Γράφει ο εκπαιδευτικός-συγγραφέας Σωτήρης Οικονόμου.

 Επίκουρος: Όνομα άγνωστο στους περισσοτέρους εκ των Νεοελλήνων ή απλά γνωστό με διαστρεβλωμένη για το ποιον και την φιλοσοφία του. Στον νου τους είναι βαθιά χαραγμένα κυρίως εκείνα των ιδεαλιστών φιλοσόφων, όπως για παράδειγμα του Σωκράτη , του Πλάτωνα, του Αριστοτέλη και άλλων. Πρόσωπα, όντας αντιδημοκρατικά, που παρουσιάστηκαν ως πρότυπα προς μίμηση. Ο ορθολογιστής, δημοκράτης και οδηγητής του ανθρώπου προς την τελείωση της ζωής του, Επίκουρος, δεν είχε ούτε έχει θέση ακόμα στο νεοελληνικό σχολείο. Και αυτό, διότι έφερνε και φέρνει επάνω του βαρύ το στίγμα του ασεβή, του άθεου, του υλιστή και πολέμιου του κατεστημένου και της συντήρησης. «Ασεβής» ο Επίκουρος, επειδή έλεγε ότι τον κεραυνό δεν τον ρίχνει ο Δίας αλλά προϊόν φυσικού φαινομένου. (Επιστολή  Προς Πυθοκλή 103,104). «Ευσεβής» και «Θείος» ο Πλάτων, που στους «Νόμους» του (I 908 d,e) παρότρυνε τους άρχοντες της πόλης να θανατώνουν τους προς την θρησκεία «ασεβείς». «Πρότυπο προς αποφυγήν» ο Επίκουρος, επειδή προέτρεπε τους συμφιλοσοφούντες ν’ αποφεύγουν τα πολιτικά πάθη. (Επικούρου Προσφώνησις VIII). «Πρότυπο προς μίμηση» ο Σωκράτης, που δημιούργησε και παρέδωσε στην αθηναϊκή πολιτεία τύπους σαν τον Αλκιβιάδη και τον Κριτία. Δηλαδή τους καταστροφείς της. «Απορριπτέος» ο δημοκράτης Επίκουρος, που δέχθηκε στη σχολή του γυναίκες και δούλους, τους οποίους μάλιστα απελευθέρωσε και παράλληλα καλλιέργησε την αρχή της ισοτιμίας μεταξύ των πολιτών. ( Διογένης Λαέρτιος:  «Βίος Επίκουρου» 5,7, 10 «Διαθήκη» 21). «Αποδεκτός» ο υμνητής της μοναρχίας και δάσκαλος της μακεδονικής αυλής Αριστοτέλης, η οποία κατέλυσε με τη βία την πόλη-κράτος και την δημοκρατία. Ποιος όμως ήταν αυτός ο ενοχλητικός Επίκουρος, για τον οποίο δεν έγινε ποτέ λόγος στα σχολεία;

 

                                       ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΟ

Ο Επίκουρος, γιος του Νεοκλή και της Χαιρεστράτης, ήταν Αθηναίος πολίτης του δήμου Γαργηττού, του γένους των Φιλαϊδών, όπως λέγει ο Μητρόδωρος, ο μαθητής του, στο βιβλίο του «Περί Ευγενίας». Σύμφωνα με τα «Χρονικά» του Απολλόδωρου γεννήθηκε το τρίτο έτος της 109ης  Ολυμπιάδος, όταν επώνυμος άρχων ήταν ο Σωσιγένης, την 7η ημέρα του μήνα Γαμηλιώνα, 7 έτη από τον θάνατο του Πλάτωνα  Όταν ήταν 32 ετών, ίδρυσε σχολή φιλοσοφίας πρώτα στη Μυτιλήνη και τη Λάμψακο και αργότερα, πέντε χρόνια μετά, μετακόμισε στην Αθήνα, όπου πέθανε κατά το δεύτερο έτος της 127ης  Ολυμπιάδος σε ηλικία 72 ετών επί επωνύμου άρχοντος Πυθαράτου. Διάδοχός του στη διεύθυνση της σχολής του Κήπου υπήρξε ο Έρμαχος. Ο Ηρακλείδης στην «Επιτομή»  Στητίωνος αναφέρει ότι ο Επίκουρος μεγάλωσε στη Σάμο, όπου οι γονείς του είχαν εγκατασταθεί ως κληρούχοι. Μετά δε τον θάνατο του Αλεξάνδρου (323) εκδιώχθηκαν με πρωτοβουλία του Περδίκα και πήγαν στην Κολοφώνα.

                                                    Η ΣΧΟΛΗ

Ο Κήπος, έτσι ονομαζόταν η σχολή, ήταν ένα κτήμα κοντά στο Δίπυλο της πόλης των Αθηνών με διδακτήριο και κατοικίες για τους μαθητές και το υπόλοιπο προσωπικό. Πρωτολειτούργησε το 306 πριν την αρχή της υπάρχουσας χρονολογίας και αποτέλεσε για πάνω από 500 χρόνια το κέντρο του ορθολογισμού. Η απήχηση της επικούρειας φιλοσοφίας στις εμπορικές και κοσμοπολίτικες περιοχές της Μεσογείου θάλασσας την έκαναν ιδιαίτερα γνωστή, με αποτέλεσμα να φιλοξενήσει και αλλοδαπούς μαθητές. Το βασικότερο στοιχείο που συνέδεε εκτός από την παράδοση των μαθημάτων τα μέλη της σχολής του Κήπου ήταν η φιλία. Για τον Επίκουρο η φιλία ήταν υπέρτατο αγαθό, το οποίο ωφελούσε τους ανθρώπους στις διαπροσωπικές τους σχέσεις και έκανε τη ζωή τους πιο ευχάριστη. Δεν θεωρούσε ότι η κοινοκτημοσύνη μεταξύ των μελών της σχολής ήταν αναγκαία και γι’ αυτό δεν την επιζήτησε. Κατά τη γνώμη του αυτή δήλωνε απιστία μεταξύ φίλων παρά πίστη. Σύμφωνα με τον μεγάλο μελετητή της επικούρειας φιλοσοφίας, καθηγητή, Χρίστο  Θεοδωρίδη, ο Κήπος προσπάθησε να δώσει μια αρμονική και γαλήνια ζωή, την οποία αδυνάτισε η πολιτεία. Είναι λοιπόν φανερό ότι αποτέλεσε την συνέχεια και την τελείωση της αθηναϊκής δημοκρατίας. Εκεί μέσα με τους όμοια ισορροπημένους χαιρόταν ο καθείς τη ζωή, αλληλοϋποστηριζόταν και έφτανε στην αυτάρκεια και στη τελείωση του εαυτού του. Εκεί μέσα άνθισε ο έρωτας μονάχα στην γυναίκα. Ο έρωτας στο νεαρό αγόρι από τους «ώριμους άνδρες» ήταν έξη και έθιμο αριστοκρατικό και γι’ αυτό καλλιεργήθηκε στον περίγυρο των ιδεαλιστών φιλοσόφων (Σωκράτης, Πλάτων).  Ό,τι χώριζε την ελεύθερη γυναίκα με την εταίρα και τον ελεύθερο με τον σκλάβο μέσα στον Κήπο εξέλειψε. Όλοι λειτούργησαν με αμοιβαιότητα ως ίσος προς ίσον, ως άνθρωπος προς άνθρωπον. (Χ. Θεοδωρίδης: « Επίκουρος – Ηαληθινή όψη του αρχαίου κόσμου»). Μαθητές της σχολής του Κήπου υπήρξαν πάρα πολλοί. Οι πιο διαπρεπείς όμως ήταν: Ο Μητρόδωρος, ο Πολύαινος, ο Έρμαχος, ο Λεοντέας και η γυναίκα του Θεμίστα, ο Κολώτης, ο Ιδομενέας, ο Πολύστρατος, ο Διονύσιος, ο Βασιλείδης, ο Απολλόδωρος, ο Ζήνων ο Σιδώνιος, ο Δημήτριος ο Λάκων, ο Διογένης ο Τάρσιος, οι δυο Αλεξανδρινοί Πτολεμαίοι και οι τρεις Επίκουροι.

 

                           ΤΟ  ΕΡΓΟ ΚΑΙ Η ΔΙΔΑΣΚΑΛΙΑ ΤΟΥ

Το έργο του Επίκουρου είναι καθάριο και πολύ σπουδαίο. Έγραψε πάνω από 300 κυλίνδρους (βιβλία της εποχής ), αλλά σε μας δεν έφτασε κανένα λόγω του ότι οι δύο μεγάλοι του αντίπαλοι δηλαδή η ιδεαλιστική φιλοσοφία και η θρησκεία, που υποστήριζαν το αντιδημοκρατικό κατεστημένο και λειτουργούσαν αντιορθολογιστικά, συνετέλεσαν στην εξαφάνισή τους. Μάλιστα μετά την άνοδο του Οκταβιανού στον αυτοκρατορικό στον αυτοκρατορικό θρόνο της Ρώμης η επικούρεια φιλοσοφία διώχθηκε, επειδή ο ένας εκ των δύο δολοφόνων του δικτάτορα Γαϊου Ιουλίου Καίσαρα, ο δημοκρατικός Κάσσιος, ήταν εμποτισμένος με τις ιδέες της. Ο Διογένης Λαέρτιος, ο μοναδικός συγγραφέας της αρχαίας ελληνικής φιλοσοφίας(από ιστορική άποψη) φαίνεται ότι είχε σφαιρική γνώση και άποψη για το έργο του Επίκουρου. Αφιέρωσε το δέκατο και τελευταίο βιβλίο του για τη συγγραφή του έργου του μεγάλου αυτού φιλοσόφου, του ανθρωπινότερου ίσως που ανέδειξε η αρχαιότητα και μας έδωσε τη δυνατότητα να δούμε συμπυκνωμένη την διδασκαλία του. Τα βιογραφικά του στοιχεία, η Διαθήκη, οι Κύριες Δόξες και οι τρεις επιστολές: προς Ηρόδοτον, προς Πυθοκλήν και προς Μενοικέαν είναι στοιχεία ικανά για να μας διαφωτίσουν. Συμπληρωματική διαφώτιση μας δίνουν οι Πάπυροι της Ηράκλειας, η Στήλη των Οινοάνδων, ο Βατικανός Κώδικας 1950 του 14ου αιώνα, που είχε ως τίτλο «Επικούρου Προσφώνησις» και ορισμένα αποσπάσματα σε έργα άλλων συγγραφέων.

Το επικούρειο έργο χωρίζεται σε τρία μέρη: Στο κανονικό, στο φυσικό και στο ηθικό σύμφωνα με τον Διογένη Λαέρτιο.

Στην «Προς Ηρόδοτον» επιστολή, η οποία ασχολείται με τα φυσικά, ο Επίκουρος με σαφήνεια και καθαρότητα λέγει ότι: Βασικός παράγοντας απόκτησης βέβαιης και ασφαλούς γνώσης είναι η άμεση παρατήρηση του αντικειμένου με τις αισθήσεις ή η άμεση κατανόηση από τον νου. Η αισθητηριακή αντίληψη είναι αυτή που μας επιβεβαιώνει ότι το σύμπαν υπάρχουν σώματα και μεταξύ αυτών κενός χώρος η ύπαρξη του οποίου τα επιτρέπει να κινούνται και να στέκονται. Τίποτα δεν γίνεται απ’ το μη όν, επειδή τότε όλα τα πράγματα θα γίνονταν από όλα και τίποτα δεν θα είχε ανάγκη από κάποιον σπόρο. Το σύμπαν πάντοτε τέτοιο ήταν, που είναι και τώρα και τέτοιο αιωνίως θα είναι. Είναι άπειρο και όχι πεπερασμένο, γιατί δεν έχει ούτε αρχή ούτε τέλος. Από τα σώματα άλλα είναι απλά και άλλα είναι σύνθετα, που έχουν προκύψει από τα απλά. Τα απλά σώματα, όπως έλεγε και ο άλλος μας μεγάλος φιλόσοφος, ο Δημόκριτος, ο οποίος δικαιώθηκε μόνον, όταν η σύγχρονη επιστήμη επιβεβαίωσε την ατομική του θεωρία, είναι άτομα (αδιαίρετα), άφθαρτα, άπειρα, αόρατα με γυμνό μάτι και κινούνται με ίση ταχύτητα στο κενό εφ’ όσον δεν συναντούν εμπόδιο. Τα ουράνια σώματα απέκτησαν το σχήμα της αναγκαιότητας και την περιοδικότητα της κίνησής τους κατά την αρχή της γένεσης του κόσμου. Δεν κινούνται ούτε λειτουργούν με την βούληση κάποιας θεϊκής δύναμης ή δικής τους. Βλέπουμε τα αντικείμενα, επειδή το μάτι μας έρχεται σε επαφή με τα είδωλα που απορρέουν απ’ αυτά. Αν συμβεί αυτή η αντίληψη, να είναι απατηλή, τότε δεν φταίει η ίδια η αίσθηση αλλά η κρίση μας. Ακούμε, διότι κάποιο ρεύμα, το οποίο προέρχεται από κάποιο αντικείμενο, που εκπέμπει φωνή, ήχο ή κρότο, εισέρχεται στον οργανισμό μας μέσω του αυτιού. Οσμιζόμαστε λόγω του ότι τα σώματα εκπέμπουν σχηματισμούς σωματιδίων ικανούς για να ερεθίσουν τη μύτη μας. Η γλώσσα(ομιλία) του ανθρώπου στα πρώτα της στάδια ήταν φυσική εκπομπή ήχων, που εξωτερίκευε τα συναισθήματα και τις εντυπώσεις του. Αργότερα, όταν αυτός αναπτύχθηκε πνευματικά, την επέκτεινε με την θέλησή του και την τακτοποίησε. Δηλαδή της έβαλε κανόνες. Η διαφορετικότητα των ονομάτων των αντικειμένων, των εννοιών και γενικότερα των γλωσσών είναι συνέπεια εκείνης των εθνικοτήτων και της ιδιαιτερότητάς τους. Τέλος, η ψυχή δεν είναι κάτι το ξεχωριστό και το αιώνιο, το οποίο σύμφωνα νε τους ιδεαλιστές φιλοσόφους και ιδιαίτερα τον Πλάτωνα μπαινοβγαίνει στα σώματα των ζωντανών ή αναπαύεται μακαρίως επάνω στον ουρανό, αλλά συστατικό του οργανισμού, αποτελούμενο από άτομα πολύ λεπτά και στρογγυλά, που παύει να υπάρχει μετά από τον θάνατο του οργανισμού. Στην «Προς Πυθοκλήν» του επιστολήν, η οποία ασχολείται με την αστρονομία και τα μετεωρολογικά φαινόμενα, ο Επίκουρος μεταξύ των άλλων αναφέρει ότι:

Βασικός σκοπός της μελέτης και της περί των άστρων και μετεώρων γνώσης δεν είναι κανένας άλλος παρά μόνον η επίτευξη της ανθρώπινης αταραξίας και σταθερής γνώσης, απαλλαγμένης απ’ τα σκοτεινά στοιχεία του μύθου. Δεν πρέπει να είμαστε απόλυτοι στην ερμηνεία των ουρανίων φαινομένων. Αυτά είναι ενδεχόμενο να οφείλονται σε πολλά αίτια. Κάθε φαινόμενο χρειάζεται παρατήρηση. Στο σύμπαν υπάρχουν άπειροι κόσμοι στο πλήθος. Ο ήλιος, η σελήνη και οι άλλοι αστέρες δεν έγιναν χωριστά ούτε είχαν αρχική ανεξάρτητη ύπαρξη, αλλά διαμορφώθηκαν στην αρχή με τον κόσμο. Το μέγεθός τους είναι τόσο μεγάλο όσο φαίνεται. Η γη βρίσκεται στο κενό και ο ήλιος γυρίζει γύρω απ’ αυτή.( Εδώ φαίνεται ο Επίκουρος πως αγνοεί την θεωρία του Αρίσταρχου του Σάμιου περί του ηλιοκεντρικού συστήματος. Θεωρία, την οποία επί τόσα χρόνια στα σχολεία μας την παρουσιάζουν ως έργο του περί τα 1900 έτη νεότερου Ιταλού Γαλιλαίου. Ίσως όμως και να μη ζούσε, όταν ο Αρίσταρχος την ανέπτυξε. Και αυτό, διότι ο Επίκουρος πέθανε το 270 πριν από την αρχή της υπάρχουσας χρονολογίας ενώ ο Αρίσταρχος το 250. Δηλαδή 20 χρόνια αργότερα). Στη συνέχεια ο μεγάλος φιλόσοφος προσπαθεί με μόνο όπλο την εμπειρία, που αποκόμισε από την παρατήρηση να δώσει φυσική εξήγηση σ’ αυτά που συμβαίνουν στη φύση, απαλλαγμένος από προλήψεις, δεισιδαιμονίες και γενικά από θρησκοληπτικά στερεότυπα. Με σύγχρονο, επιστημονικό, ορθολογικό για την εποχή του τρόπο εξετάζει και ερμηνεύει τα φαινόμενα, πλησιάζοντας σε αρκετά απ’ αυτά την αλήθεια, χωρίς να έχει στα χέρια του τα σημερινά μέσα όπως για παράδειγμα το άδειασμα και το γέμισμα της σελήνης, την έκλειψη αυτής και του ηλίου, την ημέρα και την νύχτα, την δημιουργία των υδάτων, της βροχής, των βροντών, των αστραπών, των κεραυνών, των σεισμών, του χαλαζιού, του χιονιού, της δροσιάς, του πάγου, του ουρανίου τόξου, των φλογισμένων ανεμοστροβίλων(κυκλώνων), του στεφανιού της σελήνης, των κομητών, των πλανητών και των διαττόντων αστέρων. Ξεκαθαρίζει δε, ότι τα ζώα δεν καθορίζουν τις καιρικές συνθήκες ούτε και κάποιος θεός τις διαμορφώνει σύμφωνα με τα προγνωστικά των ζώων. Το ότι συνδυάζονται οι κινήσεις κάποιων ζώων με τα καιρικά φαινόμενα αποτελεί σύμπτωση. Μήπως είχε άδικο;

Τέλος , απευθυνόμενος προσωπικά στον Πυθοκλή, μεταξύ των άλλων λέγει:

«Όλα αυτά, Πυθοκλή, να τα κρατήσεις στο μυαλό σου, επειδή θα σε βοηθήσουν να ξεκόψεις για πάντα από την μυθολογία και θα μπορείς να καταλαβαίνεις τα παρόμοια μ’ εκείνα που είδαμε…». Στην «Προς Μενοικέαν» επιστολή, στην οποία γίνεται λόγος για θέματα που έχουν σχέση με την ανθρώπινη ζωή, ο Επίκουρος αναφέρει ότι:

Ο άνθρωπος είτε βρίσκεται στην νεανική ηλικία είτε στην γεροντική, πρέπει να φιλοσοφεί. Ο νέος για να είναι νέος και ο γέρος για να παραμείνει νέος, έχοντας την ανάμνηση των αγαθών που χάρηκε. Ο θεός είναι άφθαρτο όν και μακάριο χωρίς ανθρώπινες ιδιότητες. Δεν παρεμβαίνει στη ζωή ούτε καθορίζει τις ανθρώπινες ενέργειες.(Μ’ αυτή του τη δήλωση ίσως ο Επίκουρος θέλει ν’ αποφύγει την κατηγορία του «άθεου», σύμφωνα με την οποία θα εδιώκετο. Το ότι ο Festuriere στο έργο του «Ο Επίκουρος και οι θεοί του» τον θεωρεί θρησκευόμενο και ευσεβή προς το θείον είναι υπερβολικό και δεν νομίζω ότι ταιριάζει με την πραγματικότητα. Εξ’ άλλου και όλοι οι επικούρειοι υπήρξαν μη θρησκευόμενοι.

Έλεγε λοιπόν ο Επίκουρος:

«Ασεβής δεν είναι εκείνος που δεν παραδέχεται τους θεούς των πολλών, αλλά  εκείνος που αποδίδει στους θεούς τις δοξασίες των πολλών. Ό,τι φρονούν οι πολλοί για τους θεούς δεν είναι γνώση αλλά προλήψεις, απ’ όπου στους κακούς προκαλούνται από τους θεούς οι μεγαλύτερες βλάβες και οι ωφέλειες στους καλούς. Ο θάνατος δεν είναι τίποτα για μας, επειδή ακριβώς, όταν εμείς υπάρχουμε, ο θάνατος δεν υπάρχει. Όταν όμως ο θάνατος είναι παρών, τότε εμείς δεν υπάρχουμε. Επομένως ούτε με τους ζωντανούς έχει σχέση ούτε με τους πεθαμένους. Τη ζωή πρέπει να τη βλέπουμε απ’ τη φυσική της πλευρά και να τη διάγουμε με γαλήνη, αταραξία και ευδαιμονία, απαλλαγμένη απ’ τις μάταιες επιθυμίες. Αν δεν έχουμε τα πολλά αγαθά, να αρκούμαστε στα λίγα. Η απλή διατροφή είναι πιο υγιεινή για τον άνθρωπο απ’ ότι η πολυτελής.  Όταν λέμε ότι η ηδονή είναι σκοπός της ζωής, δεν εννοούμε τις ηδονές των ασώτων, αυτές των απολαύσεων, όπως μερικοί που αγνοούν ή δεν παραδέχονται ή είναι κακώς πληροφορημένοι ( φαίνεται πως η παραπληροφόρηση, που προερχόταν απ’ τον κόσμο της αντίδρασης, υπήρχε από τότε), αλλά το να μην πονάει  κανείς στο σώμα ούτε να ταράσσεται στην ψυχή.

Δεν είναι τα  μεθύσια και οι αδιάκοπες διασκεδάσεις ούτε οι απολαύσεις αγοριών και γυναικών ούτε ψαριών και των άλλων, όσων προσφέρει ένα πολυτελές τραπέζι, εκείνα που γεννούν την ευχάριστη ζωή αλλά ο νηφάλιος λογισμός που ερευνά στο βάθος τις αιτίες για κάθε προτίμηση ή αποφυγή και που διώχνει τις δοξασίες, από τις οποίες μεγάλη ταραχή κυριεύει τις ψυχές. Αρχή όλων αυτών και το μέγιστο αγαθό είναι η φρόνηση.   Να μην υποτάσσονται οι άνθρωποι στην ειμαρμένη. Αυτή εμφανίζει την ανάγκη, να μην γνωρίζει εξιλέωση. Είναι προτιμότερο να ατυχήσει κάποιος μετά από σωστή σκέψη, παρά να ευτυχήσει παράλογα.  Έτσι, λοιπόν, όποιος τα βλέπει κατ’ αυτόν τον τρόπο, οδηγείται στην ευδαιμονία και ζει μακάρια σαν θεός μεταξύ των ανθρώπων, διότι είναι απαλλαγμένος από προλήψεις, δεισιδαιμονίες, μάταιες επιθυμίες και φόβους απέναντι στον θάνατο, στα  ουράνια φαινόμενα και στους θεούς της επικρατούσας θρησκείας.

 

                                     ΚΥΡΙΕΣ  ΔΟΞΕΣ

Ανάμεσα  στις Κύριες Δόξες του Επίκουρου, που συνέλεξε Διογένης Λαέρτιος, έχουν επιλεγεί κάτωθι:

 

(ΧΙΙ) Χωρίς γνώση της φύσης δεν μπορούμε να απολαύσουμε ακέραιες τις ηδονές. (XIV) Η αληθινή ασφάλεια είναι εκείνη που προέρχεται από την ήρεμη ζωή και την αποχώρηση από το πλήθος. (Λάθε βιώσας).

(XV) Ο πλούτος, που ζητάει η φύση μας, είναι ορισμένος και εύκολα αποκτάται. Ο πλούτος αντίθετα, που ζητάει η ματαιοδοξία μας, εκτείνεται στο άπειρο.

(XVII) και (XXVIII). Η σύναψη φιλίας συντελεί συντελεί στην ευτυχία και στην ασφάλειά μας.

(XXXI) Το φυσικό δίκαιο αποτελεί σύμβαση προς το συμφέρον του ανθρώπου, να μην βλάπτει τους άλλους και να μην βλάπτεται από αλλους.

(XXXVI) Το δίκαιο δεν είναι ίδιο σ’ όλες τις χώρες.

 

                                      ΕΠΙΚΟΥΡΟΥ  ΠΡΟΣΦΩΝΗΣΙΣ

 

(VII) Αυτός που αδικεί είναι δύσκολο να διαφύγει την προσοχή. Να βεβαιωθεί όμως ότι θα διαφύγει την προσοχή είναι αδύνατον.

(IX) Η ανάγκη είναι κακό. Όμως δεν υπάρχει καμία ανάγκη, που να ζει κάποιος κάτω από την ανάγκη.

(XXI) Δεν πρέπει να χρησιμοποιούμε βία κατά της φύσης, αλλά να πειθόμεθα σ’ αυτήν. (Τα αποτελέσματα της βίας αυτής τα αντιλαμβανόμαστε καλύτερα εμείς στην εποχή μας).

(XXIII) Κάθε φιλία επιλέγεται γι’ αυτό που είναι. Έχει δε λάβει την αρχή της από ωφέλεια.

(XXIV) Τα όνειρα δεν έχουν θεία προέλευση ούτε δύναμη σημαντική, αλλά προκαλούνται από σύμπτωση ειδώλων.

(XXXIV) Δεν είναι τόσο η βοήθεια των φίλων που μας βοηθάει, όσο η εμπιστοσύνη, που έχουμε στη βοήθειά τους.

(XXXIX) Ούτε αυτός που ζητά συνέχεια βοήθεια είναι φίλος ούτε εκείνος που δεν σχετίζει ποτέ την βοήθεια με την φιλία. Και αυτό, επειδή ο ένας καπηλεύεται τα ευγενή αισθήματα στο όνομα της ανταμοιβής και ο άλλος καταστρέφει κάθε ελπίδα μελλοντικής βοήθειας.

(LVIII) Πρέπει να απελευθερώσουμε τους εαυτούς μας από τη φυλακή των υποθέσεων της πολιτικής. ( Δεν πρέπει να ξεχνούμε ότι η Αθήνα, όταν ζούσε ο Επίκουρος, τελούσε υπό την κατοχή των Μακεδόνων και κατά συνέπεια, αφού είχε καταργηθεί το δημοκρατικό πολίτευμα, δεν υπήρχε λόγος να ασχολούνται οι συμπολίτες του με την πολιτική.)

(LXVI) Συμπάσχουμε με τους φίλους μας όχι θρηνώντας, αλλά φροντίζοντας τους (LXVIII) Τίποτα δεν είναι αρκετό, για όποιον το αρκετό είναι λίγο.

(LXVII) Η ελεύθερη ζωή δεν μπορεί να μας κάνει πλούσιους, επειδή αυτό δεν εύκολο, αν δεν υπηρετεί κανείς τον όχλο και τους άρχοντες.

(LXX) Στην ζωή σου να μην κάνεις κάτι , που θα σου προκαλέσει φόβο, αν μαθευτεί απ’ τον πλησίον σου.

Αυτή, λοιπόν, είναι μέσα σε γενικές γραμμές η επικούρεια φιλοσοφία, που με το διαχρονικό της κύρος είναι πάντα επίκαιρη και μπορεί να γίνει εφαρμόσιμη από κάθε άνθρωπο, ο οποίος επιζητεί την τελείωση του εαυτού του.

 

 ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

 

1)    ΕΠΊΚΟΥΡΟΣ – ΑΠΑΝΤΑ (Εκδ. Κάκτος)

2)    ΕΠΙΚΟΥΡΟΣ: Η ΑΛΗΘΙΝΗ ΟΨΗ ΤΟΥ ΑΡΧΑΙΟΥ ΚΟΣΜΟΥ( Χ. Θεοδωρίδης, εκδ. βιβλ. της Εστίας).

3)    Ο ΕΠΙΚΟΥΡΟΣ ΚΑΙ ΟΙ ΘΕΟΙ ΤΟΥ( Α. Festuriere)

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ