(c) ellinikignomi.eu Οι εξαγωγές της Θεσσαλίας το έτος 2016 συμμετέχουν σε ποσοστό 4,8% στις εθνικές εξαγωγές

Πώς ήταν οι Θεσσαλικές πόλεις πριν το 1881; Ποιο ήταν το οικιστικό τους δίκτυο, η οικονομική τους λειτουργία; Απαντήσεις σε αυτά τα ερωτήματα, όπως και σε άλλα δίνει η κ. Βίλμα Χαστάογλου, καθηγήτρια του τμήματος Αρχιτεκτόνων Μηχανικών της Πολυτεχνικής Σχολής του Α.Π.Θ. στο πλαίσιο εργασίας της.

Λίγο πριν την απελευθέρωση, αναφέρει η ίδια, το οικιστικό δίκτυο της Θεσσαλίας περιλαμβάνει πολλά χωριά και λίγα αστικά κέντρα, που λειτουργούν ως αγορές του ευρύτατου αγροτικού περίγυρου, ο οποίος αποτελούσε έναν από χους πλουσιότερους σιτοβολώνες του σουλτάνου.

Σύμφωνα με τον γνωστό ιστορικό Νίκο Σβορώνο, ήδη από τον 18ο αιώνα, η περιφέρεια του Ιστιρά (δηλαδή της εισφοράς σε σιτηρά) της Θεσσαλίας περιέκλειε τον Όλυμπο, την επαρχία της Ζαγοράς, τους κόλπους του Βόλου και του Ζητουνίου (Λαμίας) -δηλαδή το τμήμα της Θεσσαλίας που ανήκε στο μουσελιμλίκι (υπο-πασαλίκι) της Λάρισας- και έδινε 80.000 κιλά σιτηρών ετησίως. Κόμβος της περιφέρειας ήταν ο Βόλος, το σημαντικότερο λιμάνι της Θεσσαλίας, απ’ όπου γινόταν η διακίνηση.

Ο χάρτης της Θεσσαλίας, συνεχίζει, του 1829 συμπληρώνει την  περιγραφή της Θεσσαλίας από τον Ιωάννη Λεονάρδο του 1836.

Παρέχει μια λεπτομερή εικόνα για το δίκτυο των χερσαίων δρόμων που οργανώνεται με κέντρο τη Λάρισα και τα Φάρσαλα (Τσατάλ-τζα], καθώς και για το δίκτυο των οικισμών (με τα παλιά τους ονόματα), από τους οποίους ξεχωρίζουν για το πληθυσμιακό μέγεθος τους η Λάρισα με 25.000 τα Τρίκαλα με 12.000 και ο (Άνω) Βόλος με 5.000 κατοίκους.

0 Γάλλος πρόξενος της Θεσσαλονίκης Ε. Grasset εκτιμά ότι το 1850 η Θεσσαλία έχει πληθυσμό 350-400.000 ψυχές, από τις οποίες 70.000  Τούρκοι, λίγες πόλεις και 864 ελληνικά χωριά, από τα οποία 517 είναι τσιφλίκια και 347 κεφαλοχώρια. Ακόμη, σύμφωνα με στοιχεία που δημοσίευσε το 1854 η γαλλική εφημερίδα Moniteur Universes, την κορυφή της πυραμίδας των πόλεων καταλαμβάνει η Λάρισα με 28.000-30.000 κατοίκους, ακολουθούν τα Τρίκαλα με 12.000, ενώ οι άλλοι σημαντικοί οικισμοί, όπως η Τσαρίτσανη, ο Τύρναβος, τα  Φάρσαλα, τα Αμπελάκια, η Ραψάνη, ο Άνω Βόλος, η Ζαγορά και η Ελασσόνα συγκεντρώνουν από 5.000 έως 2.000 κατοίκους ο καθένας. Γνωστή για τη βιοτεχνική παραγωγή της, κυρίως σε μετάξι, είναι η περιοχή του Πηλίου με τα 24 ελληνικά χωριά της. Οι σημαντικότερες θεσσαλικές πόλεις λειτουργούν ως διοικητικά κέντρα και τοπικές αγορές της γύρω αγροτικής παραγωγής. Έχουν κατά κανόνα πολυεθνικό πληθυσμό, απαρτιζόμενο από Τούρκους, Έλληνες και Εβραίους, και εποχιακά συγκεντρώνουν και Βλάχους, ενώ μέχρι το 1840 ο Βόλος και η Καρδίτσα δεν έχουν καθόλου χριστιανικό πληθυσμό. Καθώς ακριβείς στατιστικές δεν υπάρχουν την εποχή αυτή, στοιχεία διάσπαρτα σε ποικίλες πηγές επιτρέπουν να εκτιμήσουμε τα μεγέθη των κυριότερων πόλεων: Η Λάρισα το 1850 έχει 20.000 κατοίκους, από τους οποίους 8.000 Τούρκοι, 1Ο.ΟΟΟ Έλληνες και 2.000 Εβραίοι. Τα Τρίκαλα, το 1873, έχουν 10.900 κατοίκους, από τους οποίους 7.000 Έλληνες, 3.000 Τούρκοι και 400 Εβραίοι. 0 Βόλος, ασήμαντη σκάλα στις αρχές του 19ου αιώνα, το 1821 συγκεντρώνει 350 σπίτια και 440 μαγαζιά, και η Καρδίτσα το ίδιο έτος απαριθμεί 546 σπίτια. Την εικόνα των πόλεων στις αρχές του 19ου αιώνα, προσθέτει η κ. Χαστάογλου, μας δίνουν περιγραφές περιηγητών που επισκέπτονται την περιοχή. Όπως αναφέρει ο γνωστός Άγγλος περιηγητής William Leake που  αποβιβάζεται στον Βόλο το 1809, «Ο τουρκικός Βόλος εμφανίζει μεγάλην αντίθεσιν προς τας ελληνικάς κωμοπόλεις του Πηλίου όρους, ικανήν να εξαλείψη πάσαν καλήν εντύπωσιν του νεοαφιχθέντος ξένου εκ της ανθηρός του όρους απόψεως. Εκεί ευρίσκεται το Τε-λωνείον, δρόμοι στενοί, σχεδόν αδιάβατοι από τα έλη και τον δασώδη βόρβορον, οικήματα άθλεια και ερειπιώδη. Έν περιτειχισμένον μεγάλον τετράγωνον καλείται Κάστρον, συνίσταται όμως εκ χα-μηλού τείχους με πυροβολεία και περικλείει Τσαμίον με ολίγας τουρκικάς οικίας, το δε σύνολον  είναι χαρακτηριστικόν του κυβερνώντος λαού.

Η μικρά αυτή πόλις καλουμένη υπό των Ελλήνων Κάστρον, υπό δε των Τούρκων Γκόλος απέχει δέκα λεπτά από των πηγών των Παγασών, από των οποίων πάλιν περίπατος τριάκοντα επτά λεπτών της ώρας διό μέσου αμπέλων και μορεών φέρει εις τα Περιβόλια, όπου Τούρκοι του Φρουρίου έχουσι τας θερινός των κατοικίας, κειμένας εν μέσω κήπων εις τους πρόποδας του Πηλίου όρους».

Στον Πρώσο περιηγητή Jakob Salomon Barthoidy που επισκέφθηκε τη Θεσσαλία το 1804, οφείλουμε την ακόλουθη περιγραφή της Λάρισας: «Η Λάρισα κατοικείται κυρίως από Τούρκους και μετρήσαμε στην πόλη είκοσι δύο μιναρέδες. Ο πληθυσμός εκτιμάται, όπως μας είπαν, γύρω  στις 25.000 ψυχές… Η πόλη της Λάρισας, όπως όλες σχεδόν οι πόλεις της Ανατολής, είναι   φτιαγμένη από ξύλο και οι δρόμοι της, κοντά στη συνοικία με τις αγορές, είναι βρόμικοι, στενοί και άναρχης ρυμοτομίας. Σε  αντιστάθμισμα, αφθονούν εδώ τα εμπορεύματα κάθε είδους, πιο πολύ απ’ ό, τι σε άλλες αγορές… Υπάρχουν πολλοί [Εβραίοι] στη Λάρισα, μεταξύ των οποίων βρίσκονται και μερικοί πλούσιοι. Κατοικούν σε ολόκληρο συνοικισμό. Βρίσκει κανείς εδώ ένα αντιπροσωπευτικό τμήμα αυτού του συνοικισμού, που μπορούμε να το βλέπουμε από τα παράθυρα του πανδοχείου μας. Τα μαγαζιά στη σειρά, που συγκροτούν την αγορά στις τουρκικές πόλεις, μοιάζουν σχεδόν με το μαγαζί των δύο ραφτάδων που χους βλέπουμε να επιδιορθώνουν τη φορεσιά ενός αράπη, ενώ αυτός  τους παρατηρεί με την πίπα στο στόμα. Είναι καθισμένοι πάνω σε κάτι σαν ντιβάνι όμοιο μ’ αυτό των καφενέδων του Βόλου και όλων σχεδόν των κα-φενέδων που βρίσκεις συχνά σε όλες τις περιοχές της Ανατολής. Μερικές φορές φυτεύουν κυήματα=ΚΛΗΜΑΤΑ που τους χρησιμεύουν για σκιά. Στην Αθήνα, μ’ αυτό τον τρόπο προστατεύεται όλο το παζάρι, ώστε να σχηματίζει κάτι σαν καμάρα, κάτω απ’ την οποία βρίσκει κανείς όλες τις χαρές της υπαίθριας ζωής, προστατευμένος απ’ την κάψα του ήλιου».

Η δομή του αστικού  χώρου

Συνδυάζοντας ιστορικές πληροφορίες και περιγραφές, με γενικότερες μελέτες για την οργάνωση της πόλης στην καθ’ ημάς Ανατολή, μπορούμε να κατανοήσουμε, σημειώνει  η κ. Χαστάογλου, πως συγκροτείται η θεσσαλική πόλη της εποχής της τουρκοκρατίας και ειδικότερα τον 19ο αιώνα.

Η φυσική μορφή της πόλης την εποχή αυτή είναι αποτέλεσμα της  αποσύνθεσης του βυζαντινού οικιστικού συστήματος μετά την κατάκτηση της Θεσσαλίας από τον Τουραχάν Μπέη το 1423, και αντανακλά πλέον τις κυρίαρχες πολιτισμικές και οικονομικο-πολιτικές δομές της οθωμανικής κοινωνίας και την ισχύουσα πρακτική της καθημερινής ζωής. Οι Οθωμανοί εγκατέστησαν τη δική τους λογική οργάνωσης της πόλης και επέβαλαν τις δικές τους μορφές ιδιοκτησίας της γης. Όπως γνωρίζουμε από τις διαθήκες των πρώτων Οθωμανών διοικητών της Λάρισας, ήδη,  εξηγεί η καθηγήτρια, πριν από το τέλος του 15ου αιώνα, ο Ομέρ μπέης, που διαδέχθηκε στη διοίκηση της Λάρισας τον πατέρα του, κατακτητή Τουραχάν Μπέη, ίδρυσε σε διάφορες θεσσαλικές πόλεις έξι τζαμιά, έξι μετζίτια (συνοικιακά τεμένη), έναν μεντρεσέ (ιεροδιδασκαλείο), δύο μουαλίμχανε (διδασκαλεία), τέσσερα ιμαρέτ (φτωχοκομεία), τέσσερα ζαβιγιέ (μοναστικά ησυχαστήρια), καρα-βάν-σεράια (χάνια), ένα υδραγωγείο, γέφυρες, μύλους και κρήνες. Ο Τουραχάν μπέης ίδρυσε το  1446 στη Λάρισα ένα τζαμί, έναν μεντρεσέ και μία μονή (τεκέ), και  στα Τρίκαλα ένα τζαμί, δυο μετζίτια και δύο μονές”.

Οι πόλεις μεταβάλλονται πολύ αργά μέσα στον χρόνο λόγω της αδράνειας που δημιουργεί το οθωμανικό καθεστώς ιδιοκτησίας της γης. Δεν έχουν θεσμούς αυτοδιοίκησης και είναι έδρες των εκπροσώπων της κεντρικής εξουσίας. Ο θεσμός της δημαρχίας, που εισάγεται από την Υψηλή Πύλη στο πλαίσιο των μεταρρυθμίσεων της περιφερειακής διοίκησης που εγκαινίασε ο νόμος περί βιλαετίων το 1868, εφαρμόζεται μετά το 1877 στις επαρχιακές πόλεις και λειτουργεί πλημμελώς και αναποτελεσματικά.

Η διάρθρωση του αστικού χώρου φέρει τα τυπικά γνωρίσματα των  οθωμανικών πόλεων της ευρύτερης βαλκανικής περιφέρειας: Η πόλη λειτουργεί διασπασμένη, με ασαφή διάρθρωση και άναρχη εξάπλωση, με αραιή δόμηση και αγροτική όψη. Περιλαμβάνει σπίτια με κήπους και αγρούς με καλλιέργειες, βοσκές, νεκροταφεία και αδόμητους χώρους μέσα στα όρια της πόλης. Οι αρχαίες περιτειχίσεις, όταν υπάρχουν, διατηρούνται (όπως στα Τρίκαλα και στον Βόλο), αλλά έχουν πλέον χάσει την αμυντική χρήση τους και λειτουργούν περισσότερο για τον έλεγχο του πληθυσμού, ενώ άλλες πόλεις παραμένουν ανοχύρωτες. 0 πολεοδομικός ιστός είναι χαλαρός με ακανόνιστες οικοδομικές νησίδες και στο πλέγμα των δρόμων επιβιώνουν συχνά -αν και αλλοιωμένοι από τις επάλληλες ανοικοδομήσεις και καταπατήσεις- οι χαράξεις των αρχαίων κεντρικών οδών (της βυζαντινής Μέσης οδού}, ενώ το λοιπό δίκτυο αναπτύσσεται με ελικοειδείς δρομίσκους και αδιέξοδα.

0 πολυεθνικός πληθυσμός κατοικεί σε διακριτές γειτονιές- «μαχαλάδες» οργανωμένες με εθνο-θρησκευτικά κριτήρια, οι οποίοι έχουν σαφή όρια και εσωστρεφή διάταξη γύρω από το θρησκευτικό τους κτίριο – την εκκλησία, το τζαμί ή τη συναγωγή. Η χωρική οργάνωση των μαχαλάδων εξασφαλίζει τη αναγκαία εγγύτητα και συνάφεια που αντιστοιχεί στην κοινοτική οργάνωση και η καθημερινή ζωή των εθνοτήτων (το σύστημα των μιλέτ), αλλά και τις απαιτήσεις του οθωμανικού φορολογικού συστήματος. Η πόλη δεν διαθέτει τεχνικές υποδομές ούτε κεντρικούς δημόσιους χώρους, αντίστοιχους με τις πλατείες των μεσαιωνικών ευρωπαϊκών πόλεων που δημιουργήθηκαν για κοινωνικές συναθροίσεις. Τον ρόλο αυτό εδώ επιτελούν οι υπαίθριοι περίκλειστοι χώροι ιδρυμάτων, όπως οι αυλές  των τζαμιών και των εκκλησιών. Υπάρχει διοικητικό κέντρο με το  κονάκι (διοικητήριο) και σε μεγάλες πόλεις, όπως η Λάρισα,  διακρίνουμε το κιουλιγιέ (kuliyye), δηλαδή ένα συγκρότημα με  κοινωφελή κτίρια (ιεροδιδασκαλεία, φτωχοκομεία, λουτρά, το κεντρικό τζαμί κ.λπ.). Εδώ αξίζει, σύμφωνα με την κ. Χαστάογλου,  μια μικρή παρένθεση για τη σχέση του κιουλιγιέ με τον θεσμό βακουφιών, τα οποία εξασφάλιζαν με τις προσόδους τους τη δημιουργία και συντήρηση των ιδρυμάτων του κιουλιγιέ. Το βακούφι -δηλαδή ένα δημόσιο κτήμα αφιερωμένο σε κοινωφελή και ευαγή οκοπό υπέρ των μουσουλμανικών κοινοτήτων- υπήρξε θεμελιώδης θεσμός για ιη συγκρότηση της οθωμανικής πόλης. Διευκόλυνε τον εποικισμό στην περίοδο της κατάκτησης και εξάπλωσης της οθωμανικής κυριαρχίας, παρέχοντας τον πυρήνα συσπείρωσης για τους  πρώτους μουσουλμάνους κατοίκους. Επίσης, είχε τη θέση πολιτικής για τα δημόσια έργα που απαιτούσε η πόλη και το οικιστικό δίκτυο. Τέλος, ήταν το μέσον που συμπύκνωνε την πολιτιστική ταυτότητα της κυρίαρχης κοινωνίας”.

Στις πόλεις υπάρχουν απόλυτα διακεκριμένες περιοχές αγοράς με  καταστήματα, εργαστήρια και αποθήκες. Για την οθωμανική πόλη, παράλληλα με την εμπορική λειτουργία της η αγορά επιτελεί ρόλο  «πυκνωτή» των κοινωνικών σχέσεων και παρέχει τον μοναδικό τόπο για τη συνεύρεση των διαφόρων εθνοτήτων, στο κέντρο της πόλης. Οι περιοχές των αγορών είναι οργανωμένες κατά επάγγελμα -σύστημα που παραπέμπει στον θεσμό των συντεχνιών- και διακρίνονται σε σκεπαστές (γνωστές με το τουρκικό όνομα τσαρσί) και υπαίθριες (τα εβδομαδιαία παζάρια). Στις μεγάλες εμπορικές πόλεις υπάρχουν μπεζεστένια, δηλαδή κλειστές αγορές για τα πολύτιμα εμπορεύματα, όπως στην περίπτωση της Λάρισας. Στην αγορά βρίσκονται επίσης τζαμί και λουτρό (χαμάμ), καθώς και χάνια για τις ανάγκες των μετακινούμενων εμπόρων.

 

 

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ