Δυνατότητες του γεωργικού τομέα να προσφέρει εισόδημα και να βοηθήσει στο ξεπέρασμα της οικονομικής κρίσης.

Γράφει ο Θεοφάνης Γέμτος, Καθηγητής Πανεπιστημίου Θεσσαλίας.

Η χώρα μας βρίσκεται τα τελευταία έτη σε σοβαρή οικονομική κρίση. Τόσο σοβαρή που κινδυνεύουμε να χάσουμε όσα κτίσαμε με κόπο τα χρόνια μετά το δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο. Μια κρίση που έχει τις ρίζες της στα χρόνια της μεταπολίτευσης όταν η ευδαιμονία από τη πτώση της δικτατορίας συνδυάστηκε με το λαϊκισμό. Συνήθως προβάλλεται ως πρόβλημα το μεγάλο χρέος αλλά έχω την αίσθηση ότι σοβαρότερο πρόβλημα είναι η  καταστροφή της παραγωγικής βάσης της χώρας. Οι μεγαλύτεροι από εμάς θυμούνται τα επιτεύγματα της «σοσιαλμανίας» του 1970 και του «σοσιαλισμού» του 1980.

Στη λογική αυτή έγινε και η καταστροφή του γεωργικού τομέα. Από τις διατιμήσεις της δικτατορίας που συνεχίστηκαν στη δεκαετία του 1970 (συνήθης πρακτική για τυριά, κρέατα και οπωροκηπευτικά που κατέστρεψαν τη παραγωγική βάση σε μεγάλο βαθμό) στις επιδοτήσεις της ΕΟΚ και της ΕΕ. Οι επιδοτήσεις που είχαν αρχίσει να μοιράζονται  από το 1979 (μοιράζονταν βιβλιάρια για τις μελλοντικές καταθέσεις!!) και να καταβάλλονται από το 1981. Από τότε σταμάτησε κάθε προσπάθεια ανάπτυξης της γεωργίας και εφησυχάσαμε με τις επιδοτήσεις που κυρίως δόθηκαν στο Βαμβάκι, το  σκληρό σιτάρι και τις ελιές με ανοχή ή υποστήριξη των αρμοδίων σε απάτες και κλοπές. Η χώρα αφού έγινε ελλειμματική στα κτηνοτροφικά προϊόντα μια και οι επιδοτήσεις και υψηλές τιμές πήγαιναν κυρίως στη φυτική παραγωγή (απέφερε περισσότερους ψήφους) κατάφερε στα τελευταία έτη να γίνει ελλειμματική και στη φυτική παραγωγή. Ενώ οι αγρότες απολαμβάνουν τις άκοπες επιδοτήσεις στα καφενεία, η χώρα εισάγει τομάτες από το Βέλγιο, μαρούλια και λάχανα από την Ιταλία και την Ισπανία εκτός από τις εισαγωγές από χώρες χαμηλής αμοιβής εργασίας από όπου εισάγει τα πάντα.

Τα τελευταία δύο έτη η χώρα μας, με τη βοήθεια των εταίρων μας στην ΕΕ,  αγωνίζεται  να αποφύγει τη χρεωκοπία που θα οδηγούσε σε βίαιη μείωση του επιπέδου ζωής που δεν τη φανταζόμαστε. Αρκεί να σκεφτεί κανείς ότι εισάγουμε κάθε χρόνο 30 δισεκατομμύρια € περισσότερα από όσα εjάγουμε. Από αυτά 1,7 δισεκατομμύρια είναι περίπου το αρνητικό ισοζύγιο του γεωργικού τομέα. Επομένως αν δεν δανειστούμε δεν θα έχουμε ούτε να φάμε.  Στο διάστημα αυτό η κυβέρνηση της χώρας μείωσε μισθούς και συντάξεις, φορολόγησε άγρια φυσικά πρόσωπα, επιχειρήσεις και ακίνητα που δηλώνονταν μια και απέτυχε ή δεν προσπάθησε να συλλάβει τη φοροδιαφυγή. Το περίεργο είναι ότι στο διάστημα αυτό δεν μίλησε καθόλου για την αύξηση της παραγωγής. Αντί να στραφεί προς τους παραγωγικούς κλάδους της χώρας και να ζητήσει αύξηση των προσπαθειών  και της παραγωγής προς αυτή την κατεύθυνση όχι μόνο δεν έγινε καμία εμφανής προσπάθεια αλλά καθυστερεί συστηματικά η επιστροφή ΦΠΑ στις εξαγωγές επιχειρήσεις. Όλες οι χώρες του κόσμου δίνουν κίνητρα για αύξηση των εξαγωγών γι’ αυτό και μικρές ακόμα επιχειρήσεις  προσπαθούν να εξάγουν. Στη χώρα μας κάτι τέτοιο δεν φαίνεται να ισχύει. Αντίθετα η γραφειοκρατία φροντίζει να βάζει όσα περισσότερα εμπόδια μπορεί για να κατευθύνει τους πολίτες στα βουλευτικά γραφεία.
Ο γεωργικός τομέας είναι ένας από τους παραγωγικούς κλάδους της χώρας που θα μπορούσαν με σκληρή δουλειά να πετύχει σημαντικές παραγωγικές και εξαγωγικές επιδόσεις. Το τελευταίο έτος βρέθηκα με εκπαιδευτική άδεια στο Πανεπιστήμιο του Φρέσνο (Καλιφόρνια).  Η περιοχή του Φρέσνο είναι παρόμοια με τη Θεσσαλία δηλαδή μια πεδιάδα περιστοιχισμένη με βουνά. Η περιοχή του Φρέσνο έχει 4.200.000 στρέμματα καλλιεργούμενη έκταση  και 3.500.000 λειμώνες και βοσκοτόπους. Είναι μια περιοχή με πολύ μικρές βροχοπτώσεις αλλά σημαντικά έργα που έγιναν στη δεκαετία του 1960 και εξασφαλίζουν αρκετό νερό από φράγματα και άλλες αποθήκες νερού στα γύρω βουνά. Τα επιφανειακά νερά συμπληρώνουν  με υπόγεια  που αντλούν από αρκετά μεγάλα βάθη.

Είναι ιδιαίτερα ενδιαφέρον να δούμε  ότι δύο περιοχές με παρόμοιο κλίμα, έχουν διαφορετικές καλλιέργειες. Η Καλιφόρνια τροφοδοτεί όλες τις ΗΠΑ με λαχανικά ενώ εμείς εισάγουμε! Αυτό που έχει επίσης ενδιαφέρον είναι ότι από πλευράς εισοδήματος  στην περιοχή του Φρέσνο, η μεγάλη καλλιέργεια προσφέρει το 8%, τα; λαχανικά το 33% και οι δενδρώδεις καλλιέργειες  το 59%. (από την ετήσια έκθεση του Υπουργείου Γεωργία της Καλιφόρνια). Είναι σαφές ότι τα λαχανικά και οι δενδρώδεις καλλιέργειες μαζί με την κτηνοτροφία δίνουν το κύριο εισόδημα στην περιοχή.
Στη χώρα μας η Γεωργία ακόμα και πριν από την κρίση αντιμετώπιζε σημαντικό πρόβλημα εισοδήματος.  Μετά την αλλαγή της Κοινής Αγροτικής Πολιτικής (ΚΑΠ) και την απελευθέρωση των τιμών οι περισσότερες καλλιέργειες βρέθηκαν να μη δίνουν άλλο εισόδημα εκτός από τις επιδοτήσεις. Η Ελληνική πολιτεία έκανε ότι έκανε από το 1981. Δεν έκανε τίποτα.  Βολεύτηκε με τις επιδοτήσεις που άφηναν τους αγρότες με ένα μικρό εισόδημα που αποκτιόνταν άκοπα από το καφενείο.  Η κύρια αγροτική πολιτική της χώρας είναι η διάθεση των επιδοτήσεων πριν ή μετά την 15 Δεκεμβρίου κάθε έτους.  Βεβαίως με την αναμενόμενη μείωση των επιδοτήσεων τα επόμενα έτη  θα δημιουργηθεί έντονο  πρόβλημα  εισοδήματος στις αγροτικές περιοχές. Αλλά βέβαια τότε θα είναι άλλος υπουργός ή κυβέρνηση να βγάλει τα κάστανα από τη φωτιά.
Τι θα έπρεπε να κάνουμε; Νομίζω ότι το παράδειγμα της Καλιφόρνια μας δίνει την εικόνα.  Αλλά και λίγοι υπολογισμοί θα μας βοηθούσαν σημαντικά να αποφασίσουμε. Μια μεγάλη καλλιέργεια σήμερα δίνει ένα ακαθάριστο εισόδημα  της τάξεως των 60 έως 200 €/ στρέμμα.  Μια καλλιέργεια λαχανικών ή  οπωροφόρων δένδρων δίνει από 1000-4000 €/στρέμμα. Τι θα σήμαινε αυτό για μια γεωργική περιοχή σαν τη Θεσσαλία; Σκεφτείτε ότι μια αλλαγή μόνο του 20% των εκτάσεων από μεγάλη καλλιέργεια  σε οπωροκηπευτικά θα αύξανε το ακαθάριστο εισόδημα των παραγωγών κατά περισσότερο από 1 δισεκατομμύριο € το χρόνο, σχεδόν το μισό του συνόλου των επιδοτήσεων που εισπράττουν οι αγρότες όλης της χώρας. Αν σε αυτό προστεθούν και εισοδήματα από άλλες δραστηριότητες όπως η μεταποίηση των προϊόντων, οι μεταφορές κλπ  η ωφέλεια θα είναι ιδιαίτερα σημαντική.
Είναι δυνατή μια τέτοια λύση; Προφανώς ναι καθώς το κλίμα, το έδαφος και το ανθρώπινο δυναμικό είναι κατάλληλα για παραγωγή καλής ποιότητας προϊόντων. Επί πλέον με την είσοδο της Βουλγαρίας και Ρουμανίας η χώρα έχει οδική πρόσβαση χωρίς σύνορα. στην ΕΕ. Με την συνεχή βελτίωση των υποδομών των μεταφορών η πρόσβαση στις αγορές γίνεται γρήγορη και εύκολη. Παράλληλα στις χώρες της Ανατολικής Ευρώπης με την ανάπτυξη, δημιουργούνται ομάδες του πληθυσμού με υψηλά εισοδήματα που ζητούν συνεχώς προϊόντα διατροφής υψηλής ποιότητας. Τη ζήτηση αυτή μπορούμε να την καλύψουμε καθώς έχουμε εύκολη πρόσβαση.
Φαίνεται ότι στα επόμενα χρόνια θα υπάρξει μια άλλη σημαντική ευκαιρία για ανάπτυξη κυρίως θερμοσκοπικών καλλιεργειών. Αναμένεται να δημιουργηθούν πολλές μονάδες καύσης βιομάζας για συμπαραγωγή ηλεκτρισμού και θερμότητας. Η παραγόμενη θερμότητα (που είναι περισσότερη από τη μισή) πρέπει να αξιοποιηθεί. Προφανής χρήση για το χειμώνα είναι η θέρμανση θερμοκηπίων. Παράλληλα πολλές μονάδες παραγωγής πελέτας βιομάζας θα μπορούν να προμηθεύουν τα θερμοκήπια με χαμηλής αξίας πρώτη ύλη για θέρμανσή τους.
Είναι εύκολη  αυτή η αλλαγή των καλλιεργειών; Αρκεί μια αλλαγή των καλλιεργειών για να βελτιωθεί η θέση των αγροτών; Προφανώς όχι. Χρειάζεται σκληρή δουλειά και μακροχρόνια για να πετύχει. Όχι μόνο από τους αγρότες αλλά και από μια σειρά παράγοντες της δημόσιας διοίκησης, των ερευνητικών φορέων της χώρας αλλά και άλλων κλάδων της οικονομίας όπως οι μεταφορές, η μεταποίηση γεωργικών προϊόντων κ.α.
Κατά τη γνώμη μου ένα σχέδιο προώθησης της καλλιέργειας οπωροκηπευτικών θα πρέπει να περιλαμβάνει τα ακόλουθα στάδια:

1.    Πρέπει να γίνει μια σε βάθος μελέτη των απαιτήσεων των αγορών σε προϊόντα και  τα ποιοτικά τους χαρακτηριστικά. Ένα από τα λάθη που συνήθως κάνουμε είναι να θεωρούμε ότι, ότι αρέσει σε μας είναι κατάλληλο και για τις άλλες αγορές. Αυτό είναι απόλυτα λανθασμένο. Κάθε αγορά έχει τους δικούς της κανόνες και απαιτήσεις και οι καταναλωτές έχουν τις δικές τους συνήθειες που πρέπει να καλύψουμε. Πρέπει να προσαρμοστούμε στις απαιτήσεις των αγορών και δεν πρέπει να περιμένουμε να προσαρμοστούν οι αγορές σε όσα εμείς παράγουμε. Ίσως αντί να κάνουμε το καλάθι των προϊόντων της Θεσσαλίας να οργανώναμε μια μελέτη για το καλάθι των προϊόντων που καταναλώνει και προτιμά ο Πολωνός, ο Τσέχος, ο Γερμανός κλπ καταναλωτής. Αυτό θα έπρεπε να έχει γίνει από τους Εμπορικούς ή Γεωργικούς ακολούθους των Ελληνικών Πρεσβειών αλλά δεν φαίνεται και αυτοί να έκαναν τη δουλειά για την οποία πληρώνονται όπως πάρα πολλοί άλλοι δημόσιοι υπάλληλοι. Κάποιοι άλλοι πρέπει να αναλάβουν τη σχετική πρωτοβουλία και το κόστος. Δεν υποστηρίζω ότι είναι αδύνατο να επιβάλλουμε προϊόντα και γεύσεις στις διεθνείς αγορές μόνο που αυτό είναι δυσκολότερο και απαιτεί χρόνο για να επιτευχθεί. Άλλωστε υπάρχει πάντα το παράδειγμα του Ελληνικού γιαουρτιού.

2.    Πρέπει να γίνει μια μελέτη για τις απαιτήσεις σε τυποποίηση, συσκευασία και πιστοποίηση των προϊόντων για κάθε αγορά. Οι καταναλωτές πλέον απαιτούν ασφαλή τρόφιμα και μόνο πιστοποιημένα τρόφιμα μπορούν να  ανταγωνιστούν στις αγορές. Είναι προφανές ότι πάλι πρέπει να μάθουμε τι επιθυμούν οι καταναλωτές  και να το πετύχουμε. Θα πρέπει να μάθουμε πώς να τα συσκευάζουμε σωστά και επιμελημένα για να φτάνουν στις ξένες αγορές σε άριστη κατάσταση και να είναι ελκυστικά στους εκεί καταναλωτές. Στο τομέα αυτό χρειάζεται να μάθουμε όχι μόνο τι κάνουν οι ανταγωνιστές μας και να τους μιμηθούμε με επιτυχία αλλά με κατάλληλη  δουλειά και έρευνα να γίνουμε καλύτεροι από αυτούς. Αντί να ξοδεύουμε χρήματα να αναπτύσσουμε πρότυπα πιστοποίησης που δεν τα ξέρουμε ούτε εμείς (AGRO κλπ) να ακολουθήσουμε τα παγκόσμια γνωστά πρότυπα  ώστε οι πιστοποιήσεις να είναι αναγνωρίσιμες. Ίσως θα χρειαστεί να μελετήσουμε και εφαρμόσουμε τα πρότυπα που ζητά η κάθε χώρα για να είμαστε ανταγωνιστικοί.

3.    Πρέπει να αναπτύξουμε τη σωστή παραγωγή των προϊόντων. Εδώ είναι ένα αρκετά πολύπλοκο θέμα καθώς εμπλέκονται πολλές επιστήμες και απαιτείται συνεχής έρευνα για επίτευξη των στόχων αλλά και τη διατήρηση των συγκριτικών πλεονεκτημάτων στις αγορές του εξωτερικού.
a.    Επιλογή των κατάλληλων ποικιλιών που θα παράγουν τις ποιότητες που απαιτούν οι αγορές  και θα προσαρμόζονται στις συνθήκες της χώρας. Δεν αρκεί  να εισάγουμε ποικιλίες και σπόρους από όλα τα μέρη της Γης αλλά να  επιλέξουμε τις κατάλληλες και προσαρμοσμένες  στις τοπικές συνθήκες. Αυτό δεν μπορεί να γίνεται τυχαία από αγρότες που να πληρώνουν και το μεγάλο κόστος των δοκιμών αλλά από ερευνητικά κέντρα που θα κάνουν τις δοκιμές. Επί πλέον  θα πρέπει να κάνουμε και συστηματική προσπάθεια δημιουργίας εγχώριου πολλαπλασιαστικού υλικού για να διατηρήσουμε μεγαλύτερο μέρος του εισοδήματος στη χώρα. Και αυτή η δράση θα χρειαστεί μεγάλο χρονικό διάστημα για να δώσει καρπούς. Να έχουμε πάντα στο μυαλό μας ότι η χώρα διαθέτει πολλά απομονωμένα περιβάλλοντα όπου μπορεί να γίνει επιτυχημένη παραγωγή υγιών σπόρων και άλλου πολλαπλασιαστικού υλικού όχι μόνο για την Ελλάδα αλλά και για εξαγωγές. Με προσπάθεια μπορούμε και εδώ να πετύχουμε.
b.    Βελτίωση των τεχνικών της καλλιέργειας. Πρέπει να μελετηθούν οι κατάλληλες λιπάνσεις, χρήση φυτοπροστατευτικών προϊόντων και των άλλων εισροών ώστε να βελτιστοποιηθεί η παραγωγή, η ποιότητα και το κόστος. Έρευνα των σχετικών διαδικασιών είναι απαραίτητη ώστε να παραχθούν οι ποιότητες που επιθυμούν  οι αγορές. Οι τεχνικές τις καλλιέργειας πρέπει να μελετηθούν από ερευνητικά κέντρα ώστε να επιτευχθούν οι επιθυμητές ποιότητες, με χαμηλό κόστος. Πρέπει να γίνει κατανοητό από όλους ότι αυτό δεν μπορεί να γίνει εμπειρικά μόνο από τους αγρότες. Η έρευνα πρέπει να προηγείται και να δίνει τα αποτελέσματα στις γεωργικές εφαρμογές που θα τα μεταφέρουν στους αγρότες.
c.    Εκμηχάνιση. Εδώ υπάρχει ένα μεγάλο πεδίο για έρευνα και ανάπτυξη. Η Ελλάδα ως χώρα μεγάλου κόστους εργασίας πρέπει  να εκμηχανίσει όσο γίνεται περισσότερο τις καλλιέργειες για να είναι ανταγωνιστική. Το συγκριτικό πλεονέκτημα της χώρας  εκτός από το κατάλληλο κλίμα είναι η προσαρμογή των αγροτών της στις συνθήκες  και η ικανότητα υιοθέτησης νέων τεχνολογιών και της εκμηχάνισης. Αυτό ήταν αλήθεια τουλάχιστον μέχρι το 1981. Ελπίζω οι υψηλές επιδοτήσεις να μην κατέστρεψαν αυτή τη ποιότητα του ανθρώπινου δυναμικού. Αυτό πρέπει να αξιοποιήσουμε και τώρα. Καλλιέργειες που μπορεί να εκμηχανιστούν πρέπει να το κάνουμε άμεσα  για να πετύχουμε χαμηλό κόστος παραγωγής. Στο τομέα αυτό η έρευνα για τα κατάλληλα μηχανήματα και βοηθήματα και τις τεχνικές της καλλιέργειας που θα προσαρμοστούν σε αυτά  είναι απαραίτητη για επιτυχή εισαγωγή της εκμηχάνισης.  Τίποτα δεν είναι εύκολο και δεν γίνεται μόνο του χωρίς κόπο και έρευνα. Παράλληλα πρέπει να βοηθήσουμε τη τοπική βιομηχανία κατασκευής γεωργικού εξοπλισμού να  προσαρμοστεί και να παράγει και αυτή μηχανήματα προσαρμοσμένα στις τοπικές συν θήκες. Δεν αρκεί να εισάγουμε μηχανήματα (αυτό είναι αναγκαίο για τα πρώτα στάδια καθώς δεν έχουμε κάνει προετοιμασία) αλλά πρέπει και εμείς να παράγουμε μέρος του εξοπλισμού για να αυξήσουμε την τοπική προστιθέμενη αξία αλλά και να εξάγουμε στο μέλλον.
d.    Οργάνωση παραγωγών. Όσα αναφέρθηκαν πιο πάνω  δεν είναι δυνατόν να γίνουν από παραγωγούς των λίγων στρεμμάτων που δουλεύουν όπως του αρέσει. Η τυποποίηση της παραγωγής προϋποθέτει γνώσεις και εξοπλισμό υψηλής αξίας που πρέπει να λειτουργήσει για πολλές ώρες το χρόνο ώστε οι αποσβέσεις να είναι χαμηλές ανά μονάδα προϊόντος διατηρώντας χαμηλό το κόστος. Οι προμήθειες των εφοδίων θα πρέπει να γίνονται ομαδικά για χαμηλές τιμές . Κυρίως όμως πρέπει οι ποσότητες που παράγονται να είναι μεγάλες ώστε να επιτυγχάνεται σωστή εμπορία και διαπραγμάτευση με τις εταιρείες εμπορίας και διακίνησης των προϊόντων. Η οργάνωση των ομάδων πρέπει να στηρίζεται σε αυστηρούς κανόνες που πρέπει να τηρούνται δια ρόπαλου από όλους.  Η παραμικρή παρατυπία  έχει επίπτωση σε όλους. Γι΄ αυτό η διαχείριση των ομάδων πρέπει να ανατεθεί σε τεχνοκράτες  που θα εφαρμόζουν αυστηρά και δίκαια του κανόνες ενώ οι γνωστοί αγροτοπατέρες πρέπει να πάψουν να διοικούν χαϊδεύοντας αυτιά.
e.    Προώθηση της μεταποίησης των αγροτικών προϊόντων με νέα προϊόντα που ζητούν οι αγορές. Η μεταποίηση πρέπει να συνδεθεί με τη παραγωγή για παραγωγή πιστοποιημένων προϊόντων που θα μπορούν να ανταγωνιστούν τα φθηνότερα των τρίτων χωρών.

Το ερώτημα είναι ποιος θα τα κάνει όλα αυτά. Προφανώς δεν πρόκειται να το κάνει το Υπουργείο Γεωργίας.  Η μέχρι σήμερα πολιτική του Υπουργείου δείχνει ότι δεν θεωρεί ότι η έρευνα μπορεί να βοηθήσει την Ελληνική Γεωργία. Η λανθασμένη άποψη ότι μπορούμε να πάρουμε έτοιμα αποτελέσματα από το εξωτερικό φαίνεται ότι είναι ριζωμένη στο Υπουργείο. Γι’ αυτό και τα τελευταία 30 έτη που δραστηριοποιούμαι στη Γεωργία δεν έχει υπάρξει συστηματική χρηματοδότηση στοχευμένης έρευνας.  Ίσως χρήματα να έχουν δοθεί κάτω από το τραπέζι αλλά επίσημο πρόγραμμα (εκτός από ένα πρόγραμμα Δήμητρα για το ΕΘΙΑΓΕ) δεν έχει προκηρυχθεί. Οι Περιφέρειες ως νέοι θεσμοί θα μπορούσαν να συμβάλλουν προς την κατεύθυνση αυτή μαζί με τους Δήμους της περιφέρειας  που πλέον δεν είναι αμιγώς αστικοί  αλλά έχουν σημαντικό τμήμα τους γεωργικό. Αυτοί όμως που πρέπει να πρωτοστατήσουν είναι οι ίδιο οι αγρότες. Δεν αρκεί να δημιουργήσουν τις ομάδες παραγωγής και εμπορίας αλλά να πιέσουν να αναλάβουν οι δημόσιοι φορείς τις ευθύνες τους και να συμβάλλουν στη προσπάθεια με ενίσχυση της έρευνας και των αναγκαίων πολιτικών. Κυρίως όμως θα πρέπει να οργανώσουν την επαφή και την μεταφορά των αποτελεσμάτων της έρευνας στους χρήστες μέσω ενός συστήματος γεωργικών εφαρμογών και τη θεσμοθέτηση της σύνδεσης του με την γεωργική έρευνα. Θα πρέπει οι Γεωτεχνικοί να πάψουν να ασχολούντια με τη γρφειοκρατεία των επιδοτήσουν και να γυρίσουν στη κύρια δουλειά τους που είναι η καθοδήγηση των αγροτών.  Άλλωστε η νέα ΚΑΠ θα χρηματοδοτεί την καινοτομία  και την έρευνα που θα την παράγει.
Κλείνοντας θα πρέπει να τονίσω ότι εκτός από τα οπωροκηπευτικά σημαντική συμβολή στη δημιουργία εισοδήματος  και βελτίωση στο εμπορικό ισοζύγιο μπορεί να προσφέρει η κτηνοτροφία, κυρίως με υποκατάσταση των εισαγωγών αλλά αυτό  είναι εκτός αντικειμένου του σημειώματος αυτού.

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ