Απάντηση του Επιτρόπου Υγείας και Πολιτικής Καταναλωτών στον Ευρωβουλευτή της ΝΔ Καθηγητή Ιωάννη Α. Τσουκαλά.

Βρυξέλλες, 30 Μαρτίου 2011. Την ανησυχία της Ευρωπαϊκής Επιτροπής σχετικά με τη χρήση της κάνναβης σε τρόφιμα, μεταφέρει ο Επίτροπος κος Ντάλι, αρμόδιος για την Υγεία και την Πολιτική Καταναλωτών, απαντώντας  στον Ευρωβουλευτή της ΝΔ Καθηγητή Ιωάννη Α. Τσουκαλά, μέλος της Επιτροπής Βιομηχανίας, Έρευνας και Ενέργειας του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου.

Ο κος Τσουκαλάς, με ερώτησή του προς την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, ζήτησε να εξετασθεί το θέμα της κυκλοφορίας ποτών και αναψυκτικών που περιέχουν κάνναβη, σε διάφορα κράτη μέλη της ΕΕ. Τα ποτά αυτά, αν και περιέχουν ελάχιστη από τη δραστική ναρκωτική ουσία, εντούτοις διαφημίζονται από τις εταιρείες ευρέως σαν να έχουν «θαυματουργές» ιδιότητες, αναιρώντας ουσιαστικά τις εκστρατείες των κρατών μελών κατά των ναρκωτικών. Ο κος Τσουκαλάς έθεσε επίσης το θέμα της πλασματικής διαφήμισης και της προστασίας των ανηλίκων, ενώ αναφέρθηκε και στα «ενεργειακά ποτά», τα οποία περιέχουν μεγάλες ποσότητες καφεΐνης ή άλλων διεγερτικών ουσιών και συχνά αναμειγνύονται με αλκοόλ, που επιτείνει τη δράση τους και τα καθιστά επικίνδυνα, καθώς έχουν συνδεθεί με αυξημένα τροχαία ατυχήματα και αιφνίδιους θανάτους.

Στην απάντησή του ο Ευρωπαίος Επίτροπος συμμερίζεται πλήρως την ανησυχία που εκφράζει ο Έλληνας Ευρωβουλευτής. Σύμφωνα με τον κο Ντάλι, «η Επιτροπή κατακρίνει κάθε παράνομη ή παραπλανητική πρακτική η οποία θα μπορούσε να καταστήσει την έννοια «ναρκωτική ουσία» μέρος της καθημερινής ζωής και να επηρεάζει νεαρούς πολίτες». Ο κος Ντάλι υπογραμμίζει ότι η «η Επιτροπή θα εξετάσει και θα συζητήσει, μαζί με τα κράτη μέλη, τον Κανονισμό της κυκλοφορίας στην αγορά, σε εθνικό επίπεδο, προϊόντων που περιέχουν κάνναβη και θα εξετάσει την ενδεχόμενη ανάγκη για περαιτέρω δράση».

Σύμφωνα με τον κο Ντάλι, «η Επιτροπή γνωρίζει ότι τα προϊόντα που περιέχουν ή παράγονται με βάση την κάνναβη μπορούν να θεωρούνται ως ναρκωτικές ουσίες κατά την έννοια της ενιαίας σύμβασης των Ηνωμένων Εθνών για τα ναρκωτικά (1961) και της σύμβασης των Ηνωμένων Εθνών για τις ψυχοτρόποι ουσίες  (1971)». Σύμφωνα με την γενική ευρωπαϊκή νομοθεσία για τα τρόφιμα (Κανονισμός 178/2002), οι ναρκωτικές ή ψυχοτρόποι ουσίες που καλύπτονται από τις προαναφερόμενες συμβάσεις δεν θα πρέπει να θεωρούνται ως «τρόφιμα» και, συνεπώς, δεν θα πρέπει να επιτρέπεται η χρήση τους στα τρόφιμα κατά την παραγωγή, την παρασκευή ή την επεξεργασία τους».

Σχολιάζοντας την απάντηση του Επιτρόπου, ο κος Τσουκαλάς δήλωσε: «Αν και τα ποτά που χρησιμοποιούν κάνναβη περιέχουν απειροελάχιστες ποσότητες από τη δραστική ναρκωτική ουσία, οι εταιρείες που τα κατασκευάζουν προβάλλουν έντονα τις υποτιθέμενες μαγικές ιδιότητές τους που βασίζονται σε αυτή. Οι εταιρείες κερδίζουν πουλώντας στους νέους μια – κατά πάσα πιθανότατα ακίνδυνη – εκδοχή ενός ναρκωτικού. Εκχυλίσματα κάνναβης αναμειγνύονται με χυμούς φρούτων, ζάχαρη και άλλα συστατικά, παρουσιάζοντας μια ναρκωτική ουσία που είναι απαγορευμένη στις περισσότερες χώρες της ΕΕ σαν ένα εύγευστο αναψυκτικό, αποενοχοποιώντας την στα μάτια των νέων.

Είναι τουλάχιστον παράδοξο, αν όχι σχιζοφρενικό, η κάνναβη να αποτελεί μια απαγορευμένη ναρκωτική ουσία και να γίνεται τεράστια προσπάθεια από την πολιτεία και την κοινωνία, σε όλες τις χώρες της Ευρώπης, για την καταπολέμηση του λαθρεμπορίου της και από την άλλη να κυκλοφορούν και να διαφημίζονται προϊόντα που προωθούν την έμμεση χρήση της από ανηλίκους. Ακόμη κι αν αυτά τα προϊόντα αποδειχθούν τελικά ακίνδυνα για τους καταναλωτές, τίθεται σαφώς θέμα παραπλανητικής διαφήμισης, εφόσον οι σχετικές καμπάνιες επικαλούνται θαυματουργές και θεραπευτικές ιδιότητες.

Είναι απαραίτητο τα εξουσιοδοτημένα όργανα της πολιτείας να ελέγχουν όλα αυτά τα προϊόντα και να επιβάλλουν την ορθή σήμανσή τους, διασφαλίζοντας ότι στις ετικέτες τους θα αναγράφονται όλες οι ουσίες που περιέχονται, αλλά και όλες οι πιθανές αντενδείξεις (π.χ. χρήση από παιδιά και εγκύους, ανάμιξη με αλκοόλ κλπ). Φυσικά, είναι σημαντικό να ελέγχεται και η πρόσβαση των ανηλίκων σε τέτοια ποτά, όπου συντρέχει λόγος, αλλά και να διασφαλίζεται ότι η διαφήμισή τους θα σέβεται τη σχετική νομοθεσία και δεοντολογία και δεν θα βασίζεται σε αστήρικτους και παραπλανητικούς ισχυρισμούς».

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ