ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ ΑΝΘΟΛΟΓΙΑΣ ΠΟΙΗΣΗΣ( Από τη φιλόλογο Αρχοντά Σ. Αγλαΐα)

Τίτλος έργου: «ΕΙΣ ΣΕ ΑΝΑΤΙΘΗΜΙ-Απόπειρα θρησκευτικής ποίησης»

Επιμελήτρια Ανθολογίας Ποίησης: ΠΑΠΠΑ Β. ΒΑΣΙΛΙΚΗ

‘Εκδοση : Αύγουστος 2014, Θεσσαλονίκη

«Τα βιβλία που έχουμε ανάγκη είναι εκείνα που πέφτουν σαν το τσεκούρι στην παγωμένη θάλασσα της ψυχής μας», FRANZ KAFKA(1883-1924)

Φίλοι μού είπαν: «Δε μ΄αρέσουν τα θρησκευτικά βιβλία!».Ξαναπρότεινα τη συγκεκριμένη ανθολογία προς ανάγνωση και ζήτησα να διατυπώσουν κριτική. Τότε μου απάντησαν πως κακώς λειτουργούσαν, έως τώρα, αρνητικά και δογματικά. Μου ζήτησαν να κρατήσουν το βιβλίο ή να το αγοράσουν! Το «πείραμα», λοιπόν, «πέτυχε» και σε κάποιους δύσπιστους! Γιατί; Δεδομένου ότι εκδίδονται πολλά βιβλία, εκ των οποίων κάποια αποδεικνύονται κακοτεχνήματα, η έκδοση και κυκλοφορία ενός αξιοσύστατου βιβλίου, το οποίο διαβάζεται και ξαναδιαβάζεται με   ανανεούμενο ενδιαφέρον και ενεργοποιεί βαθύ στοχασμό και πανανθρώπινα συναισθήματα, αποτελεί πάντα μια ευχάριστη πραγματικότητα. Κυρίως, όταν εγείρει μία διάφωτη ελπιστική προοπτική…vivlio

Προβληματισμός για την ευθύνη του έργου του παρουσιαστή –κριτικού ενός νέου βιβλίου

Είναι συνήθης ο προβληματισμός και η ευθύνη κάθε παρουσιαστή: να μην υποβαθμίσει την αξία τού προς παρουσίαση έργου και να μην αλλοιώσει το περιεχόμενο της σύλληψης των έργων των δημιουργών. Το ιδανικό, βέβαια, είναι να αναγιγνώσκει άμεσα ο ενδιαφέρομενος τα ποιήματα και να καρπώνεται, συνειδητά ή ασυνείδητα, σύμφωνα με τη διάνοιά του, τις εμπειρίες, την ιδιαίτερη αισθητική και άρα το προσωπικό του κριτήριο, την απόλαυση ή οιαδήποτε απολαβή δύναται να διακονήσει ένα έργο τέχνης. Πολλοί συμφωνούν πως η ανάλυση έργων τέχνης, συχνά είναι ανώφελη και κάποιες φορές βλαπτική, γιατί σκοτώνει ίσως την πεμπτουσία τους και την ομορφιά τους. Μπορεί να προστεθεί και η αήθης δράση της «καθοδηγούμενης» κριτικής ή της «πληρωμένης» κριτικής. Ωστόσο, συμβατικά, όπως συνηθίζεται και στο μάθημα της Λογοτεχνίας στο σχολείο, επιχειρείται η οικείωση του ενδιαφερόμενου αναγνώστη με το προς παρουσίαση έργο, μέσω κάποιων κριτικών ή μελετών. Αυτές οι τελευταίες, αποτελούν άλλοτε διαβατήριο καλύτερης επικοινωνίας με το κείμενο και άλλοτε τροχοπέδη, ανάλογα με την καλή γνώση και την εκάστοτε πρόθεση του κριτικού-μελετητή. Ευελπιστώ να ανταποκριθώ στο κάλεσμα της κ. Παππά Βασιλικής, τουλάχιστον αξιοπρεπώς. Και χαίρομαι, που με κάποιον τρόπο, υπηρετώ τη λογοτεχνία, την οποία λατρεύω.

Γιατί ασχολούμαστε με τη λογοτεχνία; Είναι απαραίτητη στη ζωή μας;

«Αrs longa, vita brevis», είναι η λατινική απόδοση του αφορισμού του Ιπποκράτη(Α,1): «Ο βίος βραχύς, η δε τέχνη μακρή», δηλαδή η διάρκεια της ζωής είναι μικρή , αλλά η αξία της τέχνης διαχρονική. Επίσης το έργο τέχνης ζει και όταν ο δημιουργός του δεν υπάρχει πια.(*1)

Γιατί ασχολούμαστε με τη λογοτεχνία, όπως και ευρύτερα με την τέχνη; Μήπως επειδή η ανάγνωση ή η δημιουργία της επιτρέπει την ελευθερία στην έκφραση, χωρίς την υποταγή στην αυστηρότητα των εξωτερικών  νόμων που επιβάλλει το εκάστοτε κοινωνικό σύστημα, απέναντι στο οποίο καλούμεθα να λειτουργούμε όλοι εξομοιωτικά; Ή επειδή, επιπλέον, αφήνει ανοιχτό ένα κανάλι να «κυκλοφορεί» η φαντασία, η καταπίεση της οποίας οδηγεί σε ψυχές κατακρεουργημένες, με όσες αρνητικές συνέπειες συνεπάγεται αυτό. Λέγεται πως η τέχνη προσπαθεί να βάλει τάξη στο χάος. Όμως, ανάλογα με το τι ο καθένας θεωρεί «τάξη» ή «χάος», μπορεί και να εκτιμήσει πως η τέχνη μπορεί και να δημιουργεί «ευεργετικό» χάος στην επιβαλλόμενη τάξη. Και τα δύο μοιάζουν να ωφελούν…Είναι, πάντως, υπέροχο που παρέχεται δυνατότητα συνύπαρξης και διαλόγου μεταξύ πολλών διαφορετικών τοποθετήσεων και ερμηνειών και περισσότερο στην ποίηση που χρησιμοποιεί έναν πιο αφαιρετικό λόγο, συγκριτικά με την πεζογραφία. Ωστόσο, ονομάζω χρέος, όχι μόνο των ποιητών, τη διάδοση της λογοτεχνίας στο ευρύ κοινό και μάλιστα στους νέους. Ο ποιητής Γ. Δουατζής γράφει για το χρέος των ποιητών στο άρθρο του: «Ποιητές και ιδιωτική εσωστρέφεια»: « Η ποίηση δεν είναι μια απλή καταγραφή όσων συναισθηματικά και μόνον συμβαίνουν «εντός» του ποιητή… δεν έχει σκοπό την περίτεχνη χρησιμοποίηση λέξεων που χαρίζουν αισθητική απόλαυση χωρίς περιεχόμενο. Δεν απέχει από τα τεκταινόμενα στην κοινωνία και τον κόσμο. Αφουγκράζεται τις αγωνίες του διπλανού… Νομίζω ότι πρέπει , έστω και τόσο αργά, τώρα, να δούμε την καταστροφική έως σήμερα εσωστρέφεια-αδιαφορία για το διπλανό μας, που χαρακτήρισε τα τελευταία 30 χρόνια την ποιητική παραγωγή, να κάνουμε την αυτοκριτική μας ως μονάδες του κοινωνικού συνόλου, μακριά από επάρσεις και μικρόψυχες αλαζονείες και επιτέλους να στρέψουμε το ποιητικό μας έργο στον άνθρωπο και όχι στο …μέγα εαυτό μας… Μπορούν και οφείλουν οι ποιητές μας να ξεφύγουν από την προσήλωσή τους στο προσωπικό, ώστε να στραφούν δημιουργικά στο συλλογικό… και κυρίως το απαιτούν οι καιροί , ώστε να γίνουν παραγωγικές οι ευαισθησίες μας κι εμείς ακόμα πιο χρήσιμοι.»

(*2)  Η λογοτεχνία δεν αφορά μόνο τους «ιδιαίτερους» ή «ευαίσθητους» ή «αλαφροΐσκιωτους», αλλά μας αφορά – κάτω από πρoϋποθέσεις – όλους και   αποτελεί, διαχρονικά, μία από τις πιο προσιτές μορφές τέχνης. Μπορεί, η τέχνη του λόγου, μέσα από την ανάγνωση και τη συγγραφή, να επικοινωνήσει σκέψεις και συναισθήματα, ιδιαίτερα σε εποχές και περιβάλλοντα που η ουσιαστική επικοινωνία αποτελεί ζητούμενο. Κατά τον Γιώργο Δουατζή «η λογοτεχνία είναι βασική πηγή ηθικής παιδείας και μπορεί να γεννηθεί και να ζήσει και σε συνθήκες φρικτής ανελευθερίας». Επίσης, έχει χρέος να λειτουργεί ως παλμογράφος της συλλογικής ψυχής.

(*3) «Η λογοτεχνία είναι ένας ζωντανός οργανισμός είναι γλώσσα, πολιτισμός και πολιτιστικό φαινόμενο, γιατί καταγράφει, εγγράφει και μεταπλάθει τη ζωή και τις αξίες της με τη σφραγίδα του δημιουργού της. Το αξιακό πλαίσιο είναι διαχρονικό και παγκόσμιο (αγάπη, παράδοση, έρωτας, ειρήνη, πόλεμος, μοναξιά, αποξένωση, ξενιτιά, φιλία). Αν η λογοτεχνία δεν είναι αυτή που μιλά για το είναι, για τον τρόπο που βρίσκεται και αισθάνεται στον κόσμο ο άνθρωπος, στο επίπεδο που οι ποιητές μιλούν γι΄αυτόν, τότε δεν είναι πια τίποτε, γιατί η ρήση του ψυχολόγου, του επιστήμονα, την αντικαθιστά καλύτερα. Ο Lascault έλεγε ότι η λογοτεχνία είναι αυτή που κάνει να μιλά ο θάνατος. Τίποτα άλλο δεν το κάνει, γιατί ο επιστήμονας μπορεί να σας πει ακριβώς το λεπτό που θα πεθάνετε, αυτό που παράγεται, όταν πεθαίνετε κ.λπ… αλλά αυτό που σημαίνει θάνατος και βίωμα θανάτου, το «είναι για το θάνατο» δεν υπάρχουν παρά οι τέχνες, για να το εκφράσουν».

(*4) Η λογοτεχνία, επίσης, και από την πλευρά της ανάγνωσης, αλλά και από αυτή του δημιουργού, αναντίρρητα δύναται να συμβάλλει στη διοχέτευση αφόρητων ανθρώπινων πιέσεων σε δρόμους προς υγιή εκτόνωσή και λύτρωσή τους, και άμεσα και μακροπρόθεσμα. «Η θεατρική συγγραφέας και ποιήτρια Sally Balfe σημειώνει ότι η λογοτεχνική – δημιουργική γραφή έχει χρησιμοποιηθεί επικουρικά   από ανθρώπους που υποφέρουν   από χρόνιο άγχος, μαθησιακά προβλήματα ή ακόμα και διατροφικές διαταραχές ή κατάθλιψη. Επίσης, έχει αναγνωριστεί από επιστήμονες ως ένα ισχυρό εργαλείο ανάπτυξης της αυτοσυνειδησίας, της αυτοπεποίθησης και αυτοεκτίμησης.»

(*5)Από τα παραπάνω, λοιπόν, καθίσταται κατανοητός ο λόγος που αρκετοί επιδιώκουν να «βγάλουν» τη λογοτεχνία από το στενό κύκλο των «ολίγων κι εκλεκτών»   και να τη διαδίδουν σε , όσο το δυνατόν, περισσότερους ανθρώπους.

Προς αυτή τη θεώρηση κινείται και η ανθολογία που παρουσιάζεται εδώ και επιπλέον μας δίνει μία ευκαιρία για μέθεξη (συμμετοχή) στην εξερεύνηση της ανατομίας της ανθρώπινης ψυχής, μας βοηθά σε ατομικό κυρίως επίπεδο, αλλά δευτερευόντως και στην απόπειρα κατανόησης του συλλογικού ασυνείδητου,- κατά Yung. Σύμφωνα με τον Παπατσώνη, μήπως όλη μας η εσωτερική ζωή δεν είναι μια διαρκής έρευνα υπεδάφους, ανεξερεύνητου, δυστυχώς, με μόνη διέξοδο τις μυστικές και εξωλογικές δυνάμεις, που μόνες αυτές κατέχουν τη δύναμη να καταλύουν τα σκοτάδια μας;

Γιατί θρησκευτική ποίηση;

Ένα ιδιαίτερο λογοτεχνικό είδος, αποτελεί η θρησκευτική ποίηση – αν μπορεί να μπει σε καλούπια και κατηγοριοποίηση η ποίηση. Σ’ αυτήν αποκαλύπτεται η ανάγκη των περισσοτέρων να αναθέτουν «την πάσα ελπίδα τους» σε μία δύναμη ασφαλή και αξιόπιστη, που συναισθάνεται τον ανθρώπινο πόνο και συντρέχει, με πνευματικό πάντα τρόπο, στις αναποδιές και τα –εκ πρώτης όψεως – αδιέξοδα στο ταξίδι της ζωής… Δύσκολα θα μπορούσε κανείς να αρνηθεί την «παυσίλυπον και παυσίπονον δράσιν της Ποιήσεως», όπως γλαφυρά προσκαλεί στα φάρμακά της και ο Κ. Καβάφης.

Η αιώνια, λοιπόν, ανάγκη να εκφραστούν και κυρίως να αμβλυνθούν τα αγωνιώδη υπαρξιακά ερωτήματα αποτελεί ένα από τα αίτια που έχουν οδηγήσει ,συχνά, στη συγγραφή θρησκευτικής ποίησης. Και ο πιο ψυχρός πραγματιστής-ορθολογιστής που υποστηρίζει μόνο τη δύναμη της αυστηρής λογικής , της επιστημονικής απόδειξης ή του πειράματος και πιστεύει   ως αληθινό μόνο ό,τι φαντάζει αληθινό στις, έτσι κι αλλιώς , πεπερασμένες αισθήσεις, κάποιες στιγμές βιώνει –κατά κανόνα- αδυναμία και απογοήτευση, τις οποίες, συνήθως, δύσκολα δύναται να διαχειριστεί. Γιατί; Επειδή απλά είναι …άνθρωπος, ένα ον όχι παντοδύναμο ανά πάσα στιγμή. Ένα ον που διέπεται από τους αδήριτους νόμους της φύσης-γέννηση, φθορά, θάνατο- καθώς και από βασανιστικά ερωτήματα για θέματα αισθητά ή υπεραισθητά, για θέματα που αφορούν στην αξία και το σκοπό της ύπαρξής του, αλλά και των αδελφών συνανθρώπων του. Βέβαια, δε δικαιούμαστε, νομίζω, να αμφισβητήσουμε πως κάποιοι άνθρωποι δε βασανίζονται με τέτοιου είδους προβληματισμούς. Γιατί; Είτε γιατί αδιαφορούν είτε γιατί πελαγώνουν και αξιώνουν εγωιστικά ή αφελώς άμεση λύση στο πρόβλημά τους θεοποιώντας την όποια δική τους λογική . Άλλοι συμβιβάζονται με λύπη με τα τρωτά της αδύναμης φύσης τους και άλλοι με υποδειγματική σοφία ,γιατί έχουν κατακτήσει υψηλότατη πνευματικότητα. Το σύνηθες, όμως , είναι οι άνθρωποι διαχρονικά να αναζητούν απαντήσεις σε ερωτήματα για τη φύση και τον ορισμό του καλού και του κακού, τι είναι δίκαιο ή άδικο στις καθημερινές συναναστροφές , από πού αντλείται η δύναμη της ψυχής για αγώνα, αλλά και υπαρξιακά ερωτήματα, όπως « τι είναι ο άνθρωπος ,να ζει κανείς ή να μη ζει, γιατί γεννήθηκα, με ποιο σκοπό, αν εκπληρώνω αυτόν το σκοπό, γνωρίζω τον εαυτό μου και τις δυνατότητές του, πού ήμουν πριν τον αισθητό τούτο κόσμο, όπως τον αντιλαμβάνομαι δυστυχώς μόνο τρισδιάστατα (ευκλείδεια) με τις αδύναμες αισθήσεις μου, που συχνότατα με παραπλανούν, πού θα βρεθώ μετά το βιολογικό μου θάνατο, υπάρχει κάποια ανώτερη δύναμη που ορίζει το σύμπαν και ,αν ναι ,ποια είναι και ποιες οι ιδιότητές της» και άλλα παρόμοια. Τέτοιου, λοιπόν , είδους υπαρξιακοί και μεταφυσικοί προβληματισμοί απασχολούν, όπως όλοι γνωρίζουμε πολύ καλά, το ανθρώπινο είδος από γενέσεώς του και μάλλον αποτελούν μία από τις ειδοποιούς διαφορές από τα υπόλοιπα ζώα. Πόσοι και πόσοι δεν έχουν καταπιαστεί και συνεχίζουν να καταπιάνονται με αυτά τα θέματα σε όλον τον κόσμο: οξυδερκέστατοι φιλόσοφοι(στην Ελλάδα οι προσωκρατικοί, αργότερα ο Πλάτων κι ο Αριστοτέλης), φυσικοί επιστήμονες, σοβαροί θεολόγοι και μελετητές αλλά , δυστυχώς ,και άσχετοι «κομπογιαννίτες» ,δήθεν σωτήρες, που εκμεταλλεύονται την αδυναμία και την άγνοια των ευάλωτων ανθρώπων προς ίδιον όφελος. Εμείς, βέβαια, δε θα εστιάσουμε στην επιστημονική διάσταση αυτού του θέματος αλλά στη μετουσίωση αυτών των προβληματισμών σε λογοτεχνική δημιουργία, στη δύναμη του καλλιτεχνικού γραπτού λόγου – και δη του ποιητικού -που μέσα σε λίγες αράδες συμπυκνώνει τόσες σκέψεις και συναισθήματα, όσες δεν μπορούν να αποκαλυφθούν με όλες τις αυστηρές επιστημονικές θεωρίες

Σύντομη ιστορική αναδρομή θρησκευτικής ποίησης

Επιχειρώντας μία σύντομη ιστορική αναδρομή, θαυμάζουμε   δείγματα ποίησης θρησκευτικής στην ελληνική γραμματεία από τους προ-ομηρικούς χρόνους, οπότε και κατατίθενται οι μεταφυσικοί προβληματισμοί των προγόνων μας για το «θείον». Πολύ αργότερα, ιδιαίτερα κατά την υπερχιλιετή βυζαντινή ποίηση και υμνογραφία , ο «βυζαντινός άνθρωπος», φυσικός κληρονόμος της ανυπέρβλητης ποιητικής παράδοσης της ελλ. αρχαιότητας, εκφράζει άλλοτε το θαυμασμό για τα θεϊκά επιτεύγματα ,άλλοτε την ευφροσύνη του, άλλοτε τις μεταφυσικές του ανησυχίες ή τη βαθειά του ευσέβεια και ακλόνητη πίστη του στο Θεό. Επιπλέον, κατά τη Δέσποινα Κωνσταντίνου , μάλιστα, «η θρησκευτική μουσική που συνοδεύει τη βυζαντινή υμνογραφία λειτουργεί ως θεραπαινίδα της ορθόδοξης θεολογίας ,της θρησκευτικής ποίησης και ποιμαντικό μέσο ψυχαγωγίας και ψυχοθεραπείας». Δεν είναι καθόλου αμελητέος και ο καταλυτικός ρόλος της θρησκευτικής ποίησης και βυζαντινής μουσικής « στην υπηρεσία των αντιαιρετικών αγώνων και τη διατράνωση της ορθόδοξης θεολογίας».(*6)Στην πορεία των χρόνων, η μορφή και το περιεχόμενο των θρησκευτικών έργων παρουσιάζουν μεγάλη ποικιλία.

Η προς παρουσίαση ανθολογία

Και η «παράδοση» αυτή συνεχίζεται και στην παρούσα Ανθολογία όπου οι δέκα αξιόλογοι συμμετέχοντες και συμμετέχουσες , λίγο ως πολύ, αναζητούν, με αφοπλιστικό αυθορμητισμό και μέσα από μια ουμανιστική ματιά, την Αλήθεια και το Φως, τη ζεστασιά, την ανακούφιση και τη χαρά που τελικά εισπράττουν από την πίστη στο Θεό. Στο Θεό τον Πανανθρώπινο.

Σύμφωνα με την Άννα Δήμου, Σύμβουλο-ψυχολόγο, «ο καθένας από εμάς κάποια στιγμή στη ζωή του, αναπόφευκτα θα περάσει από δοκιμασίες. Ίσως βιώσουμε φυσικό πόνο, αρρώστιες, διανοητική σύγχυση, ψυχικά τραύματα ή ακόμη ίσως έρθουμε αντιμέτωποι με την υπαρξιακή αγωνία. ’Ολες αυτές οι δυσκολίες είναι ικανές να μας διδάξουν στο να συμπάσχουμε στον πόνο του συνανθρώπου μας και να μετουσιωθούν σε πηγή μεγάλης σοφίας και θεραπευτικής δύναμης.(*7)Διαμέσου αυτού του πρίσματος ο «ασθενής»-ποιητής που εξομολογείται την αγωνία του, μετατρέπεται αυτομάτως και ακούσια σε θεραπευτή των αναγνωστών, γιατί τους αποδεικνύει ότι δεν είναι μόνοι τους στη βίωση του πόνου, και μέσω του κοινού βιώματος, «επουλώνονται» οι πληγές και των δύο. (Δες «Μύθος του Χείρωνα»,στην ελληνική μυθολογία, όπου ο σοφότερος των Κενταύρων αποτελούσε το σύμβολο του «πληγωμένου θεραπευτή» )

Δυσκολία έργου επιμέλειας

Αξίζει να επισημανθεί πως η επιμέλεια μιας έκδοσης, είναι μία κατεξοχήν κοπιαστική διαδικασία. Από τη σύλληψη του έργου, τη στοχοθεσία, τις πρώτες επαφές με τους δημιουργούς και άλλους εμπλεκόμενους, μέχρι την τελική παρουσίαση των 28 έργων τους απαιτούνται οργανωτική ικανότητα, υπομονή, κυρίως , όμως , μεράκι και όραμα, κατάθεση ψυχής. Ιδιαίτερα, όσον αφορά στην επιμελήτρια, Βασιλική Παππά, αγκαλιάζει, πάντα, πέραν το δέον, τα έργα που επιμελείται, αφού τα ταξιδεύει και μοιράζει τον πλούτο τους με παρουσιάσεις σε αγαπημένο κοινό, όπως ακριβώς τους αξίζει.

Υποδοχή και κριτική από ανθρώπους του πνεύματος

Η Ανθολογία έχει εισπράξει – ήδη- πολύ θετικά σχόλια από ανθρώπους του πνεύματος. Συγκεκριμένα:

– Το έργο έτυχε της ευγενικής υποδοχής από τον αξιοσέβαστο πρωτοπρεσβύτερο Μητροπόλεως Θυατείρων Μ. Βρετανίας, Αναστάσιο Σαλαπάτα, Δ/ντή του Ελληνικού Κολλεγίου Λονδίνου, ο οποίος στο blog «ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟ ΑΠΟΔΗΜΙΑΣ» γράφει: «Τα έργα της Ανθολογίας είναι εξαιρετικά ενδιαφέροντα. Διαπνέονται από τον καθάριο άνεμο της Ορθοδοξίας και φωτίζονται από το θεραπευτικό καντήλι της Ορθοπραξίας. Ο Κύριός μας, η Αγία Γραφή, η Παναγία, Μητέρα του Θεανθρώπου και δική μας, οι Άγιοι και Εορτές τους δηλώνουν όλοι παρόντες σ’ αυτή την ιερή σύναξη της ποιητικής έμπνευσης και της χριστιανικής αγάπης». Στο τέλος, εύχεται αυτή η προσπάθεια να έχει καλή επιτυχία και η εύχυμη αυτή ανθολογία να είναι καλοτάξιδη.(*8)

– Σε άρθρο στην εφημερίδα «ΘΕΣΠΡΩΤΙΚΗ», ο πατήρ Ηλίας Μάκος, έγραψε μεταξύ άλλων(και ευρύτερα για την 1ην παρουσίαση της Ανθολογίας στο Αρχαιολογικό Μουσείο της Ηγουμενίτσας): «Η ζωή είναι βιώματα. Τα βιώματα, είτε γίνεται αντιληπτό είτε δε γίνεται αντιληπτό , είναι αναφορά στο Θεό. Η αναφορά στο Θεό, είτε το νιώθει είτε δεν το νιώθει κανείς , είναι ποίηση. Η κα Παππά Βασιλική που είχε την έμπνευση και την πρωτοβουλία γι΄αυτή τη συναισθηματική ποιητική καταγραφή, με ευστοχία , κατά τη γνώμη μας, επεσήμανε ότι χρειάζεται να μην είμαστε παθητικοί αλλά ενεργητικοί απέναντι στην ανθρωπιστική κρίση του καιρού μας. Ο κος Τσώνης (πρώην νομάρχης Θεσπρωτίας), γνωστός για τις ευαισθησίες του, επεσήμανε πως η πνευματικότητα των ανθρώπων που εκφράζεται και μέσω της λογοτεχνίας, μπορεί να αποτελέσει ανάχωμα, γερό ανάχωμα στον κατήφορο.»(*9)

– Ο ποιητής Ηλίας Δ. Παπακωνσταντίνου, παρουσιάζοντας την ανθολογία, μεταξύ άλλων αναφέρει: «Το χριστιανικό ήθος, ασφαλώς φανερώνεται στη συμπεριφορά, αλλά όχι λιγότερο στο ήθος του ποιητή, ο οποίος, διανύοντας δρόμους εσωτερικούς προς τη διέξοδο στο φως, αντιλαμβάνεται και μεταδίδει στον αναγνώστη, με τρόπο που τον διαπερνά σύγκορμα, αγγίζοντας τα κατάβαθα της ψυχής του, κάνοντας να ριγούν τα φύλλα της καρδιάς, ότι όπου κατοικεί ο Θεός, το καθετί είναι συμβολικό και ταυτόχρονα αληθινό και τα συμβαίνοντα είναι φανερώματα Θεϊκής βουλής και αγάπης…».(*10)

Εκδοτική εμφάνιση

Επιπροσθέτως, η ανεπίληπτη και λιτότατη εκδοτική εμφάνιση της ανθολογίας, χωρίς καμιά εκζήτηση, σε λευκό χρώμα, ταιριάζει άψογα με τη φιλοσοφία του δύσκολου αυτού πονήματος, το οποίο φυλλομετράται 68 σελίδες.

Ερμηνεύοντας τον τίτλο και τον υπότιτλο της Ανθολογίας Ποίησης

«ΕΙΣ ΣΕ ΑΝΑΤΙΘΗΜΙ»: μία φράση με λυτρωτικό μήνυμα, ειλημμένη από την ακολουθία του μικρού παρακλητικού κανόνος εις την Υπεραγίαν Θεοτόκον. «Την πάσα ελπίδα μου εις Σε ανατίθημι, Μήτερ του Θεού, φύλαξόν με υπό τη σκέπη Σου». Παράδοση του κάθε προσευχόμενου στην αγάπη της Θεοτόκου. Εναπόθεση της ελπίδας κάθε πονεμένου στην Άχραντη Μητέρα.

Πέρα, όμως, από το ιερό πρόσωπο της Παναγίας, «αγκαλιάζονται» και υμνούνται ο Θεός, ο Κύριος και άλλα πρόσωπα ιερά, όπως, για παράδειγμα, ο Ιωάννης ο Πρόδρομος, πρόσωπα που λειτουργούν ως παράδειγμα προς μίμηση ή ως αρωγοί στο δύσκολο μονοπάτι της ζωής.

Η φράση – υπότιτλος «Απόπειρα θρησκευτικής ποίησης» μπορεί να εξηγηθεί ως ένδειξη ταπεινότητας και δέους μπρος σε ό, τι περιστρέφεται το μυστήριο και την ιερότητα της θρησκείας.

Ανοίγοντας το βιβλίο -Οι ανθολογούμενοι, – νες

Ανοίγοντας το βιβλίο, στα περιεχόμενα, στις σελ. 5 και 6, ενημερώνονται οι αναγνώστες για τα ονόματα των δέκα ποιητών, -τριών που ανθολογούνται σε τυχαία σειρά (ούτε αλφαβητική ούτε αξιολογική): ΑΡΧΟΝΤΙΑ ΔΕΡΒΟΥ, ΓΛΥΚΕΡΙΑ ΚΑΚΟΥΡΗ, ΕΒΙΤΑ ΚΑΣΑΓΙΑΝΝΗ, ΣΩΤΗΡΙΟΣ ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, ΦΩΤΙΟΣ ΠΑΝΟΣ, ΚΑΤΕΡΙΝΑ ΠΑΠΑ, ΒΑΣΙΛΙΚΗ Β. ΠΑΠΠΑ, ΝΙΚΟΛΑΟΣ Β. ΠΑΠΠΑΣ, ΤΖΟΥΛΙΑ ΠΟΥΛΗΜΕΝΑΚΟΥ και ΘΕΟΔΩΡΟΣ ΣΑΝΤΑΣ. Επίσης, γνωστοποιούνται οι τίτλοι των ποιημάτων, η πλειοψηφία των οποίων είναι ανέκδοτη. Κάθε δημιουργός ανθολογείται με 3 ποιήματα, εκτός από τον κ. ΝικολαΪδη Σωτήριο που παρουσιάζει ένα, αλλά πολύστιχο αφηγηματικό έργο. Προηγούνται, της παρουσίασης των έργων τού καθενός, σύντομα βιογραφικά σημειώματα, σύμφωνα με τα οποία διαφαίνεται ότι πρόκειται για πολυσχιδείς προσωπικότητες, που έχουν επιπλέον – ήδη – τιμηθεί, λιγότερο ή περισσότερο με διακρίσεις για την προσφορά τους στο χώρο των γραμμάτων.

Πρόκειται για ανθολογούμενους για τους οποίους εύκολα μπορεί να εικάσει κάποιος ότι τους ενώνει ο κοινός πόθος και το πάθος για την ποιητική έκφραση. Ποικίλουν ως προς τη διαβάθμιση της ηλικίας , δε γνωρίζονται όλοι μεταξύ τους , ζουν σε διαφορετικά μέρη της Ελλάδας, εργάζονται σε διαφορετικά , αλλά πάντα απαιτητικά πόστα, όπως της εκπαίδευσης (φιλόλογοι, θεολόγοι, μαθηματικοί), της αρχαιολογίας, αλλά και της τεχνολογίας, διοίκησης και επιχειρήσεων. Κάποιοι εκ   των ποιητών έχουν «συναντηθεί» και σε προηγούμενες ανθολογίες, αφιερωμένες η μία στο Νικηφόρο Βρεττάκο και η επόμενη στον Κων/νο Καβάφη, τις οποίες, επίσης, είχε επιμεληθεί η κ. Βασιλική Παππά. Εννοείται πως κανένα από τα πρόσωπα που σχετίζονται με αυτό το πόνημα δεν αποκομίζει κανένα οικονομικό όφελος, αλλά επιπλέον έχουν αναλάβει και τα αναλώσιμα της έκδοσης. Επίσης, δεν μπορεί να αγνοήσει κανείς πως ένας από τους παράγοντες, που καθιστούν το έργο ως αληθινή έκφραση αγάπης προς το Θεό και την Παναγία είναι, στην πράξη, η απουσία κάθε υπεροψίας, αφού η ενθουσιώδης ένωση δέκα διαφορετικών ποιητικών φωνών, γίνεται χωρίς αξιολογική ιεραρχία: μετέχουν σε κοινό έργο, ως ίσοι μεταξύ τους, ιδιαίτερα στην τρέχουσα λογική της εποχής μας για αυτοπροβολή, αθέμιτο ανταγωνισμό και παραγκωνισμό του πλησίον.

Πρόλογοι:

Πρόλογος Σεβασμιότατου Μητροπολίτη Βαρνάβα

Την ανθολογία, στις σελ. 9 και 10 , τιμά με το γλαφυρό και συγκινητικό πρόλογό του ο Σεβασμιότατος Μητροπολίτης Νεαπόλεως και Σταυρουπόλεως Βαρνάβας, ο οποίος στην έναρξη παραπέμπει στα εξής λόγια του Αλ. Παπαδιαμάντη: «Το επ’ εμοί, ενόσω ζω και αναπνέω και σωφρονώ δε θα παύσω πάντοτε … να υμνώ μετά λατρείας τον Χριστό μου και να ζωγραφώ μετά στοργής τα γνήσια ελληνικά ήθη». Στο τέλος εύχεται και παρακαλεί τους ποιητές «να συνεχίσουν να ομορφαίνουν με τους στίχους τους τη ζωή μας, διότι η ομορφιά και η ποίηση θα σώσουν τον κόσμο».

Πρόλογος επιμελήτριας

Συνεχίζοντας την περιδιάβαση στις σελ. 11 έως 13, ακολουθεί, ως είθισται, πρόλογος της επιμελήτριας, κ. Παππά Βασιλικής η οποία αναφέρει ως αφόρμηση της Ανθολογίας το θρησκευτικό συναίσθημα των δημιουργών και τη γενικότερη σχέση τους με την πίστη. Κάνει μνεία στη γοητεία της ποίησης και την ωραία παραξενιά των ποιητών. Συμπληρώνει με εύστοχες παραπομπές σε σπουδαία έργα, θεολογικά και μη, θρησκευτικού περιεχομένου που εμπνέονται ή όχι από τη Βίβλο και προκύπτουν όχι μόνο από βαθιά θρησκευόμενους αλλά και από αγνωστικιστές και άθεους συγγραφείς. Έτσι μας υπενθυμίζει έργα του Γρηγορίου Θεολόγου, Σικελιανού, Παλαμά, Σαραντάρη και άλλων καταξιωμένων λογοτεχνών. Κλείνει με ευχαριστίες προς τους συμμετέχοντες και προς τον αδελφό της Δρ. Νικόλαο Παππά για τη στήριξή του στη νέα της αυτή προσπάθεια.

 

Εκτίμηση των έργων

Εκτιμάται ότι τα έργα της Ανθολογίας μάς παρέχουν τη δυνατότητα να απολαύσουμε ποικιλία περιεχομένου, ύφους   και τεχνικών. Δεδομένου ότι, συνήθως, τα κείμενα είναι πολύσημα, δε φυλακίζονται μόνο σε ένα νόημα. Έτσι, επιδέχονται πολλών ατέρμονων αναγνώσεων: κάθε νέα ανάγνωση μπορεί να εκλύει και νέες σκέψεις και πρωτόγνωρα συναισθήματα και αυτή η μαγική διαδικασία να μην έχει τέλος. Τα έργα διατρέχουν δρόμους υψηλής αισθητικής, ψυχοβιογραφίας, συμβόλων, κοινωνιολογικούς και ηθικοθρησκευτικούς. Σίγουρα, δε βγαίνει κανείς ίδιος μετά την ανάγνωση αυτού του έργου. Κάτι έχει αλλάξει μέσα του, κάτι τον ωθεί να πετάξει από πάνω του τη βαριά -θα ‘λεγα υπέρβαρη- στολή της υποκρισίας , που με βίαιο και λανθάνοντα τρόπο μάς φορούν οι «επιταγές των κοινωνικών συμβάσεων». Σίγουρα νιώθει , έστω και λίγο, να ελευθερώνεται. Εικόνες, περιγραφές , ονόματα και γεγονότα από την Αγία Γραφή, αλλά και από την ευρύτερη θεολογική-θρησκευτική παράδοση, λειτουργούν ως ερέθισμα – αφόρμηση, για να εξωτερικευτούν και να επικοινωνήσουν ποικιλόμορφες ιδέες και προβληματισμοί σχετικά με όσα προαναφέρθηκαν για τα αιώνια μεταφυσικά ερωτήματα που τίθενται και για την ανάγκη προσέγγισης του Θείoυ. Τολμώνται σε κάποια έργα και αυστηρές αποδοκιμαστικές κριτικές   της άκρατης υποκρισίας των δήθεν θρησκευόμενων.

Μία χρήσιμη σημείωση: Όπως ορίζεται στη λογοτεχνία, ο ποιητής, -τρια δεν είναι πάντα το ίδιο πρόσωπο με το ποιητικό υποκείμενο, το οποίο κανονικά πρέπει να ορίζεται ως αφηγητής, -τρια. Ωστόσο, επειδή τα παρακάτω έργα είναι συνήθως αυτοβιογραφικά και πρόκειται κυρίως για ομοδιηγητικές – αυτοδιηγητικές αφηγήσεις, χρησιμοποιείται συμβατικά ο όρος «ποιητής».

 

Το όμορφο ταξίδι στον κόσμο των κατανυκτικών βιωμάτων ξεκινά με την Αρχοντία Δέρβου (βιογραφικό σελ. 15)

1.«Η αναζήτηση»(σελ.16)

Στην «Αναζήτηση» μας μεταφέρει το αιώνιο κοινό ερώτημα όλων μας: «ποιος είναι ο κόσμος της Δημιουργίας/πού τελειώνει το σύμπαν/τι κλείνει ο ουράνιος ορίζοντας/ ποια η αλήθεια και το βάθος της ψυχής μου;». Μετά την απορία, μας συμπαρασύρει σε ασύλληπτες καταβυθίσεις στα σκοτεινά κανάλια της ανθρώπινης ψυχής:«Θεέ μου,/ αφουγκράζομαι κάθε θρόισμα του βάθους μου/ερευνώ κάθε απώτατη πτυχή της ψυχής μου». Σε μια διαδικασία επώδυνης αναζήτησης μιας δέσμης φωτός με το δαυλό της ψυχής της, κυριαρχούν ρήματα που δηλώνουν αγωνία και ανησυχία: ανιχνεύω, βυθίζομαι, αναζητώ(2φορές), αφουγκράζομαι, ερευνώ, ψάχνω, καταλήγω, ζητώ…Με χρήση απλού, εκ πρώτης όψεως λεξιλογίου ,αλλά τοποθετημένες οι κατάλληλες λέξεις στην κατάλληλη θέση, καθιστά άμεσα προσιτή την αγωνία της στον καθένα μας, την οποία την επικοινωνεί αβίαστα και με πλήρη ειλικρίνεια. Απευθύνεται στο Θεό: «Ψάχνω κάθε στιγμή απόλυτης γαλήνης και κάθε προσπάθεια καταλήγει σ’ Εσένα.».Πρόκειται για μια άκρως ιδιωτική εξομολόγηση, αλλά, αυτόματα, το ατομικό μετατρέπεται σε συλλογικό. Τελικά η αγωνία αμβλύνεται και σταδιακά εξανεμίζεται, όταν καταλήγει στην αγκαλιά του Θεού, στο βλέμμα των δικών Του ματιών! Στίχος ελεύθερος, όπως ελεύθερη επιδιώκει να καταστεί και η ψυχή της ποιήτριας σε μια ανάδυση, μετά την καταβύθιση.

  1. «Παράκληση»(σελ.17)

Σε ύφος πιο πεζολογικό η γράφουσα, στο πρώτο μισό περίπου του ποιήματος(σε 15 στίχους), ορίζει με ακρίβεια την ιδέα που τη βασάνιζε να συντονιστεί στους παλμούς της ακριβής καρδιάς Του ,…να λειτουργήσει ποίηση στο ναό Του… να υμνήσει την αγάπη και τον έρωτα που λαξεύει στην καρδιά της. Στο δεύτερο μέρος(σε 11 στίχους) εκθειάζει με έντονο λυρισμό την έντονη επιρροή που ασκεί πάνω της η χάρη του Κυρίου και η απέραντη αγκαλιά Του: «Ασκείς μια δεσποτική κυριαρχία στις ενοράσεις μου… Εξευγενίζεις κάθε διάθεσή μου, εμπλουτίζεις/Εσύ τα συναισθήματά μου, σκορπίζεις πρωινή δροσοσταλιά και ευωδιές από διοσμαρίνια.». Και μόλις στους τελευταίους πέντε στίχους εγείρει την παράκλησή της να προσεγγίσει τις φωτοδότρες επάλξεις Του… να καταγράψει με το βλέμμα της ψυχής της τους γλαυκούς ορίζοντες της γραφίδας της στο ναό της ποίησης. Διαπιστώνουμε πως η παραπάνω δυσαναλογία ως προς τον αριθμό των στίχων , τονίζει την ευλάβεια και ταπεινότητα της ποιήτριας, αφού το μεγαλύτερο μέρος (26 στίχοι) αφιερώνεται στον προβληματισμό και την ευθύβολη πρόθεση –ικεσία της να λειτουργήσει   ποίηση στο ναό Του και στον εγκωμιασμό των αγαθών του Κυρίου. Η παράκληση, αν και αποτελεί το κεντρικό θέμα και το ζητούμενο- εξ’ου και ο τίτλος- μένει   και αναμένει συγκρατημένα στο τέλος. Ευγενική παράκληση που κυλά σαν γλυκιά μουσική, χωρίς να αναφέρεται το ρήμα «θέλω» ή «ζητώ», αλλά η φράση «Κάνε να προσεγγίσω…».

Επιπροσθέτως, μέσω πλούσιου λεξιλογίου, με χρήση πολλών εκφραστικών μέσων , όπως σχημάτων λόγου, εικόνων, χρήσης α΄και β΄ενικού προσώπου που εμφαίνει την αμεσότητα επικοινωνίας πομπού και δέκτη πετυχαίνει να εκφράσει με απόλυτη διαύγεια την πρόθεσή της.

3.«Σ΄αγαπώ»(σελ.18)

Και, μέσα από μια βιωματική ανιούσα κλιμάκωση αγωνίας και πόθων στα δύο πρώτα ποιήματά της, συναντιέται τελικά στο 3ο ποίημα με το μεγαλείο της αγάπης, μέσα σε μια μυσταγωγία θείας αρμονίας: «Η ανάσα του Θεού αναδίνει γεύση/από την ομορφιά του σύμπαντος./Θεΐκό εικονοστάσι, θρίαμβος ψυχής,/συνάντηση ανυπότακτη καλεί σε συναγερμό /την ερωτική κορύφωση στο χορό των συναισθημάτων/στο θαυμαστό του σύμπαντος.» Και παρακάτω η πολυπόθητη κάθαρση κατάδηλα ωθεί στην τόσο λιτή και αυθόρμητη φράση: «Τώρα βλέπω το δώρο του Θεού!».Δώρο δυσπρόσιτο και δυσκολοκατάκτητο. Αν ατενίσουμε και τα τρία ποιήματα ως συνέχεια από το 1ο προς το 3ο, φαίνεται πως, μετά από έντονο ψυχικό κάματο, το θαύμα έγινε πραγματικότητα: «Ένα θαύμα… μια πληρότητα μυστηρίου σαλεύει μέσα μου.»Και «Προστασία Θεού ο παράδεισος της ψυχής σου με οδηγεί σε μια μοναδική συνέπεια της λέξης σ’ αγαπώ!»Το τελικό μήνυμα, λοιπόν, φέρελπι για όλους μας. Το περίτεχνο λεξιλόγιο και οι πρωτότυπες εικόνες –μεταφορές, η πρωτοπρόσωπη αφήγηση, η κυριαρχία της παρατακτικής σύνδεσης προτάσεων κάνουν τα κείμενα της ποιήτριας να ρέουν, πείθοντάς μας για την αλήθεια των βιωμένων λόγων της .

 

Γλυκερία Κακούρη (βιογραφικό σελ.19)

  1. «Εκκλησιά»(σελ.20-21)

Σε επτά στροφές με ζευγαρωτή ομοιοκαταληξία και χρήση κυρίως τροχαΐκού μέτρου που υποβάλλει υψηλό ύφος, ρυθμό και μουσικότητα, παρουσιάζεται σε φυσική διαδοχή η προετοιμασία, το μεγαλείο και η ιεροτελεστία της Προσευχής: σε μια κατανυκτική ατμόσφαιρα με άυλο φως στα παραθύρια, φλόγα κεριού που τρεμοσβήνει και ζεσταίνει καρδιές, μελωδία Θεού και σαλπίσματα αγγέλων, έχει προετοιμαστεί η ψυχή για τη μεγάλη στιγμή προσευχής με πίστη , που σκεπάζεται με γαλήνη μυστική. «Άυλο φως στα παραθύρια/αέρινες μορφές, ουράνια γεφύρια/η σκάλα τ’ Ουρανού που κατεβαίνει/χορός αγγελικός που ανεβαίνει…».Η ποιήτρια αφορμάται από την παραστατικότατη περιγραφή του χώρου της εκκλησίας, όπου στις δύο πρώτες στροφές εστιάζει στο άυλο φως στα παραθύρια και « σε άγιο βλέμμα/ελπίδας λάμψη στο άγιο στέμμα/λευκοί χιτώνες φεγγοβολούνε/σμάρι φωνών δοξολογούνε…» και κυρίως σε ό,τι αφορά στην αίσθηση της όρασης. Παρακάτω, στην 3η και 4η στροφή εστιάζει στη φλόγα κεριού που υποβάλλει το αργό σβήσιμο του λογισμού της αμαρτίας και ξεγυμνώνοντας την ψυχή οδηγεί σε πορεία ανοδική στο δρόμο τ’ ουρανού. Επίσης, η φλόγα ζεσταίνει καρδιές και προδιαθέτει για μια νέα αρχή, με πλούτο αγάπης Πίστης και Ζωής. Η 5Η και 6η στροφή περιστρέφεται γύρω από τη Μελωδία Θεού και τα αγγελικά ακούσματα, που συνέδραμαν στην εμπέδωση της μυστικής γαλήνης, προετοιμάζοντας την ποιήτρια ν΄απευθυνθεί με δέος σ’ Εκείνον άξια. Και η 7η και τελευταία στροφή υπογραμμίζει τη λύτρωση που επήλθε και ως συνέπεια από το δάκρυ της Παναγιάς και από το αίμα του Χριστού. Έτσι, σ΄αυτή την ιερή στιγμή δέους ζητά ταπεινά τη θεία Χάρη «νέα τροπή η ζωή να πάρει/ και πράγματι κοντοζυγώνει/η ελπίδα που λυτρώνει. Ένα ποίημα δουλεμένο πάνω σε σφιχτή δομή και αυστηρή μορφή, με νοηματική δυναμική αλληλουχία, λυρικό τόνο που συνδυάζει το υψηλό με το απλό ύφος με υποδειγματική ισορροπία.

2.’Ατιτλο (σελ.22-23)

Σε πλεχτή ομοιοκαταληξία στο «Άτιτλο», στις 2 πρώτες στροφές , το υποκείμενο εξομολογείται, σε α΄ ενικό πρόσωπο, ότι ψάχνει με αγωνία να βρει τη γαλήνη και με λαχτάρα να βρει τη χαρά .Επίσης, ότι πορεύεται με φόβου ανατριχίλα και με τρύπια πανιά. Οι δυο πρώτοι στίχοι καθεμιάς από τις δυο πρώτες στροφές αρχίζουν με παρομοίωση που καθιστούν εναργέστερα τα συναισθήματά της: σαν τη φλόγα, σαν την καρδούλα, σαν το αγέρι, σαν το κύμα. Στην 3η στροφή ρωτάει «Πού θα πάω; Πού θα βρω κάτι στέρεο να πιαστώ, όταν τα πάντα γύρω μου έχουν καταρρεύσει;»Στην 4η αναρωτιέται «Ποιος θα βοηθήσει μια άμοιρη ψυχή που σπαρταρά…». Τέλος, στην 5η στροφή διαλύεται τελείως η μοναξιά με επώδυνη αλματώδη αλλαγή προς το ζητούμενο συναίσθημα της ασφάλειας. Πώς; « Μονάχα Εκείνος όλα τα μπορεί, αρκεί να το ζητήσεις/ και απλόχερα θα σου δοθεί το δίχτυ της αγάπης…» «Η πίστη είναι αντίδοτο σε κάθε δοκιμασία». Μετά τις ευγενικές προτροπές της ποιήτριας, οι εφιαλτικές εικόνες των 4 πρώτων στροφών αντικαταστάθηκαν από γιορτή ζωής στη σοφή φύση που θάλλει ή προστατεύει όλες τις εποχές. Σίγουρα οι περισσότεροι βρίσκουν κάτι από τον εαυτό τους, μιας και οι επιθυμίες και οι φόβοι που παρουσιάζονται είναι οικεία συναισθήματα. Μια γλυκιά αισιοδοξία μένει, μετά την ανάγνωση και των δύο πρώτων ποιημάτων της κ. Κακούρη. Αυστηρή δομή και μορφή, άμεσος επικοινωνιακός λόγος, όπως π.χ. με τη διατύπωση των ερωτημάτων, έντονες εικόνες παρμένες από τα στοιχεία της φύσης. Συγκίνηση και θαυμασμός για την ευθυκρισία του δίστιχου: «Και με τι μάτια θ΄ αντικρίσω τον Πλάστη μου Θεό/όταν συνειδητά σε άνομες πράξεις έχω υποπέσει;»

3.«Ο άνθρωπος αυτός»(σελ.24-25)

Στο «Ο άνθρωπος αυτός», σε ελεύθερο στίχο, θίγει με τολμηρό ύφος το σύνηθες θέμα της φαρισαΐκής υποκρισίας των δήθεν θρησκευόμενων που, ενώ φορούν το καλό τους κοστούμι στην εκκλησιά, αδιαφορούν για τα ανθρώπινα. «Κι ενώ φοράει το καλό του κουστούμι στην εκκλησιά/ποτέ δε βοήθησε τον άρρωστο αδερφό του.»Σε τριτοπρόσωπη αφήγηση, με επιδίωξη αντικειμενικότητας, σε κάποια σημεία ειρωνείας και σκωπτικότητας π.χ. «Λόγια ωραία , χάρμα να τον ακούς!…Εκείνο το άκαμπτο το βλέμμα με μπερδεύει. Και το πηγούνι που στέκεται ψηλά. Και κείνο το ωραίο, διφορούμενο χαμόγελό του» σκιαγραφεί με μαεστρία την πλαστή ψεύτικη ευτυχισμένη εικόνα του εγωιστή, που, επιπλέον, δε μετανοεί για την υποκρισία του. Διεισδυτικό ψυχογράφημα των αλλοτριωμένων ανθρώπων. Είναι αξιοσημείωτο ότι η τοποθέτησή της ποιήτριας μπορεί να εκληφθεί ως αβροτάτη, επειδή δε διατυπώνεται τόσο με μομφή, όσο κυρίως μέσα από κύματα ενδιαφέροντος, νοιαξίματος και λανθάνουσας ευχής, όπως αυτά φανερώνονται στις υποθέσεις «Αν είχε μιλήσει με τ΄αστέρια… /Αν προσπαθούσε να δει τον ουρανό…». Και συνεχίζει: «Δεν τον κατηγορώ.Δικαίωμά του./Μα κάποτε έφτασε η ώρα της αλήθειας. Ακόμα και τότε δεν το παραδέχτηκε.»Πρόκειται για αναφορά σε πρόσωπα καθημερινά, που ο καθένας μας συναντά. Πρόσωπα που δε βιώνουν το μυστήριο της Αγάπης και δείχνουν πως δεν τους ενδιαφέρει να το βιώσουν.

Χρήση φωτεινών και μελωδικών εικόνων, αντιθέσεων, μεταφορών , παρομοιώσεων, υπερβατών σχημάτων, επιθέτων, ερωτημάτων αλλά πρωτίστως ειλικρινών και ευθαρσών κυριολεξιών, συνθέτουν τον καμβά των 3 έργων της.

 

Εβίτα Κασαγιάννη (βιογραφικό σελ.26)

  1. «Πίστη (σελ.27)

Στην «Πίστη», σε τόνο εξομολογητικό, στο α΄ ενικό πρόσωπο, φράσεις σύντομες, σαν αυτές που χαρακτηρίζουμε στο συντακτικό «απλές προτάσεις». Σύνδεση κυρίως παρατακτική που προσδίδει γλαφυρότητα στο ύφος και αποπνέει αίσθηση σιγουριάς για τα λεγόμενα. Κάθε λέξη , κάθε στίχος εκπέμπει ήχο και απόηχο. Καμία διάθεση επίδειξης ή ρητορείας .Δε χρειάστηκε άλλωστε, αφού η κ. Κασαγιάννη πέτυχε απόλυτα να αποδώσει με εκπληκτική αποτελεσματικότητα τον προβληματισμό της να πιστέψει σε κάτι, την αρνητική απάντηση από κάποιους , τις επακόλουθες πληγές της , την κούρασή της , την πτώση της, με λιτότητα και ρεαλισμό: «Πίστεψα σε κάτι./Ρώτησα./Μου είπαν πως δεν υπάρχει. Δεν πίστεψα σε τίποτα,/μου είπαν πως είμαι τυφλή.»Αφού συλλογίστηκε , συνέχισε να ζει, να βιώνει , να αφουγκράζεται… Δεν παραιτήθηκε αμέσως .Μεσολάβησαν πληγές και χτυπήματα που προκάλεσαν την κούραση: «Πληγώθηκα περισσότερο απ΄ όσο πλήγωσα,/χτυπήθηκα περισσότερο απ’ όσο χτύπησα./Κουράστηκα./Είπα: «Δεν πάει άλλο»./Έπεσα κάτω.»Και στη συνέχεια, το θαύμα της βίωσης του αγγίγματος ενός χεριού που πείθει πως είναι φυσικό κι όχι υπερφυσικό, έδωσε την καταλυτική απάντηση, η οποία δεν «έρχεται» από έξω, ούτε από εκλογικευμένες θεωρήσεις τρίτων. Η πίστη δεν έχει σχέση με βερμπαλισμούς, εδραιώνεται έτσι… απλά , αλλά βιωματικά ,μέσα στο ποιητικό υποκείμενο. «Ένα χέρι με σήκωσε,/το ένιωσα να μ’αγγίζει/.Ξαφνικά , άρχισα να πιστεύω,/ να πιστεύω σε κάτι που/πλέον, είχε μορφή. Τότε , δε ρώτησα κανέναν!»Δεν κατέβαλαν οριστικά η αδικία και τα χτυπήματα της ζωής την ποιήτρια. Μέσα από ένα πλέγμα αντιθέσεων: πίστεψα-δεν πίστεψα, ρώτησα-δε ρώτησα, κάτι-τίποτα, πληγώθηκα-πλήγωσα, χτυπήθηκα-χτύπησα, έπεσα-με σήκωσε, αισθητοποιεί εύγλωττα τις στιγμές ανθρώπινης αδυναμίας, αμφιταλάντευσης και διλημμάτων. Έντεχνα, η μορφή τού ποιήματος υπηρετεί και απογειώνει το περιεχόμενο.

  1. «Τα σημάδια» (σελ.28)

Στο «Τα σημάδια» προχωρά βαθύτερα, πέρα από την αποκαλυπτική καταγραφή ενός θαυμαστού προσωπικού   βιώματος και περιγράφει με εξαιρετική επίνοια σε εικονοποιό μεταφορικό λόγο , την ανάγκη της να ενισχύσει την πίστη της στο Θεό, αναμένοντας σημάδια: «Στο μυαλό μου, μικρές και αγκαθωτές καρφίτσες,/ τρυπούν ανελέητα/ κάθε μου ελπίδα σε Σένα». Λέξεις πεζές, όπως «μικρές καρφίτσες» που βγαίνουν από το πρωτόλειο κέλυφός τους και αποκτούν ποητικό ντύμα και βάθος, ερεθίζοντας την αίσθηση της αφής και ευρύτερα του νιώθω και βιώνω. Το «τρύπημα», όχι «τσίμπημα», με αιχμηρό αντικείμενο είναι οδυνηρό, βαθύ και μπορεί να δημιουργήσει και συνειρμό με τον «ακάνθινον στέφανον» που τοποθέτησαν με χλεύη στον Ιησού. Οι μικρές και αγκαθωτές καρφίτσες τρυπούν, όχι το δέρμα, αλλά το μυαλό και το θυμικό του εγκεφάλου, που αποτελούν, στο συνδυασμό τους, τον πυρήνα της ανθρώπινης αντίληψης και συμπεριφοράς. Όμως, σοφότατα-κατά τη γνώμη μου- συμπεραίνει, πως η ελπίδα και η πίστη δεν εδράζουν σε κινήσεις σπουδαίες, υπεράνθρωπες, αλλά σε απλά καθημερινά σημάδια. «Μεγάλο λάθος/να αναζητούμε ελπίδα/σε κινήσεις σπουδαίες, υπεράνθρωπες, /τόσο ξεκάθαρες στα μάτια και στο νου/που να μην υπάρχει αμφιβολία ότι είναι θεΐκές. Εντυπωσιάζει η διατύπωση, που τονίζει τη θέση μέσα από αντίθεση: «Αλήθειες μεγάλες, που όμως/ χωρούν σε μικρές στιγμές». Τέλος, συγκινεί με την απροκάλυπτη τριπλή έκκληση για βοήθεια από το Θεό να πιστεύει: «Βοήθησέ με! Βοήθησέ με να ακούω ό, τι δεν ακούν τα αυτιά,/να βλέπω ό,τι αγνοούν τα μάτια./Βοήθησέ με να πιστεύω!»Στις δύο πρώτες και την 5η στροφή δηλώνει την αναμονή, ως ένα ατομικό θέμα, ενώ στην 3η και 4η καταθέτει με μεγάλη σιγουριά τις φιλοσοφικές της τοποθετήσεις σε α΄ πληθυντικό πρόσωπο. Συνομιλεί με το Θεό σε ιδιωτικό επίπεδο, αλλά αναπόφευκτα, ασκεί αρνητική κριτική στις πεποιθήσεις και των πολλών, μέσα στους οποίους γενναία εντάσσει και τον εαυτό της. Το ποίημα αποκαλύπτει μία προσωπικότητα με εμβρίθεια ευρέως διαμετρήματος και αντιπροσωπεύει τους ανθρώπους που δεν πείθονται από την ακόπιαστη πεπατημένη, μα αγωνίζονται να νιώσουν τη ζωντανή σχέση με το Θεό. Σχετικά μ’ αυτό, αλλά και με το 1ο ποίημα της κ. Κασαγιάννη είναι καλό να αναφερθεί η γνώμη του πατέρα Φιλόθεου Φάρου: «…πιστεύω, σημαίνει έχω μια ζωντανή σχέση με το Θεό, το Χριστό, όχι ότι απλά λέω «Πιστεύω εις ένα Θεό, Πατέρα Παντοκράτορα». Αυτός που προσπαθεί να αποδείξει ότι πιστεύει είναι αυτός που δεν πιστεύει και προσπαθεί να αποδείξει ότι πιστεύει και προσπαθεί να παραπλανήσει και τον εαυτό του.Σ την πραγματικότητα, θα ήθελα να ρωτήσω, έχετε συναντήσει τον Ιησού Χριστό; Εσύ, που λες ή επαναλαμβάνεις αυτό που λέει ένα βιβλίο, ακόμη κι αν αυτό είναι το Ευαγγέλιο, τον έχεις συναντήσει; Κοιτάξτε, ο άπιστος Θωμάς δεν είναι παράδειγμα προς αποφυγήν, αλλά προς μίμηση. Αυτό είναι πίστη. Τα άλλα είναι απάτη είτε με επίγνωση, άρα είναι παλιανθρωπιά είτε χωρίς επίγνωση, άρα είναι νεύρωση.(*11)

3.«Ο αγώνας» (σελ.29)

«Καρδιές που δεν άντεξαν μεγάλες αλήθειες,/λιποτάκτησαν./Χέρια που δεν άντεξαν στο κρύο,/μαζεύτηκαν./Μάτια που στέρεψαν από δάκρυα,/έκλεισαν ερμητικά./Πίστη χαμένη!»Απόδοση της έντασης της απογοήτευσης με έλλειψη συνδέσμων μεταξύ των προτάσεων. Μεταφορική και συμβολική χρήση μερών του ανθρώπινου σώματος, όπως «καρδιές, χέρια, μάτια», για να υπογραμμιστεί με ενάργεια και ζωντάνια η λιπόψυχη στάση των ανθρώπων μπρος σε ό,τι δεν αντέχουν, μιας και είναι συνήθεις –κατά την εκτίμηση του καθενός μας- οι ανατροπές και οι ματαιώσεις των προσδοκιών μας. Μάλιστα οι μεγάλες αλήθειες παραλληλίζονται με το κρύο! Στην ίδια γραμμή με τα δύο προηγούμενα ποιήματά της, η δημιουργός επεξεργάζεται το θέμα της πολλαπλότητας θεώρησης της πίστης. Συνεχίζει: «Υπάρχουν ,όμως ακόμη,/στόματα που διψάνε,/ευχές που έμειναν ανεκπλήρωτες,/χέρια που ζητιανεύουν λίγο Θεό!»Εδώ τα «στόματα», τα «χέρια» και το «ζητιανεύουν» παραστατικοποιούν το μέγεθος της εναργούς διακαούς επιθυμίας και το είδος της χρείας για «…λίγο Θεό!».Πάντα, όμως, καταλήγει πως η ακλόνητη πίστη δεν υποκύπτει στην ανάγκη. Και συμπληρώνει αιτιολογώντας πως «Αυτή την πίστη πρέπει να αναζητείς… στα πύρινα έγκατα της ψυχής σου».Μακριά από  ρασιοναλιστικές τοποθετήσεις, αποδίδεται αξία στο ένστικτο, στην εσωτερική φωνή, τα οποία, όταν λαμβάνονται και αυτά υπόψη, επιτυγχάνεται η αρμονία και η γαλήνη της συνειδησιακής ζωής. Γι΄αυτό, μετά τις προκείμενες, διαμέσου ενός συγκροτημένου συλλογισμού, καταλήγει στο συμπέρασμα-ενθαρρυντική και ζωτική ρήση: «Αγωνίσου με κάθε κόστος/και όταν ακόμη κουραστείς,/συνέχισε να ελπίζεις!»

Και , για όσους τυχερούς γνώρισαν την εργατική και ταλαντούχα Εβίτα, πείθονται από την ποίησή της , γιατί παλεύει, στην πράξη, ηρωικά και αγωνίζεται , μεταδίδοντας σε μας τους μεγαλύτερους, την ελπίδα ότι δεν είναι όλα χαμένα. Και εκπλήσσει κάθε φορά ευχάριστα: Παρά το νεαρό της ηλικίας της(μαθήτρια Γ΄ Λυκείου), διαφαίνεται ψυχοπνευματική ωριμότητα, πολύ μεγαλύτερης βιολογικής ηλικίας. Βλέπει πίσω από τα φαινόμενα, αμφισβητεί ό, τι προβάλλει ως προφανές .Διαθέτει τη σπάνια ικανότητα να ελέγχει και να εκτιμά τη φύση των γεγονότων και των συναισθημάτων και βιωματικά , αλλά και από απόσταση και μάλιστα από διαφορετικές εστιάσεις.

 

 

Σωτήριος Νικολαΐδης (βιογραφικό σελ.30)

  1. «Άγιος Ιωάννης Πρόδρομος» (σελ.31-35)

Ο κ. Νικολαΐδης , από το εκτενέστατο σε ποσότητα και ποικιλία έργο του(πεζά, ποιήματα, ορατόρια, θεατρικά σενάρια κ.λπ.) που έχει δημιουργήσει σε διάστημα πολλών ετών, επιλέγει να μας παρουσιάσει σε ένα μακροσκελές αφηγηματικό ποίημα 135 στίχων, σε ιαμβικό 15σύλλαβο, τον «Άγιο Ιωάννη Πρόδρομο». Ο Ιωάννης ο Βαπτιστής, γιος του Ζαχαρία και της Ελισάβετ, αποκαλούμενος και Προφήτης στην Παλαιά Διαθήκη και ως Πρόδρομος στην Καινή, είναι άγιος και προφήτης του Χριστιανισμού, σύγχρονος του Ιησού Χριστού(γεννημένος 6 μήνες πριν το Χριστό) και θεωρείται ότι με τη διδασκαλία του προετοίμασε τον κόσμο να υποδεχτεί το Μεσσία Ιησού, εξ’ ου και ο χαρακτηρισμός Πρόδρομος. Η διδασκαλία του δηκτική , ιδιαίτερα προς τις ανηθικότητες της όποιας εξουσίας, γεγονός που εξανάγκασε τον τότε τετράρχη της Γαλιλαίας Ηρώδη Αντύπα -επειδή τον έλεγξε για την παράνομη συμβίωση με τη νύφη του Ηρωδιάδα- να τον θανατώσει δια αποκεφαλισμού. Γνωστή η ρήση του(από το κατά Ματθαίον ευαγγέλιο): «Μετανοείτε, ήγγικεν γαρ η βασιλεία των ουρανών» ,βαπτίζοντας τους προσερχόμενους προς αυτόν.(*12)

Ο αφηγητής, λοιπόν, με αφορμή την επίσκεψή του σε ταπεινό ερημοκλήσι με σβηστά καντήλια, όπου «είπε να μπει της προσευχής τα λόγια να ψελλίσει», περιγράφει στους πρώτους 15 στίχους, με δραματική γλαφυρότητα, επιστρατεύοντας θαυμαστή εικονοποιία, τη μορφή του Αγίου Ιωάννη, με το «σύθαμπο άγιο βλέμμα / να τον καρφώνει ελεγκτικά…». «Μέσα σε πιάτο ακριβό κεφάλι να κρατούνε/Μπλεγμένα ήταν τα μαλλιά μαζί κι η γενειάδα…/Μα εσύ έστεκες θεόρατος γίγαντας μες στα όρη/Με τις φτερούγες ανοιχτές έτοιμος να πετάξεις/Στου ουρανού τα δώματα που τόσο αγαπούσες…». Σ τους επόμενους 17 στίχους, συνεχίζει, μεταφέροντάς μας νοερά στο μακρινό παρελθόν του Αγίου, οπότε και ετεύχθη η αναπάντεχη και παράξενη σύλληψη του στη μήτρα της μητέρας του. Παρακάτω, σε 102 στίχους, σαν να προβάλλεται μπροστά μας ταινία, με ακριβέστατη περιγραφή και συγκλονιστική αφήγηση σε γραμμική σειρά, παρακολουθούμε, ab ovo, όλα τα βασικά γεγονότα της ζωής του Αγίου, από την παιδική του ηλικία έως την ταφή του από τους μαθητές, μετά το βίαιο θάνατό του. Τονίζονται οι ιδιαιτερότητες του βίου του: «Ντυμένος μέσα στην τριχιά χειμώνα καλοκαίρι/Και τυλιγμένο την οσφύ σαν άξιος στρατιώτης/Οι πέτρες και τα φρόκαλα κρεβάτι σου και στρώμα/Στις λιγοστές του ύπνου σου τις ώρες τα λεπτά/Σαν τα πουλιά του ουρανού μάζευες την τροφή σου/Από ακρίδες λιγοστές και άγριο μέλι μαύρο/Και φώναζες στην έρημο και αντήχαγ΄η φωνή σου…». Παρακάτω, μετέχουμε στη μυστηριακή σκηνή της Βάπτισης του Κυρίου στον Ιορδάνη ποταμό: «Σήμερα εγώ μες στο νερό το βάπτισμα σας δίνω/Μα Εκείνος που ακολουθεί δίνει το Άγιο Πνεύμα/Να κάψει μέσα στη φωτιά το σάπιο εαυτό μας…/Κι όταν κοντά σου ζύγωσε στα ρείθρα του Ιορδάνη/Αυτός που με το Λόγο του τον κόσμο είχε κτίσει/Γονάτισες στα πόδια Του ταπείνωση γεμάτος…/Κι αφού σε καθησύχασε ο Κύριος των αγγέλων/Και είπε πως είναι θέλημα και εντολή από Πάνω/Έσκυψες πήρες το νερό στα ροζιασμένα χέρια/Και βάπτισες τον Ουρανό στη γη όπου κατέβη…». Ακολουθεί ο τραγικός αποκεφαλισμός από τον Ηρώδη: «Γενέθλια εόρταζε ο άδικος Ηρώδης/…Ηρωδιάς λυσσομανά κι η κόλαση τρομάζει/Και ξαφνικά σηκώνεται η κόρη της Σαλώμη/Λάγνο χορό αρχίζει ευθύς στα πέπλα τυλιγμένη…/Κι αποζητά το ακριβό κεφάλι του Ιωάννη…/Τους δήμιους βλέπει ο Άγιος και σκύβει το κεφάλι/Πάνω σε πέτρινο σκαλί τον τράχηλο τεντώνει/Και το τσεκούρι το κοφτό, το νήμα της ζωής του/Σφυρίζοντας κόβει με μιας κι η φυλακή ματώνει…». Στους τελευταίους 5 στίχους, χρησιμοποιώντας το σχήμα του κύκλου, μας επαναφέρει ξανά στο δικό του ποιητικό παρόν στο εκκλησάκι: «Αυτά σκεφτόμουνα καθώς έβλεπα τη μορφή σου/ Άγιε Ιωάννη Βαπτιστή, λυχνάρι και αστέρι…/Κι έσκυψα ν΄ αναβαπτιστώ στο άγιό σου αίμα.»

Θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ως ένα άριστο αφιέρωμα στον Άγιο που κατακλύζεται από κατάνυξη και θαυμασμό γι’ αυτόν, επιδαψιλεύοντας τα χαρακτηριστικά της προσωπικότητάς του.Και το αποτέλεσμα; Προκύπτει πολύ αυθόρμητα! Η μεγαλοσύνη της προσωπικότητας του Αγίου Ιωάννη Προδρόμου ερεθίζει τον γράφοντα προς μια αναβάπτιση, που υποβάλλει, πιθανόν, μια ab imo pectore ανάγκη ανακάθαρσης, ιλασμού και αναγέννησης στην καθημαγμένη ψυχή του. Και γιατί όχι και στη δική μας;

Η γραφή του κ. Νικολαΐδη Σωτηρίου, στο συγκεκριμένο έργο, παραπέμπει στη μαγεία του ομηρικού λόγου ή και του Ερωτόκριτου. Διατηρεί αμείωτο το ενδιαφέρον του αναγνώστη με την ικανότητά του να αναπαριστά με πιστότητα τις σκέψεις του, κυρίως με όχημα τις εικόνες. Χαρακτηριστική είναι η χρήση ποικιλίας ρηματικών προσώπων, με επικράτηση του β΄ ενικού που αποκαλύπτει την πηγαία επιθυμία του να επικοινωνήσει άμεσα με το σεπτό πρόσωπο του Αγίου. Αξιοσημείωτη, οπωσδήποτε η μαεστρία με την οποία χειρίζεται τον πλούτο της ελληνικής γλώσσας, στη λόγια και τη σύγχρονη «δημοτική» έκφρασή της και ως προς την ευρύτητα του λεξιλογίου, αλλά και ως προς τους συνδυασμούς λέξεων που συνθέτει. Το έργο αυτό, αν και κατ’ ουσίαν, εκθέτει μια βιωμένη εμπειρία του ποιητικού υποκειμένου, «εγκιβωτίζει» την αναπαράσταση μιας πραγματικής θρησκευτικής ιστορίας από το Κατά Ματθαίον Ευαγγέλιο, και ως εκ τούτου, θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί εναλλακτικά ως «αντικείμενο διδασκαλίας». Είμαστε μπροστά σε μία αξιοπρόσεκτη περίπτωση, όπου η ποίηση, και ειδικά η έμμετρη που ευνοεί την απομνημόνευση και κατακλύζεται από εσωτερική μουσικότητα, δύναται να εξυπηρετήσει και σκοπούς εκπαιδευτικούς, όπως ευχάριστο τρόπο εκμάθησης νέου γνωστικού αντικειμένου.

Φώτιος Πάνος (βιογραφικό, σελ.36)

1.«Απλά Χαρείτε» (σελ.37)

Με χρήση α’ πληθυντικού προσώπου, εντάσσοντας και τους αναγνώστες στην «υπόθεση» του προβληματισμού του, ο ποιητής διαπιστώνει πως συμμετέχουμε στην κιβωτό που έχει χαθεί « γεφυρώνοντας τον τρούλο των αγγέλων σύμβολα διαθήκης». Η αλήθεια και τα λόγια των δύο χιλιάδων χρόνων μπορούν να υπενθυμηθούν από τα απλά λόγια μιας μεταλαβιάς. Γλώσσα με έντονο συμβολισμό , μέσα από τον οποίο ρέουν σκέψεις για πολλαπλή ανάλυση :Ένας πάπυρος διπλωμένος δίπλα στην άγια τράπεζα και ένας μοναχός να βαφτίζει την αυταπάρνηση. Γιατί « διπλωμένος»; Και συνεχίζει περισσότερο διεισδυτικός, αγγίζοντας κορυφαία θέματα, όπως το ξεγέλασμα των ονείρων από τον ύπνο μα η αγρύπνια δεν ξεγελιέται, είναι μόνιμη, στέκει στη φωτιά και ζεσταίνει τη νύχτα. Παρατηρεί πως ίσως οι λέξεις δεν ανταποκρίνονται στη μόρφωση που κυριεύουν τις καρδιές των ανθρώπων και ασυλλόγιστα θρηνούν το μισοφέγγαρο που τείνει να εξαφανιστεί. Όμως , σίγουρος , λίγο παρακάτω τονίζει πως οι φλέβες μας φέρουν ευθύνη και η εποχή μας τιμωρεί και ημερεύει τα ήθη μας και τις συγγνώμες γιατί η απλότητα και η μέριμνα μας έχουν αγγίξει. Θα μπορούσε κάποιος να υποθέσει πως τα σημαίνοντα εγείρονται και καταγράφονται αυτόματα, αλλά τα σημαινόμενα διέπονται από μία εσωτερική συνοχή και νοηματική συνέπεια: η ευθύνη που φέρουμε επισύρει τιμωρία που… ευνοείται από το άγγιγμα της απλότητας και της μέριμνας.Η εποχή είναι πρόσφορη για την τιμωρία και με σχήμα οξύμωρο, αυτή πραγματώνεται με… συγγνώμες και ημέρωμα ηθών !Τι κρίμα που δε γινόταν κατόπιν λογισμού! Κλείνει με την επιβεβαίωση ότι αργά ή γρήγορα το πρόσωπό μας θα λάμψει και θα αρκεστούμε στην ιστορία της γέννησης και της ανάστασης. Δεν είναι συνήθης ο τρόπος κλεισίματος γράφοντας: «Το ποίημα έχει ακουστεί και ο λόγος έχει ακουστεί. Απλά χαρείτε». Υπογραμμίζεται πως ό, τι έπρεπε να ακούσουν οι άνθρωποι το άκουσαν. Και προτρέπει προς ένα συναίσθημα που σε πρώτη ανάγνωση περνάει ως κάτι πράγματι απλό, αλλά είναι; Για τον ποιητή η απάντηση είναι «ναι».

  1. 2. «Έρχεται» (σελ. 38-39)

Από τον τίτλο δημιουργείται ενδιαφέρον και περιέργεια για το υποκείμενο του ρήματος «έρχεται». Η απάντηση λαμβάνεται μόλις στο τέλος «…για να προέλθει ο πρωτομάστορας απ’ το μέλαθρον να ιαίνει την εξασθένιση». Είναι αξιοπρόσεχτος ο ενεστώτας διαρκείας :να ιαίνει δηλαδή εξακολουθητικά, ες αεί. Καθ’ όλη την ανάγνωση του πολύστιχου αφηγηματικού ποιήματος, ο αναγνώστης έρχεται σε επαφή με εικόνες που έχουν κάποια υπερρεαλιστική διάσταση, αλλά όχι εξ’ ολοκλήρου. Εξαρτάται από την οπτική που θα προσεγγίσει κάποιος τα πυκνά νοήματα. «Τα κλαδιά που έχουν πέσει κρατήρας στη μύτη του/ χελιδονιού/όπλα στην πόρτα του επισκέπτη να απορροφά τον/νου στο ξένο/σεντόνι» Οι εναλλαγές μάλιστα εστιάσεων δημιουργούν και διαφορετικά νοήματα και άρα συναισθήματα. Σύμφωνα , πάντως με τις δηλώσεις των περισσότερων καλλιτεχνών, δεν είναι υποχρεωτική η κατάληξη σε σαφή και συγκεκριμένα συμπεράσματα από τη μελέτη ενός έργου τέχνης. Έτσι, κάποιες φορές η αισθητική απόλαυση εκπορεύεται από την ανάγνωση περιγραφών που δεν φαίνεται να τυγχάνουν υποχρεωτικής λογικής αλληλουχίας, αλλά πάντα σχεδόν υπάρχει. Κι εδώ υπήρχε εξαρχής ο στόχος να αναρωτηθεί ο αναγνώστης ποιος θα σβήσει τα προβλήματα που δυστυχώς θάλλουν στον κόσμο. «Βλέπεις τα δάκρυα, συντετριμμένες εικόνες στη σχισμή του χτες και σήμερα…». Η παρουσίαση των εικόνων γίνεται γρήγορα, σχεδόν ασθμαίνοντας, με κύρια χρήση της παρατακτικής σύνδεσης. Και η ερμηνεία τους μοιάζει μπερδεμένη, όπως ίσως είναι και η παθολογία που βιώνουμε στην πραγματικότητα. Ίσως και η εναντίωση στην εύκολη ή εύπεπτη γραφή να προκαλείται ή να συνεπάγεται την αντίσταση στον κομφορμισμό και την αναζήτηση μιας πιο ελεύθερης ποιητικής φόρμας.«Τα κλαδιά που έχουν πέσει κρατήρας στη μύτη του χελιδονιού/όπλα στην πόρτα του επικέπτη να απορροφά τον νου στο ξένο σεντόνι.»Πανδαισία πρωτότυπων μεταφορών και συλλήψεων που εκπλήσσουν: «Οιωνοί κρεμασμένοι στο σκοτάδι να αριθμίζουν τον πόθο…»,«Κάθε δρυμός αμπελώνας στο λάρυγγα της επιστήμης…» και σε άλλα πολλά σημεία.

Είναι χαρακτηριστική η μορφή με το διασκελισμό κάθε στίχου στον επόμενο, τεχνική που εδώ εξυπηρετεί την απόδοση της βιασύνης, της ψυχικής έντασης, της ταραχής. Κάθε λέξη ή συνεκδοχή δίνει πολυάριθμες δυνατότητες νοηματοδότησης και γεννά πλείστους συνειρμούς.

  1. «Θυμίαμα» (σελ. 40)

Όλο το ποίημα διατρέχει η χρήση του α’ ενικού ρηματικού προσώπου, δημιουργώντας μία αυτοβιογραφική κατάθεση του αφηγητή: «Παραδίνομαι στο θυμίαμα και ξεχνώ την κλεισούρα/ της ψυχής,/ μια μικρή λειτουργία που αρχίζει όταν το καρβουνάκι/ σπινθηρίζει»/. «… το αίνιγμα του αυγερινού/ δειλά δειλά περιμένει/ την υπερύψωση και τη λησμονιά που σαν τώρα η/ προσευχή αποδημεί μακριά απ’ τα λουλούδια ,/ μακριά από τον/ κόσμο.» Ανάγει το θύμιασμα σε τελετουργία, με ανάλυση των συναισθημάτων που βιώνονται κατά το άκουσμα του καψίματος του μικρού κάρβουνου, τη μυρωδιά που υποβάλλει και επιβάλλει, θα ‘λεγε κανείς , τη σιωπή και το άνοιγμα του παράθυρου για να ελευθερωθεί η επωδή και ο κακοθάνατος. Το θυμίαμα καθίσταται μέσο για να ξορκίσει το κακό, για να υπερυψωθεί το ποιητικό υποκείμενο και μέσω της προσευχής. Η μορφή του ποιήματος παρουσιάζει την ίδια ιδιομορφία με το προηγούμενο: εναλλάξ ένας στίχος με πολλές λέξεις (περιλαμβάνει από επτά έως εννέα λέξεις) και ο αμέσως επόμενος από μία έως τρείς λέξεις. Κάθε στίχος συμπληρώνει το νόημά του στον επόμενο .

Γενικά, τα ποιήματα του κ. Φ. Πάνου, θα μπορούσαν να εξάρουν τη φαντασία του αναγνώστη στο ζενίθ και να απολαύσει ακόμη και αποσπασματικά κάθε στίχο ή δίστιχο, ανεξάρτητα από τη νοηματική τους ένταξη στο σύνολο του ποιήματος.

Κατερίνα Παπά ( βιογραφικό σελ.41)

  1. «Άτιτλο»(σελ.42)

Στο 1ο «Άτιτλο», μάς εμπιστεύεται ότι είναι στιγμές που χάνεται, που βιώνει σκληρή μοναξιά. «Κι είναι στιγμές, που χάνομαι/μέσα στις τόσες θύμησες/κόκκινες, ροζ, γκρίζες./Εκείνες που ταιριάζουν πιότερο/στις στιγμές της μοναξιάς μου,/της μοναξιάς που κανένας/δε θα ρωτήσει για τη σκληρότητα/ του μισοτραβηγμένου βέλους της.» Οι καίριες επιλογές των ρημάτων και της παραστατικής και ταυτόχρονα δραματικής εικονοποιίας του 8ου στίχου, συμπαρασύρουν κάθε αναγνώστη με κεραίες λεπτής ευαισθησίας στην αισθητοποίηση του σκληρού βιώματος της μοναξιάς. Συνεχίζοντας, διατυπώνει δύο ερωτήματα χωρίς παραλήπτη, σαν να τα υποβάλλει στον εαυτό της, με περιεχόμενο τη βεβαιότητα της ματαιότητας που φύλαξε τον ανθισμένο κόρφο της μονάχα για να γείρει η αγάπη και που όλον τον κόσμο έκλεισε μες στον καθρέπτη της καρδιάς της. Η χρήση αυτής της μορφής ερωτημάτων, καθώς και η διπλή επανάληψη, εδώ, υποβάλλουν την ένταση της ματαιότητας της απότισης φόρου τιμής στην αγάπη: «Τι σημασία έχει αλήθεια/αν φύλαξα τον ανθισμένο/κόρφο μου μονάχα για να γείρει η αγάπη;/Τι κι αν τον κόσμο όλον έκλεισα/μες τον καθρέπτη της καρδιάς μου;» Έτσι, συντετριμμένη, καταλήγει στο επώδυνο συμπέρασμα : «Κανένας δεν μπορεί να καταλάβει τον πόνο μου.» Ωστόσο, στο τέλος, με απόλυτη πεζολογική λιτότητα, μας μεταδίδει την ελπιδοφόρα και λυτρωτική δύναμη που πηγάζει από τη σιγουριά ότι «Μονάχα ο Θεός κι ο πληγωμένος/μπορεί να αναγνωρίζει την αγωνία μου». Δίπλα στο Θεό, που, a priori , κατανοεί και συντρέχει στα τραύματα από το μισοτραβηγμένο βέλος, η κ. Παπά δεν υποτιμά καθόλου και την ενσυναίσθηση που απορρέει από τον πληγωμένο προς τον πληγωμένο συνάνθρωπο! Έμμεσα, υποβάλλονται η αλληλεγγύη και αλληλοσυμπαράσταση, ως αυθεντικές αρετές για άμβλυνση της ανθρώπινης αγωνίας.

  1. «Άτιτλο»(σελ.43)

Στο 2ο «Άτιτλο», ξεδιπλώνεται μια προσευχή-παράκληση, με περιεχόμενο που άπτεται της ουσιαστικής φιλοσοφίας του χριστιανισμού: «Θεέ μου, φτιάξε μου μια καθαρή καρδιά,… το πνεύμα μου ανύψωσε…και στεφάνωσε την υλιστική /παρουσία μου με προστασία αγγελική.».Δεν απαριθμεί τα συνήθη αιτήματα των προσευχόμενων, για επίτευξη οφθαλμοφανών και άμεσων στόχων. Όχι. Ζητά τη συνδρομή του Θεού για τη δημιουργία της δικής της καθαρής καρδιάς, εξυψωμένου πνεύματος και στεφανώματος του σώματος της με αγγελική προστασία. Γνωρίζει πως αποκτώντας αυτές τις χάρες , που λειτουργούν ως βασικές προϋποθέσεις για την απόκτηση όλων των επακόλουθων αγαθών, θα νιώθει ευδαίμων, υπό την προστασία του Θεού. Και δε μεταθέτει την ευθύνη στα τρωτά σημεία των άλλων, οι οποίοι είναι -κατά τη συνήθη αντίληψη- οι υπαίτιοι των συμφορών μας, αλλά μέσα από μια έκρηξη αυτοσυνειδησίας, στρέφεται στην ανάγκη για ενδυνάμωση και βελτίωση, κυρίως, του δικού της ψυχοπνευματικού εαυτού. Πόσοι προσφεύγουν σε μια τέτοια παράκληση, άκρας και ειλικρινούς ταπείνωσης , που εν τέλει , μάλλον   εξυψώνει τον/την προσευχόμενο, -η;

  1. «Άτιτλο»(σελ.44)

Στο 3ο τετράστιχο «Άτιτλο», σε 15 λέξεις, συμπυκνώνει τη λιτότατη δήλωσή-ομολογία της: «Στον Ένα, τον Άχραντο,/ Άσπιλο και Αμόλυντο/εναποθέτω την ψυχή μου/αρνούμενη το σαρκίο μου». Έχει σημασία να αναφερθεί ότι η παραπάνω δήλωση βαραίνει ιδιαίτερα, μιας και εκφράζεται από μία, κατ’ εξοχήν, ποιήτρια του Έρωτα, τον οποίο ανάγει σε μυστηριακή συνεύρεση σωμάτων και ψυχών δύο ανθρώπων , αδιάρρηκτα συνδεμένων .Μήπως , όμως, και η εναπόθεση της ψυχής « Στον ‘Ένα» δεν είναι μία από τις ουσιαστικότερες συνιστώσες του πραγματικού Έρωτα, που συγκλονίζει συθέμελα μυαλό και ψυχή;  Μπροστά στον Ένα, τον Αμόλυντο, αρνείται το σαρκίο της… Δεν αρνείται συλλήβδην το σώμα και τις ευλογημένες λειτουργίες του, παρά το σαρκίο, δηλαδή την ευτελή έκφανσή του. Ποια μπορεί να καταστεί μεγαλύτερη απόδειξη αγάπης; Μόλις σε οκτώ λέξεις, των δύο τελευταίων στίχων καταφέρνει να συμπυκνώσει το μεγαλείο της ευλαβικότητας και ευμένειας της δήλωσής της, με αντίσταση στον κούφιο ρητορισμό. Άλλωστε, η εναπόθεση της ψυχής μας σε ό, τι ειλικρινά αγαπάμε, αποδεικνύεται με έργα κι όχι με πομπώδη φληναφήματα.

‘Όπως, στα περισσότερα έργα της, η Κ. Παπά διαπνέεται από αισθήματα αγάπης και ευλάβειας για τον πλησίον. Σχεδόν τρομάζει η ομολογία της επιλογής της να είναι δοτική, να δηλώνει, άλλοτε ευθύβολα και άλλοτε ex silentio, ότι περιμένει από κάποιο άλλο υποκείμενο τη χαρά ή την ανάσταση, χωρίς, όμως,   να ασκεί καμία πίεση σ΄αυτό. Κανένας εγωισμός. Γενναία παραδοχή της φύσει ανάγκης μας για αλληλεπίδραση και επικοινωνία. Πρόκειται για μια ποιήτρια του « εμείς», της αναζήτησης του άλλου, όχι ως υποκειμένου εξάρτησης, αλλά ως « συνταξιδιώτη» για κοινωνία στο ταξίδι της ζωής.

Στο λόγο της παρατηρούμε προσεγμένη χρήση των λέξεων, με σύνθεση τους σε ποικιλία ευφάνταστων λειτουργιών , όπως εύστοχες μεταφορές και ζωηρές εικόνες. Εκφράζει τις μνήμες της , τις ανάσες της, τη λαχτάρα της, κινητοποιώντας επίκλυση (υπερχείλιση) συναισθημάτων υψηλού διαμετρήματος.

 

 

Βασιλική Παππά (βιογραφικό σελ.45-47)

  1. « Περιμένοντας το Πάσχα» (σελ. 49-50)

Η κ. Παππά Βασιλική, η οποία από το Μάιο του 2014 έχει ενταχθεί στην Ένωση Ελλήνων λογοτεχνών, στο πρώτο ποίημα με το οποίο ανθολογείται, κάτω από το βασικό τίτλο, θέτει τη γνωστή φράση: «Γρηγορείτε ουν, ότι ουκ οίδατε ποία ώρα ο Κύριος υμών έρχεται» (Ματθ. 24, 42). Η ρήση αυτή κινητοποιεί το ενδιαφέρον του ακροατή, προϊδεάζοντάς τον για το θεματικό πυρήνα του ποιήματος. Ως ποιητικό εύρημα-σύμβολο ή αφορμή χρησιμοποιείται η έννοια της εορτής του Πάσχα, η οποία αρχικά λειτουργούσε ως ανάμνηση της σωτηρίας των Εβραίων από τους Αιγυπτίους και το πέρασμα στη Γη της Επαγγελίας. Αργότερα, ως προέκταση σε μας , το Πάσχα εορτάζει τη θυσία και την Ανάσταση του Χριστού, με την οποία πέρασε ο άνθρωπος από τη δουλεία στην ελευθερία , από το θάνατο στη ζωή. Στην αρχή του ποιήματος, σε πεζολογικό κυρίως ύφος, δηλώνεται, ως χρόνος, το εκάστοτε κλίμα της περιόδου της προετοιμασίας αυτής της μεγάλης γιορτής: «Κορύφωση των προετοιμασιών/στο κατώφλι της μεγάλης εορτής/κυριαρχία γιορτινής ατμόσφαιρας Πάσχα!».Με φυσικότητα και σε απλό ύφος, απεκδυόμενου κάθε μεγαλορρημονίας, επισημαίνει και υπενθυμίζει τον αναστάσιμο καθολικό συμβολισμό της μεγαλύτερης χριστιανικής γιορτής και αποσαφηνίζει την αντανάκλαση στο δικό της ψυχισμό: «Ο Χριστός στις καρδιές μας/Ο Χριστός στη ζωή μας/Ο Θεός γίνεται άνθρωπος/για να με καταστήσει θεό κατά χάριν/ο Θεός γίνεται άνθρωπος/για να με αναδείξει μέτοχο μιας νέας ζωής». Όμως, ενώ έως και τον δέκατο στίχο, παρακολουθούμε μία ομαλή ακολουθία σκέψεων, στον ενδέκατο στίχο αυτή αλλάζει και η ποιήτρια μάς εισάγει, στην τολμηρή αναρώτηση «κι εγώ πού βρίσκομαι;». Ομολογεί και απορεί, με αυτομομφή, χωρίς κανένα προσωπείο, χωρίς ίχνος υποκρισίας, γιατί παραδίδεται στον αβδηριτισμό και τη ρηχή κίβδηλη πλευρά της ασυλλογισιάς που επικρατεί. Γιατί δε συνάδει, εις βάθος, με το πνεύμα του Πάσχα;: «Γιατί αρνούμαι τη μεταφυσική προοπτική μου;/ Γιατί παραδίδομαι στον παραλογισμό και την /απελπισία;/Γιατί παρασύρομαι από το πνεύμα του κόσμου;/Μεγάλος ο κίνδυνος.» Δε θυμίζει καθέναν από μας, όταν καλούμαστε να απολογηθούμε στον εαυτό μας για τον εαυτό μας; Αυτή, η επίπονη, βέβαια, λειτουργία της έντονης αυτοκριτικής, που προσανατολίζεται, όμως, προς τη γενεσιουργία μιας ψυχής ελεύθερης, προϋποθέτει ωριμότητα και άκρα ταπεινοφροσύνη. Επίσης, ενέχει την κατανόηση του επικείμενου κινδύνου από την αποχαύνωση και την αμέλεια. Ως φυσική απόρροια, ακολουθεί η αποφασιστική προτροπή για επαγρύπνηση σε όλα, ώστε να ενωθεί με τον Κύριο. Δε νομίζω πως θα μπορούσε εύκολα κάποιος να αρνηθεί ότι δεν είναι πάντα επίκαιρη η προτροπή του Απόστολου Παύλου προς τον Τιμόθεο στην οποία μας παραπέμπει: «Νήφε εν πάσι» (συναίσθηση και αυτοέλεγχος ως αντίρροπες δυνάμεις στην αναισθησία= Clear mind in every situation)(*13). Η δημιουργός καταδεικνύει οριακές καταστάσεις του διαχρονικού σκεπτόμενου ανθρώπου που πνίγεται, όταν νιώθει ότι δεν μπορεί να εγκλωβιστεί στην κοινή αστόχαστη λογική, που τείνει προς το ακάματον, την ανούσια διασκέδαση, την επιδειξιομανία, χωρίς εστίαση στην πνευματική διάσταση των θρησκευτικών γιορτών και πόσο μάλλον του Πάσχα. Προστρέχει στον Κύριο να της δώσει δύναμη. Με αφορμή τον 1ο στίχο, εύκολα μπορεί να παραπεμφθεί κάποιος στη σκέψη ότι, για πολλούς, οι γιορτές συνδέονται, δυστυχώς, με τον καταναλωτισμό, την ύλη, το πολύ φαγητό, τη δήθεν «λάμψη» με επιτηδευμένο ντύσιμο. Οι δύο παραπομπές στον Ματθαίο και τον Απόστολο Παύλο (Α΄Θες. 5, 5-8), συγκλίνουν στο μήνυμα : «Πρόσεχε, άγρυπνα σε όλα/Στάσου άγρυπνος ενάντια στην αποχαύνωση και την αμέλεια». Τονίζεται η επιταγή για επαγρύπνιση με διπλή αναφορά στην έννοια: «άγρυπνα, άγρυπνος». Στο 26ο στίχο επαναλαμβάνει το δυσαπάντητο, συνήθως, ερώτημα: «Κι εγώ πού βρίσκομαι;/Γιατί παραμένω στο σκοτάδι;». Το στοχαστικό περιεχόμενο του ποιήματος μάς συναγείρει, λοιπόν,   γύρω από τον προβληματισμό αν μένει χρόνος και νους για αυτοψυχανάλυση, για μέθεξη σε μια καινή ζωή. ώστε να φτάσουμε στην πλήρη κοινωνία και ένωση με τον Κύριο, που αποτελεί και τον ένα και μοναδικό στόχο. Έτσι, μετά την αναγνώριση του προβλήματος και της δυσκολίας να το υπερβεί, όπως, μάλλον ο κάθε θνητός, προσφεύγει σε προσευχή προς τον Κύριο με διπλή παράκληση: «Δος μου δύναμη Κύριε…» να αποφεύγει τις παγίδες του κακού, με προσανατολισμό την πλήρη κοινωνία και ένωση με τον Κύριο, που αποτελεί, άλλωστε, τον ένα και μοναδικό σκοπό.

  1. «Untitled» (σελ. 50) .

«Δε θέλω να κάνω τίποτα/Η αμφισβήτηση, μ’ εξοντώνει/Μ’ αδειάζει./Αποσύρομαι». Η έναρξη του ποιήματος και οι πρώτοι τέσσερις στίχοι είναι, με την παραδοσιακή αντίληψη της ποίησης, αντιποιητικοί, αλλά ακριβώς γι’αυτό και, μέσα από την πεζότητα και απλότητα του ύφους της, καθίστανται εύκολα κατανοητοί από τον καθένα. Το μεγαλείο της ποιήτριας, εδώ, έγκειται στο γεγονός ότι δεν αποβλέπει στον εντυπωσιασμό, αλλά στην ουσία. Το ανεπιτήδευτο ύφος υπηρετεί κι αυτό την έκφραση του βιώματός της: αφού δε θέλει να κάνει τίποτα και νιώθει άδεια, ποιο το νόημα να χρησιμοποιήσει λογοτεχνικά πλουμίδια; Όπως αποίκιλτη νιώθει η ψυχή, το ίδιο συμβαίνει και με τη μορφή του έργου. Επίσης, το αίσθημα της αμφισβήτησης και απόσυρσης, όντας, σχεδόν, γνωστό στην πλειοψηφία, προσδίδει ένα χαρακτήρα καθολικότητας. Το ίδιο αξιοσημείωτα απλή καθίσταται και η λήψη της απόφασης για αλλαγή διάθεσης και στάσης: «Μηδενίζω το κοντέρ/Καταφέρνω να βγω στην επιφάνεια/Και ξεκινώ απ’ την αρχή.»Το ασύνδετο και η παρατακτική σύνδεση των προτάσεων, καθώς και οι πεζές λέξεις που εγκλείουν, βεβαίως, το συμβολισμό τους (κοντέρ, επιφάνεια), εντυπωσιάζουν ακριβώς, επειδή… δεν επιδιώκουν τον εντυπωσιασμό, λαμβάνοντας επιπλέον υπόψη και τη βαρύτητα του θέματος. Το ρήμα «καταφέρνω» ενέχει το στοιχείο της προσπάθειας. Άρα δεν επρόκειτο για ένα ανεμπόδιστο επίτευγμα. Στο τέλος με γαλήνια πια διάθεση, καταλήγει, χωρίς στόμφο: «Τώρα γνωρίζω ότι τα όριά μου/Είναι στον ουρανό.» Ο κόπος και η εξόντωση που προηγήθηκαν, όχι μόνο δεν κατέβαλαν το ποιητικό υποκείμενο, παρά το κατέστησαν πιο σοφό και κατασταλαγμένο. Το πρώτο άτιτλό της θυμίζει, θεματικά παλαιότερα έργα της, για απόφαση επανεκκίνησης στη ζωή, αλλά εδώ προστίθεται η καταλυτική προοπτική των ορίων που προεκτείνεται προς τον ουρανό. Σημαντική, λοιπόν, η μετάγγιση αισιοδοξίας!

  1. «Untitled»(σελ. 51)

«Δεν έχεις σχήμα/Δεν είσαι αυτό που είσαι/Είσαι καρδιά/Με αιώνια προοπτική/Ψηλαφείς τον ουρανό/Και είσαι σε διάθεση/Θεϊκής συνάντησης.» Πόσοι αντιλαμβανόμαστε την πιθανή αλλοτρίωση στην οποία έχουμε περιπέσει; Και πόσοι, εφόσον το έχουμε συνειδητοποιήσει, τολμούμε να το αποδεχτούμε, για να αναπροσδιοριστούμε; Με εκκωφαντική απλότητα, η ποιήτρια, με την αμεσότητα που προσδίδει το β’ ενικό πρόσωπο, δονεί μέσα από το ποιητικό «εγώ» το συλλογικό «εμείς». Μέσα από δύο παράδοξες και ασυνήθιστες δηλώσεις-αρνήσεις, διαπιστώνουμε ότι μετά από μια τολμηρή αποσύνθεση-διάλυση του «εγώ» στους δύο πρώτους στίχους, στον 3ο στίχο, ανασυντίθεται, κατανοώντας την ταυτότητα της, ούσα, όμως, σε διάθεση θεϊκής συνάντησης. Το ρήμα «ψηλαφείς» αποκαλύπτει την αναζήτηση του ουρανού, του αληθινού, του αιώνιου. Εκεί που σημασία έχει η καρδιά. Η ιλαρότητα κατακτάται σε μια εξαϋλωμένη πραγματικότητα…

Η αρχιτεκτονική του λόγου της κ. Παππά Βασιλικής υφαίνεται με λιτότητα, ελλειπτικότητα, μα ταυτόχρονα με πυκνότητα, περιεκτικότητα και συνοχή, τολμώντας τη διαπραγμάτευση δύσκολων φιλοσοφικών προβλημάτων. Η υπέρβαση των αυστηρών συντακτικών κανόνων της γλώσσας (π.χ. στίξη) αναδεικνύει την επιθυμία για αποτίναξη των τυπικών δεδομένων που καθορίζουν ασφυκτικά την αυτοαντίληψη και παρακωλύουν τον αναστοχασμό. Η έλλειψη ποσότητας δε λειτουργεί καθόλου εις βάρος της ποιότητας, αλλά αντίθετα την αναφαίνει και, μάλιστα, χωρίς να κουράζει.

 

 

Νικόλαος Παππάς (βιογραφικό σελ.52-53)

  1. «Για τα τριάκοντα» (σελ.54-55)

Με τόνο επικριτικό, αλλά ταυτόχρονα με έντονο αίσθημα λύπης, οίκτου και πικρίας στο ποίημα «Για τα τριάκοντα», ο γράφων, σχολιάζει απροκάλυπτα, ως δραματοποιημένος αφηγητής, μία προσωπική εμπειρία στη συναναστροφή του με έναν άνθρωπο-απάνθρωπο. Επιστρατεύοντας την πρωτοπρόσωπη και δευτεροπρόσωπη αφήγηση, ο λόγος, καθ’ όλη την έκταση του ποιήματος, βρίθει γλαφυρότητας και θεατρικότητας. Θα μπορούσε να είναι φανταστικός ή και πραγματικός διάλογος. Αφορμάται από το συναίσθημα που νιώθει και στη συνέχεια το αιτιολογεί στρεφόμενος απευθείας σε β΄ ενικό πρόσωπο, στο άτομο, του οποίου δεν αποκαλύπτει την ταυτότητα ή το φύλο: «Πολύ λυπήθηκα για σε/που κύλησες στις ίδιες με τους άλλους ατραπούς/που αθέτησες/εκείνα που μέχρι πρότινος/επίστευες.» Μέσα από μια ανιούσα κλιμάκωση,  του προσάπτει μομφές ότι έλεγε και ψέματα πως δήθεν νοιαζόταν για τους αδύναμους: «…για κείνους που πάλευαν/για ξεροκόμματα./Κι ήλπιζες γι’ αυτούς/καλύτερες ημέρες…» Δεν υπαινίσσεται απλά, αλλά καυτηριάζει και ειρωνεύεται την άφατη υποκρισία του δέκτη. Κι ενώ στις 2 πρώτες στροφές, εκθέτει και αποσαφηνίζει την εκδήλωση της ανήθικης στάσης του αποδέκτη των λεγομένων, στις επόμενες 2 στροφές ανεβάζει τον επικριτικό τόνο, προσεπικυρώνοντας με αιτιάσεις ότι οι πράξεις του ήταν σε πλήρη ασυνέπεια με τις βαρύγδουπες δηλώσεις του. «Όμως, δεν μπόρεσες ποτέ / στη θέση της να μπεις/που πάσχιζε σκληρά/ν’ ορθοποδήσει. Άλλο να βλέπεις/ ήθελες εσύ…» Αιωρείται μία ασάφεια και για την ταυτότητα του «θύματος», καθώς και για το είδος της ανάρμοστης πράξης, γεγονός που , ποιητικά, επιτείνει το ενδιαφέρον του αναγνώστη , ο οποίος δύναται να προεκτείνει το πρόβλημα και πέρα από τη συγκεκριμένη περίπτωση, προς δικές του παρόμοιες εμπειρίες. Συνεχίζει: «Και την ταπείνωνες/και την ταπείνωνες…/Αυξάνοντας τον πληγωμένο εγωισμό σου.»Η επανάληψη του ρήματος « ταπείνωνες» και σε χρόνο παρατατικό, ενισχύει τη διάρκεια και τη βαρύτητα της ενέργειας. Και βαίνοντας προς την κορύφωση, αφού επιβεβαίωσε ότι «Τον Θεό από μέσα του/ από καιρό είχε αποδιώξει» ο θύτης ή η θύτρια, αποκαλύπτει το βασικό αίτιο της διολίσθησης σε απανθρωποποίηση: «για τα τριάκοντα που δεν είχες την υπομονή να περιμένεις!». Ο μεταφορικός τίτλος, ήδη, προοικονομεί για το τελικό συμπέρασμα . Κλείνει, σε σχήμα κύκλου, με την ίδια φράση με την οποία ξεκίνησε, τονίζοντας το συναίσθημα της λύπης και καταδεικνύοντας ότι και μετά από αναστοχασμό και αποστασιοποιημένος από την εκτύλιξη των γεγονότων εν θερμώ, πάλι δεν άλλαξε τίποτα στην κριτική θεώρηση του αναξιοπρεπούς και ανοικτίρμονος προσώπου: «Πολύ λυπήθηκα για σε…».Ο αόριστος αφορά σε πράξη που τελείωσε. Έτσι τελείωσε και για τον γράφοντα η ύπαρξη του θύτη. Τα «τριάκοντα», σε πρώτη ανάγνωση, παραπέμπουν στα αργύρια του Ιούδα και, συμβολίζουν το ανήθικο αντίτιμο που εποφθαλμιούσε και, ίσως και να πέτυχε, να καρπωθεί ο εξωνυμένος, μικροπρεπής, αναιδής και ανυπόμονος θύτης. Συνήθως αφορά σε υλικά «αγαθά» και ενέχει και άλλους συμβολισμούς, ως πολλαπλάσιο του αριθμού «τρία». Λόγος με μεικτό τρόπο αφήγησης περιγραφής και σχολίου, με παύσεις που υπαινίσσονται πικρία για την αναισθησία του «πρωταγωνιστή».

  1. «Θερμοφόρες»(σελ.56)

 

Ήδη από τον τίτλο διεγείρει την περιέργεια μας με την αντιποιητική λέξη «θερμοφόρες». Με την αμεσότητα της χρήσης του β΄ ενικού προσώπου, σε κάποιες φράσεις, παροτρύνει: «Μη φοβάσαι /μην τυχόν και τα άκρα παγώσουν/Υπάρχει τρόπος αυτά να γιάνεις… Για άλλα να φοβάσαι…». Τα αποσιωπητικά υποβάλλουν το δέκτη-αναγνώστη σε σκέψη για το ποια μπορεί να είναι τα «άλλα». Ο ποιητής μεταρσιώνει σε τέχνη μία πρωτότυπη σύλληψη που πραγματώνεται με σύγκριση- αντιπαράθεση, ώστε να εξαρθεί η θέση που επιθυμεί και να καταστεί αυτή πιο διαυγής: οι άνθρωποι, από τη μια υπερτονίζουμε ή μονοπωλούμε την έγνοια μας με  τα άμεσα ορατά προβλήματα που δείχνουν-κατά την αντίληψή μας- να μας πλήττουν σοβαρά και ανυπέρβλητα, όπως αυτά που υποπίπτουν πρωτίστως στην αντίληψή μας και αφορούν, κυρίως στις αισθήσεις μας και, από την άλλη, τίθεται το πραγματικό και ουσιαστικό πρόβλημα , που δε φαίνεται εκ πρώτης όψεως ή που δε θέλουμε, για διάφορους λόγους, να κατανοήσουμε: «Την καρδιά σου καλά φύλαξέ την – γι΄ αυτήν πιότερο να νοιαστείς- ».Με τον ευρηματικό παραλληλισμό, «παγωμένα άκρα-παγωμένη καρδιά», «θερμοφόρα για τα άκρα-θερμοφόρα για την καρδιά», αιτιολογεί την προτεραιότητα που πρέπει να δοθεί στην καρδιά, «…γιατί σαν πληγεί/ και χαθεί παντελώς/ απ΄εντός της/ Εκείνος που αγάπη εστί, /θερμασία γι΄αυτήν δεν υπάρχει./Μάταια θ΄αναζητάς θερμοφόρες/ εδώθε κι εκείθε…». Άρα, αν παγώσει, αν πληγεί η καρδιά και αγνοηθούν τα αγαθά ανθρωπιστικά συναισθήματα που αυτή αντιπροσωπεύει, όπως η αγάπη ,τότε το πρόβλημα είναι σοβαρότερο και πιο δυσίατο από την ασθένεια του σώματος που «γιάνει», συνήθως, με κάποιον τρόπο. Ο αποτρεπτικός και παραινετικός λόγος έχει κάποιες στυλιστικές καβαφικές αναφορές, προσαρμοσμένες και αφομοιωμένες τέλεια σε νέα έμπνευση. Σε ολιγόλεξους στίχους, με ύφος απλό και κομψά γλαφυρό, υπεραμύνεται της μέριμνας για φύλαξη Εκείνου στην καρδιά μας.

  1. «Άνω θρώσκων» (σελ. 57)

Ποιος να είναι ο «Άνω θρώσκων» στο ομώνυμο ποίημα; Μπορεί να είναι ο καθένας γηραιός,-ά που «παρέδωκε το πνεύμα». Σε ποια χρονική στιγμή εκτυλίσσεται η ιστορία; Στις τρεις τελευταίες, προ του θανάτου, μέρες ενός ανθρώπου που τον έχουν εγκαταλείψει οι δυνάμεις του: «Άνω θρώσκων/συνεχώς/για δυο ημέρες./Με τα μάτια θολωμένα/ατενίζοντα/το ουράνιο μέλλον… /Μ΄ανάσα ασθμαίνουσα και σώμα σχεδόν ακλόνητο.»Η περιγραφή των ματιών, της ανάσας και του σώματος καταδεικνύουν την αδυναμία του «ήρωα» να προβεί στις κινήσεις ενός υγιούς οργανισμού και την εναγώνια συνεχή πνευματική αναζήτηση του ουρανού. Στο σκηνικό «Όλοι οι παρεβρισκόμενοι βουβοί/περίμεναν το τέλος…». Συνήθως πρόσωπα οικεία και αγαπημένα του πάσχοντα, σαν βουβός χορός σε αρχαία τραγωδία, ανήμπορα να παρέμβουν στην αναπόφευκτη έλευση του μοιραίου. «Και την τρίτη ημέρα/ ήλθε δίπλα του/ η Εικόνα Εκείνου/-κάποιος εκ των παρόντων προνόησε γι΄αυτό./Και στρέψας τότε/την κεφαλή/δεξιά/…προς τον Κύριο/που πρόστρεξε βοηθός/ έκλαυσε…».Τώρα η παράδοση του πνεύματος, με τη βοήθεια του Κυρίου, πραγματοποιείται ειρηνικά και γαλήνια. «…ένα δάκρυ έτρεξε αργά/στο γηραλέο μάγουλο.»Ίσως η λυτρωτική παράδοση του πνεύματος, κατά τη στιγμή της τελευταίας εκπνοής. Η παρουσία και αρωγή του Κυρίου και η θεοπτία απαλλάσσουν από την αγωνία του θανάτου και προσφέρουν ανακουφιστικό ησυχασμό. Πόσο αποτελεσματική η επιλογή της φράσης «παρέδωκε το πνεύμα…»! Όχι «πέθανε» , «χάθηκε», «εξέπνευσε». Άλλωστε, με το βιολογικό-αισθητό θάνατο, η ζωή δεν τελειώνει ,αλλά τελειούται, δηλ. τελειοποιείται. Μπορεί και το μυστήριο της Θείας Κοινωνίας και Εξομολόγησης, πριν το θάνατο, να αναπαύσει την κουρασμένη και φοβισμένη ψυχή. Και κατά τη διδασκαλία των Πατέρων μας, οι Άγγελοι, οι Άγιοι ,ο Χριστός και η Παναγία εμφανίζονται στους μελλοθάνατους, για να τους ενδυναμώσουν, αίροντας τον πιθανό φόβο. Σχετική είναι και η προσευχή στην Παναγία κατά την Ακολουθία του Απόδειπνου: «και εν τω καιρω της εξόδου μου την αθλίαν μου ψυχήν περιέπουσα και τας σκοτεινάς όψεις των πονηρών δαιμόνων πόρρω αυτής απελαύνουσα». Επίσης , στην Ακολουθία του Απόδειπνου υπάρχει ειδική προσευχή στο «φύλακα – άγγελο» του καθενός.

Η σύντομη αυτή ιστορία , συγκλονίζει με την ακρίβεια περιγραφής των συγκινητικών εικόνων της. Ποίηση υπαρξιακή με βαθιά ενδοσκόπηση, που υπερβαίνει τη ρεαλιστική θέαση του γεγονότος που «αγκαλιάζει». Παρουσιάζονται υποκειμενικές οπτικές που μπορούν να αναγνωσθούν πολυμερώς και ανάλογα με την κοσμοθεωρία του καθενός. Ανυπαρξία υποτακτικής σύνδεσης που «κλειδώνει» την ερμηνεία σε συγκεκριμένα φανερώματα. Ο αισθητικός εκφραστικός τόνος αρμόζει άριστα στο περιεχόμενο, ώστε να εκλυθούν συναισθήματα απόγνωσης, πόνου, μα και ελέου και κάθαρσης, ειδικά του αναγνώστη που είχε τον τραγικό ρόλο του βουβού παρευρισκόμενου προσώπου σε παρόμοια σκηνή…

 

Τζούλια Πουλημενάκου (βιογραφικό σελ.58)

  1. «Εσύ που δίδαξες την Αγάπη»( σελ. 59)

«Προχωρώ με τη δύναμή Σου/Χριστέ μου Πανάγαθε/και θωπεύω τη μοναξιά μου/στην Άγια Σου μορφή.»

Στην πρώτη στροφή, η ποιήτρια επιλέγει επιτυχώς δύο ρήματα που τελούν τη σκοποθεσία της: ξεκινά με ρήμα κίνησης «σημαντικό», σε ενεστώτα χρόνο, υποδηλώνοντας τη στοχευμένη αποφασιστικότητα της σε διάρκεια να προχωρά με τη δύναμη του Χριστού. «Θωπεύει» τη μοναξιά της στην Άγια Του μορφή, εκφράζοντας το δέος, τη στοργή και τρυφερότητα με τις οποίες κοινωνεί μαζί της. Η προσφώνηση με επίθετα προς το Χριστό δύο φορές, στο 2ο και 4ο στίχο, δικαιολογεί και τονίζει την εμπιστοσύνη της στο πρόσωπό Του. Κι, αφού δήλωσε τη διάθεσή της με ακρίβεια, συνεχίζει με παράκληση: «Εσύ που δίδαξες την αγάπη,/δείξε μου το δρόμο της/σε ηλιοφώτιστες διαδρομές/να πορευτώ,/θαύματα ζωής ν’ αντικρύσω.» Με λυρικότατο ύφος, από όλες τις ιδιότητες του θείου, θέτει σε προτεραιότητα τη διδαχή της αγάπης, της οποίας τα θαύματα θα αντικρύσει, με τη μεσολάβηση του «Πανάγαθου». Με ευλάβεια και ταπεινότητα, παρακάτω ορίζει την αδιάσειστη επιθυμία της «ονειρικά να σκέφτομαι/Εσέ στη διαδρομή μου,/ιππεύοντας το άρμα Σου,/στείλε σ’ εμέ το πέπλο Σου/δύναμη να σφραγίσεις…». Πολύ εύστοχα αισθητοποιεί τη βούλησή της, επιστρατεύοντας λαγαρά οπτικά σύμβολα-μοτίβα ,όπως το άρμα ή το πέπλο, που κατέχουν ιδιαίτερη θέση και στην ελληνική μυθολογία και παραπέμπουν σε παραμυθικό σκηνικό που εξάπτει τη φαντασία μας. Το άρμα και το πέπλο, ως συνυποδηλώσεις, προσφέρουν δύναμη, ασφάλεια και προστασία. Παρακάτω, επισημαίνει τη σοφία των λόγων Του που κοινώνησαν γενιές, αναγνωρίζοντας, εκτός από την αγάπη ,επιπλέον και τη διανοητικό διαμέτρημα Του. Άλλωστε αυτά τα δύο είναι αλληλένδετα. Στην τελευταία στροφή εκφράζει τη διάθεση αέναης υπομονής της για την Άγια Μέρα της επιστροφής Του: «Εσύ που ψηλαφείς τους ήχους/στείλε την υπόσχεση/της Άγιας Μέρας της επιστροφής Σου/ και με το ανέσπερο Φως/θα περιμένω…». Η απόδοση-παραδοχή της ικανότητας Του να «ψηλαφεί τους ήχους», καταδεικνύει την ευθαλή ευαισθησία τής ποιήτριας να συλλαμβάνει εκλεπτυσμένα στοιχεία και δονήσεις.

  1. «Άγγελος σαλπιγκτής» ( σελ.60)

Στον «’Αγγελο σαλπιγκτή», σε δύο στροφές κι ένα τελευταίο επιφωνηματικό επιστίχιο απολαμβάνουμε μια πρωτότυπη σύλληψη, για να καλέσει η γράφουσα τη στιγμή που θα σημάνει την αιώνια σωτηρία των ανθρώπων. Λαμβάνει την πρώτη ύλη από την Αποκάλυψη του Ιωάννη , στις μέρες της φωνής του 7ου σαλπιγκτή, που , όταν μέλλεται να σαλπίσει, θα τελεστεί το μυστήριο του Θεού, όπως το ευαγγελίστηκε στους δούλους του, τους Προφήτες. «Άγγελέ μου, δέξε τη βασιλεία του Χριστού/και σάλπισε τη δόξα του Ουράνιου Θεού,/το νάμα της Ανάστασης μετάλαβε/και κυριάρχησε στους απέραντους/αιώνες των αιώνων!» Η προσφώνηση και το τετραπλό αίτημά της ξεδιπλώνονται στον Άγγελο-7ο σαλπιγκτή με αβρότητα και οικειότητα ,αλλά και με λανθάνουσα επιμονή, αποκαλύπτοντας την ατέρμονα επιθυμία της για την υλοποίησή τους. Συνεχίζει πιο δυναμικά με την υπογράμμιση του «Εσύ»: «Εσύ,…/σαν αγγελία χαρμόσυνη/σκόρπισε τη στα πέρατα της Γης,/να σημάνει τη σωτηρία των ανθρώπων!» Ο τελευταίος de profundis επιφωνηματικός στίχος αναφωνεί «Ω! εωθινό λύτρωσης σάλπισμα!». Τα θαυμαστικά προσεπικυρώνουν την υπερχείλιση του συναισθήματος.Ανάγκη και ανυπομονησία για λύτρωση , για επικράτηση της Βασιλείας του Χριστού. Σύμφωνα με τη Γραφή, είναι μακάριοι εκείνοι που ακούν τους λόγους της προφητείας και τηρούν τα γραμμένα σ΄ αυτήν, γιατί ο καιρός είναι εγγύς. Κάποιοι τρομάζουν μπροστά σ΄αυτό το ενδεχόμενο, μα το πνεύμα του ποιήματος μάς μεταδίδει την αισιόδοξη πλευρά του πιστού, που χαίρεται στην προσμονή του σαλπίσματος της δόξας του Θεού. Επικρατεί η κινητοποίηση της ακοής. Τα σαλπίσματα και οι ήχοι, ως μουσικά φανερώματα, υπερκερούν των λέξεων και προσδίδουν στο ποίημα την απογείωση που μόνο η μουσική γνωρίζει…

  1. 3. «Άχραντη Εικόνα»(σελ.61)

Στην «Άχραντη Εικόνα» στρέφεται προς την υπερκόσμια Μητέρα, την οποία προσφωνεί και αποκαλεί με εξεύρεση λυρικών φράσεων   θαυμασμού με οπτικές, ακουστικές και οσφρητικές αναφορές: «φως… κελάηδισμα πουλιών και κρίνο μυρωμένο!».Παρακάτω περιγράφει τον τρόπο που νιώθει την εικόνα Της, σαν υψωμένο φωτεινό λάβαρο στην ψυχή της. Παρακαλεί ,ικετεύει την Παρθένο να προστατέψει τους ταπεινούς και τους θνητούς, να τους σώσει από τη δίνη των καιρών: «…φέρε το θαύμα/ και απότρεψε τον Γολγοθά/και με του ονείρου το νανούρισμα./σώσε μας από τη δίνη των καιρών/και πλάσε τις ελπίδες/στις καρδιές των ανθρώπων!»Είναι αξιοθαύμαστο, από την πλευρά της δημιουργού, ότι στην ουσία προσεύχεται για το καλό όλων των ανθρώπων, γεγονός που συνιστά και την ουσία του γνήσιου χριστιανού. Οι φράσεις, «Μητέρα υπερκόσμια, Μάνα του ήλιου και της ζωής , Παντάνασσα της δόξας , λατρεία και πίστη των ανθρώπων» φανερώνουν την πηγαία πίστη και σεβασμό  προς το πρόσωπο της Παρθένου, η οποία συντρέχει στα βάσανα όλων των πληγέντων.

Και στα 3 έργα, η βασική μόνο χρήση της στίξης, η αποφυγή της τελείας , όπου συμβαίνει, μαρτυρά την ανάγκη να συνεχίσει να παρακαλεί, χωρίς να διακόπτεται η σκέψη της Ανασκοπώντας, υποδηλώνεται το αβίωτο κενό και αβυσσαλέο ρήγμα μεταξύ ανθρώπων και Θεού. Ένας ευαίσθητος άνθρωπος, όμως, όπως η ποιήτρια, διαπιστώνει την τραγικότητα αυτού του γεγονότος και προστρέχει σε βοήθεια προς τα θεία, μιας και οι συγκαιρινοί άνθρωποι στροβιλίζονται στη δίνη των καιρών και χρήζουν της ελπίδας άνωθεν.

 

Θεόδωρος Σαντάς (βιογραφικό σελ. 62)

  1. «Ο «Άγιος Αθανάσιος» της Χρυσόπετρας» (σελ.63)

Το ποίημα χωρίζεται νοηματικά σε δύο μέρη: στο 1ο δηλώνεται το πρόβλημα και στο 2ο συνομιλεί με το Θεό, καταθέτοντάς του τις σκέψεις του σχετικά μ’ αυτό και περαιτέρω έμμεσα επικαλείται τη βοήθειά Του.

Ο ποιητής μάς μεταφέρει σε έναν τόπο ήσυχο, στη Χρυσόπετρα Κιλκισίου, «ξεναγώντας» μας, αρχικά στην πλατεΐτσα, όπου η εκκλησούλα του Αγίου Αθανασίου έμεινε ουσιαστικά αλειτούργητη, εφόσον λειτουργεί μόνο κάθε δύο Κυριακές. Απευθύνει, μάλλον, ρητορικά ερωτήματα: «…Μα ποιος ξέρει τούτο τον τόπο;/Ποιος νοιάζεται για τις σαράντα ψυχές/ που απόμειναν;/» Συνεχίζει με πικρία να σχολιάζει , όχι τόσο την εγκατάλειψη του χωριού , όπου « όλοι αναπνέουν με μιαν ανάσα μην τους πνίξει η μοναξιά», αλλά κυρίως «το κούρεμα» όλων των πραγμάτων-στοιχείων και λόγω μνημονίων. «Τελευταία όλα λιγόστεψαν επικίνδυνα./Τα κούρεψαν αμείλικτα οι καιροί/οι ιριδισμοί της βροχής και των μνημονίων.» Στρεφόμενος στο Θε ,καυτηριάζει τους αμείλικτους νόμους της αγοράς, της προσφοράς και ζήτησης που ισχύουν ακόμα και σ’ αυτό το αδήωτο ησυχαστήριο και ως τραγική συνέπεια δε «δικαιολογείται» θέση ιερέα. «Κι αν δεν έχουμε επαρκή παρουσία/κι αν το παγκάρι δεν εκπληρώνει το χρέος του…/ο προεξάρχων της «Πολιανής και του Κιλκισίου»/ το διεμήνυσε: «Θα τον πάρουμε τον παπα Ανδρέα σας!»».Λόγος απλός, μα συνάμα και τολμηρός. Ο ποιητής, ένα κομμάτι με τις εναπομείνασες ψυχές, τονίζει με πόνο την πασίδηλη αυτονόητη ανάγκη να κοινωνούν από τα «Άγια των Αγίων του Θεού». Η αγωνία του εκφράζεται και μέσα από τη χρήση διασκελισμών. Κλείνει, παραδίδοντας στη χάρη Του, ένα ποίημα προσευχή, την ημέρα της ονομαστικής του εορτής, των Αγίων Θεοδώρων ανήμερα και δηλώνει πως αφήνεται στην πολυευσπλαχνία Του. Μας αφοπλίζει και μας συγκινεί, στο τέλος, με τη γυμνή αποδοχή-κατά την ταπεινή εκτίμησή του – των κριμάτων του και με τη δύναμη της λιτής πεζολογικής έκφρασης: «Τα κρίματά μου…, τα ξέρεις!». Στο αφηγηματικό αυτό έργο, η χρήση υποκοριστικών, του ρητορικού ερωτήματος, του α’ γραμματικού προσώπου, της κριτικής οικείων μας δεινών, της επίκλησης στο Θεό μάς καθιστούν μετόχους της «ιστορίας». Κατά κάποιον τρόπο , διαμέσου του ποιητή, αφηνόμαστε κι εμείς οι αναγνώστες στην πολυευσπλαχνία του Θεού. Και , βεβαίως, είναι υπολογίσιμο το περιεχόμενο του ποιήματος και ως testimonium, ως αποδεικτικό δηλαδή υλικό , ότι ακόμα και η διακαής κοινωνία μας με τα θεία υποκύπτει στο δολερό βωμό του χρήματος. Όμως , η τελευταία παράδοση του ποιήματος-προσευχής και η επίκληση στον Κύριο, επιτρέπουν να διαχυθεί, έστω και λίγο ελπιδοφόρο φως ότι μετά την άτη , ίσως να ακολουθήσει η νέμεση…

  1. «Κύριε…» ( σελ. 64)

«Κύριε…/Ποια άβυσσος καταδιώκει τους ποιητές/να τους καταπιεί την ώρα/που αναδύεται η αθωότητα/την ώρα που προσπαθούν να περάσουν/το φλογισμένο ποτάμι/να μην ενδώσουν στων Σειρήνων τα θέλγητρα;»

Στο «Κύριε», με αποστροφή προς Αυτόν, με χρήση του ρητορικού σχήματος της διαπόρησης και λόγο μεταφορικό, αναρωτιέται έντονα και παραπονεμένα για τη «μοίρα» των ποιητών , από ποια άβυσσο καταδιώκονται την ώρα που συμβάλλουν στην ανάδυση της αθωότητας και της αντίστασης στων Σειρήνων τα θέλγητρα. Η ευρηματικότατη επιλογή των λέξεων «άβυσσος… καταδιώκει… να καταπιεί», το αποπειρατικό «προσπαθούν να περάσουν», η νοηματική οξύμωρη αντίφαση «φλογισμένο ποτάμι» καταδεικνύουν με άκρα γλαφυρότητα τη δυσκολία του έργου των ποιητών τις τροχοπέδες που συναντούν προς την ευόδωση της ποιητικής έκφρασης καθώς και τον τρόμο μπροστά σ’ αυτή.. Συνεχίζει, επιστρατεύοντας, επίσης, υλικό και παρομοιώσεις από την ελληνική μυθολογία , παντρεύοντάς το με τη χριστιανική παράδοση, καθιστώντας πιο εναργή την αγωνιώδη απορία του: «Κύριε…/Ποιες Κίρκες περιμένουν στην Αία τους ποιητές/στο νησί τους να τους κρατήσουν/σαν τον Οδυσσέα για πάντα/ποτέ να μη φτάσουν στους κόλπους της Φθίας/στου χωριού τους τον «Μυροβλήτη τον Άγιο;» Πρόσωπα βλαπτικά και ραδιούργα ή και καταστάσεις-ποιες άραγε;- όπως συμβολικά οι Κίρκες, εμποδίζουν τους ανυποψίαστους αθώους ποιητές-αγωνιστές της ζωής, σαν τον Οδυσσέα, να φτάσουν στον προορισμό τους. Η λέξη «ποτέ» προτεταγμένη στην αφετηρία του στίχου, δεν αφήνει περιθώρια για αμφιβολία των λόγων του. Κι ενώ θα περίμενε κανείς να απαριθμήσει το κατατρεγμένο θύμα-ποιητής τα δίκαιά του και τα επιχειρήματα υπεράσπισής του, μας… εκπλήσσει, παραδεχόμενος προς τον Κύριο πάλι, με τη φράση σαν αυτή του Δαυίδ: «Την ανομίαν μου εγώ γιγνώσκω»! Εξομολόγηση της αίσθησης του απλώματος των θολωμένων σκέψεων, του αναπόφευκτου-προπατορικά- σπρωξίματος από τον όφι για δάγκωμα του μήλου. Αυτογνωσία του θνητού και ατελούς όντος που τείνει προς την αμαρτία. Θα περίμενε ο αναγνώστης μια τέτοια τροπή της στάσης του ποιητή; Ποιοι, εκτός από τους ποιητές και ευρύτερα τους «ανθρώπους της τέχνης», θα τολμούσαν να αντιστρατευτούν τον ίδιο τους τον εαυτό;. Σίγουρα θα βρίσκονταν αρκετοί, αλλά οι ποιητές απεκδύονται όλων των φτιασιδωμάτων που συνθέτουν το «φαίνεσθαι», που τόσο αρέσει και «πουλάει». Έτσι, ο ποιητής παρακαλεί: «Δυο βήματα και μια ώθηση, Κύριε/να περάσω στης Γεθσημανής τον κήπο/την προσευχή μου/στο πλάι της σκιάς σου ν’ αφήσω/ειδάλλως… με περιμένει και μένα η Σταύρωση!»Πόση ταπείνωση! Και συμπληρώνει με το φόβο που προκαλεί «του Ιούδα το δέντρο», με τα βιολετί του άνθη , όταν ο Απρίλης κι ο Μάης βάφονται με την προδοσία του! Εμβριθέστατη πνευματική ματιά, έντονη αυτογνωσία και ετερογνωσία, φόβος αβυσσαλέος, συναισθήματα που ακροβατούν σε τεντωμένο σκοινί τρόμου και ανησυχίας. Ερέθισμα για αυτοκριτική δική μας και επινόηση δρόμων αποφυγής της Σταύρωσής μας! Ο έντονος λυρισμός στην υπηρεσία ανακούφισης καθολικών μεταφυσικών αγωνιών.

  1. «Παναγία η Χοζοβιώτισσα» ( σελ. 65)

Και φυσικά δε θα μπορούσε να λείπει ευλαβικός ύμνος προς την Παναγία. Και στη συγκεκριμένη περίπτωση προς την Παναγία τη Χοζοβιώτισσα, προστάτιδα της Αμοργού. Το ομώνυμο μοναστήρι είναι χτισμένο στα ριζά του βράχου-όρους του Προφήτη Ηλία, με 350 απότομα σκαλιά και είναι ορατό μόνο από τη θάλασσα. Χτίστηκε μάλλον το 1017 και το όνομά του, ίσως, αποτελεί παράφραση του ονόματος του μοναστηριού της πόλης «Χοζιβά» των Αγίων τόπων , από όπου προήλθε και η εικόνα της Παναγίας.(*14) Όλο το ποίημα συνιστά μια δέηση προς την Παναγία τη Χοζοβιώτισσα την οποία αποκαλεί και «Παναγιά των σκαλών/ θαλασσοδαρμένη απ΄το μαϊστράλι του Αιγαίου/ ποίημα στον άγριο βράχο /από ασβέστη και ξύλο/ και της Αμοργού τ΄αγριοκυπάρισσο/ υμνωδία στη θάλασσα. Συνθέτει τη φυσική ομορφιά της μικρής μονής με τα απλά υλικά της σοφής φύσης: βράχο, ασβέστη, ξύλο, θάλασσα. Ένας ζωγραφικός πίνακας ξεδιπλώνεται μπροστά μας. Και σ΄αυτό το σκηνικό, ο ποιητής σφαλνεί τα μάτια του στης δέησής του το δάκρυ και αφήνεται στη χάρη της. Αυτοχαρακτηρίζεται ως ιχνηλάτης της «Υπεραγίας» και, ανατρέχοντας στο παρελθόν, τη βρίσκει στης Ιεριχώς τις μονές. Πάλι μας υποβάλλονται συναισθήματα κατάνυξης με την περιγραφή των μονών αυτών, που βρίσκονται στις ρωγμές απ’ την πέτρα σε σκαλιστά κελιά μοναχών. Και καταλήγει με κλητική προσφώνηση στη «Γλυκύτατη μάνα/ το καντήλι σου ανάβω/ νηστεία και προσευχή/ στο Καλοκαιριάτικο Πάσχα/ ως «μόνη Θεοτόκε/ των πιστών προστασία». Ο τελευταίος στίχος καταδεικνύει και τη βασική ελπιδοφόρα και ανακουφιστική ιδιότητα της Παναγίας , που μας προσφέρεται ως μεγάλη χάρη. Ίσως, πρόκειται για το ιδανικότερο «κλείσιμο» αυτής της Ανθολογίας, μιας και εμπεριέχει, αλλά και προεκτείνει το μήνυμα του τίτλου της.

Το ταξίδι αυτό , σε δύο πραγματικούς τόπους, στην Αμοργό και τους Αγίους Τόπους, που σχετίζονται με τη συγκεκριμένη εικόνα της Παναγίας, αποκαλύπτει την «ταλαιπωρία» της, μα και την επίμονη αγάπη και εμπιστοσύνη των πιστών στο Πρόσωπό της. Με χρήση έντονων εικόνων, ήχων και αρωμάτων, όπως αυτό που αναδίδει το αγριοκυπάρισσο, ο αναγνώστης έχει την ευκαιρία να αφεθεί και να σφάλλει κι αυτός τα μάτια του, για να δεηθεί υπέρ όσων μπορούν να συμβάλλουν στη σωτηρία του.

 

Κλείνοντας ,νομίζω πως θα μπορούσε κάποιος να νιώσει ότι με την ανάγνωση έργων σε συλλογική ανθολογία , συμμετέχει ως μέλος σε group therapy, αφού κοινός θεματικός άξονας στους περισσότερους ανθολογούμενους , καθίσταται η βίωση κοινών συναισθημάτων, χαράς, αλλά και πόνων και αγωνίας. Όμως, ο μοιρασμένος πόνος αμβλύνεται σημαντικά. Οι αμαρτίες-και με την ευρύτερη έννοια του όρου, όπως αστοχία, λάθος, παράβλεψη, επιπολαιότητα- δεν αποκλείουν τη σωτηρία και τη λύτρωση, που αποτελούν απότοκους της Αγάπης του Θεού και της πίστης σ’ Αυτόν. Με άμεσο ή υποβλητικό τρόπο αίρονται τα αδιέξοδα και, ευέλπιδες πια αναγνώστες, με πίστη συνεχίζουμε την όποια ζωή μας-που επιβάλλεται να την χρωματίζουμε με αγάπη, για να βιώνουμε, έστω μόνο τη μαγεία και τα συνοδά εύδια συναισθήματα της- με περισσότερη αυτοπεποίθηση και δύναμη ψυχής!

Ευχαριστώ, από καρδιάς, όλους τους συντελεστές αυτού του πονήματος , που μου έδωσαν την ευκαιρία να νιώσω ότι δεν είμαι μόνη στον αφιλόξενο, κάποιες φορές, τούτον κόσμο. Τους εύχομαι να γεύονται όσων πραγματικά αξίζουν, και στον ευγενή χώρο της τέχνης, αλλά και στην προσωπική τους ζωή, αν και, μάλλον, αυτοί οι δυο κόσμοι… μπερδεύονται γλυκά…

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ- ΔΙΚΤΥΟΓΡΑΦΙΑ

1.Γ.Μπαμπινιώτη, Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας,2006

2.www.poiein.gr/archives/14963/index.html

και http://dytikosanemos.blogspot.gr/2011/09/blog-post_12.html

3.http://www.vakxikon.gr/content/view/1267/474/

  1. Doubrovsky 1985:60).
  2. :www.dimiourgikigrafionline.com
  3. www.diakonima.gr/2011/01/…/
  4. www.annadimou.com

8.blog « Ημερολόγιο αποδημίας”, 07-11-2014

9.Εφημερίδα Θεσπρωτική, 07-10-2014

  1. http//www.vakxikon.gr/content/view/2102/604/

11.http://olazoi.blogspot.gr/2015/01/blog-post.html

12.wikipedia,Ιωάννης ο Πρόδρομος

  1. www.xrspitha.gr/archeio/2014/ianouarios-2014/–nephe-en-pasi και Καινή Διαθήκη

 ,Β΄Τιμ,4,5

14.wikipedia ,Αμοργός, Παναγία Χοζωβιώτισσα ή Κυνηγημένη.

15.Γεράσιμου Μαρκαντωνάτου,Επίτομο λεξικό λογοτεχνικών όρων

 

 

 

 

 

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ