιταλίας, σε εργοστάσιο κλωστοϋφαντουργίας. Τον μάγεψε η πλανεύτρα ξενιτιά και τον κράτησε στην αγκαλιά της. Ρίζωσε για τα καλά εκεί κάνοντας οικογένεια, αφού παντρεύτηκε γυναίκα ιταλίδα και δε γύρισε ποτέ πίσω. Νοσταλγώντας κατά καιρούς την πατρίδα, σε γράμματά του τα οποία ήταν βρεγμένα από τα δάκρυά του, έλεγε πως όταν έρθει η ώρα να κλείσει τα μάτια του, θέλει να αναπαυτεί στην Αγία Παρασκευή, στα ιερά χώματα της γενέτειράς του.
Η δόλια η μάνα του η Σταύρω, όταν την έπιανε το παράπονο έλεγε κάνα τραγούδι της ξενιτιάς, για να εκφράσει τον πόνο της μαυρισμένης της καρδιάς, πεθαίνοντας αργότερα μαραζωμένη με τον καημό του γυρισμού του Μιχάλη. «Έχω δυο παιδιά χαμένα», έλεγε. «Το ένα στο χώμα στα 28 του και το άλλο στην ξενιτιά από τα 23 του. Μαυρίλα είναι ο θάνατος κι η ξενιτιά φαρμάκι», έλεγε. «Ο θάνατος και η ξενιτιά είναι αδέρφια».

Μαύρα μου χελιδόνια, από την Αραπιά,
κι άσπρα μου περιστέρια, από την Μοσχοβιά,
αυτού ψηλά πετάτε για χαμηλώσετε,
χαμηλώστε τα φτερά σας, να πάρω ένα φτερό,
να γράψω ένα γράμμα και μια ψιλή γραφή,
να στείλω στη μανούλα να μη με καρτερεί.
Εδώ στα ξένα που είμαι, εδώ παντρεύτηκα
πήρα κακιά γυναίκα, μάγισσα πεθερά.
Όταν ξεκ’νάω για να ’ρθω, χιόνια και βροχές,
κι όταν γυρίζω πίσω, ήλιος και ξαστεριές.

Ο ξενιτεμένος που ήπιε το νερό της λησμονιάς, μαγεύτηκε από την ξενιτιά και ρίζωσε για τα καλά εκεί. Όταν ξυπνάει από το βαθύ λήθαργο, θυμάται πότε-πότε τη μάνα του στη γενέτειρα και θέλει να της στείλει γράμμα και γραφή με τα αποδημητικά πουλιά. Της γράφει να μην τον καρτερεί, γιατί παντρεύτηκε λέει, εκεί στα ξένα, παίρνοντας κακιά γυναίκα και κάνοντας μάγισσα πεθερά. Με αυτό το χαρακτηρισμό αποκαλεί την ξενιτιά, γιατί όλο και κάποια εμπόδια του βάζει, στερώντας του τον πολυπόθητο γυρισμό πίσω στην ποθεινή πατρίδα.

*Ο Σπύρος Νεραϊδιώτης είναι
χοροδιδάσκαλος, λαογράφος,
τηλεοπτικός παραγωγός

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ