(Γράφει ο Σπύρος Νεραϊδιώτης*).

Στο έμπα του Μάη πρέπει να βρίσκεται στο χωριό, για να ακούσει λέει, τον κούκο να λαλεί. Να βλέπει αυτό το ευλογημένο νερό που είναι σαν αγίασμα να αναβλύζει από τα σπλάχνα των Τζουμέρκων, να το πίνει, να σκουπίζει μετά με το μανίκι τού ράσου του τις λίγες σταγόνες στα κάτασπρα γένια του και να ευφραίνεται η ψυχή του. Να βλέπει τη φύση να ανανεώνεται και μαζί της να ανανεώνεται και αυτός.
Την ποθεί ο παπα-Κώστας τη Νεράιδα, τη συλλογιέται ολόκληροOLYMPUS DIGITAL CAMERA χειμώνα. Τη νοσταλγεί εκεί που βρίσκεται στην πόλη των Τρικάλων για ξεχειμώνιασμα, περιμένοντας με λαχτάρα τη μέρα της επιστροφής στη γενέτειρα, νικητής μέσα στης λησμονιάς το χρόνο, προτού πιάσουν οι ζέστες, γιατί το κάμα δεν το αντέχει, λέει, ούτε το χλωριωμένο νερό το θέλει. Και όταν τον ρωτάς πόσον καιρό θα μείνει στο χωριό, «μέχρι να πέσει το πρώτο χιόνι», σου απαντάει.
Πολύ πρωί ο παπα-Κώστας, με το γλυκοχάραμα προτού σκάσει μύτη ο ήλιος από τις κορφές της Αρέντας, θα πάρει τις στράτες προς τα Βαργιάνια. Θέλει να αφουγκραστεί το θρόισμα των φύλλων στη σιωπή του τοπίου, να απολαύσει την ηρεμία της φύσης, να περπατήσει μέσα στα κέδρα και στα κοντοελάτια, να νιώσει τη δροσιά στα ρουθούνια του, να συνομιλήσει με τα πουλιά που την ώρα εκείνη ξυπνούν και τον καλωσορίζουν, να αγναντέψει τις έρημες στρούγκες, πηγαίνοντας ο νους του πίσω σε άλλες εποχές. Αλλά να μαζέψει και καμιά χεριά ρίγανη, από αυτή που όταν τη μαζεύεις, λέει, μοσχοβολάει ο τόπος. Και όταν ο ήλιος ανεβεί δυο τρεις παλάμες, θα επιστρέψει πίσω με ευφορία ψυχικής αγαλλίασης.
Πολλές φορές τον βλέπω, με την γκλίτσα πιασμένη πισθάγκωνα να κατεβαίνει στο καφενείο, με αργό και ήρεμο βήμα. Να κάθεται στο βακούφικο μαγαζί, κάτω από τον πλάτανο, πίνοντας τον πρωινό καφέ του. Να αγναντεύει πότε προς τη ράχη του Αϊ-Λια και την πλαγιά του Πατρο-Κοσμά και πότε προς το μοναστήρι της Αγίας Κυριακής και στο βάθος να φτάνει το μάτι του στον φιδωτό Άσπρο και από μέσα του να ευχαριστεί το Θεό γι’ αυτή την ομορφιά της φύσης.
Αργότερα θα κουβεντιάσει με τους γύρω του – συνήθως συνομήλικούς του – ιστορίες του χθες και του σήμερα, με ιδιόμορφο και γλαφυρό ύφος, έτσι απλά, ήρεμα και αργά, με μικρά κενά στη συζήτηση, όπως κουβεντιάζουν οι άνθρωποι της τρίτης ηλικίας.
Ο πρωτοπρεσβύτερος παπα-Κώστας, είναι καλλίφωνος με χροιά μεταλλική και ύφος αγιορείτικο. Διακρίνεται για την ηρεμία του, την πραότητά του, τις καλές του συμβουλές, όποτε του ζητούνται, και για την αγάπη του στον αθλητισμό. Πολλές φορές εκείνα τα χρόνια, θυμάμαι, μας μάζευε στο αλώνι και παίζαμε μπάλα. Έκανε το διαιτητή, γιατί ήταν δίκαιος. Και όταν έβλεπε μια ομάδα να είναι αδύνατη, έπαιζε και αυτός για να την ενισχύσει.
Χορεύει ο παπα-Κώστας και στο πανηγύρι «τον Ντελή-παπά», όχι μόνο σαν ένδειξη της αγάπης του για την ιεροσύνη και την του Χριστού εκκλησία, αλλά και για να κάνει το χρέος του απέναντι στα πατροπαράδοτα.
Οι παπάδες στην ορεινή πατρίδα είναι μπροστάρηδες στα πανηγύρια, σέρνοντας πρώτοι το χορό στο Διπλοκάγκελο. Είναι ιερείς με προσφορά στην πνευματική υπόσταση της εκκλησίας και στην κοινωνική ζωή της μικρής μας πατρίδας. Έτσι θέλει ο απλός λαός τους παπάδες στον τόπο του.
Ο παπα-Κώστας είναι ένας αυθεντικός ορεινός, ένα κεφάλαιο για την ορεινή πατρίδα, μια ξεχωριστή αξία, είναι ο ίσκιος για το χωριό, όπως θα έλεγαν οι παλαιότεροι. Η πραότητα, οι αργές κινήσεις και η γαλήνια όψη τού Γέροντα δείχνουν απλότητα και ηρεμία. Οι καθάριες και λίγες κουβέντες του μαρτυρούν σοφία.
Άγιε Γέροντα, «δότε την ευχήν ημίν». (Άγιε Γέροντα, δώσ’ μας την ευχή σου).

*ο Σπύρος Νεραϊδιώτης είναι  χοροδιδάσκαλος,  λαογράφος,  τηλεοπτικός παραγωγός.

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ