Γράφει η Δρ. Αρχαιολογίας Κατερίνα Τζαβελοπούλου.

Η παρούσα μελέτη εξετάζει τη λατρεία των ηρώων στις αγορές της αρχαιότητας. Πρόκειται για ένα σημαντικό για την αρχαιολογική και θρησκειολογική έρευνα θέμα που χαρακτηρίζεται για το πλούσιο και πολυποίκιλο υλικό του. Η θεώρηση του αντικειμένου βασίζεται στη συνεξέταση των γραπτών πηγών, γραμματειακών και επιγραφικών κειμένων, και των ανασκαφικών δεδομένων, ορισμένων αδημοσίευτων, που αποτελεί και την πρωτοτυπία του θέματος, καθώς οι παλαιότερες μελέτες επικεντρώθηκαν μόνο σε μία από τις δύο κατηγορίες. Η συνεξέτασή τους οδηγεί σε σημαντικά πορίσματα σχετικά με την τέλεση της ηρωολατρείας κατά την αρχαιότητα και τη σχέση της με την εκάστοτε πολιτική που την υπαγόρευε.

Η μελέτη περιορίζεται γεωγραφικά στον Ελλαδικό, Αιγαιακό και Μικρασιατικό χώρο. Ο μεγάλος όγκος του υλικού και οι διαφορετικές συνθήκες που επικρατούσαν στις ελληνικές πόλεις της Κάτω Ιταλίας και της Σικελίας δε μας επέτρεψαν την επέκταση της έρευνας στις περιοχές αυτές, οι οποίες θεωρούμε ότι θα μπορούσαν να αποτελέσουν ξεχωριστό αντικείμενο μελέτης. Παράλληλα, η έρευνά μας επεκτείνεται χρονικά από τους ύστερους γεωμετρικούς έως τους πρώιμους ρωμαϊκούς χρόνους, ενώ εξαιρείται η Αυτοκρατορική εποχή λόγω των νέων πολιτικών, κοινωνικών και οικονομικών συνθηκών, που είχαν άμεσο αντίκτυπο στη λατρεία.

Η εργασία διαρθρώνεται σε δύο μέρη. Το Πρώτο και μεγαλύτερο σε έκταση Μέρος αποτελείται από 4 κεφάλαια. Το Κεφάλαιο 1 πραγματεύεται επιγραμματικά σε δύο ενότητες την ιστορία της έρευνας της ηρωολατρείας και της αγοράς.

Το Κεφάλαιο 2 αναλύει σε 4 ενότητες την ταυτότητα των ηρώων, τα μνημεία, τις τελετουργικές πρακτικές και τη σχέση ηρωολατρείας και πολιτικής μέσα από τις γραμματειακές και επιγραφικές μαρτυρίες. Στο Επίμετρο εξετάζονται τα ηρώα που, αν και τοποθετούνται αόριστα στις πόλεις από τις γραπτές πηγές, κρίνουμε πως θα μπορούσαν να ενταχθούν στις αγορές.

Το Κεφάλαιο 3 μελετά σε 2 ενότητες με βάση τα ανασκαφικά δεδομένα τους τύπους των ανεσκαμμένων μνημείων και τις τελετουργικές πρακτικές που ασκούνταν σε αυτά. Και οι δύο ενότητες πλαισιώνονται από Διαγράμματα και Συγκεντρωτικούς Πίνακες, που αποτυπώνουν παραστατικά τα συμπεράσματά μας. Στο Επίμετρο διερευνώνται αμφίβολα κατά τη γνώμη μας μνημεία, τα οποία συνδέονται από τους ερευνητές με την ηρωολατρεία χωρίς βάσιμα επιχειρήματα.

Στο Κεφάλαιο 4 συνοψίζονται τα πορίσματα της εργασίας, οι ιστορικές συνθήκες που ευνόησαν την τέλεση της ηρωολατρείας, η χρονολογική εξέλιξή της και αιτιολογείται γιατί επιλέγεται η αγορά ως χώρος άσκησης της ηρωολατρείας.

Το Δεύτερο Μέρος αποτελείται από δύο καταλόγους. Ο Κατάλογος 1 περιέχει τα μαρτυρούμενα στις γραπτές πηγές στοιχεία για τον ήρωα, το μνημείο, τις τελετουργικές πρακτικές, τους χρησμούς και τη χρονολόγηση της λατρείας του. Τέλος, ο Κατάλογος 2 καταγράφει την τοποθεσία, την αρχιτεκτονική, τα κινητά ευρήματα, τη λατρεία και τη χρονολόγηση των ανεσκαμμένων ηρώων.

Μεγάλος προβληματισμός προέκυψε σχετικά με την ονομασία των μνημείων, καθώς για αρκετά δεν έχει καθιερωθεί κοινά αποδεκτή ορολογία. Στις περισσότερες περιπτώσεις επιχειρήθηκε η μετάφραση από την ξενόγλωσση βιβλιογραφία, και έτσι το Underground Shrine στην Κόρινθο αποδόθηκε ως Υπόγειο Ιερό, ή χρησιμοποιήθηκαν στοιχεία από τη θέση και την αρχιτεκτονική μορφή των μνημείων, όπως στην περίπτωση του Περιβόλου στο ΒΔ. Σταυροδρόμι στην Αθήνα. Τα ονόματα των ηρώων αναφέρονται μόνο στα μνημεία, η ταύτιση των οποίων είναι αποδεκτή από την επιστημονική κοινότητα, όπως το Μνημείο των Επωνύμων ηρώων στην Αθήνα.

Κατά την έρευνα αρχικά έπρεπε να δαμάσουμε τον όγκο των γραπτών πηγών, που δίνουν λακωνικές πληροφορίες για την ηρωολατρεία εντός των αγορών. Επιπλέον, η πλούσια δευτερογενής βιβλιογραφία, που συνοδεύει τα γραμματειακά και επιγραφικά κείμενα, περιορίζεται κατά κανόνα σε φιλολογικές και μυθολογικές αναλύσεις. Η βιβλιογραφία καταγράφεται εκτενώς στον Κατάλογο 1, ενώ οι ήρωες, για τους οποίους δεν παρατίθεται βιβλιογραφία, και προβάλλονται στη διαφάνεια, οφείλονται σε δική μας αποδελτίωση.

Επιπλέον η απουσία τελικής δημοσίευσης και αναλυτικής μελέτης των κινητών ευρημάτων στις περισσότερες περιπτώσεις δυσχέραναν την προσπάθεια σύνθεσης. Τα προβλήματα πολλαπλασιάστηκαν, καθώς δεν είναι επιβεβαιωμένες οι θέσεις αρκετών αρχαϊκών και κλασικών αγορών. Όλα τα παραπάνω κατέστησαν εξαιρετικά δύσκολη την προσπάθεια αποκατάστασης της μορφής των ανεσκαμμένων μνημείων και της απόδοσής τους σε συγκεκριμένους ήρωες. Μελετώντας τις παλαιότερες απόψεις των ερευνητών προχωρήσαμε στην κριτική θεώρηση αυτών που δεν είχαν επαρκή τεκμηρίωση και στη διατύπωση εναλλακτικών προτάσεων, όπου τα στοιχεία μας το επέτρεπαν, όπως στην περίπτωση του Περιβόλου με τη Στήλη. Το τέμενος αυτό ιδρύθηκε το β΄ τέταρτο του 6ου αι. π.Χ. στη ΝΔ. γωνία της αγοράς πάνω στα ερείπια αποθήκης οικίας της μέσης ή της ύστερης κορινθιακής περιόδου, που καταστράφηκε από πυρκαγιά. Παρά τις μικρές διαστάσεις του, εντοπίστηκαν εκατοντάδες θραύσματα ειδωλίων διαφόρων περιόδων, που μαρτυρούν τη δημοτικότητα και τη μεγάλη διάρκεια της λατρείας, η οποία προφανώς ήταν χθόνια και συνδεόταν με κάποιο πρόγονο της πόλης. Ο ανασκαφέας τοποθετεί υποθετικά και χωρίς τεκμηριωμένα επιχειρήματα την είσοδο στο ανατολικό ή στο νότιο τμήμα του περιβόλου, που καταστράφηκαν κατά την κατασκευή της Νότιας Στοάς τον ύστερο 4ο αι. π.Χ. Κατά τη γνώμη μας όμως δε φαίνεται πιθανή η καταστροφή της πλευράς με τη μοναδική είσοδο, δεδομένου ότι το ανατολικό άκρο του ιερού ανοικοδομήθηκε πάνω στον τοίχο της στοάς και η λατρεία συνεχίστηκε για μισό περίπου αιώνα. Για το λόγο αυτό υποστηρίζουμε ότι η είσοδος θα μπορούσε να ανοίγεται στη βόρεια ή στη δυτική πλευρά προς την οδό, που θα πρέπει να προϋπήρχε της κλασικής και ελληνιστικής οδού με τις αρματοτροχιές.

Επιπλέον, αρκετές ταυτίσεις λατρευόμενων ηρώων των ανεσκαμμένων μνημείων οφείλονται στην έρευνά μας. Συγκεκριμένα υποθέτουμε την τέλεση εναγισμών και την προσφορά αίματος ή χοών προς τιμήν των ηρώων των Σταγείρων στο Βωμό με Βόθρο, για το οποίο διαθέτουμε μόνο την έκθεση της ανασκαφής. Τα μοναδικά στοιχεία που καταγράφονται είναι ότι ο μικρός βωμός έχει προσανατολισμό Α→Δ, αποτελείται από τρεις πώρινες πλάκες (διαστ. 0,75μ. Χ 0,90μ.) συναρμολογημένες μεταξύ τους με συνδέσμους και γύρω από τη βάση αυλάκι υπερχείλισης απολήγει στη ΝΔ. γωνία σε μικρό κυκλικό βόθρο λαξευμένο στο βράχο (διαμ. 0,30μ. και βάθ. 0,50μ.).

Ιδιαίτερη βαρύτητα δόθηκε κατά την έρευνά μας στη θέση και τον προσανατολισμό των ανεσκαμμένων ηρώων. Η μελέτη των ανασκαφικών πορισμάτων οδηγεί στο συμπέρασμα ότι ο προσανατολισμός τους παρουσιάζει ποικιλία, άμεσα εξαρτώμενη από τη χωροταξική οργάνωση των αγορών και την κατεύθυνση των οδών. Παρά το μικρό δείγμα των ανεσκαμμένων ηρώων φαίνεται ότι ποικίλοι παράγοντες καθόριζαν τη θέση ίδρυσής τους, όπως το φυσικό περιβάλλον, τα αρχαιότερα νεκροταφεία, οι πύλες, καθώς και παρακείμενα μνημεία, με τα οποία συνδέονταν άμεσα. Η ίδρυση των ηρώων κοντά σε κεντρικές οδούς και σταυροδρόμια υποδηλώνει την άμεση σχέση τους με τη διαμόρφωση και την εξέλιξη των αγορών.

Σύμφωνα με την παρούσα μελέτη οι περίβολοι αποτελούν τον επικρατέστερο τύπο μνημείων που σχετίζονται με την ηρωολατρεία. Πρόκειται κατά κανόνα για μικρά υπαίθρια ιερά, που περιέκλειαν ποικίλες κατασκευές, όπως τον τάφο του ήρωα, βωμό και βόθρο για την τέλεση της λατρείας, τράπεζες προσφορών, περιρραντήρια, άλση, καθώς και στεγασμένους χώρους με διάφορες λειτουργίες.

Το κέντρο της ηρωολατρείας αποτελούσε ο βωμός, καθώς επάνω και γύρω από αυτόν διεξάγονταν οι τελετουργίες. Παρόλ’ αυτά συγκεντρώσαμε ελάχιστες γραπτές μαρτυρίες σχετικά με βωμούς ηρώων, κάτι που κατά τη γνώμη μας θα μπορούσε πιθανώς να ερμηνευτεί είτε επειδή λόγω της ευτελούς κατασκευής τους δεν κρίνονταν αξιομνημόνευτοι είτε επειδή θεωρούνταν αυτονόητοι για την τέλεση της λατρείας. Από την έρευνά μας προκύπτει ότι οι ανεσκαμμένοι στις αγορές βωμοί παρουσιάζουν μεγάλη ποικιλία: είχαν μικρές διαστάσεις, ορθογώνιο, τετράγωνο ή κυκλικό σχήμα, ευτελή ή επιμελημένη κατασκευή και χαμηλό ή υψηλό ύψος, που ανατρέπει τον παραδοσιακό συσχετισμό των ηρώων μόνο με τους βωμούς εδάφους.

Ειδική περίπτωση αποτελεί ο κλασικός βωμός της Ιερής Κρήνης στην Κόρινθο. Παρά το χαμηλό ύψος του (0,16-0,30μ.) οι μεγάλες διαστάσεις του (8,75μ. Χ 0,84-0,97μ.) υπαγορεύτηκαν από τη δημοτικότητα της λατρείας και μαρτυρούν το μεγάλο αριθμό των συμμετεχόντων και το πλήθος των θυσιαζόμενων ζώων, βοοειδών, χοίρων, αιγοπροβάτων (ίσως και ιπποειδών) σύμφωνα με τη μελέτη των οστεολογικών καταλοίπων.

Με την ηρωολατρεία σχετίζονται ακόμη τέσσερις βόθροι, οι τρεις εκ των οποίων στα Στάγειρα, στους Οινιάδες και στην Άνδρο συνυπάρχουν με χαμηλούς βωμούς.

Σύμφωνα με τη μελέτη μας η συνηθέστερη κατασκευή που συνδέεται με τους ήρωες είναι τα ταφικά μνημεία, τα οποία κατ’ εξαίρεσιν ιδρύονταν στις αγορές. Οι γραπτές πηγές που συγκεντρώσαμε μαρτυρούν πληθώρα τέτοιων μνημείων στις αγορές, κυρίως του Άργους, των Μεγάρων, της Σπάρτης και της Σικυώνας, καθώς οι πόλεις αυτές αποσκοπούσαν στην προβολή του ηρωικού παρελθόντος και την εδραίωση της ηγετικής τους θέσης. Παρόλ’ αυτά οι ανασκαφικές εργασίες έφεραν στο φως μόνο τρία ταφικά μνημεία, στη Θάσο, στη Μαντίνεια και στους Φιλίππους.

Είναι γεγονός ότι εάν δε σωζόταν η επιγραφή στο Μνήμα του Γλαύκου στη Θάσο, τίποτα δε θα μαρτυρούσε ότι αυτή η ορθογώνια βάση με τις δύο βαθμίδες αποτελούσε το κενοτάφιο του οικιστή. Ο ήρωας συμμετείχε στον αποικισμό της νήσου από τους Παρίους στις αρχές του 7ου αι. π.Χ., θριάμβευσε εναντίον των εχθρών της πατρίδας του και δοξάστηκε από το σύντροφό του και ποιητή Αρχίλοχο. Η χρονολόγηση της επιγραφής στο δ΄ τέταρτο του 7ου αι. π.Χ. και του μνημείου στο γ΄ τέταρτο του 6ου αι. π.Χ., σε χρόνους υστερότερους από την εποχή που έζησε ο ήρωας (μέσα 7ου αι. π.Χ.), καταδεικνύουν ότι το μνημείο δεν ανεγέρθηκε αμέσως μετά το θάνατό του, ο οποίος ίσως επήλθε κατά τη διάρκεια εκστρατείας εκτός Θάσου. Ο χαρακτηρισμός του ως κενοτάφιο άλλωστε επιβεβαιώνεται από το γεγονός ότι δεν αποκαλύφθηκαν ανθρώπινα οστά κατά τις ανασκαφικές εργασίες.

Η έρευνά μας πιστοποιεί την ελλιπή εικόνα που έχει ο σύγχρονος ερευνητής με τα λιγοστά διαθέσιμα δεδομένα σχετικά με τι θεωρούσαν οι αρχαίοι Έλληνες ως τάφους ηρώων, καθώς σε ορισμένες περιπτώσεις επρόκειτο απλώς για σωρούς χώματος που σημαίνονταν με βαιτύλους ή δέντρα.

Αλλά ακόμη και τα Ταφικά Μνημεία στις αγορές της Μαντίνειας και των Φιλίππων, που συνδέονται με την ηρωολατρεία, δε θυμίζουν σε τίποτα ανάλογα μνημειώδη και πολυτελή ταφικά μνημεία σε χώρους εκτός των αγορών. Το Ταφικό Μνημείο στην αγορά της Μαντίνειας ταυτίζεται με το «ἡρῷον» του Ποδάρη, πεσόντα στη μάχη της Μαντίνειας το 362 π.Χ., σύμφωνα με δύο τεμάχια κεραμίδων, που αναγράφουν το όνομα του ήρωα, «Ποδάρι…» και «Ποδάρεος Δα[μόσιος]» και χρονολογούνται στη ρωμαϊκή εποχή. Πρόκειται για ναόσχημο ορθογώνιο οικοδόμημα (διαστ. 12μ. Χ 5μ.) με πρόναο και σηκό, που υψώνεται σε χαμηλό ασβεστολιθικό πόδιο θεμελιωμένο σε λατύπες. Ο προσανατολισμός του είναι Α→Δ και η πρόσοψή του στραμμένη προς Ανατολάς διαμορφώνεται με κίονες ή ημικίονες. Η πληροφορία του Παυσανία ότι ο Ποδάρης δεχόταν τιμές μέχρι την εποχή του και ότι τρεις γενιές πριν από την επίσκεψή του οι Μαντινείς άλλαξαν «τοῦ τάφου τὸ ἐπίγραμμα», προσαρμόζοντάς το σε κάποιο απόγονο του ήρωα που έγινε ρωμαίος πολίτης, συμφωνεί με τα αρχαιολογικά δεδομένα. Προφανώς ο απόγονός του είναι ο νεκρός που ενταφιάστηκε τον 1ο αι. μ.Χ. στη σαρκοφάγο, που εντοπίστηκε στο εσωτερικό του κτηρίου. Αντίθετα στον Ποδάρη της κλασικής περιόδου πιθανώς ανήκει η μια από τις δύο καύσεις σε τεφροδόχους κάλπες, που εντοπίστηκαν εξίσου στο κτήριο. Άγνωστα παραμένουν τα τελετουργικά δρώμενα που διεξάγονταν προς τιμήν του ήρωα, καθώς δεν εντοπίστηκαν αναθήματα ή κατάλοιπα λατρείας. Η ανακαίνιση και διεύρυνση του κτηρίου κατά τη ρωμαϊκή εποχή, όμως, είναι ενδεικτική της αυξημένης σημασίας που απέκτησε η λατρεία κατά τους χρόνους αυτούς.

Το Ταφικό Μνημείο των Φιλίππων αποτελείται από μονόχωρο ορθογώνιο μαρμάρινο ταφικό θάλαμο, που καλύπτεται από καμαροσκέπαστη οροφή και κατατάσσεται στους τάφους μακεδονικού τύπου. Στο κέντρο και κάτω από το μαρμάρινο δάπεδο ανακαλύφθηκε ασύλητη μαρμάρινη σαρκοφάγος με μαρμάρινο δικλινές κάλυμμα, στη νότια πλευρά του οποίου ήταν χαραγμένη η επιγραφή «Εὐηφένης Ἐξηκέστου …]νος». Η μελέτη του σκελετικού υλικού, των κτερισμάτων και της επιγραφής υποδεικνύει ότι ο νεκρός ετάφη το 250 π.Χ. περίπου σε ηλικία 14 χρόνων. Ορισμένοι ερευνητές υποθέτουν ότι μπορεί να ήταν μύστης των Καβειρίων μυστηρίων στη Σαμοθράκη, εφόσον ο πατέρας του Εξηκέστης σε άλλη επιγραφή αναφέρεται ως ιερέας. Το μνημείο, όμως, χρησιμοποιήθηκε έως τους όψιμους ρωμαϊκούς χρόνους για την ταφή και άλλων μελών της ίδιας προφανώς οικογένειας.

Πάνω από τον ταφικό θάλαμο υψώνεται τετράπλευρο ναόσχημο οικοδόμημα με μαρμάρινη πλακόστρωση, λατρευτικής πιθανώς χρήσης, από το οποίο σώζεται μόνο το κρηπίδωμα. Στο μέσο περίπου της βόρειας πλευράς υπήρχε κλιμακωτή είσοδος με τρεις βαθμίδες. Η βαθιά κοίλανση στο κατώφλι υποδηλώνει την εκτεταμένη και συνεχή χρήση λόγω της μεγάλης επισκεψιμότητας του χώρου.

Μετά από επισκευή του ναόσχημου οικοδομήματος κατά τους ρωμαϊκούς χρόνους, το Ταφικό Μνημείο ενσωματώθηκε το 342/3 μ.Χ. στο συγκρότημα της βασιλικής του Παύλου και αργότερα, το 395 – 408 μ.Χ., στο Οκτάγωνο. Το Οκτάγωνο, ο μητροπολιτικός ναός των Φιλίππων ήταν αφιερωμένος σε κάποιο μάρτυρα Παύλο, που πιθανώς τάφηκε στο δάπεδο του ορόφου κατά τους πρώτους χριστιανικούς αιώνες. Το μνημείο απέκτησε κατά τους παλαιοχριστιανικούς χρόνους ιδιαίτερη λατρευτική σημασία, καθώς η χριστιανική λατρεία του μάρτυρα επικάλυψε αυτή του ήρωα των ελληνιστικών χρόνων και διήρκεσε έως πιθανότερα τα μέσα του 6ου αι. μ.Χ. ή τον 9ο αι. μ.Χ.

Από την επεξεργασία των στοιχείων που συγκεντρώσαμε προέκυψαν ενδιαφέροντα συμπεράσματα σχετικά με τη λειτουργία των ηρώων. Στο ηρώο του Αλκάθου στεγάζονταν τα επίσημα αρχεία των Μεγάρων, ενώ στην Αθήνα το Μνημείο των Επωνύμων ηρώων χρησίμευε για την προσωρινή κοινοποίηση δημόσιων εγγράφων και το Αιάκειο λειτουργούσε ως αποθήκη σιτηρών. Δημόσια οικοδομήματα με διοικητικές λειτουργίες, όπως το κτήριο των εφόρων στη Σπάρτη, το Αισύμνιο των Μεγάρων, το «Αριστοτέλειον» των Σταγείρων, τα πρυτανεία της Σικυώνας, των Μεγάρων και της Μαντίνειας, ιδρύθηκαν με κέντρο αρχαιότερους τάφους που ήρθαν στο φως κατά την ανοικοδόμηση των αγορών. Θεωρούμε ότι η απόδοση των παραπάνω τάφων στους μυθικούς προγόνους των πόλεων εξασφάλιζε τη νομιμότητα των πολιτικών και δικαστικών αποφάσεων.

Παρά την ανυπαρξία δημοσιεύσεων ή την περιληπτική μορφή όσων έχουν δημοσιευτεί, εκτός από λίγες εξαιρέσεις, κατορθώσαμε να επεξεργαστούμε το ανασκαφικό υλικό, κάτι που δεν είχε ως τώρα στο σύνολό του πραγματοποιηθεί, και καταλήξαμε σε ουσιαστικά συμπεράσματα για τις τελετουργικές πρακτικές στα ηρώα των αγορών. Οι έμπυρες αιματηρές θυσίες ήταν οι δημοφιλέστερες ιερουργίες με τις οποίες οι πιστοί προσπαθούσαν να εξευμενίσουν τον ήρωα. Από την παρούσα έρευνα προκύπτει ότι προσφέρονταν τόσο εναγισμοί, όπως στον Κυκλικό Περίβολο των Οινιαδών, όπου το αίμα του ζώου άδειαζε στο βόθρο και στη συνέχεια το σώμα του καιγόταν ολόκληρο στο βωμό, όσο και θυσίες, όπως στην Ιερή Κρήνη της Κορίνθου, όπου τα θυσιαζόμενα ζώα καταναλώνονταν από τους πιστούς σε λατρευτικά γεύματα.

Προς τιμήν του Γλαύκου στην αγορά της Θάσου τελείτο «τρίττοια» ή «τριττύς», προσφορά τριών ζώων, βοδιού ή ταύρου, χοίρου και κριού. Κατά τη διάρκεια αυτής της χθόνιας τελετουργίας, αφού τα ζώα τεμαχίστηκαν στη μέση, τοποθετήθηκαν συμμετρικά στο λάκκο χωρίς να αφαιρεθεί το δέρμα, να κοπεί το κρέας ή να έρθουν σε επαφή με φωτιά όπως προκύπτει από τη μελέτη του οστεολογικού υλικού.

Η μελέτη των γραπτών πηγών και η σύνθεση των ανασκαφικών δεδομένων, όπως τα είδη των αγγείων (σκυφίδια και μικκύλα αγγεία) και οι τράπεζες προσφορών από τους ιερούς χώρους των αγορών, επιβεβαιώνουν ότι οι αναίμακτες προσφορές ήταν επίσης συνήθεις. Επίσης σχεδόν σε όλα τα ηρώα προσφέρονταν χοές. Ειδικά στον Περίβολο στο ΒΔ. Σταυροδρόμι στην Αγορά της Αθήνας οι πιστοί έκαναν χοές στον ιερό βράχο με κρασί ή λάδι και στη συνέχεια οι Αθηναίοι προσέφεραν το ίδιο το αγγείο σπάζοντάς το πάνω σε αυτόν, όπως προκύπτει από τη μελέτη του πλήθους των αγγείων του 5ου και 4ου αι. π.Χ. Η σκόπιμη καταστροφή των τελετουργικών σκευών, που αποκλείει την περαιτέρω χρησιμοποίησή τους, υποδηλώνει την αφιέρωσή τους στη λατρευόμενη θεότητα.

Τα κινητά ευρήματα των ανασκαφών επιβεβαιώνουν ότι η προσφορά αναθημάτων προς τους ήρωες αποτελούσε συχνή πρακτική των αρχαίων Ελλήνων. Οι λατρευτές εξέφραζαν την ευγνωμοσύνη τους εξασφαλίζοντας την εύνοια και την προστασία των ηρώων με την ανάθεση άλλοτε ταπεινών πήλινων ειδωλίων, πινάκων και δίσκων, άλλοτε πολύτιμων αντικειμένων, κοσμημάτων, χάλκινων αγγείων, αγαλμάτων, όπλων και τέλος επιγραφών και θεραπευτικών ουσιών.

Αρκετές από τις λατρείες συνδέονταν άμεσα με διαβατήρια έθιμα, όπως διαφαίνεται από τις τελετουργικές πρακτικές και τα αναθήματα που μαρτυρούνται στις γραπτές πηγές και επιβεβαιώνονται από τα ανασκαφικά δεδομένα. Οι πιστοί προσέφεραν βοστρύχους, ασπίδες, πλαγγόνες, αστραγάλους και υφαντικά βάρη. Η σημασία τους ήταν καθοριστική για την αρχαία ελληνική κοινωνία, καθώς συμβόλιζαν το τέλος της παιδικής ηλικίας κοριτσιών και αγοριών και τη μετάβαση στην ενήλικη ζωή.

Η παρουσία λύχνων στα ηρώα υποδεικνύει την τέλεση ιερουργιών σε στεγασμένους χώρους ή σε υπαίθριους το απόγευμα ή τη νύχτα. Ταυτόχρονα παραπέμπει σε μυστηριακές τελετές. Η παρουσία του δίμυξου λύχνου του α΄ μισού του 1ου αι. μ.Χ. στην Εστία 1 – Βόθρο της Άνδρου συνδέεται άμεσα με τις έμπυρες θυσίες, που τελούνταν στο βόθρο, και υποδηλώνει λατρεία χθόνιας θεότητας ή ήρωα, κατά την οποία το φως διαδραμάτιζε σημαντικό ρόλο. Η εναπόθεσή του στο εσωτερικό του φρεατόσχημου βόθρου θα μπορούσε να ερμηνευτεί και ως συμβολική προσφορά του φωτός στις χθόνιες θεότητες. Οι πιστοί πιθανώς προσέφεραν, επίσης, χοές με το σκύφο, που βρέθηκε μέσα στις στάχτες, και την όλπη, πάνω από το βόθρο. Οι τύποι των αγγείων αυτών απαντούν σε αύλακες προσφορών και παραπέμπουν σε χθόνιες λατρείες. Άμεσα συνδεόμενη με την Εστία 1 είναι και η Εστία 2, στην οποία οι πιστοί τελούσαν έμπυρες προσφορές και χοές με το μικκύλο αγγείο φαρμακευτικού τύπου του 1ου αι. π.Χ. Οι τελετουργίες στην αγορά της Άνδρου διεξάγονταν από τον 4ο αι. π.Χ. έως τον 1ο αι. μ.Χ. βάσει των ευρημάτων της κεραμικής και είχαν χθόνιο, πιθανότατα ηρωικό ή προγονικό, χαρακτήρα. Οποιαδήποτε απόπειρα ταύτισης όμως με συγκεκριμένο ήρωα ή χθόνια θεότητα θα ήταν αβάσιμη ελλείψει γραπτών πηγών.

Η συνεξέταση γραπτών πηγών και ανασκαφικών δεδομένων οδήγησε σε σημαντικά πορίσματα σχετικά με το χρονολογικό πλαίσιο στο οποίο εντάσσεται η ηρωολατρεία. Η θέσπισή της στις αγορές της αρχαιότητας εμφανίζεται στους ύστερους γεωμετρικούς και κυρίως τους αρχαϊκούς χρόνους, καθώς αναμφίβολα συνδέεται άμεσα με την ίδρυση και την εξέλιξη του θεσμού της πόλης-κράτους. Η προβολή των προγόνων, καθώς και των αφηρωισμένων πεσόντων στρατηγών και ανώνυμων πολεμιστών είχε κατά τη γνώμη μας ως στόχο τη δημιουργία συνεκτικών δεσμών ανάμεσα στους πολίτες κυρίως σε περιόδους εδαφικών, κοινωνικών, οικονομικών και πολιτικών ανακατατάξεων.

Παράλληλα, η θέσπιση των λατρειών των οικιστών λίγα μόλις χρόνια μετά την ίδρυση των αποικιών υπαγορευόταν από πολιτικούς λόγους. Η αγορά ήταν ο καταλληλότερος χώρος για την τέλεση της λατρείας του οικιστή, του προγόνου των πολιτών του νέου κράτους, ανθρώπων διαφορετικής καταγωγής χωρίς προηγούμενους δεσμούς μεταξύ τους. Επιπλέον, η λατρεία μυθικών προσώπων που είχαν μεταβεί στο χώρο σε αρχαιότερους χρόνους νομιμοποιούσε την ίδρυση των πόλεων. Για παράδειγμα χρησμός καθόριζε τη θέση της Ηράκλειας του Πόντου γύρω από τον τάφο του Ίδμονος, συντρόφου των Αργοναυτών, παρέχοντας εδαφικά δικαιώματα στους αποίκους Μεγαρείς και Βοιωτούς, μέσω της ελληνικής καταγωγής του νεκρού. Σύμφωνα με τον Απολλώνιο Ρόδιο ο ήρωας ετάφη μεγαλόπρεπα από τους Αργοναύτες και από το ξύλο της Αργούς, που έστησαν στον τάφο του, φύτρωσε άγρια ελιά, γύρω από την οποία το μαντείο υπέδειξε με χρησμό στους Μεγαρείς και τους Βοιωτούς να κτίσουν την Ηράκλεια το 560 π.Χ. Ο ήρωας λατρεύτηκε «ὡς πολισσούχος». Επειδή όμως η ταυτότητα του αρχαίου νεκρού είχε ξεχαστεί, του έδωσαν το όνομα Αγαμήστωρ. Στην πραγματικότητα φαίνεται ότι κάποιος αρχαίος τοπικός ήρωας Αγαμήστωρ, η λατρεία του οποίου προϋπήρχε του αποικισμού, ταυτίστηκε μεταγενέστερα με τον Ίδμονα, δημιουργώντας έναν άμεσο δεσμό ανάμεσα στη μικρασιατική πόλη και την Ηπειρωτική Ελλάδα.

Η παρούσα μελέτη οδηγεί στο συμπέρασμα ότι κατά την κλασική εποχή οι πολεμικές συγκρούσεις και οι πολιτειακές μεταβολές των πόλεων ευνόησαν την ίδρυση νέων ηρωικών λατρειών. Εορτές και μνημεία αφιερωμένα στους ήρωες συνδέθηκαν με σημαντικές μάχες. Για παράδειγμα, στην αγορά της Μαντίνειας έθαψαν τον Ποδάρη, που σκοτώθηκε το 362 π.Χ. στη μάχη της Μαντίνειας εναντίον του Επαμεινώνδα και των Θηβαίων. Επιπλέον, στις αγορές ανεγέρθηκαν μνημεία με πολιτικό χαρακτήρα, όπως το Μνημείο των Επωνύμων Ηρώων στην Αθήνα, όπου οι ήρωες προβάλλονταν ως θεματοφύλακες της δημοκρατίας. Τέλος, η λατρεία αφηρωισμένων στρατηγών, αθλητών, φιλοσόφων, σατυρικών ποιητών, πολιτικών και νομοθετών αποτελούσε κατά τη γνώμη μας εγγύηση της σταθερότητας των θεσμών, ιδιαίτερα σε περιόδους πολιτειακών μεταβολών.

Όπως διαφαίνεται από την έρευνά μας κατά τους ελληνιστικούς χρόνους η ηρωολατρεία στις αγορές περιορίστηκε, καθώς οι νέες λατρείες θεσπίστηκαν σε άλλους χώρους των πόλεων, όπως κεντρικές οδούς, πλατείες, ιερά, πύλες και γυμνάσια. Καθοριστικό παράγοντα για την αλλαγή αυτή αποτελεί το γεγονός ότι από τον 4ο και κυρίως κατά τον 3ο αι. π.Χ. ενισχύθηκε ο πολιτικός και ο εμπορικός, σε ορισμένες περιπτώσεις, ρόλος των αγορών και οι υπόλοιπες λειτουργίες μεταφέρθηκαν σε χώρους εκτός αυτών.

Η επεξεργασία και η σύνθεση των γραμματειακών και επιγραφικών πηγών και των ανασκαφικών δεδομένων πιστοποιεί τη μακρά διάρκεια της ηρωολατρείας στις αγορές έως την ύστερη αρχαιότητα αποκαλύπτοντας τη μεγάλη της σημασία της για τις πόλεις. Η έρευνά μας απέδειξε ότι κατά τους αρχαϊκούς και τους κλασικούς χρόνους ελάχιστες λατρείες διεκόπησαν λόγω των ιδιαίτερων συνθηκών της εκάστοτε εποχής. Για παράδειγμα η λατρεία, που τελείτο σε υπαίθριο τέμενος στα δυτικά της οδού των Παναθηναίων στην Αγορά της Αθήνας από τον 7ο έως τον πρώιμο 5ο αι. π.Χ., διεκόπη έπειτα από σοβαρή καταστροφή κατά την περσική εισβολή. Το τέμενος εγκαταλείφθηκε, πιθανότατα λόγω του όρκου των Αθηναίων για τη μη αποκατάσταση των κατεστραμμένων ιερών, και τα αναθήματα μαζί με τα υπολείμματα των οστών συγκεντρώθηκαν στον Κυλινδρικό Αποθέτη, που ανεσκάφη κοντά στη ΒΑ. γωνία του ναού του Άρεως.

Αντίθετα, από την παρούσα μελέτη προκύπτει ότι οι νέες συνθήκες της ελληνιστικής εποχής δεν ευνοούσαν τη διατήρηση των αρχαίων ηρωικών λατρειών. Κατά τους χρόνους αυτούς οι λατρείες αναδιοργανώθηκαν και το θρησκευτικό συναίσθημα μεταβλήθηκε, όπως και η σχέση θεού – πιστού.

Οι ρωμαϊκοί χρόνοι χαρακτηρίζονται από την άνθιση της ηρωολατρείας. Η συστηματική καταγραφή ηρωικών μνημείων από τους συγγραφείς της εποχής, κυρίως τον Παυσανία, σχετίζεται με το ενδιαφέρον του αναγνωστικού τους κοινού για τους ήρωες. Η προβολή του ένδοξου παρελθόντος από τους Έλληνες, θα μπορούσε να ερμηνευτεί ως αντίδραση στη ρωμαϊκή άρχουσα τάξη. Άγνωστο παραμένει εάν ορισμένες από τις λατρείες τελούνταν αδιάλειπτα από τους αρχαϊκούς και τους κλασικούς χρόνους ή αποτελούν αναβίωση αρχαιότερων εθίμων κατά τους ρωμαϊκούς χρόνους, καθώς μαρτυρούνται μόνο σε ύστερες πηγές. Σύμφωνα με τον Αθηναγόρα, που έζησε τον 2ο αι. μ.Χ., προς τιμήν του Πάριδος Αλεξάνδρου «δημοτελεῖς ἄγονται θυσίαι καὶ ἑορταὶ ὡς ἐπηκόῳ θεῷ» στον τάφο του στην αγορά του Παρίου του Ελλησπόντου. Ο Πάρις λατρευόταν ως επώνυμος της πόλης λόγω της μακρόχρονης παραμονής του εκεί μετά το χρησμό που προφήτευε ότι θα είναι υπαίτιος της καταστροφής του Ιλίου. Τέλος, τέλεση της ηρωολατρείας παρατηρείται μεμονωμένα και κατά την παλαιοχριστιανική περίοδο. Για παράδειγμα θυσίες στο Ίλιον προς τιμήν του Έκτορος, που μαρτυρούνται από το Λουκιανό και το Φιλόστρατο, εξακολουθούσαν να τελούνται σε «βωμοὺς ἐμπύρους» στην αγορά το 354 μ.Χ., την εποχή της επίσκεψης του Ιουλιανού. Η απουσία πρωιμότερων πηγών δεν αποκλείει την έναρξη της λατρείας των δύο αυτών σημαντικών επικών ηρώων κατά τους ρωμαϊκούς χρόνους, στο πλαίσιο του αυξημένου ενδιαφέροντος για την αρχαία ελληνική θρησκεία και τους μύθους των Ελλήνων ηρώων.

Η εργασία μας έδωσε ιδιαίτερη βαρύτητα στη σχέση της ηρωολατρείας με την πολιτική και κατέληξε σε ενδιαφέροντα συμπεράσματα. Παρόλο που η ίδρυση της ηρωολατρείας δε θα μπορούσε να θεωρηθεί ως καθαρά πολιτική πράξη, καθώς οι αρχαίοι Έλληνες πίστευαν ειλικρινά στους ήρωες, είναι γεγονός ότι χρησιμοποιήθηκε για την εξυπηρέτηση δημόσιων και ιδιωτικών πολιτικών σκοπιμοτήτων. Χαρακτηριστικές είναι δύο περιπτώσεις κατάργησης λατρείας ηρώων. Το α΄ τρίτο του 6ου αι. π.Χ., κατά τη διάρκεια του πολέμου Σικυώνας – Άργους, ο τύραννος Κλεισθένης αντικατέστησε τη λατρεία του μυθικού βασιλιά Αδράστου, λόγω της αργείτικης καταγωγής του, με αυτή του θηβαίου Μελανίππου. Σύμφωνα με τον Ηρόδοτο μετέφερε τα οστά του Μελανίππου από τη Θήβα στο πρυτανείο στην αγορά της Σικυώνας, όπου ίδρυσε τέμενος, και απέδωσε τη θυσία, με την οποία τιμούσαν έως τότε τον Άδραστο, στο νέο ήρωα.

Ανάλογη περίπτωση αποτελεί η διαγραφή του τίτλου του οικιστή της Αμφίπολης από τον αθηναίο Άγνωνα και η απόδοσή του στο σπαρτιάτη Βρασίδα. Σύμφωνα με το Θουκυδίδη οι Αμφιπολίτες έθαψαν το Βρασίδα στην αγορά το 422 π.Χ. και τον τίμησαν ως νέο οικιστή και σωτήρα με θυσίες και αγώνες, επειδή δύο χρόνια νωρίτερα είχε αποσπάσει την Αμφίπολη από τους Αθηναίους, την είχε προσαρτήσει στη Σπάρτη και είχε εγκαθιδρύσει ολιγαρχικό πολίτευμα. Η κατάργηση της λατρείας του Άγνωνος μεθοδεύτηκε, επειδή ο ήρωας δεν αποτελούσε πλέον εγγύηση προστασίας για την πόλη. Αντίθετα, η λατρεία του Βρασίδα εξασφάλιζε τη διατήρηση της συμμαχίας με τους Λακεδαιμόνιους κατά τη διάρκεια του Πελοποννησιακού πολέμου.

Επίσης, άμεσα εξαρτώμενη από τις πολιτειακές μεταβολές της Εφέσου ήταν η λατρεία του Ηροπύθου, καθώς σε διάστημα πέντε χρόνων μετά την ίδρυση της λατρείας του το 339 π.Χ., σημειώνεται η διακοπή και η εκ νέου αποκατάστασή της. Σύμφωνα με τον Αρριανό μετά την αποχώρηση των μακεδονικών στρατευμάτων το 336 π.Χ. οι ολιγαρχικοί, με αρχηγό το Μέμνονα, ανέτρεψαν τη δημοκρατία με τη βοήθεια των Περσών, σύλησαν το ναό της Αρτέμιδος, καθαίρεσαν το άγαλμα του Φιλίππου και βεβήλωσαν τον τάφο του Ηροπύθου, που βρισκόταν στην αγορά της πόλης. Λίγα χρόνια αργότερα μετά την κατάκτηση της πόλης από το Μέγα Αλέξανδρο το 334 π.Χ., την κατάλυση του ολιγαρχικού πολιτεύματος και την εγκαθίδρυση της δημοκρατίας ο ήρωας λατρεύτηκε και πάλι κατά τη μαρτυρία σύγχρονης αναθηματικής επιγραφής από την Έφεσο.

Η μελέτη μας καθιστά σαφή την άμεση σύνδεση της ηρωολατρείας με την ίδρυση και την εξέλιξη του θεσμού της πόλης-κράτους και με το συμβολισμό της αγοράς, ως κέντρου αυτής. Η ταυτότητα των ηρώων και οι προς τιμήν τους τελετουργικές πρακτικές, καθώς και η τυπολογία των μνημείων, η θέση τους, ο προσανατολισμός και η λειτουργία τους ήταν άμεσα συνυφασμένα με τη θρησκευτική, κοινωνική και πολιτική ζωή των αρχαίων ελληνικών πόλεων. Μέσω της ηρωολατρείας η κάθε πόλη εξέφραζε την ευσέβειά της, καθορίζοντας ταυτόχρονα την ταυτότητά της και διαμορφώνοντας τους δεσμούς συνοχής των πολιτών της. Όλοι οι παραπάνω, λοιπόν, λόγοι ευνόησαν την επιλογή της αγοράς ως χώρου ίδρυσης των μνημείων και τέλεσης της λατρείας προς τιμήν των ηρώων κατά την αρχαιότητα.

Κατά την παρούσα έρευνα συλλέξαμε, επεξεργαστήκαμε και συνθέσαμε ένα μεγάλο και ετερόκλητο υλικό. Η εξέταση των γραπτών πηγών έδωσε πορίσματα σχετικά με τα μνημεία και τις τελετουργικές πρακτικές προς τιμήν των ηρώων στις αγορές φωτίζοντας παραμέτρους, στις οποίες δεν είχε δοθεί έως τώρα σημασία. Παράλληλα η εργασία αυτή με τη μελέτη του ανασκαφικού υλικού, που δεν είχε ποτέ παρουσιαστεί συνθετικά από την έρευνα, προχώρησε σε σημαντικά συμπεράσματα σχετικά με τις τελετουργικές πρακτικές στα ηρώα. Επιπλέον, νέα δεδομένα για την έρευνα προέκυψαν από την κριτική σύνθεση των στοιχείων εκείνων των μνημείων, για τα οποία έχουμε μόνο απλές εκθέσεις των ανασκαφών. Για όλους τους παραπάνω λόγους θεωρούμε ότι η παρούσα εργασία συμβάλλει ουσιαστικά στη γνώση της λατρείας ηρώων στις αγορές της αρχαιότητας και γενικότερα της ηρωολατρείας.

 

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ