Στη νέα αντιπαράθεση για παγκόσμια κυριαρχία και ενώ η Κίνα έχει συγκριτικό πλεονέκτημα, η Ευρώπη προσπαθεί να αποφύγει έναν επώδυνο υποβιβασμό.
Του Αθαν. Χ. Παπανδρόπουλου
Ο Ντόναλντ Τραμπ έλεγε «πρώτα η Αμερική». Ο Κινέζος Χι μιλάει για «κυρίαρχη και υπερήφανη Κίνα». Ο Τούρκος Ρετζίπ Ταγίπ Ερντογάν επικαλείται τη δόξα της οθωμανικής αυτοκρατορίας και την ισλαμοτουρκική κουλτούρα της. Ο Ρώσος Βλαδίμηρος Πούτιν δεν κρύβει το όραμα για μια μεγάλη Ρωσία. Όλοι οι παραπάνω πολιτικοί ηγέτες, αντιπροσωπεύουν το ένα τρίτο του παγκόσμιου πληθυσμού και της παγκόσμιας οικονομίας και είναι οι ισχυρότεροι ανταγωνιστές της Ευρώπης.
Επίσης, στο σημερινό κόσμο, ένα 80% του πληθυσμού του είναι εχθρικό προς τον ελληνορωμαϊκό πολιτισμό, που μαζύ με τον χριστιανοϊουδαϊσμό αποτελούν το βάθρο της δυτικής κουλτούρας. Μια κουλτούρα εξάλλου, η οποία, επειδή είναι αναπτυξιακή, επεκτατική και κοινωνικά η δικαιώτερη που υπάρχει στον κόσμο, συμβαίνει να έχει στο εσωτερικό της και τους πιο δεινούς εχθρούς της. Τρανή απόδειξη οι προσπάθειες που γίνονται από Ευρωπαίους να διαλυθεί η Ευρώπη.
Υπό αυτές τις συνθήκες, η Ευρώπη δείχνει να παραπαίει πολιτικά και άρα στη νέα γεωπολιτική πραγματικότητα έχει ήδη περιθωριοποιηθεί. Απόδειξη η στάση της απέναντι στην Κίνα, με την οποία πρόσφατα υπέγραψε επενδυτική συμφωνία. Πρόκειται για πλήρη υποχώρηση απέναντι σε αρχές, οι οποίες θα έχουν συνέχεια. Όπως επισημαίνουν οι «Φαϊνάνσιαλ Τάιμς», τον τελευταίο χρόνο, η Κίνα έχει συντρίψει την ελευθερία του Χονγκ Κονγκ, έχει εντείνει την καταδυνάστευση στην Xinjiang, έχει σκοτώσει Ινδούς στρατιώτες, έχει απειλήσει την Ταϊβάν και έχει επιβάλει κυρώσεις κατά της Αυστραλίας. Εν τούτοις, με την υπογραφή της συμφωνίας με την Κίνα, η EE έδωσε σήμα πως δεν νοιάζεται καθόλου για όλα αυτά. Όπως το έθεσε η Janka Oertel, διευθύντρια του προγράμματος Ασία του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου Διεθνών Σχέσεων, «πρόκειται για μια τεράστια διπλωματική νίκη για την Κίνα».
Αποτελεί επίσης ένα σημαντικό πλήγμα για τον Joe Biden. Ο εκλεγμένος πρόεδρος των ΗΠΑ έχει τονίσει πως, μετά τον Donald Trump, θέλει να κάνει μια νέα αρχή με την Ευρώπη. Συγκεκριμένα, η κυβέρνηση Biden θέλει να κινηθεί επί των κινεζικών ζητημάτων μαζί με άλλες δημοκρατίες. Ο Jake Sullivan, ο σύμβουλος εθνικής ασφάλειας του κ. Biden, έκανε μια τελευταία έκκληση στους Ευρωπαίους να καθυστερήσουν την υπογραφή της συμφωνίας, τουλάχιστον μέχρι να έχουν την ευκαιρία να τη συζητήσουν με τη νέα κυβέρνηση. Τον αγνόησαν.
Οι ευρωπαίοι αξιωματούχοι δίνουν διάφορες δικαιολογίες για την απόφασή τους. Λένε πως πολλές από τις παραχωρήσεις που έκανε η Κίνα προς την EE, τις είχε ήδη κάνει και στις ΗΠΑ, στο πλαίσιο της «φάσης ένα» της αμερικανικής εμπορικής συμφωνίας.
Αυτό είναι σωστό από μια άποψη, αλλά αφελές για όσους γνωρίζουν ποια είναι η σημασία και το βάρος, που οι Κινέζοι δίνουν στις συμφωνίες που υπογράφουν.
Τον τελευταίο χρόνο η Κίνα έχει επανειλημμένως δείξει την προθυμία της να αγνοήσει τις δεσμεύσεις των συμφωνιών. Ο νέος νόμος της για την εθνική ασφάλεια παραβιάζει συμφωνία που είχε υπογραφεί με τη Βρετανία, η οποία εγγυόταν την αυτονομία του Χονγκ Κονγκ. Η Κίνα έχει επίσης επιβάλλει δασμούς σε αγαθά της Αυστραλίας παραβιάζοντας τη συμφωνία ελεύθερου εμπορίου Κίνας-Αυστραλίας.
Ο χρονισμός της συμφωνίας αυτής είναισημαντικός για το Πεκίνο, αφού φέρνει την ομάδα Biden προ τετελεσμένων. Ο πρόεδρος της αντιπροσωπείας του Ευρωπαϊκού κοινοβουλίου για την Κίνα, Reinhard Butikofer, δήλωσε πως «επιτρέψαμε στην Κίνα να βάλει μια τεράστια σφήνα μεταξύ των ΗΠΑ και της Ευρώπης». Στο σημείο αυτό, θα πρέπει να τονιστεί ότι για τη συμφωνία EE-Κίνας πίεσε πολύ η Γερμανίδα καγκελάριος Angela Merkel, και ολοκληρώθηκε ακριβώς στο τέλος της Γερμανικής προεδρίας της EE. Η Α.Merkel θεωρείται ως υπέρμαχος των φιλελεύθερων αξιών. Αλλά η προσέγγιση της προς την Κίνα καθοδηγείται σε μεγάλο βαθμό από το εμπόριο. Γνωρίζει πως η γερμανική αυτοκινητοβιομηχανία πέρασε μερικά δύσκολα χρόνια, και η Κίνα είναι η μεγαλύτερη αγορά της. Η αποφασιστικότητα της A.Merkel να προχωρήσει το θέμα μπορεί επίσης να αντανακλά και τον σκεπτικισμό της για το μέλλον των ΗΠΑ.
Ορισμένα από αυτά τα επιχειρήματα είναιλογικά.Είναι δύσκολο να κοιτάξει κανείς τα τρέχοντα γεγονότα στην Ουάσινγκτον και να νοιώσει απόλυτα πεπεισμένος για τη σταθερότητα των ΗΠΑ ή της Ατλαντικής Συμμαχίας. Η ευρωπαϊκή επιθυμία να αποφύγει τη στρατιωτική αντιπαράθεση στον Ειρηνικό είναι επίσης λογική. Πλην όμως, κάποιοι Ευρωπαίοι ηγέτες, το να βασίζονται στην αμερικανική εγγύηση της ασφάλειας στην Ευρώπη, την ώρα που υπονομεύουν την αμερικανική πολιτική ασφάλειας στον Ειρηνικό, δεν μοιάζει με συνετή ή βιώσιμη πολιτική μακροπρόθεσμα.
Και το ίδιο βέβαια ισχύει για την ευρωπαϊκή αποτίμηση του φαινομένου Τουρκία τις μέρες μας.