Συνέντευξη στον Μάριο Μιχαηλίδη.
Η Δάφνη Μαρία Γκυ (Βουβάλη) γεννήθηκε το 1964 στην Αθήνα. Έχει σπουδάσει γαλλική φιλολογία στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, και γνωρίζει πολύ καλά Αγγλικά και Ρωσικά. Έχει εργαστεί ως συντάκτης εξωτερικών ειδήσεων σε διάφορες εφημερίδες, ενώ ξεχωριστή θέση κατείχε η στήλη της «Εδώ είναι Βαλκάνια» στην Κυριακάτικη Ελευθεροτυπία. Επίσης έχει εργαστεί ως μεταφράστρια, ενώ γράφει και κριτική λογοτεχνίας στον διαδικτυακό ιστότοπο www.bookbar.gr.
Γράφει ποίηση και πεζογραφία. Έργα της:(Ποίηση) Κόκκινο φυλαχτό (Γαβριηλίδης 2011), Ένας στεναγμός (Γαβριηλίδης 2012), Ο Κήπος και η Άσφαλτος (Γαβριηλίδης 2014), Για την Ιθάκη (Οι Εκδόσεις των Φίλων 2015)
(Πεζογραφία)Της Κάλυμνος Κύματα και Παραμύθια (Εκδόσεις Κοράλλι 2017)
Το ποίημα Τα σημάδια από την ποιητική συλλογή ‘Ένας στεναγμός’, βραβεύτηκε στον Α’ Πανελλήνιο Λογοτεχνικό Διαγωνισμό του Ομίλου UNESCO Κεφαλληνίας-Ιθάκης το 2012. Επίσης, το 2018, το ποίημά της «Δελφοί», βραβεύτηκε με «εξαιρετική μνεία» στον ΧΧΧΙΙΙ διεθνή ποιητικό διαγωνισμό Nosside, ο οποίος τελεί υπό την αιγίδα της UNESCO.
Η ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ
-Δημοσιογραφία, λογοτεχνία, κριτική βιβλίου. Είστε μια σχετικά νέα λογοτέχνις, που τώρα καθιερώνεται, αφιερωμένη εξ’ ολοκλήρου στα γράμματα. Θα ήθελα να μιλήσουμε λίγο γι’ αυτή την πορεία σας μέχρι σήμερα. Κατ’ αρχήν πότε πρωτονιώσατε την ανάγκη να εκφραστείτε στον γραπτό λόγο;
Τα πρώτα ποιήματά μου τα έγραψα όταν πήγαινα ακόμη στο λύκειο, στα τέλη της δεκαετίας του ’70. Ήταν πολύ ευαίσθητα, γεμάτα συναίσθημα και πάθος, και με μπόλικη ευαισθητοποίηση περί τα πολιτικοκοινωνικά πράγματα της εποχής.
Από τα σχολικά μου χρόνια λάτρευα τα αρχαία ελληνικά, και την αρχαιοελληνική γραμματεία γενικότερα. Άλλοι ήταν βυθισμένοι κι έλυναν μαθηματικές εξισώσεις, κι εγώ έκανα «φύλλο και φτερό» τα αρχαία άγνωστα κείμενα, από απόψεως συντακτικού και γραμματικής. Ήθελα μάλιστα να σπουδάσω Αρχαιολογία, αλλά τελικά δεν έπιασα τη βάση που απαιτούνταν, κι έτσι κατέληξα στην Γαλλική Φιλολογία της Φιλοσοφικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών. Κι από τότε στράφηκα εξ’ ολοκλήρου στις γλώσσες, τα γαλλικά, τα αγγλικά και τα τελευταία χρόνια, τα ρωσικά.
Η ελληνική γλώσσα και η λογοτεχνία όμως, είναι η μεγάλη μου λατρεία. Η γλώσσα με προκαλεί, και μ’ αρέσει να την επεξεργάζομαι, να παίζω μαζί της. Δεν ανήκω σ’ αυτούς που πιστεύουν ότι υπάρχουν δύο γλώσσες, η αρχαία ελληνική που είναι νεκρή, και η νέα, που είναι ζωντανή. Η γλώσσα είναι ενιαία, και ολόκληρη ένας ζωντανός οργανισμός. Εγώ ανήκω στην παλιά γενιά, εκείνη που διδάχθηκε τα αρχαία ελληνικάενδελεχώς σε όλες τις τάξεις του γυμνασίου και του λυκείου, και αυτό με βοήθησε τόσο στην κατανόηση της νέας ελληνικής, όσο και στην σωστή χρήση της. Είμαι πολύ ευαίσθητη σε θέματα γλώσσας. Πιστεύω ότι οι λαοί που δεν έχουν γλώσσα, ιστορία και θρησκεία πεθαίνουν.
Το 1989 άρχισα να δουλεύω σαν δημοσιογράφος, έχοντας κατά νου άλλη μια μεγάλη μου αγάπη: Την μετάφραση. Γι’ αυτό και στον δημοσιογραφικό τομέα ασχολήθηκα με διεθνή θέματα, αντικείμενο που μου άρεσε ιδιαίτερα, καθώς διαμόρφωνα τις ειδήσεις από την αγγλική και την γαλλική γλώσσα στην ελληνική. Έχω δουλέψει σε πολλές εφημερίδες, ενώ παράλληλα, συνεργαζόμουν και με εκδοτικούς οίκους για την μετάφραση βιβλίων. Την στήλη μου «Εδώ είναι Βαλκάνια» στην Κυριακάτικη Ελευθεροτυπία, κατά την διάρκεια του πολέμου στην πρώην Γιουγκοσλαβία την δεκαετία του ’90, την λάτρεψα, παρόλο που μου γέννησε μεγάλο πόνο και κατάθλιψη. Δεν είναι και μικρό πράγμα να περιγράφεις λεπτομερώς έναν πόλεμο, σαν να βρίσκεσαι επιτόπου στον τόπο της τραγωδίας… Η κατάσταση στα Βαλκάνια εκείνη την περίοδο επηρέασε πολύ την ποίησή μου.
-Αυτό είναι ένα πολύ σημαντικό στοιχείο, για το οποίο θα ήθελα να μας μιλήσετε στη συνέχεια. Κατ’ αρχήν, θα ήθελα να μου πείτε πότε και πώς ξεκινήσατε να δημοσιεύετε τα ποιήματά σας.
Δεν ήθελα! Ντρεπόμουν! Τα πρώτα ήταν εντελώς πρωτόλεια έτσι κι αλλιώς, δεν βγήκαν ποτέ στο φως. Κάποια απ’ αυτά τα έχω φυλαγμένα απλώς για ενθύμιο. Αλλά το 2011 είχα ήδη μαζέψει έναν πολύ μεγάλο όγκο ποιημάτων που παρέμεναν στοιβαγμένα σε ντουλάπια, και οι γονείς μου και οι συγγενείς, που τα είχαν διαβάσει, άρχισαν να με πιέζουν. Με την πορεία του χρόνου η γραφή μου είχε εξελιχθεί, μου έλεγαν ότι έγραφα καλά, κι ότι ήταν κρίμα τόσα ποιήματα να πηγαίνουν χαμένα. Έτσι, το πήρα απόφαση, κι από τους σωρούς επέλεξα την πιο ευδιάκριτη κατηγορία, αυτή των ερωτικών ποιημάτων, και τα εξέδωσα υπό τον τίτλο «Κόκκινο Φυλαχτό», το 2011 (εκδόσεις Γαβριηλίδη). Χρησιμοποίησα μάλιστα και ψευδώνυμο – το Γκυ – στην μνήμη του πατέρα μου, που είχε «φύγει» από κοντά μου εκείνη την χρονιά, και ο οποίος με προσφωνούσε έτσι όταν ήμουν παιδάκι. Ένα χρόνο μετά ακολούθησε το «Ένας Στεναγμός» από τις ίδιες εκδόσεις, ένα αρκετά θλιμμένοβιβλίο, αφού τα ποιήματά του είναι επηρεασμένα από τα πρώτα χρόνια της κρίσης στην Ελλάδα και γενικώς… απ’ ό,τι άσχημο έπιανε η ματιά μου μέσα στην πόλη της Αθήνας και τον κόσμο γενικότερα.
Το 2014, πάλι από τις εκδόσεις Γαβριηλίδη, είδε το φως «Ο Κήπος και η Άσφαλτος», η συλλογή που με αντιπροσωπεύει περισσότερο πιστεύω, διότι συμπεριλαμβάνει και τις δύο πλευρές μου: Και την αισιόδοξη, να το πω μ’ έναν γενικό όρο, και την απαισιόδοξη. Το 2015, οι Εκδόσεις των Φίλων κυκλοφόρησαν την ποιητική συλλογήμου «Για την Ιθάκη», που μιλά για την έννοια της πατρίδας – για ό,τι εννοεί ο καθένας μας με την συγκεκριμένη λέξη, την χώρα του, την ψυχή του, το σπίτι του ή τον εαυτό του. Και το 2017, οι Εκδόσεις Κοράλλι κυκλοφόρησαν το βιβλίο μου «Της Κάλυμνος Κύματα και Παραμύθια», το οποίο περιλαμβάνει θρύλους και περιγραφές τοπίων με πεζά κείμενα γραμμένα όμως σε ποιητικό λόγο, και αφιερωμένα στην αγαπημένη, ιδιαίτερη πατρίδα μου από την πλευρά του πατέρα μου, την Κάλυμνο, με την οποία είμαι εξαιρετικά δεμένη.
-Μπορούμε να εστιάσουμε λίγο στο τι σας εμπνέει στην ποίηση;
Για να απαντήσω σ’ αυτή την ερώτηση, θα πρέπει να επιστρέψω στην συλλογή μου «Ο Κήπος και η Άσφαλτος». Θα έλεγα πως είμαι «διπλή». Η μία πλευρά μου είναι ο Κήπος, και η άλλη, η Άσφαλτος. Ο Κήπος, είναι η Εδέμ, με ό,τι αυτή περιλαμβάνει: Τα παιδιά, τον έρωτα, την αγάπη, τα παιχνίδια, την ζωή, τα όμορφα συναισθήματα των ανθρώπων, την όμορφη φύση, τα λουλούδια κυριολεκτικά και μεταφορικά. Και η Άσφαλτος, είναι ο τόπος όπου οι άγγελοι μια μέρα πέφτουν απότομα στη γη: ο δύσκολος κόσμος των ενηλίκων ο γεμάτος έγνοιες, τα άσχημα συναισθήματα, η δυστυχία,η πείνα και ο πόνος των ανθρώπων, η γκρίζα πόλη, τα σύγχρονα προβλήματα,οι δικτατορίες, ο πόλεμος. Συνδετικός κρίκος του Κήπου και της Ασφάλτου, είναι η αγάπη. Κατά συνέπεια, η έμπνευσή μου αντλείται από αυτούς τους δύο κόσμους, και πιστεύω ότι έτσι επεκτείνεται, λίγο έως πολύ, σε όλες μου τις ποιητικές συλλογές.Κι εδώ υπεισέρχεται και η επήρρεια που άσκησε στην ψυχολογία μου, και κατά συνέπεια και στην ποίησή μου, ο πόλεμος στην πρώην Γιουγκοσλαβία. Όσο ο «Κήπος» είναι το βλέμμα των βρεφών, τόσο η «Άσφαλτος» είναι ακριβώς αυτός ο πόλεμος, και η ασχήμια μιας πόλης που βρίσκεται σε εμπόλεμη κατάσταση.
-Τώρα ετοιμάζετε κάτι καινούργιο;
Ναι, έχω στα σκαριά μια ακόμη ποιητική συλλογή, που πιστεύω να κυκλοφορήσει μέσα στο 2019. Αλλά δεν θα ήθελα να πω περισσότερα πράγματα γι’ αυτό, μέχρις ότου γίνει!
-Και η κριτική βιβλίου; Πώς προέκυψε;
Λοιπόν, η κριτική βιβλίου είναι από τα ελκυστικότερα και δημιουργικότερα πράγματα που έχω κάνει ποτέ, κυρίως όταν αφορά βιβλία που μ’ αρέσουν. Ξεκίνησε το 2012 από τον διαδικτυακό τόπο πολιτισμού και λογοτεχνικής κριτικής www.bookbar.grτης καλής φίλης και συνεργάτιδάς μου Ελπίδας Πασαμιχάλη τελείως πειραματικά, και το εγχείρημα «έπιασε». Έκτοτε, συνεργάζομαι τακτικά με την συγκεκριμένη ιστοσελίδα, και έχω κάνει πάμπολλες κριτικές, κυρίως έργων του πεζού λόγου. Ο κόσμος του βιβλίου είναι υπέροχος.
-Διαβάζει ο κόσμος σήμερα;
Το ζήτημα πολλές φορές δεν είναι αν διαβάζει. Το ζήτημα είναι τι διαβάζει. Εμένα προσωπικά δεν μ’ αρέσουν τα λεγόμενα «ευπώλητα» βιβλία που σήμερα εκδίδονται σωρηδόν, διότι πιστεύω ότι η ποιότητά τους είναι χαμηλή.
Και οπωσδήποτε η ποίηση δεν βρίσκεται ανάμεσα στα τοπ της αναγνωσιμότητας – λίγοι άνθρωποι ασχολούνται με τα ποιήματα. Οι περισσότεροι διαβάζουν μυθιστορήματα, και γενικά πεζό λόγο.
-Πώς βλέπετε το μέλλον του βιβλίου; Η κριτική μπορεί να στηρίξει την κυκλοφορία του βιβλίου;
Η καλή, ποιοτική κριτική θέλω να πιστεύω ότι μπορεί. Ο αναγνώστης θα βασιστεί σ’ αυτήν. Όπως πιστεύω και ότι το βιβλίο θα υπάρχει πάντα, ακόμη κι αν τελικά χάσει τελείως την έντυπη μορφή του, και παραμείνει μονάχα στην ηλεκτρονική. Έχουμε νομίζω πολλά χρόνια μπροστά μας έως ότου γίνει αυτό το τελευταίο, αλλά κάποια στιγμή θα γίνει. Προσωπικά πάντως, εγώ προτιμώ το έντυπο. Το ζωντανό βιβλίο, που το παίρνεις στα χέρια σου, το μυρίζεις, το φυλλομετράς, κι εκείνο σου μιλάει…
Το ίδιο θέλω να πιστεύω και ότι οι Έλληνες θα διαβάζουν πάντα, και ότι ο αριθμός των φίλων του βιβλίου θα αυξηθεί. Η Ελλάδα έχει μεγάλη παράδοση στην λογοτεχνία και δεν πρέπει ποτέ να την προδώσει.
-Μια τελευταία ερώτηση: Ανησυχείτε για το μέλλον;
Εδώ θα ξεφύγω από τα λογοτεχνικά πράγματα, διότι ναι, ανησυχώ πολύ, αλλά από οικολογικής απόψεως. Καταστρέφουμε κάθε μέρα το κλίμα του πλανήτη μας, τα αποτελέσματα είναι ορατά και μας πλήττουν πλέον σε κάθε εποχή του χρόνου που αλλάζει, κι εμείς συνεχίζουμε ακάθεκτοι σαν να μην συμβαίνει τίποτα. Οι πολιτικές ηγεσίες των χωρών μας υπνώττουν (ή κάνουν πως υπνώττουν), κι εναλλακτικές μορφές ενέργειας δεν χρησιμοποιούμε σχεδόν καθόλου.Η αιολική και η ηλιακή ενέργεια λόγου χάρη, θα είχαν εξαιρετικά αποτελέσματα στην χώρα μας. Ο πληθυσμός του λεγόμενου δυτικού, πολιτισμένου κόσμου γερνάει, ενώ στην υπόλοιπη υφήλιο αυξάνεται με γεωμετρική πρόοδο, και μαζί του αυξάνεται και η πείνα και η δυστυχία των λαών του λεγόμενου Τρίτου Κόσμου. Τα αποθέματα του νερού στην γη λιγοστεύουν και δεν επαρκούν πια για τα δισεκατομμύρια του πληθυσμού της.Για να μην μιλήσουμε για την ανεπανάληπτη τραγωδία που επαναλαμβάνεται χρόνια τώρα στην Μεσόγειο τουλάχιστον, η οποία έχει γίνει πλέον ο υγρός τάφος χιλιάδων μεταναστών και προσφύγων από την Ασία και την Αφρική, και το δράμα τέλος δεν έχει…