OLYMPUS DIGITAL CAMERA

-Που χώρισε τον Χριστιανισμό σε Δυτικό Καθολικισμό και Ανατολική Ορθοδοξία.

-Τα πραγματικά αίτια και τα επακόλουθα της διαίρεσης των Χριστιανών και οι λόγοι, για τους οποίους απέτυχαν οι προσπάθειες για την Ένωση της Καθολικής και της Ορθόδόξης Εκκλησίας.

Γράφει ο δημοσιογράφος-ερευνητής Ευθύμιος Χατζηϊωάννου.

Πριν από 961 χρόνια σφραγίστηκε ο διχασμός και η διαίρεση της ενιαίας Χριστιανικής Εκκλησίας σε Ανατολική και Δυτική Εκκλησία. Το Σχίσμα του 1054, γνωστό επίσης ως “Μεγάλο Σχίσμα”, ήταν ένα κοσμοϊστορικό γεγονός, που διαίρεσε τον Χριστιανισμό σε Δυτικό Καθολικισμό και Ανατολική Ορθοδοξία και καθόρισε, όχι μόνον την μετέπειτα πορεία του Χριστιανισμού, αλλά και ολόκληρης της ανθρωπότητας.makis
Αν και το Σχίσμα των Εκκλησιών εντοπίζεται χρονολογικά στο έτος 1054, όταν ο Πάπας Λέων Θ΄ και ο Πατριάρχης Μιχαήλ Α΄ Κηρουλάριος αντάλλαξαν μεταξύ τους αναθέματα, το Σχίσμα μεταξύ Ανατολής και Δύσης ήταν στην πραγματικότητα το αποτέλεσμα μιας εκτεταμένης περιόδου αντιπαράθεσης και αποξένωσης μεταξύ των δύο Εκκλησιών.

Οι νέες δογματικές αντιλήψεις στην Δύση συνιστούσαν παρεκτροπή από την ορθή Πίστη και θεωρήθηκαν από την Ανατολική Εκκλησία κακοδοξίες, που προκαλούν την αίρεση και την διάσπαση

Οι αρχικές αιτίες του Σχίσματος ήταν οι διαφωνίες σχετικά με την Παπική αρχή, καθώς ο Πάπας, ως Πατριάρχης Ρώμης, απαιτούσε να έχει εξουσία ανώτερη των τεσσάρων Πατριαρχών της Ανατολής (Κωνσταντινουπόλεως, Ιεροσολύμων, Αλεξανδρείας και Αντιοχείας) και να ασκεί δικαιοδοσία επάνω τους, ενώ οι τέσσερις Πατριάρχες υποστήριζαν, ότι η πρωτοκαθεδρία του Πατριάρχη Ρώμης ήταν μόνον τιμητική και θα έπρεπε να έχει δικαιοδοσία μόνον επάνω στους Χριστιανούς της Δύσης. Σε ότι αφορούσε τα δογματικά ζητήματα, είχαν προκύψει πολύ πριν σημαντικές εκκλησιαστικές διαφωνίες μεταξύ Ανατολής και Δύσης. Κάτω από την ισχυρή επιρροή των Γερμανών βασιλέων, που είχαν επεκτείνει την ισχύ και την εξουσία τους σε όλη την δυτική Ευρώπη, αναλαμβάνοντας με σφετερισμό και τα ηνία στην Χριστιανική Εκκλησία της Δύσης, είχαν επιβληθεί με αντικανονικό τρόπο ως Πάπες και Επίσκοποι άνθρωποι της δικής τους επιλογής, χωρίς σωστό ηθικό και θεολογικό υπόβαθρο. Αυτό είχε ως συνέπεια να καθιερωθούν και να επικρατήσουν κάποιες νέες, διαφορετικές θεολογικές και δογματικές απόψεις μέσα στην Εκκλησία. Όμως αυτές οι αντιλήψεις συνιστούσαν παρεκτροπή από την ορθή Πίστη, καθώς διαστρέβλωναν και ανέτρεπαν ορισμένες βασικές και ουσιώδεις δογματικές αρχές της χριστιανικής Πίστης και Παράδοσης, που στηρίζονται στην διδασκαλία του Χριστού και των Αποστόλων και έχουν θεσπιστεί από τους Μεγάλους Πατέρες της Εκκλησίας κατά τις Οικουμενικές Συνόδους. Έτσι οι νέες αυτές αντιλήψεις και πρακτικές θεωρήθηκαν από την Ανατολική Εκκλησία ως κακοδοξίες, που προκαλούν την αίρεση και την διάσπαση.

Το ζήτημα του “Filioque” και οι αποτυχημένες Σύνοδοι για την επανασύνδεση των δύο Εκκλησιών

Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι η εισαγωγή του όρου “Filioque” (“και εκ του Υιού”) στο Σύμβολο της Πίστεως, που είχε θεσπιστεί κατά την Οικουμενική Σύνοδο της Νικαίας. Η προσθήκη αυτή, που έγινε αυθαίρετα από τους Δυτικούς, αφορούσε την εκπόρευση του Αγίου Πνεύματος και θεωρήθηκε παρεκτροπή και διαστρέβλωση στην Ανατολή. Υπήρχαν και άλλοι σημαντικοί καταλύτες για το Σχίσμα, συμπεριλαμβανομένων των διαφορών στα ζητήματα των Μυστηρίων, της λατρείας και της λειτουργικής πρακτικής και τελετουργίας, αλλά και των συγκρουόμενων αξιώσεων περί της αρμοδιότητας του Πάπα.
Η διάσπαση των Εκκλησιών με βάση δογματικά, θεολογικά, γλωσσικά, πολιτικά και γεωγραφικά σύνορα, και το θεμελιώδες ρήγμα, που τις χωρίζει από τότε, δεν θεραπεύτηκαν ποτέ. Αν και από τους Καθολικούς θεωρείται, ότι οι δύο Εκκλησίες επανασυνδέθηκαν, το 1274 (με την Β΄ Σύνοδο της Λυών) και το 1439 (με την Σύνοδο της Φερράρας – Φλωρεντίας), αυτές οι Σύνοδοι αποκηρύχθηκαν από τον Ορθόδοξο κόσμο συνολικά και θεωρήθηκαν άκυρες, δεδομένου, ότι οι ιεράρχες της Ανατολικής Εκκλησίας, υφιστάμενοι μεγάλες πιέσεις και εκβιασμούς, είχαν υπερβεί την αρμοδιότητά τους, δίνοντας την συγκατάθεσή τους σε αυτές τις αποκαλούμενες «ενώσεις».

Γιατί η “Ένωση” δεν έγινε ποτέ αποδεκτή στις συνειδήσεις των Ορθοδόξων Χριστιανών

Μπορεί, λοιπόν, στα χαρτιά, με τις διάφορες μεθοδεύσεις να συμφωνήθηκε δι’ επιβολής των Παπικών θέσεων η Ένωση των Εκκλησιών, αλλά στις συνειδήσεις των Ορθοδόξων Χριστιανών δεν έγινε ποτέ αποδεκτή. Σε αυτό συνέβαλαν και πολιτικοί λόγοι.
Η υπεροψία και ο αυταρχισμός των Δυτικών, ως απόρροια της μεγάλης στρατιωτικοπολιτικής τους ισχύος και υπεροχής απέναντι στο διαρκώς συρρικνούμενο βυζαντινό κράτος της Ανατολής, αλλά και η καχυποψία των Ορθοδόξων απέναντι στις θεολογικές θέσεις και τις επεκτατικές-κατακτητικές βλέψεις των Δυτικών και ιδιαίτερα του Πάπα, -ο οποίος απέκτησε και κοσμική υπερ-εξουσία σε ολοκληρη την Δύση, εξουσιάζοντας άρχοντες και βασιλείς-, δεν άφηναν περιθώρια για έναν δίκαιο, καλοπροαίρετο και ειλικρινή διάλογο στο εκκλησιαστικό ζήτημα, που θα μπορούσε να οδηγήσει στην συμφιλίωση των δύο Εκκλησιών. Έτσι, οι περαιτέρω προσπάθειες συμφιλίωσης και Ένωσής τους απέτυχαν, ενώ έκτοτε, με τις ιστορικές εξελίξεις, που ακολούθησαν μετά το Σχίσμα, το χάσμα που τις χώριζε, μεγάλωνε.

Οι λόγοι, που οδήγησαν τους Βυζαντινούς να διαπραγματευθούν αναγκαστικά την Ένωση των Εκκλησιών με τους όρους των Καθολικών

Μπορεί, βεβαια, διάφορες εκκλησιαστικές κοινότητες, που πλαισίωναν αρχικά την Ανατολική Ορθόδοξη Εκκλησία, να προσκολλήθηκαν στην συνέχεια στο Βατικανό, όπως π.χ. έγινε με τις Ελληνόρρυθμες Καθολικές Εκκλησίες (Ουνία), όμως, από τον 10ο αιώνα και μετά οι Εκκλησίες στην Ανατολή και την Δύση βρίσκονται σε συνεχή διάσταση. Καθεμία υποστηρίζει, ότι είναι η «Μία, Αγία, Καθολική και Αποστολική Εκκλησία», υπονοώντας, ότι η άλλη Εκκλησία ήταν αυτή, που άφησε την αληθινή Εκκλησία και την Πίστη κατά την διάρκεια του Σχίσματος.
Το ρήγμα αυτό μεταξύ των Εκκλησιών μεγάλωσε ακόμη περισσότερο, λόγω των Σταυροφοριών, που άφησαν πίσω τους ανεξίτηλα στίγματα και ανεπούλωτες πληγές στις σχέσεις μεταξύ Ορθοδόξων και Καθολικών.
Ωστόσο, για καθαρά πολιτικοστρατιωτικούς λόγους, οφειλόμενους στους μεγάλους κινδύνους, που προέκυψαν για το Βυζάντιο, το οποίο απειλούσαν με διάλυση ισχυροί εξωτερικοί εχθροί -και κυρίως οι Τούρκοι-, η ηγεσία του αναγκάστηκε να ανταποκριθεί στα επιτακτικά καλέσματα της Δύσης για Ένωση των δύο Εκκλησιών. Αυτό έγινε, προκειμένου να ζητήσει από τον Πάπα οικονομική και στρατιωτική βοήθεια, δεχόμενη ταυτόχρονα να προχωρήσει και η διαπραγμάτευση για την Ένωση των Εκκλησιών, την οποία ζητούσαν επιτακτικά οι Καθολικοί για να αποκτήσουν παντοδυναμία σε όλο τον Χριστιανικό κόσμο.

Η Σύνοδος στην Φερράρα και την Φλωρεντία τα έτη 1438 και 1439

Ουσιαστικά, αυτό σήμαινε την επιβολή των όρων των Παπικών στους Ορθοδόξους και την πνευματική και διοικητική υπαγωγή της Ανατολικής Ορθόδοξης Εκκλησίας στην Καθολική, κάτι που σε καμία περίπτωση δεν ήταν αποδεκτό από τον Ορθόδοξο κλήρο και τον λαό, αφού η Ορθόδοξη Εκκλησία από δογματικής πλευράς υπήρξε πάντα ο θεματοφύλακας της γνήσιας χριστιανικής πίστης.
Ωστόσο, όμως, δεν υπήρχαν τότε άλλες καλύτερες επιλογές για τους Βυζαντινούς, από το να αποδεχθούν την βοήθεια και την στήριξη της Δύσης, επιδιώκοντας τους δυνατόν καλύτερους όρους για την Ένωση των δϋο Εκκλησιών. Στα πλαίσια αυτά και με σκοπό να αρθούν οι διαφορές και να συμφωνηθούν οι όροι για την Ένωση των δύο Εκκλησιών, πραγματοποιήθηκαν, λοιπόν, Σύνοδοι με την συμμετοχή αντιπροσωπειών των Καθολικών και των Ορθοδόξων, γνωστότερη των οποίων είναι αυτή της Φλωρεντίας.
Η Σύνοδος της Φλωρεντίας, λεγόμενη και Σύνοδος Φερράρας – Φλωρεντίας, είναι η Σύνοδος, που, από μέρους της Καθολικής Εκκλησίας, ήταν η συνέχεια της Συνόδου της Βασιλείας, που είχε αρχίσει το 1431 από τον Πάπα Μαρτίνο τον Ε΄ και μεταφέρθηκε σε πρώτη φάση στην Φερράρα της Ιταλίας το 1438 και αργότερα, το 1439, στην Φλωρεντία.

“Ο Πάπας επιθυμούσε μια συμφωνία υπεροχής με το ανατολικό τμήμα της Χριστιανοσύνης για να ανακτήσει την κλονισμένη επιρροή του και να στερεώσει την εξουσία του”

Εκεί συζητήθηκε το ζήτημα της Ένωσης των δύο Εκκλησιών -Ανατολικής και Δυτικής- υπό την ηγεσία του Πάπα Ευγένιου Δ΄. Το αποτέλεσμα της Συνόδου ήταν να ψηφιστεί μεν η Ένωση των δύο Εκκλησιών, αλλά εξαιτίας των έντονων αντιδράσεων στην Κωνσταντινούπολη, αυτή να μην γίνει ποτέ πράξη.
Ο δημοσιογράφος και συγγραφέας Κυριάκος Σιμόπουλος (1921-2001) στο βιβλίο του “Ξενοκρατία, Μισελληνισμός και Υποτέλεια” περιγράφει χαρακτηριστικά την κατάσταση του ξεπεσμένου Βυζαντίου, που προσπαθούσε απεγνωσμένα να λάβει παράταση ζωής.
«Ο Ιωάννης Η’ Παλαιολόγος ήταν πρόθυμος να εξαγοράσει την δυτική στρατιωτική βοήθεια με οποιοδήποτε αντάλλαγμα, ακόμη και με Ένωση των Εκκλησιών και υποταγή στον Πάπα.
Η οικονομική εξάρτηση ήταν δεδομένη.
Βέβαια, οι Δυτικοί, στην πραγματικότητα, αδιαφορούσαν για την τύχη του Βυζαντίου, επειδή είχαν εμπλακεί στα δικά τους εσωτερικά προβλήματα. Ο Πάπας, ωστόσο, επιθυμούσε μια συμφωνία υπεροχής με το ανατολικό τμήμα της Χριστιανοσύνης για να ανακτήσει την κλονισμένη επιρροή του και να στερεώσει την εξουσία του, που αμφισβητούσαν οι λεγόμενοι συνοδικοί».

“Οι κυρίαρχες τάξεις του Βυζαντίου, εγκλωβισμένες από τα κρίματά τους και χρεωκοπημένες, δέχονται όλες τις ταπεινώσεις, χωρίς ενδοιασμό”

Η αντιπροσωπεία, με επικεφαλής τον ίδιο τον Αυτοκράτορα του Βυζαντίου, Ιωάννη Η’ Παλαιολόγο και ακόμα το γιό του, Μανουήλ Β’ Παλαιολόγο, τον Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως Ιωσήφ Β’, και τον Πατριάρχη Μόσχας και Πασών των Ρωσιών Ισίδωρο, αποτελούνταν σχεδόν από 700 άτομα, που αναχώρησαν από την Κωνσταντινούπολη για την Ιταλία, επιβιβαζόμενη σε βενετικά πλοία. Οι Δυτικοί είχαν αναλάβει όλη την μεταφορά της αντιπροσωπείας καθώς και την δαπάνη παραμονής της στην Ιταλία. Την ίδια ώρα στην Κωνσταντινούπολη είχαν σταλεί τρία βενετικά πολεμικά πλοία και 300 τοξότες, προκειμένου να την προστατεύσουν κατά την διάρκεια της απουσίας της ηγεσίας. «Ιλαροτραγωδία » όπως γράφει και ο Σιμόπουλος.
«Ο Αυτοκράτορας και η κεφαλή της Ορθοδοξίας αναθέτουν την φύλαξη της Πόλης σε ξένες δυνάμεις, ταξιδεύουν με ξένα καράβια και δέχονται την συντήρησή τους, κατά την διάρκεια της συνάντησης κορυφής, από τους άσπονδους εχθρούς του Ελληνισμού. Οι κυρίαρχες τάξεις του Βυζαντίου, εγκλωβισμένες από τα κρίματά τους και χρεωκοπημένες, δέχονται όλες τις ταπεινώσεις, χωρίς ενδοιασμό».

Οι εκπρόσωποι της Ορθόδοξης Εκκλησίας, που αρνήθηκαν να συμβιβαστούν και δεν υπέγραψαν την Ένωση

Κατά την Σύνοδο υπήρξαν έντονες συζητήσεις και αντιπαραθέσεις μεταξύ των δύο αντιπροσωπειών, αλλά και μεγάλες πιέσεις εκ μέρους των Δυτικών. Για το θέμα του “Filioque” η διαφωνία συνεχιζόταν, τόσο μεταξύ Ορθοδόξων και Καθολικών, όσο, κυρίως, και μεταξύ του Αυτοκράτορα Ιωάννη Η’ και του Mάρκου Ευγενικού, Μητροπολίτη Εφέσου, που δεν συναινούσε στις “δικηγορίστικες” ερμηνείες της ιδιαίτερα σημαντικής αυτής δογματικής διαφοράς. Οι Ορθόδοξοι, μετά από εκβιασμούς, που δέχθηκαν, υποχώρησαν τελικά και συμφώνησαν στην χρησιμοποίηση της φράσης «εκπόρευση ΔΙΑ του Υιού», κάτι που οι Λατίνοι εξελάμβαναν ως «εκπόρευση ΕΚ του Υιού». Οι αντιπρόσωποι της Ανατολικής Εκκλησίας συμφώνησαν επίσης και στα πρωτεία του Λατίνου Πατριάρχη, δηλαδή του Πάπα, έναντι όλων των Ορθόδοξων Πατριαρχών της Ανατολής. Έτσι, τον Ιούλιο 1439, σε επίσημη Λειτουργία στον μητροπολιτικό ναό της Φλωρεντίας διαβάστηκαν από ελληνικής πλευράς από τον Μητροπολίτη Νικαίας Βησσαρίωνα, οι Όροι της Ένωσης, που έφερε τις υπογραφές των πάντων, εκτός από αυτές του Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως Ιωσήφ Β΄, που είχε στο μεταξύ πεθάνει, του Μητροπολίτη Εφέσου, Μάρκου του Ευγενικού, που αρνήθηκε να υπογράψει καθώς και του Επισκόπου Ιβηρίας (δηλ. της σημερινής Γεωργίας). Δεν υπέγραψαν ακόμη ο Ιωάννης Ευγενικός –αδελφός του Μάρκου- διάκονος και νομοφύλακας της Μεγάλης Εκκλησίας, ο Μητροπολίτης Λακεδαίμονος και ο Μητροπολίτης Σταυρουπόλεως Ησαΐας, που έφυγε πριν την λήξη της Συνόδου για να μην υπογράψει.

Οι μεγάλες αντιδράσεις του λαού στην βυζαντινή πρωτεύουσα οδήγησαν σε εμφύλιο διχασμό, καθώς επήλθε χωρισμός σε «ενωτικούς» και «ανθενωτικούς»

«Μόνος εφάνη και πρώτον και μέσον καν τω τελεί μάχαιρα μεν δίστομος κατά των επι τω ευγενεί σπόρω των ιερών της Εκκλησίας δογμάτων νόθων και μοχθηρών ζιζανίων» , όπως γράφει για τον Μάρκο Ευγενικό, -που η Ορθόδοξη Εκκλησία τιμά σήμερα ως Άγιο-, ο αδερφός του, Ιωάννης Ευγενικός, στην βιογραφία του. Οι Ορθόδοξοι αποδέχθηκαν το Παπικό δόγμα, ότι το Άγιο Πνεύμα εκπορευόταν από τον Θεό Υιό, όσο και από τον Θεό Πατέρα και αναγνώριζαν επίσης το πρωτείο του Παπισμού. Σε αντάλλαγμα ο Πάπας θα έστελνε πολεμικές τριήρεις και στρατιώτες για την άμυνα της Κωνσταντινούπολης.
Οι Βυζαντινοί εγκατέλειψαν την Φλωρεντία στις 19 Οκτωβρίου του 1439 και φθάνοντας στην Κωνσταντινούπολη, μετά από ταξίδι 100 και πλέον ημερών, στις 1 Φεβρουαρίου του 1440, έγιναν δεκτοί με έντονες αποδοκιμασίες και προπηλακισμούς από τον λαό και τον κλήρο. Οι μεγάλες αντιδράσεις της συντριπτικής πλειονότητας του λαού οδήγησαν σε εμφύλιο διχασμό, καθώς οι πάντες χωρίστηκαν σε «ενωτικούς» και «ανθενωτικούς».

Η τυπική αναγνώριση της “Ένωσης” των Εκκλησιών απο τον Αυτοκράτορα Κωνσταντίνο ΙΑ΄ Παλαιολόγο, που απέρριψε εκ νέου ο Ορθόδοξος κλήρος και ο λαός της Κωνσταντινούπολης

Ο αδερφός του Αυτοκράτορα, αρνούμενος την Ένωση, έκανε με την βοήθεια των Τούρκων πραξικόπημα για να πάρει την εξουσία στα χέρια του και με την επικράτηση των «ανθενωτικών» σταμάτησαν όλες οι διαδικασίες της Ένωσης.
Η Ένωση των Εκκλησιών επισημοποιήθηκε, τελικά, λίγους μήνες πριν απο την Άλωση της Κωνσταντινούπολης και την τελική διάλυση του βυζαντινού κράτους, καθαρά εξ ανάγκης και για πολιτικούς και διπλωματικούς λόγους, από τον τελευταίο Βυζαντινό Αυτοκράτορα, Κωνσταντίνο ΙΑ΄ Παλαιολόγο, ο οποίος, γι’ αυτόν τον λόγο δεν είχε ορίσει Πατριάρχη στην Κωνσταντινούπολη. Αυτό έγινε με την προσδοκία, ότι η Δύση θα έσπευδε να στείλει ισχυρές στρατιωτικές και ναυτικές δυνάμεις, που θα βοηθούσαν στην αντιμετώπιση των Οθωμανών, οι οποίοι έσφιγγαν επικίνδυνα τον κλοιό της πολιορκίας της Βυζαντινής πρωτεύουσας. Όμως, ούτε και τότε ο Ορθόδοξος κλήρος και ο λαός στην Κωνσταντινούπολη και στις ελάχιστες άλλες περιοχές, που είχαν απομείνει ελεύθερες και στην δικαιοδοσία των Βυζαντινών, αποδέχθηκαν την Ένωση αυτή καιτην απέρριψαν.

Μετά την Αλωση της Πόλης και μέχρι τον 20ο αιώνα επικρατούσε η αποξένωση, η καχυποψία, η περιφρόνηση και η έχθρα των Χριστιανών της Δύσης για αυτούς της Ανατολής και αντιστρόφως

Μάλιστα, έδειχναν με κάθε τρόπο την έντονη αντίθεση και την δυσαρέσκειά τους για την απόφαση αυτή του Αυτοκράτορα. Τελικά, οι ελπίδες και οι προσδοκίες των Βυζαντινών για την αποστολή στρατιωτικής βοήθειας από την Δύση διαψεύστηκαν και μετά την μοιραία Άλωση της Πόλης, που σήμανε και το οριστικό τέλος της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, ανεστάλη κάθε προσπάθεια και κίνηση για προσέγγιση και Ένωση των δύο Εκκλησιών. Αυτό, άλλωστε, το επιδίωκαν και οι Τούρκοι κατακτητές, που όρισαν ως Πατριάρχη τον ανθενωτικό Γεννάδιο Σχολάριο, ενώ έκτοτε, σε όλη την περίοδο μέχρι τον 20ο αιώνα, δεν έγινε καμία κίνηση προσέγγισης, εκτός ορισμένων ελαχίστων εξαιρέσεων, που κι’ αυτές έμειναν χωρίς αποτέλεσμα. Επικρατούσε, δηλαδή, η αποξένωση στις σχέσεις μεταξύ Καθολικών και Ορθοδόξων αλλά και η καχυποψία, η περιφρόνηση και η έχθρα των Χριστιανών της Δύσης για αυτούς της Ανατολής και αντιστρόφως.

Η Ένωση των Εκκλησιών, ως ιστορική αναγκαιότητα, μπορεί να επιτευχθεί μόνον με την επιστροφή στα πρωταρχικά, γνήσια και θεόπνευστα νοήματα και ιδεώδη της ορθής Χριστιανικής Πίστης και όταν επικρατήσει η ειλικρινής συνεννόηση, η αγάπη και η αδελφωσύνη μεταξύ των Χριστιανών της Δύσης και της Ανατολής

Μόνον όταν έγινε η αμοιβαία άρση των αναθεμάτων και ξεκίνησε μια νέα προσπάθεια συνεννόησης και ένας μακροχρόνιος θεολογικός διάλογος, άρχισαν να αναθερμαίνονται πάλι οι σχέσεις μεταξύ της Ανατολικής Ορθόδοξης Εκκλησίας αφ’ ενός, και των Εκκλησιών της Δύσης (Καθολικής και Προτεσταντικής) αφ’ ετέρου, με την ελπίδα, ότι κάποτε θα αρθούν οι διαφορές, που τις χωρίζουν και θα επανενωθούν οι δύο Χριστιανικοί κόσμοι της Δύσης και της Ανατολής. Αυτό, που αποτελεί πλέον ιστορική αναγκαιότητα, μπορεί να επιτευχθεί με την επιστροφή στα πρωταρχικά, γνήσια και θεόπνευστα νοήματα και ιδεώδη της ορθής Χριστιανικής Πίστης. Όταν σταματήσουν να υπάρχουν κάθε είδους καταναγκασμοί και εξουσιαστικές σκοπιμότητες. και όταν στις μεταξύ τους σχέσεις επικρατήσει η ειλικρινής συνεννόηση, η αγάπη και η αδελφωσύνη, οι διαιρεμένες Εκκλησίες θα ενωθούν και θα αποτελέσουν πραγματικά την «Μία, Αγία, Καθολική και Αποστολική Εκκλησία».

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ