Η καταστροφή της πολιτιστικής κληρονομιάς στην κατεχόμενη Κύπρο.

Γράφει ο Βαγγέλης Πάλλας, δημοσιογράφος, εφημερίδα “ΧΑΡΑΥΓΗ” Κύπρος.

Στην απόφαση του Αμερικανικού Εφετείου (24 Οκτωβρίου 1990) για την επιστροφή των ψηφιδωτών της Κανακαριάς στην Κύπρο, ο Πρόεδρος του Εφετείου, Δικαστής Bauer περιλαμβάνει ένα χαρακτηριστικό απόσπασμα από το ποίημα του Λόρδου Βύρωνα «Η πολιορκία της Κορίνθου», το οποίο περιγράφει την καταστροφή της πόλης το 1715. Αναφερόμενος στην περίπτωση της Κύπρου, ο δικαστής συνεχίζει με τα ακόλουθα:

«Ο Λόρδος Βύρωνας, αναφερόμενος στην τουρκική εισβολή στην Κόρινθο το 1715, θα μπορούσε κάλλιστα να περιγράψει τις πολλές εκκλησίες και τα μνημεία που σήμερα είναι ερειπωμένα στην Κύπρο… Όπως θρηνεί το ποίημα του Βύρωνα, ο πόλεμος μπορεί να μετατρέψει τους μεγαλύτερους και πλέον ιερούς ναούς μας σε απλά ‘πέτρινα’ θραύσματα. Μόνο οι χειρότεροι των αχρείων προσπαθούν να αποκομίσουν προσωπικό κέρδος από αυτή τη συλλογική απώλεια. Αυτοί που λεηλάτησαν τις εκκλησίες και τα μνημεία στην πληγείσα από τον πόλεμο Κύπρο, μετέφεραν τα υπολείμματα μακριά και τώρα κάνουν λαθρεμπόριο και τα πωλούν για μεγάλα ποσά, είναι απλώς τέτοιοι παλιάνθρωποι».  

ΕΝΑΣ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ ΧΑΝΕΤΑΙ

«Η καταστροφή της πολιτιστικής κληρονομιάς οποιουδήποτε λαού, σημαίνει την καταστροφή της πολιτιστικής κληρονομιάς ολόκληρης της ανθρωπότητας.»

Προοίμιο της Συνθήκης της Χάγης του 7954 για την Προστασία της Πολιτιστικής Κληρονομιάς σε Περίπτωση Ένοπλης Σύγκρουσης

Στο σταυροδρόμι τριών ηπείρων – της Ευρώπης, της Ασίας και της Αφρικής – εκεί που συναντώνται οι μεγάλοι πολιτισμοί, βρίσκεται η Κύπρος, το μεγαλύτερο νησί της Ανατολικής Μεσογείου.

Ευρισκόμενη στο σταυροδρόμι ηπείρων και πολιτισμών, η Κύπρος διαθέτει μια τεράστια και πλούσια πολιτιστική κληρονομιά. Η γεωγραφική της θέση, όμως, υπήρξε και ευλογία και κατάρα. Από τη μια, τη βοήθησε να αναπτύξει μοναδικό πολιτιστικό πλούτο και από την άλλη η στρατηγική της θέση την κατέστησε πολλές φορές θύμα επιδρομέων.

Στα αρχαία και μεσαιωνικά χρόνια αναπτύχθηκαν στο σταυροδρόμι αυτό πολύ σημαντικοί πολιτισμοί όπως ο Αιγυπτιακός, ο Μινωικός, ο Ασσυριακός, ο Περσικός, ο Ελληνικός, ο Φοινικικός, ο Εβραϊκός, ο Ρωμαϊκός, ο Βυζαντινός και ο Οθωμανικός. Η πυκνή επικοινωνία και επαφή με τους πολιτισμούς αυτούς και οι επακόλουθες προσμείξεις και αλληλοεπιδράσεις στις διάφορες προϊστορικές και ιστορικές περιόδους, δημιούργησαν ένα λαμπρό πολιτισμό, έτσι που το νησί να παρουσιάζει την όψη ενός εκτεταμένου πλωτού μουσείου.

Στη μακραίωνη ιστορία της, η Κύπρος βρέθηκε αντιμέτωπη με πολλές επιδρομές, λεηλασίες και κατακτήσεις από πανίσχυρες κατά καιρούς αυτοκρατορίες. Ο φυσικός της πλούτος και η στρατηγική της θέση καθόρισαν ουσιαστικά την πολυτάραχη ιστορική διαδρομή της. Από τον 11° π.Χ. αιώνα, οπότε διαμορφώνεται ο κατ’ εξοχήν ελληνικός της χαρακτήρας, έζησε κατά περιόδους ελεύθερη και το μεγαλύτερο διάστημα κάτω από την εξουσία Ασσυρίων, Αιγυπτίων, Περσών, Ρωμαίων, Φράγκων, Ενετών, Οθωμανών και Άγγλων.

Αυτό, όμως, που συνέβη το 1974 με την τουρκική εισβολή είναι πρωτοφανές. Η Τουρκία εισέβαλε στρατιωτικά στο νησί και έθεσε υπό την κατοχή της το 40% σχεδόν της επικράτειας της Κυπριακής Δημοκρατίας. Από τότε η Κύπρος παραμένει διαιρεμένη δια της βίας των όπλων. Χρησιμοποιώντας την κατοχή, η Τουρκία εφάρμοσε ένα γεωγραφικό διαχωρισμό του πληθυσμού του νησιού με βάση την εθνική καταγωγή, διώχνοντας δια της βίας τους Ελληνοκύπριους από τα σπίτια τους στις κατεχόμενες περιοχές, και μετακινώντας τους Τουρκοκύπριους στο κατεχόμενο τμήμα του νησιού. Περισσότερο από το ένα τέταρτο του συνολικού πληθυσμού της Κύπρου ζει από τότε το δράμα του ξεριζωμού και του απαγορεύεται να ασκήσει τα πιο ιερά και αναφαίρετα ανθρώπινα δικαιώματα του, να ζήσει δηλαδή στο δικό του σπίτι, να καλλιεργήσει το δικό του χωράφι, να λειτουργηθεί στην εκκλησία του χωριού του, να φροντίσει τους τάφους των γονιών του. Επιπλέον, το κατοχικό καθεστώς εφάρμοσε και εξακολουθεί να εφαρμόζει την πολιτική της παράνομης εισαγωγής και εγκατάστασης χιλιάδων εποίκων από τα βάθη της Τουρκίας στις κατεχόμενες περιοχές, αλλοιώνοντας μ’ αυτό τον τρόπο τη δημογραφική δομή του νησιού.

Έτσι, για πρώτη φορά στην κυπριακή ιστορία, διαχωρίζεται ντε φάκτο ο λαός της Κύπρου σε ομοιογενείς φυλετικά και θρησκευτικά γεωγραφικές περιοχές. Και αυτό συμβαίνει παρά το γεγονός ότι η Γενική Συνέλευση και το Συμβούλιο Ασφαλείας των Ηνωμένων Εθνών, καθώς και άλλοι διεθνείς οργανισμοί, υιοθέτησαν σειρά ψηφισμάτων που καταδικάζουν την τουρκική επιδρομή εναντίον της Κύπρου και υποστηρίζουν την ανεξαρτησία και εδαφική ακεραιότητα της Κυπριακής Δημοκρατίας.

Ο σχεδιασμένος από την Άγκυρα διαχωρισμός ενισχύεται το 1983 με τη «μονομερή ανακήρυξη ανεξαρτησίας» από την τουρκοκυπριακή ηγεσία – με την ενθάρρυνση και υποστήριξη της Τουρκίας – στο κατεχόμενο τμήμα της Κυπριακής Δημοκρατίας, και με την εγκαθίδρυση της ούτω καλούμενης «Τουρκικής Δημοκρατίας της Βόρειας Κύπρου». Η διεθνής κοινότητα καταδίκασε την αποσχιστική αυτή ενέργεια άμεσα και κατηγορηματικά, ενώ το ίδιο το Συμβούλιο Ασφαλείας των Ηνωμένων Εθνών διακήρυξε ότι η πράξη αυτή ήταν «νομικά άκυρη» και απαίτησε την ανάκληση της «μονομερούς ανακήρυξης ανεξαρτησίας». Ως εκ τούτου, το παράνομο κατοχικό καθεστώς δεν έχει αναγνωριστεί από κανένα άλλο κράτος παρά μόνο από την Τουρκία, την κατοχική δύναμη.

Από το 1974 η Τουρκία διαπράττει εναντίον της Κύπρου ένα τεράστιο διπλό διεθνές έγκλημα. Έχει εισβάλει και διαιρέσει ένα μικρό, αδύναμο, αλλά σύγχρονο, ανεξάρτητο και ευρωπαϊκό κράτος – από την 1 Μαΐου 2004 και επίσημα μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Ταυτόχρονα, από τότε αλλάζει το δημογραφικό χαρακτήρα του νησιού και επιδίδεται σε συστηματική καταστροφή και εξαφάνιση της πολιτιστικής κληρονομιάς του στις περιοχές που έθεσε υπό την κατοχή της.

Πέρα, δηλαδή, από τις ανθρώπινες, κοινωνικές, εθνολογικές και οικονομικές συνέπειες, η τουρκική εισβολή και κατοχή στην Κύπρο προκάλεσε και εξακολουθεί να προκαλεί συστηματικά μια τεράστια πολιτιστική καταστροφή, που, σε πολλές πτυχές της είναι, δυστυχώς, ανεπανόρθωτη.

Η εξέλιξη αυτή αποτελεί μια από τις πλέον τραγικές πτυχές του κυπριακού προβλήματος, καθώς και τρανή απόδειξη της αποφασιστικότητας της Άγκυρας να τουρκοποιήσει το κατεχόμενο τμήμα του νησιού.

Το κατοχικό καθεστώς, από το 1974 μέχρι σήμερα, εργάζεται μεθοδικά να εξαφανίσει από την κατεχόμενη Κύπρο ο,τιδήποτε από το ελληνικό και χριστιανικό παρελθόν της. Έτσι, αντικατέστησε όλες τις ελληνικές ονομασίες περιοχών, πόλεων, χωριών και δρόμων με τουρκικές ονομασίες.

Η αλλαγή των τοπωνυμιών έγινε κατά παράβαση του διεθνούς δικαίου, ψηφισμάτων του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών για την Κύπρο, και του ψηφίσματος Αρ.16 της 3ηζ διεθνούς διάσκεψης του ΟΗΕ για την Τυποποίηση Γεωγραφικών Ονομάτων το 1977. Σήμερα, η ελληνική γλώσσα στην κατεχόμενη περιοχή επιβιώνει μόνο στις ελάχιστες διασωθείσες αρχαίες επιγραφές, στις πινακίδες των δρόμων της περίκλειστης πόλης της Αμμοχώστου, στις σπασμένες ταφόπλακες και σταυρούς των κοιμητηρίων και στο στόμα των ολιγάριθμων Ελληνοκυπρίων εγκλωβισμένων της Καρπασίας.

Παράλληλα, νεολιθικοί οικισμοί καταστρέφονται, όπως αυτός του Αποστόλου Ανδρέα – Κάστρος (6η χιλιετία π.Χ.) στο ανατολικότατο άκρο της Κύπρου και της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Προϊστορικές και ιστορικές πόλεις εγκαταλείπονται στη φθορά του χρόνου, όπως η περίφημη Έγκωμη (γύρω στα 1400π.Χ.) και οι αρχαίες πολιτείες της Σαλαμίνας και των Σόλων.

Την πιο βίαιη και συστηματική βεβήλωση και καταστροφή έχουν δεχθεί οι εκκλησίες, ως τα πιο εμφανή τεκμήρια της γνήσιας ταυτότητας του τόπου. Πάνω από 500 εκκλησίες και μοναστήρια έχουν λεηλατηθεί ή καταστραφεί, πάνω από 15.000 εικόνες αγίων, άπειρα ιερά τελετουργικά σκεύη, ευαγγέλια και άλλα αντικείμενα μεγάλης αξίας έχουν στην κυριολεξία εξαφανιστεί. Λίγες εκκλησίες είχαν διαφορετική τύχη, είτε γιατί μετατράπηκαν σε μουσουλμανικά τεμένη ή σε μουσεία ή σε κέντρα ψυχαγωγίας ή, ακόμα, σε ξενοδοχεία, όπως η Αγία Αναστασία της Λαπήθου. Τρία τουλάχιστον μοναστήρια μετατράπηκαν σε στρατόπεδα του τουρκικού στρατού (του Αγίου Χρυσοστόμου στον Πενταδάκτυλο, της Αχεροποιήτου στον Καραβά, του Αγίου Παντελεήμονα στη Μύρτου). Και το χειρότερο: Περίφημες βυζαντινές τοιχογραφίες και ψηφιδωτά σπάνιας τέχνης αποτοιχίστηκαν από Τούρκους αρχαιοκάπηλους και πωλήθηκαν παράνομα σε συλλέκτες στην Ευρώπη, την Αμερική, την Ιαπωνία. Επίσης, βυζαντινές εκκλησίες έχουν υποστεί ανεπανόρθωτες ζημιές.

Οι ιεροί χώροι όπου αναπαύονται οι νεκροί στα κατεχόμενα εδάφη – τα κοιμητήρια – δεν είχαν καλύτερη τύχη, αφού πολλά από αυτά καταστράφηκαν και βεβηλώθηκαν.

Το καλοκαίρι του 1974,17 ξένες και πέντε κυπριακές επιστημονικές αρχαιολογικές αποστολές διεξήγαγαν στην Κύπρο αρχαιολογικές έρευνες. Από τότε έχει ανασταλεί κάθε νόμιμη αρχαιολογική έρευνα στο κατεχόμενο τμήμα του νησιού. Στις κατεχόμενες περιοχές, όμως, συνεχίζονται απροκάλυπτα οι παράνομες ανασκαφές και η αρχαιοκαπηλία με την ανάμειξη των κατοχικών δυνάμεων.

Ο τουρκικός κατοχικός στρατός, μέχρι σήμερα, ασκεί πλήρη στρατιωτικό, οικονομικό και πολιτικό έλεγχο στο βόρειο τμήμα του νησιού παρεμποδίζοντας την Κυπριακή Κυβέρνηση από του να συντηρεί και να προστατεύει τους αρχαιολογικούς και πολιτιστικούς χώρους που βρίσκονται στην κατεχόμενη Κύπρο. Απαγορεύει ακόμα και στον Εκπαιδευτικό, Επιστημονικό και Πολιτιστικό Οργανισμό του ΟΗΕ (ΟΥΝΕΣΚΟ) να μεριμνήσει για τα αρχαιολογικά μνημεία της προϊστορικής και ιστορικής αρχαιότητας, καθώς και τους βυζαντινούς και άλλους πολιτιστικούς θησαυρούς στα κατεχόμενα, με σκοπό την αποκατάσταση τους όπου και όσο είναι αυτή δυνατή.

Η κατάσταση επιδεινώνεται με την πάροδο του χρόνου χωρίς να μπορέσει κανείς να σταματήσει αυτή την καταστροφή. Πολλοί προσπάθησαν να τερματίσουν το τερατώδες πολιτιστικό έγκλημα της Τουρκίας κατά της Κύπρου, μεταξύ των οποίων και ο θαρραλέος Τουρκοκύπριος δημοσιογράφος Mehmet Yasin, ο οποίος κατέγραψε την τραγωδία με βαθιά θλίψη σε σειρά άρθρων του στο περιοδικό Olay (1982) προειδοποιώντας ότι «η Κύπρος αποξενώνεται από τον εαυτό της η ιστορική, περιβαλλοντική, κοινωνική, πολιτιστική της δομή καταστρέφεται…».

Η δημοσιογράφος και συγγραφέας Michael Jansen συνόψισε ίσως καλύτερα από κάθε άλλον την ουσία της τραγωδίας της Κύπρου, που επέφερε η συνεχιζόμενη στρατιωτική επιδρομή της Τουρκίας, γράφοντας επιγραμματικά ότι «ο πολιτικός και δημογραφικός διαχωρισμός, που έχει επιβληθεί ντε φάκτο στην Κύπρο από το 1974, απειλεί όχι μόνο την ενότητα και ακεραιότητα ενός σύγχρονου κράτους, αλλά και την ακεραιότητα και συνέχεια του πολιτισμού χιλιάδων ετών ενός νησιού που αποτελεί το σταυροδρόμι του πολιτισμού στην ανατολική Μεσόγειο».

Στο μικρό αυτό εγχειρίδιο επιχειρείται η σκιαγράφηση της μεθοδικής, συστηματικής και πολύπτυχης καταστροφής της πολιτιστικής κληρονομιάς του κυπριακού λαού από την Τουρκία. Τόσο η Κυβέρνηση όσο και η Εκκλησία της Κύπρου συνεχίζουν να καταβάλλουν μεγάλες προσπάθειες για τον τερματισμό αυτού του εγκλήματος και τον επαναπατρισμό των κλεμμένων θησαυρών του νησιού. Όμως, η μάχη είναι δύσκολη, ιδιαίτερα επειδή η Τουρκία, ο επιδρομέας, περιφρονεί συστηματικά ακόμα και τις σχετικές διεθνείς συμβάσεις τις οποίες η ίδια έχει επικυρώσει.

Περισσότερες από 500 ελληνορθόδοξες εκκλησίες και παρεκκλήσια και 17 μοναστήρια που βρίσκονται σε πόλεις και χωριά του κατεχόμενου τμήματος του νησιού έχουν σκοπίμως λεηλατηθεί, συληθεί ή κατεδαφιστεί. Πού βρίσκονται σήμερα τα εκκλησιαστικά αυτά αντικείμενα (στα οποία περιλαμβάνονται και περισσότερες από 15.000 κινητές εικόνες) παραμένει ακόμα άγνωστο. Οι πιο σημαντικές και ανεκτίμητες από αυτές τις εικόνες έχουν ήδη πωληθεί σε πλειστηριασμούς στο εξωτερικό από εμπόρους τέχνης. Μερικές από αυτές έχουν επαναπατρισθεί. Ένα καλό παράδειγμα είναι η περίπτωση της Παναγίας της Κανακαριάς στη Λυθράγκωμη. Το 1989 το Τμήμα Αρχαιοτήτων Κύπρου άρχισε τη διαδικασία επαναπατρισμού για την επιστροφή τεσσάρων μωσαϊκών που παρουσιάζουν τις μορφές των Αποστόλων (520-530 μ.Χ.), τα οποία οι Τούρκοι κλέφτες είχαν αφαιρέσει από την αψίδα του ναού λίγο μετά το 1979. Είχαν εξαχθεί λαθραία από την Κύπρο και εντοπίστηκαν το 1988 στην κατοχή της Αμερικανίδας εμπόρου Τέχνης Πεκ Γκόλτμπερκ, στην Ινδιανάπολη των ΗΠΑ. Μετά από μία μακρά δίκη στην Ινδιανάπολη το 1989, το δικαστήριο εξέδωσε απόφαση υπέρ των νομίμων ιδιοκτητών τους, που είναι η Ορθόδοξη Εκκλησία της Κύπρου, και τα μωσαϊκά επιστράφηκαν ατούς νόμιμους ιδιοκτήτες τους.

Μουσεία στην κατεχόμενη Κύπρο έχουν επίσης λεηλατηθεί. Έχει καταγγελθεί η παράνομη εξαγωγή αρχαιοτήτων και λαθρεμπόριο αντικειμένων που ήταν μόνιμα εκθέματα σε μουσεία ή, αποτελούσαν μέρος αποθηκευμένου και μη καταγραμμένου υλικού που είχε ανευρεθεί από ξένες αρχαιολογικές αποστολές. Το Τμήμα Αρχαιοτήτων κατέχει παρόμοιες μαρτυρίες για βυζαντινές εικόνες, εκκλησιαστικά σκεύη, κεντήματα ξυλόγλυπτα που αφαιρέθηκαν από τη  Μητρόπολη Κυρηνείας καθώς και για όλες τις  εικόνες και χειρόγραφα που βρίσκονταν μέχρι το 1974 στο Κέντρο Συντήρησης Εικόνων και Χειρογράφων στο Μοναστήρι του Αγίου  Σπυρίδωνος στην Τρεμετουστά. Οι ενέργειες αυτές  είναι απτές αποδείξεις για τη συνολική έλλειψη κάθε σεβασμού απέναντι σε τόπους θρησκευτικής λατρείας, από εκείνους που ελέγχουν  τις κατεχόμενες περιοχές.

Ένα άλλο δείγμα της τουρκικής βαρβαρότητας είναι αφαίρεση των τοιχογραφιών του Αγίου Θεμωνιανού στο χωριό Λύση της Επαρχίας Αμμοχώστου, που χρονολογούνται στον 13ο  και 14ο αιώνα. Το 1984 Τούρκος έμπορος αρχαιοτήτων πώλησε τις τοιχογραφίες που απεικόνιζαν το Χριστό Παντοκράτορα και την Παρθένο με τους Αρχαγγέλους, με το πρόσχημα ότι οι τοιχογραφίες είχαν βρεθεί τυχαία. Το τμήμα Αρχαιοτήτων  Κύπρου αφού απέδειξε την πραγματική τους προέλευση και μετά από  σκληρό αγώνα κατάφερε να αναγνωριστεί n ιδιοκτησία τους από την Ορθόδοξη Εκκλησία της Κύπρου. ΟΙ τοιχογραφίες αγοράστηκαν από την κα Dominique de Menil του γνωστού ιδρύματος Menil Foundation  του Χιούστον, με τη συμφωνία ότι η πολυδάπανη συντήρησή τους θα ήταν ευθύνη του Ιδρύματος και μετά από παραμονή 20 χρόνων στο Χιούστον, θα επιστρέφονταν στην Κύπρο.  Στις αρχές Φεβρουαρίου  1997 έγιναν τα εγκαίνια ομοιώματος της  βυζαντινής εκκλησίας του  Αγίου Θωμιανού της Λύστης στο ίδρυμα Menil Foundation του Χιούστον, όπου τοποθετήθηκαν οι  τοιχογραφίες αφού πρώτα συντηρήθηκαν.

Ένας μεγάλος αριθμός μετατράπηκαν σε τζαμιά και σε στάβλους ζώων. Κάποιες έχουν και κατεδαφιστεί εντελώς, όπως για παράδειγμα το Καθολικόν της Μονής Αυγασίδας, στην επαρχία Αμμοχώστου, που χρονολογείται στον 15ο αιώνα και ήταν  διακοσμημένο με τοιχογραφίες της ίδιας εποχής. Αγνοείται η τύχη τόσο των τοιχογραφιών όσο και του ωραίου ξυλόγλυπτου εικονοστασίου. Στα περισσότερα μνημεία και αρχαιολογικούς  χώρους έχουν δοθεί τουρκικά ονόματα σε μια προσπάθεια να τα  αποσυνδέσουν από την προέλευση και το περιεχόμενό τους και να τα αποξενώσουν από  την πραγματική τους ταυτότητα.

Τον Οκτώβριο του 1996 τέσσερις εικόνες του 16ου αιώνα που αφαιρέθηκαν από το τέμπλο της εκκλησίας του Χριστού Αντιφωνητή κοντά στο κατεχόμενο χωριό Καλογραία, βρέθηκαν στην κατοχή του Ολλανδού Willem Otto Arie Lans.  Τον ίδιο μήνα το Τμήμα  Αρχαιοτήτων και η Εκκλησία της Κύπρου κίνησαν δικαστικό αγώνα για την ανάκτηση και τον επαναπατρισμό των σημαντικών αυτών κειμηλίων.

Άλλη περίπτωση βανδαλισμού αφορά το ιστορικό Αρμενικό μοναστήρι του Αγίου Μακαρίου (Sourp Hagar) ή Αρμενομονάστηρου, όπως είναι γνωστό, που βρίσκεται στην οροσειρά του Πενταδάκτυλου και χρονολογείται στη Μεσαιωνική περίοδο. Το Αρμενομονάστηρο είναι το μοναδικό Αρμενικά μοναστήρι που υπάρχει στην Κύπρο και το σημαντικότερο Αρμενικό εκκλησιαστικό κτίριο στο νησί. Φωτογραφικό υλικό του 1989, 1992 και 1997 παρουσιάζει το μοναστήρι σε άσχημη κατάσταση και αποτελεί μαρτυρία για τη συνεχιζόμενη καταστροφή στα κατεχόμενα εδάφη μας. Η τουρκοκυπριακή εφημερίδα Kibris (21/1/98) σε πρωτοσέλιδο άρθρο της ανέφερε ότι το μοναστήρι θα μετατρεπόταν σε ξενοδοχείο, λόγω της υπέροχης θέας του, τόσο προς τη θάλασσα όσο και προς το δάσος. Το συνολικό κόστος του έργου υπολογιζόταν στα 1.000.000 δολάρια Αμερικής.

Δυστυχώς, ούτε οι διεθνείς συμβάσεις, όπως η Σύμβαση της  ΟΥΝΕΣΚΟ του 1954 για την Προστασία της Πολιτιστικής Περιουσίας σε περίπτωση Ένοπλης Σύγκρουσης και η Σύμβαση του 1970 για τα Μέσα Απαγόρευσης και Παρεμπόδισης της Παράνομης Εισαγωγής, Εξαγωγής και Μεταφοράς Ιδιοκτησίας Πολιτιστικής Περιουσίας, τις οποίες επικύρωσε και η Τουρκία, δεν στάθηκαν ικανές να σταματήσουν την καταστροφή της πολιτιστικής κληρονομιάς στην κατεχόμενη Κύπρο.

Σε μια προσπάθεια να σταματήσουν το παράνομο εμπόριο κυπριακών εικόνων και άλλων εκκλησιαστικών έργων τέχνης, οι Ηνωμένες Πολιτείες, στις 12 Απριλίου 1999, απαγόρευσαν την εισαγωγή βυζαντινών εκκλησιαστικών και εθνολογικών αντικειμένων από την Κύπρο, εάν δεν συνοδεύονται από άδεια εξαγωγής, την οποία να εκδίδει η κυπριακή κυβέρνηση. Στις 3 Σεπτεμβρίου 2003, οι Ηνωμένες Πολιτείες παρέτειναν για άλλα τρία χρόνια την ισχύ των περιορισμών αυτών. Τον Ιούλιο του 2002 υπογράφηκε μνημόνιο συναντίληψης για την προστασία αρχαιολογικού υλικού από την Κύπρο, της προ-κλασικής και κλασικής περιόδου. Το υλικό αυτό περιλαμβάνει αντικείμενα κεραμικής, πέτρας, μετάλλου και μεταξύ αυτών αγγεία, γλυπτά, μωσαϊκά, χαρακτικά, αρχιτεκτονικά στοιχεία και κοσμήματα, που χρονολογούνται από την όγδοη χιλιετία π.Χ. μέχρι το 330 μ.Χ.

Είναι πια πρόδηλο ότι η συνεχιζόμενη και μεθοδική καταστροφή των πολιτιστικών μνημείων στις κατεχόμενες περιοχές είναι μέρος μιας προσχεδιασμένης πολιτικής για εξαφάνιση κάθε ίχνους κυπριακής ιστορίας και πολιτισμού και μετατροπή των κατεχομένων σε τουρκική επαρχία, στα πλαίσια της προσπάθειας για πλήρη τουρκοποίηση τους.

 

 

 


ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ