Για ποιο λόγο επισκέπτονται οι άνθρωποι ένα στρατόπεδο συγκέντρωσης; Το ντοκιμαντέρ «Άουστερλιτς» του Σεργκέι Λόζνιτσα καταγράφει τουρίστες στους τόπους μνήμης Νταχάου και Ζαξενχάουζεν. Απουσιάζει οποιοδήποτε σχόλιο.Μια ζεστή ημέρα του καλοκαιριού στην κεντρική Ευρώπη. Για όσους δεν θέλουν να στερηθούν τον ήλιο στους διαδρόμους κάποιου μουσείου ή να χάσουν τον περιηγητικό τους χρόνο στους υπαίθριους χώρους διασκέδασης υπάρχει μια λύση που συνδυάζει τον ανοιχτό ουρανό με την ικανοποίηση της ιστορικής περιέργειας. Μία ακίνητη κάμερα στην είσοδο του Νταχάου καταγράφει την αέναη είσοδο και έξοδο του πλήθους που μοιάζει με σισύφεια κίνηση. Κάτω από το γνωστό ρητό των ναζιστικών στρατοπέδων συγκέντρωσης Arbeit macht frei (Η εργασία απελευθερώνει) επανέρχονται διαρκώς στο βλέμμα της κινηματογραφικής κάμερας λίγα δευτερόλεπτα ακινησίας: η φωτογραφία με το κινητό τηλέφωνο.
Τα πρώτα δεκαέξι λεπτά στο ντοκιμαντέρ του ουκρανού σκηνοθέτη Σεργκέι Λόζνιτσα με τον δανεισμένο από μυθιστόρημα του W. G. Sebald τίτλο «Άουστερλιτς», η κάμερα εστιάζει ακίνητη στην είσοδο του πρώην ναζιστικού στρατοπέδου συγκέντρωσης Νταχάου στη Βαυαρία που σήμερα λειτουργεί ως τόπος μνήμης της ναζιστικής τρομοκρατίας. Οι επισκέπτες σταματούν για να ποζάρουν. Το ερώτημα: για ποιο λόγο επισκέπτεται κανείς σήμερα τα στρατόπεδα συγκέντρωσης;
Όλα είναι «κανονικά»
Ο Λόζνιτσα έφτιαξε ένα ντοκιμαντέρ για τον μαζικό τουρισμό μοντάροντας υλικό από τα στρατόπεδα Νταχάου και Ζαξενχάουζεν. Επέλεξε να μην παρεμβάλει αφήγηση, σχόλια ή άλλο οπτικό γλωσσικό υλικό (εκτός από το Arbeit macht frei, το μόνο κείμενο που να προδίδει τον ακριβή τόπο γυρισμάτων της ταινίας είναι η επιγραφή που μισοφαίνεται πίσω από το γλυπτό μνημείο του Ζαξενχάουζεν). Η κάμερα μεταφέρει το βλέμμα του θεατή σε εσωτερικούς και εξωτερικούς χώρους των στρατοπέδων. Ο ακίνητος φακός καταγράφει την ίδια αέναη κίνηση: φωτογραφίες, γέλια, περιέργεια, λίγα λεπτά ανάπαυλας. Οι selfies μπροστά από τους φούρνους των κρεματορίων (συνήθως με χαμόγελο) είναι ο κανόνας.
Ωστόσο το μοντάζ και η επιλογή της προοπτικής δημιουργούν μια «αφήγηση». Σε αυτή παρεμβάλλονται ηχητικά θραύσματα από τις συζητήσεις των τουριστών και τα σχόλια των ξεναγών, οι οποίοι προσπαθούν να κρατήσουν την προσοχή των ακροατών τους συνδυάζοντας εντυπωσιακές λεπτομέρειες για τις φρικαλεότητες των στρατοπέδων με το ψυχρό, σχολαστικό ύφος των ξεναγήσεων. Όλα γίνονται γρήγορα και «κανονικά». Ωστόσο η εικόνα παραμένει σε όλη τη διάρκεια της ταινίας ασπρόμαυρη.
Η αδυνατότητα του πένθους
Ανάμεσα σε αυτούς τους ήχους παρεμβάλλεται σιωπή. Μία σιωπή που ακούγεται. Μόνο προς το τέλος της ταινίας ο Λόζνιτσα καταγράφει μία νεαρή γυναίκα να κοιτάζει ένα άδηλο για την προοπτική του θεατή σημείο. Στο πρόσωπό της υπάρχει κάτι που λείπει από όλες τις άλλες σκηνές του ντοκιμαντέρ: η περισυλλογή. Το «Άουστερλιτς» τελειώνει συμμετρικά με δεκαέξι ανέμελα λεπτά από την έξοδο του στρατοπέδου.
Η μνήμη της γενοκτονίας των Εβραίων της Ευρώπης από τους ναζί έχει εισέλθει στη δημόσια ιστορία και την επίσημη κουλτούρα της μνήμης των ευρωπαϊκών κρατών. Η 27η Ιανουαρίου είναι επίσημη ημέρα μνήμης για την απελευθέρωση του Άουσβιτς από τους Συμμάχους. Αλλά ποιος είναι ο σκοπός των εκδηλώσεων μνήμης; Πώς μπορεί ένα μνημείο να προστατεύσει την ιστορική μνήμη από την κοινοτοπία της αναπαράστασης του κακού; Το «Άουστερλιτς» του Λόζνιτσα είναι ένα μνημείο στην αδυνατότητα του πένθους και της περισυλλογής.
Δημήτρης Ελευθεράκης