Συνέντευξη στην ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΓΝΩΜΗ με το συγγραφέα Μιλτιάδη Σαλβαρλή –

Επιμέλεια:

Βασιλική Β. Παππά

Vas_nikpap@yahoo.gr

Ο Μιλτιάδης Σαλβαρλής γεννήθηκε στην Αθήνα. Σπούδασε φιλολογία στο Γαλλικό Ινστιτούτο Αθηνών και νομικά στη Νομική Σχολή του Δημοκρίτειου Πανεπιστημίου Θράκης. Από το 1981 έως το 2012 εργάστηκε ως ρεπόρτερ, συντάκτης και αρχισυντάκτης. Δούλεψε στο υπουργείο Γεωργίας, στο ραδιόφωνο και στην τηλεόραση της ΕΡΤ, στη διαδικτυακή πύλη in.gr, καθώς και σε διάφορα έντυπα. Ανάμεσά τους, τα περιοδικά Ταξιδεύοντας, Πάνθεον, ELLE, Δίφωνο, HiTECH και National Geographic.

 Β.Π.: Κύριε Σαλβαρλή, θα θέλατε να μας μιλήσετε για το νέο σας βιβλίο που φέρει τον τίτλο «Πατρίδα Χώρα Ξένη» και που αναφέρεται στην ιστορία δύο παιδιών που αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν τα πατρογονικά τους χώματα στη Μικρά Ασία;

Μ.Σ.: Το βιβλίο αναφέρεται στους Μικρασιάτες, στην πατρίδα που αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν και έγινε χώρα ξένη και στην πατρίδα στην οποία ήρθαν ξεριζωμένοι και τους φέρθηκε σαν χώρα ξένη. Δεν είναι ένα ακόμα βιβλίο για τη Μικρασιατική Καταστροφή. Θέλησα να εστιάσω στο «μετά» και στον άθλο που πέτυχαν όσοι ήρθαν από τα παράλια με τους διωγμούς του 1914 και του 1922. Έχασαν τα πάντα και κατάφεραν, όχι απλώς να επιβιώσουν, αλλά να φτιάξουν τη ζωή τους από την αρχή και μάλιστα σε ένα περιβάλλον διόλου φιλικό. Ακολουθούμε, λοιπόν, τα δύο κεντρικά πρόσωπα και τους χαρακτήρες που κινούνται γύρω τους σε μια πορεία που ξεκινάει από τη Μικρά Ασία, περνάει από τη Θεσσαλονίκη του Μεσοπολέμου και την Αθήνα της Κατοχής, συνεχίζεται στην ταραγμένη δεκαετία του 1960, στη δικτατορία και στη Μεταπολίτευση και καταλήγει στις εκλογές του 1985. Φιλοδοξία μου ήταν η «Πατρίδα…» να αποτελέσει έναν μικρό, πολύ μικρό, φόρο τιμής προς εκείνους που άφησαν πίσω τους την Τρωάδα, την Αιολία, την Ιωνία, ανάμεσα στους οποίους μεγάλωσα.

Β.Π. Ποιες μνήμες κουβαλάτε από την παιδική σας ηλικία;

Μ.Σ.: Το ανέμελο παιχνίδι στη γειτονιά με τους χωματόδρομους, κάπου στα σύνορα Νέας Σμύρνης και Παλαιού Φαλήρου, τα κοντινά οικόπεδα που ήταν βοσκοτόπια για πρόβατα, ένα γειτονικό μεγάλο κτήμα με λαχανόκηπο, οπωροφόρα δέντρα, άλογα και πάπιες, τους αποκριάτικους χορούς της Εστίας Νέας Σμύρνης και βέβαια τα καλοκαίρια σε ένα χωριό της Κω, την Κέφαλο, χωρίς νερό και ηλεκτρικό. Είχαμε λάμπες πετρελαίου, στάμνες που γεμίζαμε από την κοινοτική κρήνη και γκαζοτενεκέδες για το μπάνιο καθαριότητας.

Β.Π.: Ποια πρόσωπα θεωρείτε ότι σας έχουν αλλάξει ή έχουν διαμορφώσει τον τρόπο σκέψης σας;

Μ.Σ.: Ίσως φανεί παράξενο, αλλά η επαφή με τους χίπις της δεκαετίας του ’60 με έκανε πρώτη φορά να δω τον κόσμο με άλλο μάτι. Κατασκηνώνανε στην παραλία του χωριού στην Κω, άναβαν φωτιές, έπαιζαν κιθάρα και τραγουδούσαν. Φυσικά ήμουν πολύ μικρός για να αντιληφθώ τις όποιες κοινωνικοπολιτικές προεκτάσεις, αλλά με γοήτευε εκείνη η αίσθηση ανεξαρτησίας και ελευθερίας, κόντρα στον καθωσπρεπισμό που επικρατούσε στο σπίτι και στο σχολείο. Η ζωή μου άλλαξε στο πανεπιστήμιο. Είχα την τύχη να σπουδάσω στην τότε νεοσύστατη σχολή Νομικής του Δημοκρίτειου Πανεπιστήμιου Θράκης. Ογδόντα φοιτητές πάνω κάτω, μακριά από τα σπίτια μας οι πιο πολλοί, σε μια Κομοτηνή «κουμπωμένη» απέναντί μας, πρώτα χρόνια της Μεταπολίτευσης με φουλ αστυνόμευση και έντονη πολιτικοποίηση. Αντιλαμβάνεστε πόσο επιτακτική ήταν η ανάγκη να βρούμε τα πατήματά μας, να διαμορφώσουμε προσωπικότητα, να αποκτήσουμε φίλους που να μας ταιριάζουν και φυσικά να κρατηθούμε από αυτούς. Εκείνα τα χρόνια γίναμε κοινωνοί σε ένα χωνευτήρι ιδεών κι εμπειριών. Διαβάζαμε Βίλχελμ Ράιχ, Ρολάν Μπαρτ, Μπορίς Βιάν, Καζαντζάκη, Ιωάννου και Σκούρτη. Ακούγαμε Pink Floyd, Deep Purple, Θεοδωράκη και ρεμπέτικα. Βλέπαμε στην κινηματογραφική λέσχη Παρατζάνωφ, Ταρκόφσκι, Μαρκετάκη και στα σινεμά της πόλης μιούζικαλ με τον Τραβόλτα και θρίλερ του Κάρπεντερ και του Ντε Πάλμα. Υιοθετούσαμε πράγματα, απορρίπταμε πράγματα, έως ότου κάποια στιγμή ήρθε το καταστάλαγμα. Έκτοτε δεν έχει ξανασυμβεί τέτοια «κοσμογονία» μέσα μου.

Β.Π.: Από το 1981 έως το 2012 εργαστήκατε ως ρεπόρτερ, συντάκτης και αρχισυντάκτης. Πότε αντιληφθήκατε ότι θέλετε να γίνετε δημοσιογράφος; Μετανιώσατε για αυτή σας της επιλογή ή όχι;

Μ.Σ.:  Πιστεύω ότι η ευχέρεια που έχω στο γράψιμο με έφερε στη δημοσιογραφία, σε μια εποχή που άρεσαν οι γλαφυρές περιγραφές και τα κείμενα με ιδιαίτερο ύφος. Ενώ ακόμα σπούδαζα, έστειλα στο περιοδικό «Ταξιδεύοντας» του Κώστα Καββαθά ταξιδιωτικά κομμάτια για τη Θράκη και τον Έβρο. Δημοσιεύτηκαν, έγινα τακτικός συνεργάτης και από ‘κει και πέρα η μία δουλειά έφερνε την άλλη: περιοδικά, ραδιόφωνο, τηλεόραση, ιντερνετική πύλη, όταν το Διαδίκτυο έκανε τα πρώτα του βήματα στην Ελλάδα. Η κρίση του 2010 χτύπησε και τον εκδοτικό χώρο, με αποτέλεσμα η εταιρεία στην οποία εργαζόμουν τα τελευταία χρόνια να κλείσει το 2012. Δεν το μετάνιωσα που διάλεξα αυτόν τον χώρο. Ταξίδεψα, άνοιξαν οι ορίζοντες, έκανα φίλους, γνώρισα ενδιαφέροντες ανθρώπους, ασχολήθηκα με την αιχμή της τεχνολογίας, ήταν μια πορεία γεμάτη γνώσεις και εμπειρίες.

Β.Π.: Πώς αποφασίσατε να ασχοληθείτε με τη συγγραφή; Ποιά βαθιά ανάγκη σας οδήγησε σε αυτή την απόφαση;

Μ.Σ.:  Η οργή, ο έρωτας και… η Μαργαρίτα Καραπάνου. Οι γονείς μου, όπως και οι πιο πολλοί γονείς παλαιών αρχών, είχαν απαιτήσεις για καλούς βαθμούς και πρωτιές. Στο σχολείο, περίοδος δικτατορίας, συνδαύλιζαν τον ανταγωνισμό, επαινώντας έμπρακτα τους καλούς μαθητές και τιμωρώντας τους αδιάβαστους. Έπεφτε και λίγο ξύλο με τον χάρακα. Άλλοι καιροί. Κανείς δεν μιλούσε. Καταλαβαίνετε πως όλη αυτή η πίεση και καταπίεση ζητούσε διέξοδο. Έτσι, με την παρότρυνση της τότε κοπέλας μου και επηρεασμένος από το βιβλίο της Καραπάνου «Η Κασσάνδρα και ο λύκος», κάθισα στη γραφομηχανή κι έγραψα μια νεανική νουβέλα γεμάτη οργή και σουρεαλιστικά στοιχεία.

Β.Π.: Θεωρούμε έναν συγγραφέα επιτυχημένο ανάλογα με τις πωλήσεις που έχει. Αντανακλά αυτό την πραγματικότητα ή η συγγραφή βιβλίων είναι καταδικασμένη να απευθύνεται μόνο στους λίγους;

Μ.Σ.:  Με καθαρά εμπορικά κριτήρια ο συγγραφέας που πουλάει αβέρτα βιβλία είναι σαφώς επιτυχημένος. Βάζει στην τσέπη του χρήματα και κάνει τον εκδότη του ευτυχισμένο. Με καλλιτεχνικά κριτήρια πολλά από αυτά τα ευπώλητα βιβλία δεν έχουν την παραμικρή λογοτεχνική αξία. Το εύπεπτο και το ευτελές, όπως το έχει επιβάλει πλέον η τηλεόραση, έχει επηρεάσει τον χώρο των εκδόσεων και έχει αλώσει το πλατύ αναγνωστικό κοινό. Πιστεύω, λοιπόν, ότι η λογοτεχνία που κρύβει βάσανο και σκέψη, που εκφράζεται με λέξεις ζυγιασμένες και πολύτιμες, απευθύνεται σήμερα σε υποψιασμένο κοινό.

Β.Π.: Στις μέρες μας, πολλοί προσπαθούν να διεκδικήσουν ένα μέρος της φήμης. Τα Μέσα Κοινωνικής Δικτύωσης συμβάλλουν προς αυτή την κατεύθυνση. Πιστεύετε ότι η φήμη και η αναγνώριση είναι η κύρια τροφή, πέραν των άλλων, για τους συγγραφείς και τους καλλιτέχνες γενικότερα;

 Μ.Σ.: Τα Μέσα Κοινωνικής Δικτύωσης γνωρίζουν επιτυχία διότι τρέφουν τη ματαιοδοξία μας. Την ανθρώπινη ματαιοδοξία. Πίσω από κάθε δημοσίευση κρύβεται συνήθως ένα «δείτε με», «καμαρώστε με», «ζηλέψτε». Γιατί να αποτελούν εξαίρεση οι συγγραφείς και γενικά οι καλλιτέχνες; Μην ξεχνάμε ότι έχουν το προνόμιο της δημοσιότητας και συνεπώς πιο αναπτυγμένο το αίσθημα της αυτοπροβολής. Τα «μπράβο» και οι έπαινοι στα σχόλια των κοινωνικών δικτύων δεν είναι πάντα προϊόν ειλικρίνειας, αυτό όμως δεν μας εμποδίζει -βάζω και τον εαυτό μου μέσα- να τρεφόμαστε από την όποια αναγνώριση, είτε σε μικρό είτε σε μεγάλο βαθμό.

Β.Π.: Θα ήθελα να μας πείτε, από πού αντλείτε δύναμη στις δύσκολες σας στιγμές;

Μ.Σ.:  Από τους φίλους. Εκείνους που εκπέμπουμε στο ίδιο μήκος κύματος και που θα καθίσουν να με ακούσουν, ακόμα κι αν δεν έχουν τίποτε να προτείνουν, ακόμα κι αν δεν μπορούν να κάνουν κάτι σχετικά με αυτό που με στεναχωρεί ή βασανίζει. Και μόνο που ξέρω ότι είναι εκεί, εμένα μου απαλύνει το βάρος.  

Β.Π.: Είσθε από εκείνους που βάζουν τη ζωή τους σε «κουτάκια» αναφορικά με το τι πρέπει και τι δεν πρέπει να κάνουν ή όχι;

Μ.Σ.:  Είμαι μάλλον παρορμητικό άτομο. Τα «κουτάκια» μου δεν αφορούν τόσο στο πώς θα πορευτώ στη ζωή μου όσο σε ζητήματα συμπεριφοράς. Δεν αντέχουν όλοι το χιούμορ ή την ειλικρίνεια, οπότε, αναλόγως την περίσταση και το άτομο, παύω να είμαι αυθόρμητος και επιστρατεύω το ανάλογο «κουτάκι».

Β.Π.: Καταλήγοντας, θα ήθελα να μας πείτε, τι ονειρεύεσθε για το μέλλον σας;

Μ.Σ.: Να ζήσω αξιοπρεπώς, όρθιος και με τα μυαλά στη θέση τους, όσα χρόνια κρατήσει το λαδάκι μου. Από εκεί και πέρα, εάν έχω φίλους καλούς μέχρι το τέλος, εάν καταφέρω να κάνω κάποια ταξίδια ακόμα και εάν έχω έμπνευση σε μελλοντικά βιβλία, θα είναι πολυτέλειες καλοδεχούμενες.

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ