Γράφει ο Σπύρος Νεραϊδιώτης

 

 

O Σπύρος Νεραϊδιώτης είναι, Χοροδιδάσκαλος, λαογράφος, τηλεοπτικός παραγωγός

 

 

 

Το γλυκοχάραμα είναι από τις ωραιότερες και ομορφότερες εικόνες της μητέρας φύσης. Είναι η αρχή της καινούργιας μέρας, που χαράζει σιγά-σιγά και τόσο γλυκά. Η φύση δείχνει ολοφάνερα όλο της το μεγαλείο, τη λαμπρότητα και την αίγλη. Πολλές φορές έτυχε να ιδώ και να απολαύσω αυτή την εντυπωσιακή και καθ’ όλα τέλεια εικόνα της φύσης.

Για άλλη μια φορά, ξεκινώντας από το κλεινόν άστυ νύχτα πριν το χάραμα, με συνοδοιπόρο το φωτογράφο και κινηματογραφιστή Βασίλη Γκανιάτσα, και με προορισμό τα περήφανα Τζουμέρκα, βλέπουμε στον ορίζοντα να ξεπροβάλλει δειλά-δειλά το φως της μέρας από την κορφή της Αρέντας. Σα να θέλει να δείξει στους ανθρώπους πως η μέρα ξημερώνει για όλους και πως ο ήλιος ανατέλλει για τον κάθε άνθρωπο. Είναι ένα μήνυμα αισιοδοξίας και ελπίδας στα σκαμπανεβάσματα της ζωής. Και μετά οι πρώτες ηλιαχτίδες του ζωοδότη ήλιου να χτυπούν κατάκαρδα τον Κριάκουρα και να λούζουν με το φως τους τον κόσμο όλο, σκορπώντας παντού χίλια χρώματα κι αρώματα. Όλο αυτό το μαγευτικό πανόραμα είναι ένα ποίημα της φύσης, μαρτυρώντας η ίδια πως: «Τα πάντα εν Σοφία εποίησε».

Φτάνοντας στο χωριό συναντήσαμε τον Πένια (Χρήστο Καρακώστα), έναν από τους λιγοστούς μόνιμους κατοίκους (είκοσι πέντε περίπου νοματαίοι), οι οποίοι αντιστέκονται φυλάσσοντας Θερμοπύλες, πηγαίνοντας κόντρα στα σημεία των καιρών. Πρόσχαρος ο Πένιας, φιλόξενος, φιλότιμος, αγνός, με καρδιά μικρού παιδιού. Άνθρωπος για όλες τις δουλειές: αγρότης, τοπικός πρόεδρος, ψάλτης, «υπηρέτης» της τοπικής κοινωνίας, κάποιοι δίκαια τον αποκαλούν «σημαία του χωριού». Μας υποδέχτηκε κερνώντας τους πρωινούς καφέδες, και στη συνέχεια δέχτηκε στην πρόταση να έρθει μαζί μας, ανηφορίζοντας τις βουνοκορφές των ανατολικών Τζουμέρκων.

Βγαίνοντας από το χωριό με τα σύνεργα ανά χείρας φτάσαμε στο Γλαβά, την αστείρευτη πηγή που το αγιασμένο νερό της βγαίνει μέσα από τα σπλάχνα των ευλογημένων Τζουμέρκων. Περνώντας και τα τελευταία γυμνά πλατάνια, και με το κρύο να είναι τσουχτερό, φτάσαμε στο ξωκλήσι του Πατρο-Κοσμά, κάνοντας την πρώτη στάση για τα πρώτα πλάνα του ντοκιμαντέρ. Από το ξέφωτο σημείο του Πατρο-Κοσμά, αν απλώσεις τα χέρια σου νομίζεις πως θα αγγίξεις τα πρώτα σπίτια του χωριού. Από εκεί βλέπεις λες και βρίσκεσαι σε μπαλκόνι, αγναντεύοντας το χωριό που είναι σκαρφαλωμένο στις ανατολικές πλαγιές των Τζουμέρκων και φαντάζει μαργαριτάρι στον ήλιο. Τα σπίτια αγναντεύουν τον ήλιο και μάταια προσπαθούν να ζεσταθούν από τις ηλιαχτίδες του μέσα στο χειμωνιάτικο τοπίο, και κάπου-κάπου μέσα στην απόλυτη ησυχία να ακούγεται και κάνα κουδούνισμα από τα λιγοστά πράματα που βόσκουν στο πράσινο. 

Επόμενος προορισμός η ράχη του Άη-Λιά, περπατώντας στο γραφικό μονοπάτι ανάμεσα στα κέδρα και τα ελάτια, με την ανάσα μας να είναι υγρή, και τον Πένια να μολογάει ιστορίες και γεγονότα από τα παλιά.

Με τις αφηγήσεις του Πένια χωρίς να το καταλάβουμε φτάσαμε στο ξωκλήσι του Αη-Λιά. Ένα πανέμορφο μέρος σε υψόμετρο κάπου εκεί στα χίλια διακόσια πενήντα. Είναι στο μεταίχμιο των ορίων Ηπείρου-Θεσσαλίας. Από εκεί βλέπεις, από τη μια μεριά τις πλαγιές της Κωστηλάτας και τις κορφές των Τζουμέρκων, που φαίνονται σαν να φόρεσαν άσπρες κουκούλες από το πολύ χιόνι και κάτω στο βάθος τη Γκούρα, ακούγοντας τη βουή του νερού. Από την άλλη μεριά τα θεσσαλικά βουνά και στο βάθος τον φιδωτό Άσπρο.

Ο Βασίλης έστησε κάμερα στην κορυφή του βράχου, παίρνοντας πλάνα από τον γύρω ορίζοντα. Από εκείνο το σημείο θαρρείς πως είσαι μετέωρος, βλέποντας συγχρόνως δυο πανέμορφα δίδυμα χωριά, που τα ενώνει ο λαϊκός πολιτισμός. Δυτικά είναι τα Θεοδώριανα και ανατολικά η Νεράιδα. Η όλη εικόνα είναι μια μαγεία της φύσης, με ποικιλία χρωμάτων, κυρίως το βαθύ πράσινο, το καφέ και κίτρινο του χειμώνα με το άσπρο στις κορφές, και το απέραντο γαλάζιο του ουρανού.

Από εκεί ανηφορήσαμε προς τις Λάκκες, μέσα από δύσβατο μονοπάτι, με τον Πένια μπροστά να ανοίγει δρόμο ανάμεσα στα κέδρα και σκαρφαλώνοντας στους βράχους και κάπου-κάπου να σου κόβει την ανάσα το ξαφνικό φτερούγισμα της πέρδικας, ξεπετώντας απότομα από τις τούφες.

Μετά από αρκετή ώρα φτάσαμε στις Λάκκες, στο ψηλότερο σημείο που είναι το «σημάδι», σε υψόμετρο χίλια πεντακόσια και κάτι.

Φανταστικό! Υπέροχο τοπίο! Από εκεί «βλέπεις το Θεό»!

Το μάτι σου δε χορταίνει να βλέπει τον ορίζοντα. Η καρδιά σου ανοίγει, βγάζοντας όμορφα συναισθήματα δέους και θαυμασμού. Ηρεμείς, ξεκουράζεσαι ψυχικά αποβάλλοντας το καθημερινό άγχος, η ψυχή σου φτερουγίζει ανάλαφρα. Το μάτι σου χάνεται στο βάθος του ορίζοντα, ατενίζοντας τις θεσσαλικές βουνοκορφές, τις κορφές των Τζουμέρκων και Αγράφων και μακριά πολύ μακριά να γυαλίζει η θάλασσα του Αμβρακικού. Τα χωριά μέσα στο γούπατο, φαίνονται σα να είναι γραδωμένα ανάμεσα στα βουνά, λες και είναι πολυέλεοι κρεμάμενοι από τον ουρανό, και τα σπίτια σαν κόκκοι καλαμποκιού.

Ο Βασίλης, αφέθηκε στο χρόνο τραβώντας πλάνα ασταμάτητα, θαυμάζοντας πότε-πότε την ομορφιά του τοπίου. Για τον Πένια αυτά είναι κάτι το συνηθισμένο, γιατί από αυτά τα μέρη περνάει καθημερινά. Για μένα σχεδόν κάτι παρόμοιο, αφού εκεί έχω ανεβεί κάμποσες φορές.  

Μετά από πολύ ώρα στις Λάκκες, αφού αδυνατούσαμε να ανεβούμε στο ύψος του Κριάκουρα λόγω χιονιού, κατηφορίσαμε με προορισμό το χωριό από την άλλη μεριά, σταματώντας ενδιάμεσα στο ξωκλήσι του Αη-Θόδωρου, για να σβήσουμε εκεί τη δίψα μας στη βρύση, που το νερό αναβλύζει από το βράχο, και είναι ανάλαφρο σαν αγίασμα. Φτάνοντας στο χωριό, στο καφενείο ανταμώσαμε και κάποιους από τους χειμωνιάτες. Πιάνοντας την κουβέντα δεν καταλάβαμε πως πέρασε η ώρα, με τα πρώτα απόσκια του δειλινού να πέφτουν πάνω από το Γλαβά. Έτσι πήραμε το δρόμο της επιστροφής για την πόλη, μετά από αυτό το ολοήμερο οδοιπορικό στα βουνά.

Η περιήγηση στις βουνοκορφές των ορέων, ήταν άλλη μια εμπειρία. Η ομορφιά της ζωής βρίσκεται στα μικρά και καθημερινά πράγματα, κατά ένα μέρος σε αυτά που σχετίζονται με τη φύση. Γιατί η φύση είναι όμορφη και η κάθε εποχή του χρόνου έχει τις δικές της χάρες, προσφέροντας πολλά στον άνθρωπο, τόσα που δε φαντάζεται. Αρκεί να το καταλάβει. Το μόνο που χρειάζεται από τον άνθρωπο, είναι, ο Σεβασμός…!

 

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ