Του Αθαν. Χ. Παπανδρόπουλου.

Όντως, το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο (ΔΝΤ) έκανε ένα σοβαρό λάθος στην ελληνική περίπτωση. Θεώρησε ότι, επειδή η ελληνική οικονομία συμμετείχε στην ευρωζώνη και η Ελλάδα ήταν μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΕΕ) από το 1981, είχε να κάνει με μια συνηθισμένη δυτικού τύπου οικονομία. Οδυνηρό λάθος.

Η ελληνική οικονομία, από πολλές πλευρές είχε και έχει περισσότερα κοινά γνωρίσματα με τις πρώην κομμουνιστικού τύπου οικονομίες της Ανατολικής και της Κεντρικής Ευρώπης, παρά με δυτική οικονομική οντότητα. Η παραοικονομία, η κλεπτοκρατία, η εκτεταμένη κρατική παρέμβαση και η πολύ χαμηλή ανταγωνιστικότητα, σε συνδυασμό με μία αναποτελεσματική και διεφθαρμένη γραφειοκρατία, ήταν τα πιο αδρά χαρακτηριστικά των οικονομιών του «υπαρκτού σοσιαλισμού», οι οποίες πέρασαν δύσκολες περιόδους προσαρμογής μετά την κατάρρευση των καθεστώτων. Κατά κύριο δε λόγο, το μεγάλο πρόβλημα των χωρών αυτών ήταν η βελτίωση της ανταγωνιστικότητάς τους, η οποία αποτελεί και την βασικότερη προϋπόθεση για την πορεία μιας οικονομίας προς την ανάπτυξη.

Όπως αναγνωρίζεται από τις περισσότερες σχολές οικονομικής σκέψεως, το ανταγωνιστικό ρυθμιστικό πλαίσιο κάθε χώρας, στον βαθμό που διευκολύνει την ανάπτυξη ανταγωνιστικών συνθηκών στην λειτουργία των βασικών της αγορών, συμβάλλει στην αύξηση της παραγωγικότητας και των επενδύσεων και ενισχύει την αναπτυξιακή δυναμική της οικονομίας και την κοινωνική ευημερία. Η εξασφάλιση της λειτουργίας υγιών ανταγωνιστικών συνθηκών σε όλους τους κλάδους αποτελεί την ισχυρότερη βάση για την βελτιστοποίηση της κατανομής των παραγωγικών πόρων στην οικονομία και για την ενίσχυση των κινήτρων που οδηγούν σε ταχύτερη ανάπτυξη προς όφελος του κοινωνικού συνόλου. Γενικά, ο ανταγωνισμός αποτελεί βασικό προσδιοριστικό παράγοντα του οικονομικού περιβάλλοντος της χώρας, που προσδιορίζεται επίσης από τα βασικά συγκριτικά της πλεονεκτήματα και από τον βαθμό αναπτύξεως της οικονομικής και κοινωνικής της υποδομής. Αυτό το περιβάλλον μπορεί να είναι φιλικό για την ανάπτυξη επιχειρηματικών δραστηριοτήτων και για την αύξηση των επενδύσεων και της απασχόλησης στην χώρα, ή μπορεί να είναι αρνητικό και να καθιστά την χώρα μη ελκυστική ως τόπο εγκαταστάσεως επενδύσεων, εγχώριων και ξένων.

Αυτό το περιβάλλον, λοιπόν, στην Ελλάδα –όπου η οικονομική ύφεση ήταν παρούσα από το 2007– βρισκόταν σε πολύ χαμηλό επίπεδο, με τον κρατισμό και τις ανελαστικότητές του να καλύπτουν ένα ευρύ φάσμα δραστηριοτήτων. Ο ανταγωνισμός απουσίαζε από πολλούς κλάδους της οικονομίας, κυρίως δε από τις συγκοινωνίες, τις μεταφορές, την εκπαίδευση, την χρηματοδότηση του αγροτικού τομέα, τις ταχυδρομικές υπηρεσίες και το Σύστημα Κοινωνικών Ασφαλίσεων.

Στο πλαίσιο αυτό, το ελληνικό δημοσιονομικό έλλειμμα είχε σαφέστατο διαρθρωτικό χαρακτήρα, ο οποίος έκανε οξύτερα και τα συγκυριακά ελλείμματα –αυτά, δηλαδή, που εξαρτώνται από την πορεία του οικονομικού κύκλου. Ήταν έτσι γνωστό και, βεβαίως, είναι ακόμη, ότι η άμεση πτώση του διαρθρωτικού ελλείμματος μπορούσε να προέλθει μόνον από την δραστική μείωση των δημοσίων δαπανών και όχι τόσο από την αύξηση των δημοσίων εσόδων. Στις περιπτώσεις αυτές, όμως, η εφαρμογή πολιτικών είναι μία εξαιρετικά δύσκολη υπόθεση, καθ’ όσον δεν είναι ευχερής ο επακριβής υπολογισμός των διαφόρων συνθετικών στοιχείων του ελλείμματος.

Με δεδομένες, έτσι, τις αστοχίες και επιπολαιότητες της κυβερνήσεως του Γιώργου Α. Παπανδρέου, η διαχείριση της ελληνικής κρίσεως μόνον σε εσφαλμένους υπολογισμούς μπορούσε να οδηγήσει. Παρ’ όλα αυτά, όσοι  ασχολούνται με την οικονομία και κυρίως με την μακροοικονομική της διάσταση, γνωρίζουν πολύ καλά ότι ο πολλαπλασιαστής εξαρτάται από την σύνθεση της δημοσιονομικής προσαρμογής, με τις σχετικές μελέτες να δείχνουν ότι τα προγράμματα που βασίζονται στις περικοπές δαπανών έχουν μικρότερη αρνητική επίπτωση στο ΑΕΠ και άρα μεγαλύτερη πιθανότητα επιτυχίας από τα αντίστοιχα που στηρίζονται στην αύξηση των φόρων. Ο ίδιος ο Κέϋνς, αν ζούσε, θα εξηγούσε σε αυτούς που συνεχώς τον επικαλούνται ότι το ελληνικό μείγμα δημοσιονομικής προσαρμογής με βασικό κριτήριο την διατήρηση συντεχνιακών συμφερόντων ξεφεύγει πλήρως της περίφημης κεϋνσιανής θεωρίας του πολλαπλασιαστή.

Στο μεταξύ, η ύφεση της οικονομίας συνεχίζεται και η παραγωγική μηχανή θα βρίσκεται σε πλήρη αδυναμία να δημιουργήσει νέες θέσεις εργασίας. Συνεπώς, για την χώρα μας και το μέλλον της επείγουν οι εις βάθος διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις, με κύριο ζητούμενο την άμεση καταστολή της γραφειοκρατίας και των νοσηρότατων φαινομένων που αυτή παράγει.

 

 

 

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ